Σκοτεινά 80s

Σκοτεινά 80s

Λάζαρος Αλεξάκης, «Σκιές του Νότου», Διόπτρα 2023




Στην αρχή εντυπωσιάζεσαι από την απεικόνιση της εποχής — θα έλεγα, «Ιδίως αν την έχεις ζήσει», αλλά εντέλει όλοι έχουμε ζήσει τα 80s: φρόντισαν ο κινηματογράφος και ιδίως η τηλεόραση γι’ αυτό. Οι περισσότερες αναμνήσεις μας είναι έτσι κι αλλιώς αναμνήσεις άλλων, και τις προσποριζόμαστε κυρίως από τη μαζική τέχνη, αλλά αυτό είναι καλό. Εντυπωσιάζεσαι με την απεικόνιση της εποχής γιατί είναι εκεί, παρούσα, με τον ρυθμό της μουσικής, τη φασαρία των μπαρ, με τα ηλεκτρονικά, τα μπιλιάρδα και τον τζόγο της, και με όλα τα άλλα. Το 80 είναι εκεί, με τα ρούχα του, τα τσιγάρα του, με τα μηχανάκια του και τις εξατμίσεις που σκάνε. Με τις (αυστηρά ροκ) νύχτες του. Αν τα 60s ήταν πολύχρωμα και ψυχεδελικά, όταν τέλος πάντων δεν ήταν ασπρόμαυρα, και τα 70s φωτεινά και χίπικα, τα 80s ήταν νυχτερινά· και ήταν ροκ. Δεν μπορείς να τα σκεφτείς αλλιώς, να τα φανταστείς ή να τα θυμηθείς, έστω και μέσω τρίτων. Η δεκαετία τού 80 πέρασε όλη μέσα σε μια μεγάλη, μεθυσμένη νύχτα. Και δεν πέρασε εύκολα και χωρίς να αφήσει σημάδια σε όσους ήταν (στ’ αλήθεια) εκεί.
Στην αρχή εντυπωσιάζεσαι από την απεικόνιση της εποχής, ναι, μόνο που αυτό το βιβλίο δεν μιλά βέβαια για το 80. Το χρησιμοποιεί. Θα λέγαμε, «το εκδικείται». Όχι ότι φταίει το ίδιο φυσικά. Αν πράγματι φταίει κάποιος, αυτός είναι η νοσταλγία μας για το παρελθόν. Ο Αλεξάκης καταρρίπτει όσους μύθους έχουμε σκαρφιστεί για μια δεκαετία που μόνο ένα ορισμένο φαντασιακό —και το κύλισμα του χρόνου— θα μπορούσε να εξωραΐσει έτσι. Στην αρχή λοιπόν εντυπωσιάζεσαι από τη ρεαλιστική απεικόνιση της εποχής. Τη σκληράδα της. Την ωμότητά της. Τους κινδύνους που κρύβονται στις σκιές της. Στις σκιές: όλο το βιβλίο παίζει μ’ αυτές τις σκιές. Είτε είναι σκιές που γεννιούνται στα σκοτάδια, κάτω από τις νέον επιγραφές των μπαρ, είτε από τα λαμπάκια στο φλιπεράκι που γεμίζει το σκοτάδι του μπαρ με τους ήχους του, είτε από τα φανάρια των αυτοκινήτων που ξερνάνε καμένη βενζίνη στον δρόμο. Είτε από τα μηχανάκια βέβαια. Τα πανταχού παρόντα μηχανάκια, που κάνουν σφήνες ανάμεσα από τα αμάξια και γλιστράνε στα χυμένα λάδια. Ή, τέλος, από τον ήλιο. Ο ήλιος είναι επίσης πρωταγωνιστής, ιδίως διά της απουσίας του. Κάπου στο τέλος, μάλιστα, θα καταυγάσει τα πάντα. Και μόνο εκείνος θα ξέρει τι έγινε.
Αλλά το βιβλίο Σκιές του Νότου δεν μιλά, βέβαια, για το 80. Ο χρόνος, είπαμε, είναι πρόσχημα. Ο Αλεξάκης μιλά για τους ανθρώπους. Για ανθρώπους που ερωτεύονται, διψούν, και που θέλουν κάτι παραπάνω. Είναι κανονικοί άνθρωποι δηλαδή. Μέχρι τη στιγμή που κάποιος από όλους τους θα θελήσει κάτι που δεν του ανήκει, κάτι που ανήκει σε κάποιον άλλον, ή κάτι που στα χέρια του θα φαντάζει ίσως βαρύ και άκομψο. Κι εκεί, αρχίζουν τα προβλήματα. Που βέβαια θα άρχιζαν έτσι κι αλλιώς, γιατί καναδυό από αυτούς τους κανονικούς ανθρώπους έχουν και άλλου είδους πάθη, ακόμη πιο έντονα και πιο ειδικά. Κανονικά κι αυτά δηλαδή. Όλα είναι αληθινά και όλα επιτρέπονται εδώ. Με την κρίσιμη διαφορά ότι τα πάθη, όταν επίσης ξεπεράσουν κάποια όρια —το ζώο που οριοθετεί πιο σκληρά την περιοχή του είναι ο άνθρωπος—, μπορούν να γίνουν φορείς αντίδρασης. Μπορούν να σημάνουν αίμα. Όχι πολύ, αλλά αρκετό για να προκαλέσει μια αλυσιδωτή αντίδραση βίας, από την οποία δεν θα μπορέσει να ξεφύγει κανένας. Στις Σκιές του Νότου, πράγματι, είναι δύσκολο να ξεφύγεις. Κάποια πράγματα είναι αναπότρεπτα, σχεδόν μοιραία: όλοι θα εμπλακούν σε ένα παιχνίδι θανάτου και προδοσίας εδώ, θέλουν δεν θέλουν.
Σκοτεινή εποχή, ρεαλιστικό υπόβαθρο, σκιές, κανονικοί άνθρωποι, πάθη: νά το υλικό τού νουάρ. Έχουμε να κάνουμε ακριβώς με ένα (μαύρο, κατάμαυρο) νουάρ, με hard-boiled στοιχεία, και με κλασικούς νουάρ ήρωες —με τα πιο ωραία ονόματα που μπορεί να φανταστεί κανείς— που ακροβατούν ανάμεσα στις αποχρώσεις του μαύρου, και της νύχτας. Καλοί και κακοί, αθώοι και ένοχοι. Άλλωστε, μέσα στο σκοτάδι αυτές οι μικροδιαφορές αμβλύνονται, μέχρι να χαθούν τελείως. Η γλώσσα είναι επίσης, τρόπον τινά, νουάρ: λόγος γρήγορος, λιτός, στακάτος, μόνο με τα απολύτως απαραίτητα, αλά Μάρλοου. Ακόμη και όταν λέγονται πολύ σκληρά πράγματα, λέγονται τόσο όσο να ακουστούν. Το νουάρ δεν ξέρει από θαυμαστικά και αποσιωπητικά.
Μια άγρια διαδρομή —με παλιό μηχανάκι για κόντρες, σε δρόμο όλο χαλίκια και γούβες— που κάνει το στομάχι σου να κολλήσει στην πλάτη. Αλλά που την πας μέχρι το τέλος, ασθμαίνοντας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: