___________
Γιατί να (ξανα)διαβάσουμε τον Ραμπελαί;
François Rabelais, «Γαργαντούας. Πανταγκρυέλ. Πανταγκρυελίνειον Προγνωσιάριον», μτφρ. Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2023
___________
Ο Φρανσουά Ραμπελαί γεννήθηκε το 1483, στην καρδιά της Αναγέννησης, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, στη Σινόν. Κατά τη διάρκεια του βίου του άλλαξε πλήθος επαγγέλματα, ανεβοκατέβηκε την κοινωνική κλίμακα, έφτασε να γίνει ομοτράπεζος βασιλέων και Παπών, κυνηγήθηκε από την Εκκλησία για τις αιρετικές και ανατρεπτικές ιδέες του, περιπλανήθηκε σε όλη την Ευρώπη· μα, πάνω απ’ όλα, έγραψε το πρώτο μεγάλο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα και επινόησε το νεωτερικό γέλιο. Η έκδοση του Γαργαντούα και του Πανταγκρυέλ τον απασχόλησε από το 1532, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, και μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1553. Εδώ εξιστορούνται οι χιουμοριστικές και γελαστικές περιπέτειες των δύο γιγάντων και της εύθυμης συντροφιάς τους. Οι ήρωες του Ραμπελαί, ο Γαργαντούας και ο Πανταγκρυέλ, αλλά και ο Πανούργος, ο αδελφός Ιωάννης, ο Επιστήμων και οι λοιποί συνοδοιπόροι τους, μπλέκονται στις πιο κωμικές, γκροτέσκες και παράλογες περιπέτειες που μπορεί να φανταστεί κανείς. Όποιος διαβάζει το μυθιστόρημα δυσκολεύεται σε κάθε του σελίδα να συγκρατήσει το γέλιο του.
Τι έχει όμως να προσφέρει στον σύγχρονο αναγνώστη της μετανεωτερικής Δύσης ένα παράξενο βιβλίο απ’ τις απαρχές της Νεωτερικότητας; Πώς μπορεί ν’ αγγίξει τη σημερινή ευαισθησία ένα έργο γραμμένο από έναν ουμανιστή της Αναγέννησης, μισό χριστιανό και μισό παγανιστή, μισό ιερέα και μισό επιστήμονα, μισό μυστικιστή και μισό υλιστή; Διαβάζοντας τον Ραμπελαί, όπως και τους άλλους μεγαλοφυείς ουμανιστές, φερ’ ειπείν τον Μονταίν ή τον Έρασμο, μυούμαστε στον ακένωτο θησαυρό της αναγεννησιακής σοφίας και τέχνης. Επίσης, εκεί ανιχνεύουμε όλα τα σπέρματα των επιτευγμάτων της Δύσης των Νέων Χρόνων. Εκεί, στα έργα των πατέρων της Αναγέννησης, στους πίνακες των ζωγράφων της, στα ταξίδια των πρωτοπόρων ταξιδευτών της, στις εμπορικές επιχειρήσεις των πρώτων καπιταλιστών της, φυτεύτηκαν οι σπόροι απ’ τους οποίους βλάστησε η σύγχρονη Δύση. Μέσα στα έργα των πρώτων νεωτερικών συγγραφέων φανερώνεται η απόλυτη πίστη στον άνθρωπο και στις ανεξάντλητες δυνατότητές του. Διότι τότε έγινε αντιληπτό, σε συγγραφείς όπως ο Ραμπελαί, ότι η ανθρωπότητα είναι αιώνια: γεννιέται, πεθαίνει και αναγεννιέται, χωρίς ποτέ να κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Η ανθρωπότητα με την Αναγέννηση απελευθερώνεται απ’ τα δεσμά της, απ’ τα δεσμά της πνευματικής υποταγής σε εξωανθρώπινες δυνάμεις και της υλικής υποταγής σε κοινωνικές δυνάμεις. Γιατί ο νους του μεσαιωνικού ανθρώπου ήταν σκλαβωμένος στη θρησκευτική μεταφυσική και το σώμα του παγιδευμένο στη φεουδαρχική ιεραρχία. Η Αναγέννηση τον απελευθέρωσε και τον ύψωσε στο κέντρο του σύμπαντος.
Στον Ραμπελαί βρίσκουμε συμπυκνωμένα τα ωραιότερα στοιχεία της αναγεννησιακής λογοτεχνίας: την οργιώδη φαντασία και τη βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο. Ο Ραμπελαί δημιουργεί υπέροχους ουτοπικούς κόσμους και εγκαθιστά εκεί τον άνθρωπο, εν μέσω μιας επίγειας Εδέμ, όπου το σώμα και το πνεύμα συμφιλιώνονται και απολαμβάνουν χωρίς ενοχή. Πώς μπορεί, για παράδειγμα, να μη θαυμάσει κανείς μία από τις ωραιότερες ουτοπίες, έναν απ’ τους πιο εντυπωσιακούς επίγειους παραδείσους που συνέλαβε ποτέ ανθρώπινος νους: τη χώρα του Θελήματος! Εκεί, στο μοναστήρι που ίδρυσε ο Γαργαντούας για τον αδερφό Ιωάννη, τον αγαπημένο του σύντροφο, όρισαν να μην υπάρχουν ούτε τείχη που να περικλείουν το χώρο ούτε ρολόγια που να περιορίζουν το χρόνο, και να γίνονται όλοι δεκτοί, άντρες και γυναίκες, ελεύθεροι να έρθουν και να φύγουν όποτε θελήσουν.
Όλη τους η ζωή ήταν καθορισμένη όχι από νόμους, καταστατικά ή κανονισμούς, αλλά σύμφωνα με τη θέληση και το αυτεξούσιό τους. Σηκώνονταν από το κρεβάτι όποτε τους άρεσε, έπιναν, έτρωγαν, εργάζονταν, κοιμούνταν, όταν τους ερχόταν η όρεξη. Κανείς δεν τους ξυπνούσε, κανείς δεν τους ζόριζε ούτε για να πιουν ούτε για να φάνε ούτε για να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Έτσι το είχε καθιερώσει ο Γαργαντούας. Ο κανονισμός τους δεν ήταν άλλος από το ακόλουθο άρθρο:
ΚΑΝΕ Ο,ΤΙ ΘΕΛΗΣΕΙΣ
(σελ. 275)
Αν πρέπει να επισημάνουμε τα δύο πιο βασικά γνωρίσματα του ραμπελαισιανού έργου, θα πρέπει να σταθούμε στον ανθρωπισμό και την καρναβαλικότητά του. Ο Ραμπελαί είναι ένας απ’ τους κορυφαίους ουμανιστές της Αναγέννησης, ένας απ’ τους λίγους εκείνους εκλεκτούς λογίους που ανέσυραν τα έργα των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων απ’ τη λήθη και τα ’φεραν και πάλι στο φως, ώστε να γονιμοποιήσουν τη σκέψη των Ευρωπαίων της νέας εποχής που ανέτελλε. Ο Ραμπελαί όμως υπήρξε επίσης μέγας διασκεδαστής και σφοδρός πολέμιος των σοβαροφανών ηθικολόγων, που δεν μπορούν να δουν τα πράγματα απ’ την ανάποδη. Γιατί για τον Ραμπελαί όλα τα πράγματα έχουν και μια άλλη, ανάποδη όψη, η οποία είναι και η πιο αληθινή. Το αναποδογύρισμα της πραγματικότητας, η κωμική αποκάλυψη αυτής της ανάποδης όψης της, που προκαλεί ασυγκράτητο γέλιο, ταυτίζεται με τη λυτρωτική προσέγγιση της αλήθειας.
Ο Ραμπελαί γελούσε με τα πάντα και θεωρούσε πως όλα μπορούν να προκαλούν το γέλιο. Ήταν ένας γιατρός που έβαζε τους ασθενείς να γελάνε με την αρρώστια τους· ένας παπάς που έκανε τους πιστούς να καγχάζουν με βλάσφημα ανέκδοτα· ένας πολιτικός που έσπρωχνε το λαό να χλευάζει τους ηγέτες του· ένας γελωτοποιός που ύμνησε το γέλιο ως τη σοβαρότερη δραστηριότητα του ανθρώπου. Χωρίς τον Ραμπελαί ο σύγχρονος κόσμος δε θα ’χε τη μορφή που έχει. Το διονυσιακό γέλιο του Ραμπελαί, γεμάτο αγαθότητα αλλά και αφοβία, είναι θεμέλιο του πολιτισμού μας. Χάρη σ’ αυτόν και χάρη σ’ όλους τους μεγάλους κωμωδούς που τον ακολούθησαν, ο σύγχρονος Ευρωπαίος έχει κερδίσει το δικαίωμα να γελοιοποιεί κάθε κατεστημένη πολιτική, θρησκευτική, κοινωνική και ιδεολογική εξουσία. Γιατί ο Ραμπελαί μάς δίδαξε ότι κάθε εξουσία μέλλει να πεθάνει και ν’ αντικατασταθεί από κάποια άλλη. Καμία εξουσία δεν είναι αιώνια. Και αυτό ισχύει και για τη σκοταδιστική ισλαμιστική βία, για τα αυταρχικά και τυραννικά καθεστώτα της εποχής μας, για την ατμόσφαιρα ανελευθερίας που εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια στη Δύση. Και αυτές οι εξουσίες θα αφανιστούν κάποια μέρα, όπως αφανίστηκαν πολλοί χειρότεροι δικτάτορες. Ο Ραμπελαί όμως θα συνεχίσει να γελά, ηχηρά και καλόκαρδα, χλευάζοντας τη σιγουριά, την αγελαστία, τη μάταιη εξουσιολαγνεία τους.
Ο Ραμπελαί, όπως εξηγεί ο Μίλαν Κούντερα, είναι ο επινοητής του νεωτερικού γέλιου· είναι εκείνος που κήρυξε για πρώτη φορά τον πόλεμο ενάντια στους αγέλαστους, δηλαδή ενάντια σε κείνη τη ράτσα των ανθρώπων που αδυνατούν να δουν τα πράγματα από την κωμική τους πλευρά, και συνεπώς αδυνατούν να φανταστούν πως και ο άλλος, ο αλλόδοξος, εκείνος που σκέφτεται διαφορετικά, μπορεί να έχει κι εκείνος κάποιο δίκιο. Οι αγέλαστοι πάντα είναι σοβαροί και βλοσυροί, πάντα ξέρουν ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Το μυθιστόρημα όμως, όπως πρωτοδιαμορφώνεται από τον Ραμπελαί, έρχεται να δείξει πως υπάρχει ένας χώρος όπου αναστέλλεται η ηθική αποτίμηση, ένας χώρος δηλαδή στον οποίο όλοι έχουν σ’ ένα βαθμό δίκιο κι ο αναγνώστης καλείται να τους κατανοήσει και να μην τους καταδικάσει βιαστικά.
Η μετάφραση του Γαργαντούα απ’ τον Φίλιππο Δρακονταειδή κυκλοφόρησε αρχικά απ’ τις εκδόσεις Πατάκη το 1988. Στη συνέχεια, προστέθηκε ο Πανταγκρυέλ και εκδόθηκαν μαζί απ’ το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1994. Τα δύο ραμπελικά βιβλία επανεκδόθηκαν το 2004 απ’ την Εστία και ξανά το 2018 απ’ τον Εξάντα. Σήμερα εκδίδονται και πάλι, σε νέα, όμορφη έκδοση, αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη, με την προσθήκη του Πανταγκρυελίνειου Προγνωσιάριου από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Για να εκτιμηθεί η τεράστια σημασία της μετάφρασης του Δρακονταειδή και ο κόπος που κατέβαλε για να γυρίσει στη γλώσσα μας τον Ραμπελαί, πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι ο μέγας Γάλλος μυθιστοριογράφος άργησε πάρα πολύ να βρει το δρόμο του προς τη γλώσσα και τη λογοτεχνία μας. Έπρεπε να περάσουν πάνω από τέσσερις αιώνες απ’ τη στιγμή που πρωτοείδε το φως, προτού εμφανιστεί στα ελληνικά ένα ανθολόγιο μ’ επιλεγμένα αποσπάσματα, σε μετάφραση Σπύρου Σκιαδαρέση το 1950. Η μετάφραση του Σκιαδαρέση είναι ακριβής και ωραία γλωσσικά. Είναι όμως ελλιπής και λογοκριμένη, και παρουσιάζει συνεπώς διαστρεβλωμένο ένα βασικό στοιχείο της γραφής του Ραμπελαί: την απόλυτα ελεύθερη χρήση της γλώσσας, που δε διστάζει να περιγράψει με ανατομική ακρίβεια τη σεξουαλική ζωή των ηρώων του και απολαμβάνει ιδιαίτερα τις σκατολογικές λεπτομέρειες. Ο Δρακονταειδής, αντίθετα, όχι μόνο μεταφράζει με ακρίβεια και πληρότητα, αλλά διασώζει ακριβώς αυτή την ελευθεροστομία, που είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της απόλυτης πνευματικής αφοβίας του Ραμπελαί.
Τι ήταν λοιπόν αυτό που εμπόδισε τη μετάφραση και την υποδοχή του ραμπελαισιανού έργου στην Ελλάδα; Ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο ήταν σαφώς η γλώσσα, το δυσνόητο και δυσμετάφραστο […] ιδίωμα: αρχαϊκά γαλλικά σε αδιαφοροποίητη ακόμη, πρωτεϊκή μορφή […] ένα δύσκολο να περιγραφεί μάγμα λόγιας και δημώδους γλώσσας, κατάμεστο από ντοπιολαλιές, επαγγελματικά ιδιόλεκτα, λογοπαίγνια, νεολογισμούς, λατινισμούς, ελληνισμούς […][1]
Πιο σημαντικός λόγος όμως ήταν ακριβώς η αφοβία και η ανατρεπτικότητα του μυθιστορήματος του Ραμπελαί, η «άκρατη ελευθεριότητα», η «χυμώδης αθυροστομία», η «αδρή και συχνά βίαιη γλώσσα», που σατιρίζει και στηλιτεύει «τον λογιοτατισμό και την αμάθεια, τον σκοταδισμό, την απληστία, τη σεμνοτυφία».[2] Η λογοτεχνία μας, για λόγους που πρέπει ν’ αναζητηθούν ίσως στην κοινωνιολογία ή την κοινωνική ιστορία του νέου ελληνισμού, παρέμεινε επί μακρόν, και μέχρι σήμερα σχεδόν, σοβαρή και σοβαροφανής. Το χαμηλό και λαϊκό, το καθαυτό κωμικό, δυσκολεύτηκε, και δυσκολεύεται ακόμα, να περάσει το κατώφλι της υψηλής λογοτεχνίας.
Ιδιαίτερο γέλιο στην παρούσα μετάφραση προκαλεί η απόδοση των κυρίων ονομάτων, που είναι ενδεικτική και για τον τρόπο εργασίας του μεταφραστή. Ο Ραμπελαί εξαντλεί τη γλωσσοπλαστική του δεινότητα και το οργιαστικό χιούμορ του στη σύνθεσή τους. Έτσι, ο μεταφραστής καλείται να βρει λύσεις ώστε να διατηρηθεί αυτό το καταιγιστικό χιούμορ και ταυτόχρονα η σημασία των ονομάτων, που συνδέεται άμεσα με τα συμφραζόμενα της αφήγησης. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ευφυέστατη απόδοση του Janotus de Bragmardo ως Ιωαννίκιου Κοντοπεοφόρου. Ο Ιωαννίκιος είναι εκπρόσωπος της Θεολογικής Σχολής του Παρισιού και στο πρόσωπό του ο Ραμπελαί σατιρίζει την επηρμένη σοφία των καθηγητών, την οσφυοκαμψία τους μπροστά στην εξουσία και τη διαπλοκή τους μ’ αυτήν, όπως επίσης και την ανοησία και στενομυαλιά τους. Ο Ραμπελαί έχει εκλατινίσει το γαλλικό όνομα Jeannot de Braquemart, όπως εξηγεί ο Δρακονταειδής στο σχετικό σχόλιό του.[3] Braquemart ονομαζόταν ένα κοντό και φαρδύ ξίφος. Ταυτόχρονα όμως με αυτή τη λέξη υπονοούνταν ο άντρας που έχει μικρό πέος. Αναλογικά λοιπόν με το ξιφοφόρος, και το κοντοξιφοφόρος, όπως θα έπρεπε να ονομαστεί ο Ιωαννίκιος, ο Δρακονταειδής τον ονομάζει κοντοπεοφόρο. Έτσι, διατηρεί το αστείο του Ραμπελαί, που υποβιβάζει και διακωμωδεί την υψηλή θέση και το σεβασμό που υποτίθεται πως απολαμβάνει ένας πανεπιστημιακός καθηγητής της θεολογίας.[4]
Άλλη ακριβής, και ταυτόχρονα πανέμορφη, απόδοση ονόματος είναι ο Frère Jean des Entommeures, που γίνεται, στη μετάφραση του Δρακονταειδή, αδελφός Ιωάννης ο Λιανιστής. Ο Δρακονταειδής χρησιμοποιεί τη λέξη «λιανιστής», από το λιανίζω, δηλαδή κάνω κομματάκια, και αναδεικνύει έτσι το γεγονός ότι στον Ραμπελαί, και ειδικά στα επεισόδια στα οποία πρωταγωνιστεί ο αδελφός Ιωάννης, συνδέονται η κουζίνα, τα κουζινικά σκεύη και η μαγειρική γενικά με τη μάχη, την εξόντωση και το κομμάτιασμα των αντιπάλων. Ο πολεμιστής σφάζει και κομματιάζει τους εχθρούς του, όπως ο μάγειρας κομματιάζει το κρέας για να το κάνει κιμά. Και όλα αυτά βέβαια συνδέονται με την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, την οποία ο Ραμπελαί, ως άνθρωπος της Αναγέννησης και ως γιατρός, πραγματικά λάτρευε. Σε όλο του το έργο υπάρχουν λεπτομερείς απαριθμήσεις των ανθρώπινων μελών και οργάνων. Στο κεφάλαιο 27 του Γαργαντούα μάλιστα, όπου ο αδερφός Ιωάννης κάνει την εντυπωσιακή του είσοδο στο μυθιστόρημα, επιτίθεται με αδάμαστη ορμή και κυριολεκτικά λιανίζει τους εισβολείς, που καταστρέφουν τον αμπελώνα του μοναστηριού και απειλούν να στερήσουν τους μοναχούς από τον απαραίτητο για τη θεία λειτουργία αλλά και για την κρασοκατάνυξη οίνο.
Παρόμοια ισχύουν και για άλλα ονόματα: Κουφιόνειρας, Ιούσιος Καυλαρχίδης, Σκοροφαγωμένος, Απαλαργαχτύπας, Ξεστροδηνάριος, Καταπιαέρας κ.ά.
Αξίζει να τονιστεί και να επαινεθεί, πάνω απ’ όλα, η λεπτή ισορροπία μεταξύ σεβασμού και ελευθερίας με την οποία αντιμετώπισε ο Δρακονταειδής το ραμπελαισιανό κείμενο. Μεταφράζει με ακρίβεια το γαλλικό πρωτότυπο, χωρίς να παραλείπει ή να διασκευάζει κανένα σημείο και χωρίς βέβαια να λογοκρίνει τον άφοβο βλάσφημο λόγο του συγγραφέα. Ταυτόχρονα, δεν μένει προσκολλημένος στο γράμμα του κειμένου, αλλά κατορθώνει να αποδώσει το πνεύμα του και να δημιουργήσει ένα αυτόνομο λογοτεχνικό κείμενο στα νέα ελληνικά. Η μετάφραση του Δρακονταειδή διαβάζεται ευχάριστα και χωρίς προσκόμματα. Είναι μια πραγματική μετακένωση του γαλλικού αριστουργήματος στη γλώσσα υποδοχής του.
Το έργο του Φρανσουά Ραμπελαί, όπως τα έργα όλων των μεγάλων συγγραφέων της Αναγέννησης, όπως και τα έργα των λίγο μεταγενέστερών του Μιγκέλ ντε Θερβάντες και Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, επιστρέφει διαρκώς και θα συνεχίσει να επιστρέφει. Και κάθε φορά οι αναγνώστες θα το απολαμβάνουν ξανά και θα βρίσκουν νέες ευκαιρίες χαράς και νέα νοήματα στην ανάγνωσή του. Ο Ραμπελαί έρχεται απ’ τα βάθη των αιώνων, με το ηχηρό γέλιο του και την επαναστατική του αισιοδοξία, έτοιμος να υπονομεύσει κάθε αυθεντία και να γκρεμίσει κάθε κατεστημένη γνώση. Και μας είναι ωφέλιμος και απαραίτητος, όχι μόνο για να ξεκαρδιζόμαστε με τις περιπέτειες των ηρώων του, αλλά και για να βλέπουμε τον κόσμο κριτικά και ελεύθερα, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς παρωπίδες, χωρίς το σκοτάδι που απλώνουν οι αγέλαστοι προπαγανδιστές κάθε εξουσίας. Γι’ αυτό και οφείλουμε βαθιά ευγνωμοσύνη στον Φίλιππο Δρακονταειδή, που εργάστηκε άοκνα για τη μετάφρασή του στα ελληνικά.
___________
Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου François Rabelais Γαργαντούας. Πανταγκρυέλ. Πανταγκρυελίνειον Προγνωσιάριον (μτφρ. Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, ΠΕΚ 2023) την Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023 στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει».
- Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, «Γιγαντογραφημένα πάθη», εφ. Το Βήμα, 21.11.2004.
- Ό.π.
- François Rabelais, Γαργαντούας. Πανταγκρυέλ. Πανταγκρυελίνειον Προγνωσιάριον, ό.π., σελ. 136, σχόλιο 155.
- Ας αναφερθεί εδώ και η εξίσου επιτυχής μεταφραστική επιλογή του Σκιαδαρέση: o Janotus de Bragmardo αποδίδεται ως Ιωαννίκιος Σπαθοβάζης. Το υπονοούμενο είναι λιγότερο προφανές, αλλά σαφές και ακούγεται ωραίο στα ελληνικά.