Έχει δυσκολίες το επάγγελμα αυτό. Δε φαντάζεσαι. Όχι μόνο τη βρώμα και τα χημικά. Αυτά είναι το λιγότερο, να σου πω. Καταρχάς, για κάθε δουλειά που παίρνω, θέλω άδεια από τους δασικούς ― βάλε τώρα με το νου σου. Κατάλαβες. Και για τα οικόσιτα ―σκυλιά, γατιά, καναρίνια και τα ρέστα― απαγορεύεται. Εντελώς. Το κάνω στη ζούλα, εννοείται. Και όχι μόνο για τα λεφτά. Αλλά να, ρε φίλε, είχα σκυλί κι εγώ, χρόνια, τον Τζακ. Το πιο καλό ζωντανό που μπορείς να φανταστείς. Πιο πολύ μου λείπει ο Τζακ παρά η μάνα μου, που λέει ο λόγος. Θέλει ο άλλος να τον βλέπει το σκύλο του, να τον έχει κοντά. Δεν τον κρίνω.
Τα πιο πολλά που μου φέρνουνε, είναι τρόπαια. Κυνηγητικά. Αγριογούρουνα, ελάφια, πουλιά, ό,τι σκεφτείς. Μου 'χουνε φέρει κι άλλα. Ο καθένας από μας - πόσοι είμαστε - έχει κι άλλη ιστορία να σου πει. Σα τους ψαράδες ένα πράμα: Δέκα να ακούς, ένα να πιστεύεις. Αλλά αυτά που θα σου πω εγώ, αλήθεια είναι όλα.
Ταρίχευση κάνω, όχι βαλσάμωμα. Βαλσάμωμα δε κάνει κανένας πια, ασύμφορο, παλιά μέθοδος. Χαλάει και μυρίζει κιόλας. Δε θες να ξέρεις. Με την ταρίχευση είναι σα να κάνεις τέχνη. Γλύπτης, να πούμε, Ερμής του Πραξιτέλους και τέτοια. Γελάς; Να σε δω να κόβεις μισό τόνο κουφάρι και μετά να φοράς το αρκουδοτόμαρο στο καλούπι που το ‘χεις φτιάξει μοναχός. Δεν είναι τόσο αστείο τώρα, ε; Και να το κάνεις να φαίνεται για ζωντανό το ψόφιο το πράμα. Από τα χέρια σου αυτό. Είμαι και τεχνίτης εγώ και καλλιτέχνης μαζί. Όλοι οι παλιοί έτσι ήμασταν.
Ε, μια μέρα που στείλανε μια κούτα από Πελοπόννησο, με ταξί. Μαύρη. Μαύρες λέμε εμείς τις κούτες που έχουνε ζώα χωρίς άδεια ταριχεύσεως από το Δασαρχείο. Γύρευε λέω τώρα τι θα δούμε εδώ πέρα μέσα. Τι να σου πω - αετούς μου έχουνε φέρει, όρνεα μου έχουνε φέρει, χελώνα της θαλάσσης μου 'χουνε στείλει. Προστατευόμενα είδη. Ένας συνάδελφος, από ψηλά, από Αμύνταιο, μου ‘χει πει πως έχει ταριχεύσει ρήσο - ζήτημα να 'ναι 50 ζώα σε ολόκληρο τον Αίμο.
Σκίζω τις μονωτικές, ανοίγω την κούτα, ήτανε γεμάτη παγοκύστες - όποιος το 'χε στείλει δεν ήτανε άσχετος, είχε ξαναστείλει ζώο σε ταριχευτή. Κάνω έτσι τους πάγους, βλέπω ένα πράμα σαν όρθιο. Σαν άνθρωπος μου φάνηκε. Έκανα δύο βήματα πίσω, έτσι από ένστικτο – λες και το ‘ξερα.
Κοιτάω καλύτερα, είχε ένα μούτρο, που δε φαινότανε για ανθρώπου και είχε μπόι ενάμισι μέτρο - και πολύ σου λέω. Να σου πω τι σκέφτηκα; Λέω καλά, τους έτυχε των ανθρώπων παιδί μισερό και τους έφυγε, να ηρεμήσουν κι αυτοί - θε μου συχώρα με - και θέλουν να το κρατήσουν να το βλέπουνε; Κι εγώ τι να το κάνω; Άνθρωπο να κάτσω να κόψω; Αλλά άνθρωπος δεν ήτανε αυτό το πράμα.
Ήτανε μέσα στην τρίχα από πάνω μέχρι κάτω, και όπως το είχανε χώσει μέσα στην κούτα ανάσκελα, κοιτάω και βλέπω μια ψωλή, τι να σου πω. Ούτε στα έργα τα ανώμαλα δεν έχεις δει τέτοιο πράμα. Και ήτανε και ορθωμένο σα κοντάρι. Εντάξει, ξέρω που καμιά φορά όταν πεθαίνεις ―μη γελάς, ρε― πάει όλο το αίμα κάτω και σου σηκώνεται. Το παθαίνανε όσοι τους κρεμάγανε παλιά, για αυτό λέει τους φοράγανε κάτι παντελόνια φαρδιά, μη τους δει ο βασιλιάς και του πέσει κάπως. Αυτουνού όμως δεν ήτανε έτσι. Ήτανε αλλιώς. Άλλο πράμα.
Κοιτάω το κεφάλι ―στο σταυρό που σου κάνω, στον τάφο των γονιών μου― και βλέπω πως είχε κέρατα. Μικρά κερατάκια, σα κατσικίσια. Ξεκινάγανε χαμηλά, ίσα πάνω από τα αυτιά του. Πάγωσε το αίμα μου. Ανακατεύτηκα, θες από το φόβο, θες από την τραγίλα που μύριζε η κούτα ―όταν την άνοιξα δε μου 'χε έρθει η μυρωδιά, τώρα είχε φλομώσει το εργαστήρι μου κοπριά και κάτουρο― έκανα προς τα πίσω και ξέρασα. Ρουκέτα. Που εμείς και οι βυρσοδέψες αντέχουμε και την πανούκλα της κολάσεως που λέει ο λόγος από μυρωδιές, έτσι;
Μέχρι να πιάσω ένα χαρτί να σκουπιστώ, είδα ένα κατσικοπόδαρο να βγαίνει από την κούτα και αυτό το πράμα ―ό,τι κι αν ήτανε― να σηκώνεται, στα δύο ποδάρια. Ήτανε ζωντανό το γαμήδι. Ματωμένο από τη μια του πλευρά, την αριστερή. Σκάγια για αγριογούρουνο. Super Kill. Μου δυσκολεύουνε τη δουλειά, τρώνε το κρέας, κάνουνε τρύπες στο τομάρι. Είδες τι κάθεται και σκέφτεται ο άνθρωπος άμα φοβάται;
Αν φοβήθηκα; Χέστηκα πάνω μου, όχι φοβήθηκα. Γύρισε και με κοίταξε, ρε Κώστα. Και ενώ ήτανε ζώο, είδα στα μάτια του κάτι ανθρωπινό και μου φάνηκε σα νευριασμένο και σα λυπημένο μαζί. Άνοιξε το στόμα του και άφησε ένα βέλασμα, που πρέπει να το ακούσανε ―λέω εγώ τώρα― μέχρι τον Κηφισό. Αλλά βλέπεις ήτανε αξημέρωτα, πρωί πρωί, και δεν ήτανε κανένας στο πόστο του ― βουλκανιζατέρ έχει εδώ πέρα τριγύρω. Έτρεξα στον καμπινέ και λούφαξα. Έβαλα και το σύρτη, τρομάρα μου. Λες και θα το κράταγε αυτό το κτήνος ο σύρτης.
Τα ‘κανε γης μαδιάμ όλα εδώ μέσα. Το άκουγα που κοπάναγε στην γκαραζόπορτα. Βγήκα έξω μετά από κάνα μισάωρο ― άδεια η κούτα. Οι παγοκύστες είχανε λιώσει και δε βρήκα τίποτα. Ό,τι κι αν ήτανε, έφυγε. Πάει. Στο Χρήστο που έχει το σκραπατζίδικο δίπλα είπα ότι κάποιος μπήκε, με χτύπησε και έκλεψε το ζώο που μου είχανε στείλει από την Τρίπολη ― τι να του πω; Είχε δει αυτός να το φέρνουνε το κουτί, άκουσε και φασαρία και ρώταγε. Κάπως έπρεπε να τα μπαλώσω. Ποια αστυνομία, αφού σου είπα, μαύρη ήταν η κούτα. Και αυτός που μου την έστειλε ούτε φωνή ούτε ακρόαση ― άμα στραβώσει δουλειά με μαύρη κούτα, όλοι κάνουμε τους Κινέζους. Ομερτά.
Τι να σου πω ρε Κώστα; Ξέρω κι εγώ; Εγώ ό,τι βλέπω λέω. Πήγαινε εκεί και δες πίσω από το λύκο που έχω, στο σκαλάκι. Τους βλέπεις τους λεκέδες κάτω τους κόκκινους; Δικοί του είναι. Έχουνε ποτίσει, δε βγαίνουνε. Τώρα εσύ, ό,τι θέλεις πίστευε.