Η νυφίτσα

Η νυφίτσα



«Νυ­φί­τσα» τον απο­κα­λού­σαν όλοι στην πα­ρέα. Δεν φαι­νό­ταν να τον ενο­χλεί κα­θό­λου. Ού­τε που θυ­μά­ται πια, για­τί του εί­χαν κολ­λή­σει αυ­τό το πα­ρα­νό­μι και πό­τε. Σί­γου­ρα από πο­λύ μι­κρός το κου­βα­λού­σε στην πλά­τη του. Τό­σο, που πολ­λές φο­ρές ξαφ­νια­ζό­ταν, αν κά­ποιος τον φώ­να­ζε με το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα. Που, και ωραίο ήταν και το έφε­ρε με υπε­ρη­φά­νεια πε­ρισ­σή: Ιά­σω­νας! Ο αρ­χη­γός της Αρ­γο­ναυ­τι­κής Εκ­στρα­τεί­ας! Θερ­μή πα­ρά­κλη­ση του με­γα­λύ­τε­ρου αδελ­φού: να τον ονο­μά­σουν έτσι, επει­δή του εί­χαν κά­νει τρο­με­ρή εντύ­πω­ση το θάρ­ρος και οι δε­ξιό­τη­τες του μυ­θι­κού αυ­τού ήρωα, όταν μω­ρό ακό­μη, του διά­βα­ζε η για­γιά του ιστο­ρί­ες από την ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία αντί για τα συ­νη­θι­σμέ­να πα­ρα­μύ­θια.

Τώ­ρα, πώς κα­τέ­λη­ξε από Ιά­σω­νας νυ­φί­τσα; Μή­πως, όντας πιο τρω­τός από τον αρ­κε­τά με­γα­λύ­τε­ρο αδελ­φό και τους φί­λους του, προ­σπα­θού­σε να βρει τρό­πο να υπει­σέρ­χε­ται στα δρώ­με­νά τους και να μην τον απο­κλεί­ουν από τα παι­χνί­δια τους; Ή, πά­λι, έβλε­παν κα­κές προ­θέ­σεις στη στά­ση του, να παίρ­νει πό­τε τη θέ­ση του ενός, πό­τε του άλ­λου και να δη­μιουρ­γεί σύγ­χυ­ση σε όλους; Δεν κά­θι­σε πο­τέ να το σκε­φτεί πο­λύ και να το ανα­λύ­σει. Άλ­λω­στε, από τη στιγ­μή που κα­νείς, σε κα­μιά πα­ρέα δεν τον απέρ­ρι­πτε, δεν έβρι­σκε λό­γο να πα­ρα­πο­νε­θεί ή να γκρι­νιά­σει. Νυ­φί­τσα, λοι­πόν.

Όσο για την εμ­φά­νι­ση, μό­νο για νυ­φί­τσα δεν έμοια­ζε, αν και όπως ομο­λό­γη­σε ο ίδιος, δεν εί­χε συ­να­ντή­σει πο­τέ κα­μία. Σώ­μα ευ­θυ­τε­νές, κε­φά­λι κα­λο­σχη­μα­τι­σμέ­νο, με πο­λύ ωραία χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Πο­λύ αγα­πη­τός τό­σο στο οι­κο­γε­νεια­κό του πε­ρι­βάλ­λον, όσο και στο σχο­λείο, από συμ­μα­θη­τές και δα­σκά­λους. Ει­δι­κά από δα­σκά­λες και αρ­γό­τε­ρα από κα­θη­γή­τριες, οι οποί­ες δεν έπαυαν να θαυ­μά­ζουν και να κα­μα­ρώ­νουν το τό­σο όμορ­φο πα­λι­κά­ρι. Θραύ­ση και στον γυ­ναι­κείο πλη­θυ­σμό, η Νυ­φί­τσα. Να μην κα­μα­ρώ­νει; Κα­μά­ρω­νε!

Άν­θρω­πος της πό­λης, ο φί­λος μας. Όταν του γι­νό­ταν πρό­τα­ση για κά­ποια εξόρ­μη­ση στην εξο­χή, πά­ντα πρό­χει­ρη εί­χε μια δι­καιο­λο­γία. Κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον για χλω­ρί­δα και πα­νί­δα. Βέ­βαια, δεν αντι­στε­κό­ταν πο­τέ σε πρό­σκλη­ση για θα­λάσ­σιες πε­ρι­πλα­νή­σεις. Λες να επη­ρέ­α­ζε το πραγ­μα­τι­κό, βα­πτι­στι­κό του όνο­μα; Η Αρ­γο­ναυ­τι­κή Εκ­στρα­τεία, μάλ­λον, κυ­λού­σε ακό­μη στις φλέ­βες του.

Μια τέ­τοια πρό­σκλη­ση δέ­χτη­κε από φί­λους για μια εβδο­μα­διαία πε­ρι­ή­γη­ση της Κρή­της. Με μπά­νια κά­θε μέ­ρα και επί­σκε­ψη των ση­μα­ντι­κό­τε­ρων πό­λε­ων και αρ­χαιο­λο­γι­κών χώ­ρων του νη­σιού. Θα προ­τι­μού­σε, εί­πε, μία πό­ντια εξόρ­μη­ση μέ­χρι την Κολ­χί­δα, στον Εύ­ξει­νο Πό­ντο. Κά­πως μα­κριά έπε­φτε για την ώρα, αντέ­τα­ξαν, και έτσι αρ­κέ­στη­κε σε ό, τι του προ­σφε­ρό­ταν.

Ευ­χά­ρι­στη επο­χή η άνοι­ξη για την Κρή­τη, χω­ρίς πο­λύ του­ρι­σμό ακό­μη. Οι πα­ρα­λί­ες όλες δι­κές τους, εύ­κο­λη και γρή­γο­ρη η πρό­σβα­ση στα μνη­μεία της, επί­σης.

«Νυ­φί­τσα!», άκου­σε να μουρ­μου­ρί­ζει κά­ποιος από την πα­ρέα. Γύ­ρι­σε το κε­φά­λι, μα δεν εί­δε κα­νέ­ναν. «Νυ­φί­τσα!» και εί­δε τον φί­λο να πλη­σιά­ζει με την επαγ­γελ­μα­τι­κή του φω­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή στα βρά­χια που ξε­κι­νού­σαν λί­γο πιο μέ­σα από την από­κρη­μνη ακτή. Τό­τε την εί­δε και μαρ­μά­ρω­σε. Ένα πε­ρί­ερ­γο, λι­λι­πού­τιο ζω­ά­κι, κα­φε­τί όλο, από το κε­φά­λι μέ­χρι την ου­ρά και κά­τα­σπρο στην κοι­λια­κή χώ­ρα. Κά­τα­σπρα και τα πέλ­μα­τα. Στε­κό­ταν πά­νω στον γυ­μνό βρά­χο με την ου­ρά τε­ντω­μέ­νη και το τρι­γω­νι­κό του κε­φά­λι στραμ­μέ­νο στον φα­κό του φω­το­γρά­φου. Μό­λις που πρό­φτα­σε η «Νυ­φί­τσα» να ζή­σει τη μα­γι­κή στιγ­μή. Αμέ­σως με­τά, με μια κα­τα­πλη­κτι­κή ευ­κι­νη­σία, χά­θη­κε στην τρύ­πα που έχα­σκε κά­τω ακρι­βώς από το βά­θρο όπου εί­χε στα­θεί για να την απα­θα­να­τί­σουν. Έμει­νε μαρ­μα­ρω­μέ­νος ο φί­λος μας, η «Νυ­φί­τσα». Άρ­χι­σε το δού­λε­μα η πα­ρέα όλη. Δεν αντέ­δρα­σε κα­θό­λου, πα­ρά χα­μο­γε­λού­σε διαρ­κώς. Η νυ­φί­τσα δεν έλε­γε να φύ­γει από τη σκέ­ψη του. Επό­με­νος στό­χος: όσο πιο συ­χνά του δί­νε­ται η ευ­και­ρία, εξορ­μή­σεις στην εξο­χή. Ήδη άρ­χι­σε να συλ­λέ­γει δια­δι­κτυα­κά πλη­ρο­φο­ρί­ες για τη mustela-nivalis, το σαρ­κο­βό­ρο αυ­τό θη­λα­στι­κό και τους τό­πους δια­βί­ω­σής του. Τον ενό­χλη­σε κά­πως το γε­γο­νός πως εί­ναι σαρ­κο­βό­ρο. Χορ­το­φά­γος ο ίδιος, εδώ και αρ­κε­τά χρό­νια, σκέ­φτε­ται σο­βα­ρά να απο­ποι­η­θεί το πα­ρα­νό­μι «Νυ­φί­τσα». Μό­νο γι’ αυ­τόν τον λό­γο…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: