O αδελφός Χουάν ή Ο κόσμος είναι Θέατρο

J. Solana: Ο Μιγκέλ Ντε Ουναμούνο (Μαδρίτη 1936)
J. Solana: Ο Μιγκέλ Ντε Ουναμούνο (Μαδρίτη 1936)



_____
Δ Ρ Α Μ Α    Σ Ε   Τ Ρ Ε Ι Σ   Π Ρ Α Ξ Ε Ι Σ
_____

«Αγα­πη­τέ μου ανα­γνώ­στη! Διά­βα­σε, αν εί­ναι δυ­να­τόν, υψη­λό­φω­να! Και αν το κά­νεις, σε ευ­χα­ρι­στώ γι’ αυ­τό! Και αν εσύ δεν το κά­νεις, να πα­ρα­κι­νείς άλ­λους να το κά­νουν, και ευ­χα­ρι­στώ τον κά­θε έναν από αυ­τούς και ξα­νά εσέ­να. Με το να δια­βά­ζεις δυ­να­τά θα απο­κο­μί­σεις την εντο­νό­τε­ρη εντύ­πω­ση, εκεί­νη που θα σε κά­νει να αντι­με­τω­πί­σεις τον ίδιο σου τον εαυ­τό και όχι εμέ­να, που στε­ρού­μαι αρ­μο­διό­τη­τας, ού­τε τους άλ­λους, που θα σου απο­σπού­σαν την προ­σο­χή.»

SOEREN KIERKEGAARD:
(της 1ης Αυ­γού­στου 1851) στο Για έλεγ­χο της συ­νεί­δη­σης, αφιε­ρω­μέ­νο στους σύγ­χρο­νούς του.


Πρόλογος

Ετού­τος ο πρό­λο­γος εί­ναι, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ένας επί­λο­γος. Όπως σχε­δόν κά­θε πρό­λο­γος. Αν και… ναι; Γεν­νιού­νται οι άν­θρω­ποι –υπο­λο­γί­ζο­ντας με­τα­ξύ τους και τις λε­γό­με­νες φα­ντα­στι­κές οντό­τη­τες, τα πρό­σω­πα ενός δρά­μα­τος, ενός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ή μιας ιστο­ρι­κής αφή­γη­σης– γεν­νιού­νται από τις ιδέ­ες οι άν­θρω­ποι ή από αυ­τούς εκεί­νες; Εί­ναι ο άν­θρω­πος μια εν­σαρ­κω­μέ­νη ιδέα –σε φα­ντα­στι­κή σάρ­κα– ή εί­ναι η ιδέα ένας άν­θρω­πος που έχει εξι­στο­ρη­θεί και διαιω­νι­στεί με αυ­τόν τον τρό­πο; Θα σου δι­η­γη­θώ, ανα­γνώ­στη, πώς γεν­νή­θη­κε αυ­τός ο «Αδερ­φός Χουάν» μου.
Ένας συ­νά­δελ­φός μου, ο Χού­λιο Ντε Όγιος, που εί­χε δια­σκευά­σει για τη σκη­νή το έρ­γο μου «Τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο από έναν ολό­κλη­ρο άν­θρω­πο» (μυ­θι­στό­ρη­μα), κό­βο­ντάς μου το σε «Ένας ολό­κλη­ρος άν­θρω­πος» (δρά­μα), μου πρό­τει­νε να ανε­βά­σει στη σκη­νή την «Ομί­χλη» μου –για­τί την ονό­μα­σα nivola;[1]–. Τε­λι­κά το θε­ώ­ρη­σα ανοη­σία. Ο Αου­γού­στο Πέ­ρεθ μου, ο ήρω­ας –ήρω­ας, ναι– της «Ομί­χλης» μου, αντι­μέ­τω­πος και αντι­τι­θέ­με­νός μου ισχυ­ρί­ζε­ται ότι εί­ναι ο συγ­γρα­φέ­ας του βι­βλί­ου –του βι­βλί­ου, όχι του Αου­γού­στο Πέ­ρεθ– υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι αυ­τός, και όχι εγώ, εί­ναι η αλη­θι­νή ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυ­τός εί­ναι που πραγ­μα­τι­κά υπάρ­χει και ζει –μό­νο ζώ­ντας υπάρ­χεις– και εγώ εί­μαι απλώς ένα πρό­σχη­μα, ώστε να υπάρ­ξει και να ζή­σει αυ­τός για τους ανα­γνώ­στες της ιστο­ρί­ας του. Και το θε­ώ­ρη­σα ανοη­σία, για­τί στο σα­νί­δι δεν χω­ρά­ει ένα πρό­σω­πο από αυ­τά που ονο­μά­ζου­με φα­ντα­στι­κά, ανα­πα­ρι­στά­με­νο εκεί από έναν ηθο­ποιό με σάρ­κα και οστά, που να ισχυ­ρί­ζε­ται ότι ετού­τος, ο ανα­πα­ρι­στά­με­νος, εί­ναι ο πραγ­μα­τι­κός και όχι αυ­τός που τον ανα­πα­ρι­στά, και ακό­μα λι­γό­τε­ρο ο συγ­γρα­φέ­ας του έρ­γου, που μπο­ρεί ακό­μη και να εί­ναι από υλι­κής άπο­ψης νε­κρός. Και όταν αρ­γό­τε­ρα υπέ­θε­σα ότι μπο­ρεί να μου πρό­τει­νε να με προ­βά­λει εμέ­να, τον συγ­γρα­φέα, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά, και ότι μπο­ρεί να με βά­λει να μι­λάω μέ­σα από φω­νό­γρα­φο; Κα­λύ­τε­ρα να πέ­θαι­να! Μό­νο μέ­σα από τον ζω­ντα­νό λό­γο μπο­ρεί κά­ποιος να ζή­σει, ει­πω­μέ­νο ή γραμ­μέ­νο, και όχι μέ­σα από μη­χα­νή. Και τό­τε συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι η πραγ­μα­τι­κή σκη­νι­κή προ­σαρ­μο­γή, η ιστο­ρι­κή πραγ­μά­τω­ση, του φα­ντα­στι­κού προ­σώ­που έγκει­ται στο ότι ο ηθο­ποιός, αυ­τός που ανα­πα­ρι­στά το πρό­σω­πο, ισχυ­ρί­ζε­ται ότι αυ­τός και μα­ζί μ’ αυ­τόν ολό­κλη­ρο το θέ­α­τρο εί­ναι φα­ντα­σία και ότι τα πά­ντα εί­ναι φα­ντα­σία, κά­θε τι θε­α­τρι­κό, και τέ­τοιοι εί­ναι και οι ίδιοι οι θε­α­τές. Που εί­ναι το ίδιο με το άλ­λο, με αυ­τό που μοιά­ζει να εί­ναι το αντί­στρο­φο. Πρό­κει­ται για δυο όρους που μοιά­ζουν αντί­θε­τοι, αλ­λά όμως ταυ­τί­ζο­νται. Τι ση­μα­σία έχει λοι­πόν να ισχυ­ρι­στού­με ότι τα πά­ντα εί­ναι φα­ντα­σία ή ότι τα πά­ντα εί­ναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Και τό­τε θυ­μή­θη­κα τον Δον Χουάν Τε­νό­ριο και τον θρύ­λο του.
Για­τί όλο το ιδα­νι­κό με­γα­λείο, όλη η πα­γκό­σμια και δι­η­νε­κής, δη­λα­δή, ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του Δον Χουάν Τε­νό­ριο, έγκει­ται στο ότι εί­ναι το πιο εξέ­χον θε­α­τρι­κά πρό­σω­πο, αντι­προ­σω­πευ­τι­κό, ιστο­ρι­κό, που πά­ντα ανα­πα­ρι­στά­νε­ται, που ση­μαί­νει, αυ­το­πα­ρου­σιά­ζε­ται. Πά­ντα αγα­πά τον εαυ­τό του. Αγα­πά τον ίδιο τον εαυ­τό του και όχι τις αγα­πη­μέ­νες του. Πα­ράλ­λη­λα το υλι­κό και το βιο­λο­γι­κό στοι­χείο εξα­φα­νί­ζο­νται. Η βιο­λο­γία εξα­φα­νί­ζε­ται μα­ζί με τη βιο­γρα­φία, η ύλη πλάι στο πνεύ­μα.
Εάν ο Δον Κι­χώ­της λέ­ει: «Εγώ ξέ­ρω ποιος εί­μαι!», ο Δον Χουάν μάς λέ­ει το ίδιο, αλ­λά με άλ­λο τρό­πο: «Εγώ ξέ­ρω αυ­τό που ανα­πα­ρι­στώ! Εγώ ξέ­ρω τι αντι­προ­σω­πεύω!». Έτσι όπως κι ο Σι­γι­σμούν­δος ξέ­ρει ότι ονει­ρεύ­ε­ται, που επί­σης εί­ναι ένας τρό­πος για να ανα­πα­ρι­στά­νει τον εαυ­τό του. Και οι τρεις ονει­ρεύ­ο­νται και ξέ­ρουν ότι ονει­ρεύ­ο­νται. Ο Δον Χουάν πά­ντα νιώ­θει ότι βρί­σκε­ται στη σκη­νή, πά­ντα ονει­ρεύ­ε­ται τον εαυ­τό του και πά­ντα κά­νει να τον ονει­ρεύ­ο­νται, και πά­ντα τον ονει­ρεύ­ο­νται οι αγα­πη­μέ­νες του. Και μέ­σα από αυ­τές ονει­ρεύ­ε­ται τον εαυ­τό του. Και η λα­γνεία;, η libido –μια και αυ­τόν τον λα­τι­νι­κό όρο κα­θιέ­ρω­σαν ως δό­κι­μο οι ει­δι­κοί βιο­λό­γοι–;, η… –δεν θα την ονο­μά­σου­με έρω­τα– η ακο­λα­σία; Μπα! Δεν πρό­κει­ται για βιο­λο­γία, αλ­λά για βιο­γρα­φία· δεν πρό­κει­ται για ύλη, αλ­λά για πνεύ­μα· όχι για φυ­σι­κή, αλ­λά για με­τα­φυ­σι­κή. Δη­λα­δή για ιστο­ρία. Για­τί η με­τα­φυ­σι­κή εί­ναι ιστο­ρία και η ιστο­ρία με­τα­φυ­σι­κή. Και η φι­λο­σο­φία τι εί­ναι αν όχι η ιστο­ρία της εξέ­λι­ξης της πα­γκό­σμιας αν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης;
Υπάρ­χουν δύο βα­σι­κές συλ­λή­ψεις της ιστο­ρί­ας που ονο­μά­ζο­νται υλι­στι­κές, δύο ιστο­ρι­κοί υλι­σμοί: αυ­τός του Καρλ Μαρξ και αυ­τός του Σί­γκ­μουντ Φρόιντ. Και με αυ­τές αντι­πα­ρα­βάλ­λε­ται, και σε με­γά­λο βαθ­μό εί­ναι ενά­ντια σε αυ­τές, μία που θα μπο­ρού­σα­με να ονο­μά­σου­με ιστο­ρι­κή σύλ­λη­ψη –ίσως κα­λύ­τε­ρα: αί­σθη­ση– της ύλης. Υπάρ­χει η υλι­στι­κή σύλ­λη­ψη της πεί­νας, εκεί­νη της δια­τή­ρη­σης του υλι­κού ατό­μου, του αν­θρώ­πι­νου ζώ­ου, και υπάρ­χει αυ­τή της ανα­πα­ρα­γω­γής, που επί­σης εί­ναι δια­τή­ρη­ση, δια­τή­ρη­ση του υλι­κού αν­θρώ­πι­νου γέ­νους, του εί­δους. Και οι δύο κα­τά βά­θος αλ­λη­λο­συ­μπλη­ρώ­νο­νται, μέ­χρι που συγ­χω­νεύ­ο­νται. Μή­πως το αν­θρώ­πι­νο ζώο –όπως και τα υπό­λοι­πα ζώα– δια­τη­ρεί­ται για να ανα­πα­ρα­χθεί ή ανα­πα­ρά­γε­ται για να δια­τη­ρη­θεί; Στους βιο­λό­γους για αυ­τό το πρό­βλη­μα. Και αυ­τοί θα σας ζα­λί­σουν με τον με­τα­βο­λι­σμό, τον ανα­βο­λι­σμό και τον κα­τα­βο­λι­σμό. Και με το στο­μά­χι και τα σε­ξουα­λι­κά όρ­γα­να.
Αλ­λά σε αντι­πα­ρά­θε­ση με αυ­τή τη δι­πλή υλι­στι­κή σύλ­λη­ψη της ιστο­ρί­ας –κα­θο­δη­γού­με­νη από την πεί­να και από τη libido– υπάρ­χει η ιστο­ρι­κή σύλ­λη­ψη της ύλης, αυ­τή της προ­σω­πι­κό­τη­τας. Κά­ποιος φι­λό­σο­φος την ονο­μά­ζει μα­ταιό­τη­τα. Και μα­ζί με αυ­τή, αν θέ­λε­τε, η ζή­λια. Έτσι ο βι­βλι­κός θρύ­λος ανοί­γει την πραγ­μα­τι­κή αν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία, αυ­τή του πο­λέ­μου, του αγώ­να για τη ζωή –struggle for life– με τη δο­λο­φο­νία του Άβελ από τον αδερ­φό του Κάιν, που στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση αυ­τό δεν δια­πράτ­τε­ται ού­τε από πεί­να ού­τε από ζή­λια ού­τε διεκ­δι­κώ­ντας το ψω­μί του ή κά­ποιο θη­λυ­κό. Αλ­λά ο Κάιν, ο καλ­λιερ­γη­τής, σκο­τώ­νει τον Άβελ, τον αμνο­βο­σκό, για­τί ο Ιε­χω­βάς, ο Κύ­ριος, προ­τι­μά­ει τις προ­σφο­ρές του Άβελ και όχι του Κάιν. Δη­λα­δή προ­τι­μά­ει τον έναν και όχι τον άλ­λο. Και ο Κάιν σκο­τώ­νει τον Άβελ από ζή­λια. Κα­τά βά­θος, αγώ­νας προ­σω­πι­κό­τη­τας, ανα­πα­ρά­στα­σης. Εδώ δεν έχου­με αυ­τό που γυ­ρεύ­ει η φυ­σι­κή, η υλι­κή ανά­γκη, για δια­τή­ρη­ση ή για ανα­πα­ρα­γω­γή, αλ­λά η ψυ­χι­κή, η πνευ­μα­τι­κή ανά­γκη, για ανα­πα­ρά­στα­ση και έτσι για διαιώ­νι­ση, για τη ζωή στο θέ­α­τρο που εί­ναι η ιστο­ρία της αν­θρω­πό­τη­τας. Ή σε αυ­τή τη βι­βλι­κή πε­ρί­πτω­ση, η ανά­γκη να γί­νει απο­δε­κτός από τον νου, τη μνή­μη του Δη­μιουρ­γού ου­ρα­νού και γης, να τον κοι­τά­ξει αυ­τός ο Κύ­ριος. «Εκεί­νη την ημέ­ρα με κοί­τα­ξε ο Θε­ός» ή «ήρ­θε να με δει ο Θε­ός» λέ­νε οι χω­ριά­τες, αγρό­τες ή βο­σκοί, όταν ανα­φέ­ρο­νται στη μέ­ρα που τους γέ­μι­σε με κα­λο­τυ­χία. Σε αυ­τή την ιστο­ρι­κή σύλ­λη­ψη θα επι­στρέ­ψω σύ­ντο­μα.
Έχο­ντας σφε­τε­ρι­στεί την ιστο­ρι­κή φι­γού­ρα του Δον Χουάν, που μέ­χρι και οι βιο­λό­γοι, οι φυ­σιο­λό­γοι, οι για­τροί –ακό­μα μά­λι­στα και οι ψυ­χί­α­τροι με­τα­ξύ των άλ­λων– προ­σπά­θη­σαν να την οριο­θε­τή­σουν, και έχο­ντας δε­δο­μέ­νο ότι διε­ρευ­νή­θη­κε εάν εί­ναι –όχι εάν ήταν– ένας αυ­να­νι­στής, ένα ευ­νου­χοει­δές, ένας στεί­ρος –και όχι ανί­κα­νος–, ένας ομο­φυ­λό­φι­λος, ένας σχι­ζο­φρε­νής –τι εί­ναι αυ­τό;–, ίσως ένας που έκα­νε απο­τυ­χη­μέ­νη από­πει­ρα αυ­το­κτο­νί­ας, ένας πρώ­ην μελ­λο­ντι­κός αυ­τό­χει­ρας. Μια και, γε­νι­κά, μάλ­λον δεν ψά­χνει τί­πο­τε άλ­λο από την από­λαυ­ση της στιγ­μής. Ού­τε καν να συ­ντη­ρη­θεί, ακό­μη λι­γό­τε­ρο να ανα­πα­ρα­χθεί, πα­ρά μό­νο να απο­λαμ­βά­νει. Κα­τα­βο­λι­κή δια­δι­κα­σία, όπως θα έλε­γε ένας βιο­λό­γος.
Ένας αυ­να­νι­στής; Κά­ποιοι αυ­τό πι­στεύ­ουν. Και αυ­τοί εί­ναι οι πιο χυ­δαί­οι που θα μπο­ρού­σαν να υπάρ­ξουν. Ένας αυ­να­νι­στής… στο θη­λυ­κό. Ένας τέ­λειος εγω­ι­στής, που εί­ναι ακό­μα και στην πιο ζε­στή συ­ντρο­φιά, και στην πιο σφι­χτή αγκα­λιά, πά­ντα μο­νή­ρης. Και ού­τε καν σκέ­φτε­ται να ει­σχω­ρή­σει στο «θη­λυ­κό», στο θή­ρα­μά του, να συγ­χω­νευ­τεί με αυ­τό, αλ­λά το πο­λύ να αφο­μοιω­θεί, και όχι να αλ­λο­τριω­θεί, από αυ­τό. Και ού­τε λό­γος για να τη γνω­ρί­σει. Να τη γνω­ρί­σει με την όμορ­φη, βι­βλι­κή έν­νοια, όπως λέ­γε­ται για έναν άντρα που γνώ­ρι­σε τη γυ­ναί­κα του. Που εί­ναι γι’ αυ­τόν γυ­ναί­κα και όχι «θη­λυ­κό», πρό­σω­πο και όχι ζώο. Για κά­ποιο λό­γο οι πι­στοί χρι­στια­νοί έχουν ταυ­τί­σει τον πει­ρα­σμό της γνώ­σης, το να δο­κι­μά­σουν τον καρ­πό από το δέ­ντρο της γνώ­σης του κα­λού και του κα­κού, με τον πει­ρα­σμό της σαρ­κι­κής φι­λη­δο­νί­ας.
Αυ­τός ο Δον Χουάν, ερ­μη­νευ­μέ­νος έτσι, σαν ένας μο­να­χι­κός ηδο­νι­στής, αν και με συ­ντρο­φιά, εί­ναι το πο­λύ όπως ο βά­τρα­χος –το αρ­σε­νι­κό βα­τρά­χι– που, αν και γο­νι­μο­ποιεί τα αβγά του θη­λυ­κού, το κά­νει έξω απ’ αυ­τό, μο­λο­νό­τι το κρα­τά­ει, το αγ­γί­ζει, το βλέ­πει και το μυ­ρί­ζει. Άλ­λα ζώα ού­τε καν αυ­τό δεν κά­νουν. Ού­τε που γνω­ρί­ζουν υλι­κά το θη­λυ­κό ού­τε το βλέ­πουν ού­τε το αγ­γί­ζουν ού­τε το μυ­ρί­ζουν. Όσο για την αλ­λη­λο­διείσ­δυ­ση, για τη συγ­χώ­νευ­ση, εί­ναι θέ­μα του αρ­σε­νι­κού σπερ­μα­το­ζω­α­ρί­ου και του θη­λυ­κού ωα­ρί­ου, που δεν ξέ­ρου­με αν έχουν ψυ­χή. Και αυ­τά σα­φώς και συγ­χω­νεύ­ο­νται αμοι­βαία, αλ­λη­λο­σπα­ρά­ζο­νται, τή­κο­νται μα­ζί, ται­ριά­ζουν. Οι άλ­λοι πε­ριο­ρί­ζο­νται στο να απο­λαμ­βά­νουν τους ίδιους τους τούς εαυ­τούς για ένα λε­πτό.
Και εδώ μπερ­δεύ­ο­νται οι βιο­λό­γοι μας με θε­ω­ρί­ες για την ομο­φυ­λο­φι­λία, και για το πώς η ηδο­νή, που εί­ναι το μέ­σο, ακυ­ρώ­νει τον σκο­πό, που εί­ναι η ανα­πα­ρα­γω­γή. Υπο­θέ­το­ντας, φυ­σι­κά, ότι η φύ­ση έχει σκο­πούς, ότι εί­ναι τε­λε­ο­λο­γι­κή. Αλ­λά μή­πως αυ­τό για την ομο­φυ­λο­φι­λία εί­ναι καρ­πός ενός σκο­τει­νού μαλ­θου­σια­νι­στι­κού εν­στί­κτου; Το να απο­λαμ­βά­νεις την ευ­χα­ρί­στη­ση της κά­θε στιγ­μής, να απο­λαμ­βά­νεις ευ­θύς αμέ­σως το άμε­σο, χω­ρίς την αί­σθη­ση του τέ­λους, που εί­ναι η ανα­πα­ρα­γω­γή, η συ­νέ­χι­ση και η συ­νέ­χεια του εί­δους. Το κα­κό­μοι­ρο το ζώο δεν γνω­ρί­ζει εξω­τε­ρι­κά τον εαυ­τό του. Αλ­λά ού­τε έχει την αί­σθη­ση του εαυ­τού, κα­μία αυ­τε­πί­γνω­ση. Το πο­λύ-πο­λύ το θη­λυ­κό να έχει μια πά­νω-κά­τω ρά­θυ­μη συ­ναί­σθη­ση της μελ­λο­ντι­κής μη­τρό­τη­τας.
Να ανα­πα­ρά­γε­σαι; Να απο­λαμ­βά­νεις τον εαυ­τό σου έξω από αυ­τόν, σε άλ­λους; Να έχεις επί­γνω­ση και συ­ναί­σθη­ση και ευ­χα­ρί­στη­ση του υπερ­βα­τι­κού σκο­πού της σε­ξουα­λι­κής πρά­ξης; Το πο­λύ ο Δον Χουάν να απο­λαμ­βά­νει τον εαυ­τό του –υπάρ­χουν κά­ποιοι που το πι­στεύ­ουν– έξω από αυ­τόν τον ίδιο, στην αντα­νά­κλα­σή του πά­νω στους άλ­λους. «Ε, τι να του πεις τώ­ρα!», όπως λέ­γα­με, σαν ήμα­σταν παι­διά, όταν κά­ποιος έκα­νε κά­τι για να το λέ­ει και να καυ­χιέ­ται. Και εδώ πια, υπει­σέρ­χε­ται η μα­ταιό­τη­τα. Και μα­ζί με αυ­τήν η ιστο­ρία, ο θρύ­λος.
Ο γνή­σιος, ο αυ­θε­ντι­κός, ο αλη­θι­νός Δον Χουάν φαί­νε­ται ότι δεν αφιε­ρώ­νε­ται στο κυ­νή­γι των θη­λυ­κών για κα­νέ­ναν άλ­λο λό­γο πα­ρά για να το δι­η­γεί­ται και να καυ­χη­σιο­λο­γεί. Θυ­μη­θεί­τε τη λί­στα των θυ­μά­των του, τη λί­στα των θη­ρα­μά­των που δια­θέ­τει ο Δον Χουάν στο δρά­μα του Θο­ρί­λια. Και θυ­μη­θεί­τε τις αντι­ζη­λί­ες του. Από ζή­λια; Όχι, ο Γλε­ντο­κό­πος δεν αι­σθά­νε­ται ζή­λια. Εί­ναι σαν να μην την αι­σθά­νε­ται. Αυ­τό για το οποίο μο­χθεί εί­ναι να κα­τα­πλή­ξει, να αφή­σει φή­μη και όνο­μα. Φτά­νει στο ση­μείο να θυ­σιά­ζει την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα για τη θε­α­μα­τι­κό­τη­τα. Ο Μπο­ντλέρ, που ήταν ένας απο­τυ­χη­μέ­νος δαν­δής και ου­σια­στι­κά ένας μο­να­χι­κός τύ­πος, μας έχει δώ­σει την πιο βα­θιά ερ­μη­νεία –θε­α­τρι­κή, φυ­σι­κά!– του Δον Χουάν. Μας τον πε­ρι­γρά­φει να ει­σέρ­χε­ται στην Κό­λα­ση με τη βάρ­κα του Χά­ρο­ντα περ­νώ­ντας μέ­σα από το ποί­μνιο των θυ­μά­των του που σφα­δά­ζουν και βο­γκούν –ανά­με­σά τους και η αγνή και κο­κα­λιά­ρα Ελ­βί­ρα που έμοια­ζε να προ­σπα­θεί να του απο­σπά­σει ένα μνη­μειώ­δες χα­μό­γε­λο, ακτι­νο­βό­λο από τη γλύ­κα του πρώ­του τους όρ­κου– ενώ αυ­τός, ο Δον Χουάν, ήρε­μος, λυ­γι­σμέ­νος πά­νω στο σπα­θί του κοί­τα­ζε στα από­νε­ρα και δεν αξιω­νό­ταν να δει τί­πο­τα…

mais le calme héros, courbé sur sa rapière,
regardait le sillage et ne daignait rien voir.

(«Don Juan aux enfers», Les fleurs du mal, XV.)

Αλ­λά κα­τα­δε­χό­ταν να τον κοι­τούν –και να τον θαυ­μά­ζουν– να δί­νε­ται στα βλέμ­μα­τα τον άλ­λων. Αυ­τός εί­ναι ο Δον Χουάν.
Να τον κοι­τούν, να τον θαυ­μά­ζουν, και να αφή­σει όνο­μα. Να αφή­σει όνο­μα!
Το όνο­μα εί­ναι αυ­τό που κά­νει τον άν­θρω­πο άν­θρω­πο και όχι σκέ­το ζώο, ού­τε αρ­σε­νι­κό ού­τε θη­λυ­κό. Και εδώ ται­ριά­ζει να θυ­μη­θεί ο ανα­γνώ­στης ότι στα λα­τι­νι­κά homo (στην αι­τια­τι­κή hominem, το ισπα­νι­κό «hombre») εί­ναι το όνο­μα του εί­δους, που πε­ρι­λαμ­βά­νει και τα δύο φύ­λα: vir, άν­δρας και mulier, γυ­ναί­κα –για να μην πού­με «αρ­σε­νι­κό» και «θη­λυ­κό»– και θα μπο­ρού­σα­με να το με­τα­φρά­σου­με ως πρό­σω­πο. Το ίδιο «άν­θρω­πος», πρό­σω­πο, εί­ναι και η γυ­ναί­κα όπως και ο άν­δρας, όταν παύ­ουν να εί­ναι αρ­σε­νι­κό και θη­λυ­κό. Και στα γερ­μα­νι­κά Mensch πε­ρι­λαμ­βά­νει και τα δύο, το Man ή άν­δρας και το Weibe ή γυ­ναί­κα. Εί­ναι η κοι­νή κα­τη­γο­ρία της αν­θρω­πό­τη­τας. Και θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι ο αλη­θι­νός άν­δρας, ο τέ­λειος άν­δρας, ο πλή­ρης άν­θρω­πος εί­ναι το ζευ­γά­ρι, συ­ντι­θέ­με­νο από πα­τέ­ρα και μη­τέ­ρα. Εί­ναι o προ­σω­πι­κός αν­θρώ­πι­νος πυ­ρή­νας. Και αυ­τόν τον τέ­λειο άν­θρω­πο τον κά­νει το όνο­μα. Αλ­λά όχι ακρι­βώς εκεί­νο που έμοια­ζε να ψά­χνει ο καη­μέ­νος ο ερ­γέ­νης Δον Χουάν, που εί­ναι μο­να­χι­κός. Με τον τέ­λειο άν­θρω­πο, με το αν­θρώ­πι­νο ζευ­γά­ρι εμ­φα­νί­ζε­ται η εν­συ­νεί­δη­τη πα­τρό­τη­τα και μη­τρό­τη­τα, και μα­ζί με αυ­τό γλυ­κο­χα­ρά­ζει το όνο­μα, δη­λα­δή η ιστο­ρία. Και με την ιστο­ρία, με την ιστο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση, η θρη­σκεία. Τα ζώα δεν γνω­ρί­ζουν ού­τε παπ­πού­δες ού­τε ονό­μα­τα· στε­ρού­νται προ­πα­τό­ρων και γλώσ­σας. Και η πα­ρά­δο­ση εί­ναι, πά­νω απ’ όλα, όπως και η γλώσ­σα, μη­τρι­κή. Λέ­με μη­τρι­κή γλώσ­σα όχι μό­νο για­τί το ου­σια­στι­κό «γλώσ­σα» εί­ναι θη­λυ­κό, αλ­λά δεν λέ­γε­ται πα­τρι­κή γλώσ­σα. Ού­τε η αντρι­κή φι­λία εί­ναι το ίδιο με τη φλύ­α­ρη γυ­ναι­κεία φι­λία. Το μη­τρι­κό συ­ναί­σθη­μα εί­ναι πα­ρα­δο­σια­κό και συ­ντη­ρη­τι­κό· ανα­βο­λι­κό, όπως θα έλε­γε ένας φυ­σιο­λό­γος στη φρα­σε­ο­λο­γία του. Το γά­λα του πο­λι­τι­σμού ανα­βλύ­ζει από μη­τρι­κά στή­θη, ενώ τα υπό­λοι­πα εί­ναι σκέ­τη λο­γο­τε­χνία.
Η έν­νοια της μη­τρό­τη­τας –και μα­ζί με αυ­τήν και της πα­τρό­τη­τας–, που εί­ναι η αφε­τη­ρία της ιστο­ρί­ας, της πα­ρά­δο­σης, του ονό­μα­τος, γεν­νά τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα. Η θρη­σκεία, που πρέ­πει να σώ­σει την ψυ­χή, το όνο­μα στην ιστο­ρία, φτά­νει στο απο­κο­ρύ­φω­μα, αφού γνω­ρί­σει έναν ου­ρά­νιο πα­τέ­ρα, ας εί­ναι ο Zeus pater –Ju-piter– ή άλ­λος. «Πά­τερ ημών ο εν τοις ου­ρα­νοίς», έτσι μά­θα­με να προ­σευ­χό­μα­στε από παι­διά.
Αφή­νο­ντας όμως τώ­ρα για την ώρα το αν ο Δον Χουάν εί­ναι πα­τέ­ρας –και λέω εί­ναι και όχι ήταν, για­τί τώ­ρα δεν ανα­φέ­ρο­μαι σε κα­νέ­ναν από τους γνή­σια λο­γο­τε­χνι­κούς Δον Χουάν, των οποί­ων τη με­λέ­τη αφή­νω στους λό­γιους– ας έρ­θου­με στο πώς, όταν εμ­φα­νί­ζε­ται στην ιστο­ρία μας χά­ρη στο έρ­γο των ποι­η­τών που τον ανα­σύ­ρουν από τα βά­θη της εθνι­κής και λαϊ­κής συ­νεί­δη­σης, εμ­φα­νί­ζε­ται εμ­φο­ρού­με­νος από θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, θε­ο­φο­βού­με­νος αν όχι ερω­τι­κός προς τον ου­ρά­νιο πα­τέ­ρα, αυ­τόν που σώ­ζει το όνο­μά μας, αλ­λά… Ο Γλε­ντο­κό­πος της Σε­βίλ­λης, ο Δον Χουάν του Τίρ­σο Ντε Μο­λί­να, θέ­λει να απο­λαμ­βά­νει το κά­θε λε­πτό που περ­νά, να ευ­φραί­νε­ται με κά­θε εφή­με­ρη ηδο­νή, πά­νω απ’ όλα με αυ­τή της απά­της· μα όταν η θρη­σκευ­τι­κή του συ­νεί­δη­ση ξυ­πνά­ει και τον ενο­χλεί, βα­σα­νί­ζε­ται από τον από­η­χο των τύ­ψε­ών του, και την ελέγ­χει με το «εάν τό­σο πο­λύ με εμπι­στεύ­ε­στε»… και ο Θο­ρί­λια, πα­ρα­δο­σια­κά ισπα­νός όπως ο Τίρ­σο, εί­δε στη ζωή του Τε­νό­ριο ένα θρη­σκευ­τι­κό μυ­στή­ριο που επι­κα­λύ­πτει το από­λυ­τα ερω­τι­κό. Ο Δον Χουάν θέ­λει να εξα­σφα­λί­σει την αθα­να­σία της ψυ­χής του. Και από αγά­πη του την εξα­σφα­λί­ζει εκεί­νη, η Ινές που εί­χε απο­πλα­νή­σει. Η αγα­πη­μέ­νη, τώ­ρα μη­τρι­κή, σε μία γε­μά­τη αγά­πη αγκα­λιά –αγκα­λιά αγά­πης και θα­νά­του– τον οδη­γεί στον ου­ρα­νό. Και αυ­τό το δρά­μα, τό­σο βα­θιά βιω­μέ­νο από τον Θο­ρί­λια σαν ένα θρη­σκευ­τι­κό μυ­στή­ριο, εί­ναι ακό­μη και σή­με­ρα στην Ισπα­νία μια πρά­ξη κα­θο­λι­κής εθνι­κής λα­τρεί­ας, εί­τε λαϊ­κής εί­τε κο­σμι­κής. Κά­θε χρό­νο τις ημέ­ρες της μνη­μό­νευ­σης των νε­κρών, των ευ­λο­γη­μέ­νων ψυ­χών του Κα­θαρ­τη­ρί­ου ο λα­ός πα­ρί­στα­ται, όπως σε μια λει­τουρ­γία, σε μια λι­τα­νεία, σε μια κη­δεία, για να δει και να ακού­σει και να θαυ­μά­σει, να φο­βη­θεί και να συ­μπο­νέ­σει τον Δον Χουάν, και για να δει και να ακού­σει και να συ­μπο­νέ­σει και ακό­μα να λα­τρέ­ψει τη Δό­να Ινές –«Δό­να Ινές της ψυ­χής μου»–, μη­τρι­κή και παρ­θε­νι­κή ταυ­τό­χρο­να. Μια και κά­θε πραγ­μα­τι­κή μη­τέ­ρα εί­ναι παρ­θέ­να και κά­θε πραγ­μα­τι­κή παρ­θέ­να εί­ναι μη­τέ­ρα. Γυ­ναί­κα και όχι θη­λυ­κό, γυ­ναί­κα με όνο­μα και ιστο­ρία.
Για­τί ερω­τεύ­ο­νται τον Δον Χουάν τα θύ­μα­τά του; Εί­ναι για­τί, όπως υπο­στη­ρί­ζουν κά­ποιοι συγ­γρα­φείς, αι­σθά­νο­νται την υπο­τι­θέ­με­νη θη­λυ­κό­τη­τά του; Μή­πως από κά­ποιο εί­δος υπο­λαν­θά­νου­σας γυ­ναι­κεί­ας ομο­φυ­λο­φι­λί­ας; Ου­δα­μώς! Εί­ναι για­τί τον συ­μπο­νούν. Τον ευ­γνω­μο­νούν, πρώ­τα απ’ όλα, για­τί τις προ­σέ­χει, ανα­γνω­ρί­ζει την προ­σω­πι­κό­τη­τά τους, και ας εί­ναι σω­μα­τι­κή, ας εί­ναι η εξω­τε­ρι­κή εμ­φά­νι­ση. Και για­τί θέ­λει –ακό­μα και χω­ρίς αυ­τός ο ίδιος να το θέ­λει πραγ­μα­τι­κά– να τις κά­νει μη­τέ­ρες. Υπάρ­χει μα­ταιό­τη­τα σ’ αυ­τό, χαι­ρε­κα­κία, όταν κά­ποια νιώ­θει εξέ­χου­σα, εκλε­κτή και όταν εξέ­χει με αυ­τόν τον τρό­πο. Αλ­λά υπάρ­χει, επι­πλέ­ον, και ίσως πά­νω απ’ όλα, μη­τρι­κή συ­μπό­νια. «Ας μην υπο­φέ­ρει ο καη­μέ­νος για μέ­να!» Κά­πο­τε το θύ­μα παίρ­νει τον Δον Χουάν, τον ακου­μπά­ει στο στή­θος του, τον αφή­νει να στη­ρι­χτεί στον κόρ­φο του, ίσως ακό­μα και να του βά­ζει το στή­θος στο στό­μα. Κα­κό­μοι­ρε Δον Χουάν!
Η τε­λι­κή απο­λύ­τρω­ση του Δον Χουάν στο ισπα­νι­κό μυ­στή­ριο –από­κρυ­φο και συμ­βο­λι­κό– του Θο­ρί­λια τε­λεί­ται με τη με­σο­λά­βη­ση μιας με­σά­ζου­σας, μιας με­σο­λα­βή­τριας: αυ­τή εί­ναι η Δό­να Ινές, η θρή­σκα. Αυ­τήν συγ­χω­ρεί πρώ­τα ο Κύ­ριος, και τη συγ­χω­ρεί όπως ο Ιη­σούς Χρη­στός την αμαρ­τω­λή του ευαγ­γε­λί­ου που μπή­κε στο σπί­τι ενός φα­ρι­σαί­ου όπου βρι­σκό­ταν ο Λυ­τρω­τής και του έχρι­σε με μύ­ρο τα πό­δια του και έκλα­ψε πά­νω από αυ­τά και τα έπλυ­νε με δά­κρυα και του τα στέ­γνω­σε με τα μαλ­λιά της και του τα φί­λη­σε. Και στην κα­κο­γλωσ­σιά του φα­ρι­σαί­ου Αυ­τός απά­ντη­σε με μία πα­ρα­βο­λή και με μομ­φές, και ύστε­ρα συγ­χώ­ρη­σε την αμαρ­τω­λή για τις αμαρ­τί­ες της δεί­χνο­ντάς του ότι εκεί­νη συγ­χω­ρεί­ται, επει­δή εί­χε αγα­πή­σει πο­λύ και ότι όποιος συγ­χω­ρεί­ται λί­γο, εί­ναι επει­δή αγά­πη­σε λί­γο. Και με­τά της εί­πε: «η πί­στη σου σε έσω­σε· πή­γαι­νε εν ει­ρή­νη!» (Λου­κάς, VII.)
Έτσι λοι­πόν και η δύ­στυ­χη Ινές, η θρή­σκα από το ισπα­νι­κό μας μυ­στή­ριο, αυ­τό του Θο­ρί­λια, η θρη­σκευ­τι­κά ερω­τευ­μέ­νη με τον Γλε­ντο­κό­πο, συγ­χω­ρεί­ται για­τί αγά­πη­σε πο­λύ, για­τί συ­μπό­νε­σε τον Δον Χουάν, τον καη­με­νού­λη!, και έτσι μπό­ρε­σε να του με­τα­δώ­σει τη συγ­γνώ­μη της και να τον συγ­χω­ρή­σει στο όνο­μα του Ιη­σού Χρι­στού, αφού έφτα­νε στο τέ­λος της η εγ­γύ­η­ση για το «εάν τό­σο πο­λύ με εμπι­στεύ­ε­στε»…, έφτα­νε η με­τά­νοια. Και εδώ η Δό­να Ινές δεν εκτε­λεί χρέη ού­τε αγα­πη­τι­κιάς ού­τε αρ­ρα­βω­νια­στι­κιάς ού­τε συ­ζύ­γου, αλ­λά της αδελ­φής του ελέ­ους. Αδελ­φή και μά­λι­στα του ελέ­ους. Αδελ­φή που ση­μαί­νει να εί­σαι μη­τέ­ρα. Και τι εί­ναι τα θύ­μα­τα του Γλε­ντο­κό­που αν όχι αδελ­φές του ελέ­ους γι’ αυ­τόν; Ευ­σπλα­χνία και όχι με τη σω­μα­τι­κή έν­νοια της αγά­πης, agape και όχι eros, ευ­σπλα­χνία, συ­μπό­νια, αδερ­φι­κή αγά­πη που ταυ­τό­χρο­να εί­ναι και μη­τρι­κή. Ή πα­τρι­κή σε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση. Κι έτσι εξη­γεί­ται για­τί σε αυ­τή την ερ­μη­νεία μου για το μυ­στή­ριο του Δον Χουάν οι γυ­ναί­κες του εμ­φα­νί­ζο­νται ως αδελ­φές και αυ­τός, ο Δον Χουάν, ως Αδελ­φός Χουάν. Και πα­ράλ­λη­λα δια­με­σο­λα­βη­τής, με­σά­ζων. Και εκεί­νες μη­τρι­κές και αδελ­φι­κές, λυ­τρω­τι­κές.
Εί­ναι πα­σί­γνω­στο ότι το πραγ­μα­τι­κό μαρ­τύ­ριο της γυ­ναί­κας –της γυ­ναί­κας, όχι του θη­λυ­κού– εί­ναι εκεί­νο της άγο­νης μη­τρό­τη­τας· έτσι και οι καη­μέ­νες οι κα­λο­γριού­λες στο κε­λί τους απο­νέ­μουν λα­τρεία στο Νή­πιο Ιη­σού πε­ρισ­σό­τε­ρο από ό,τι στον Νυμ­φίο. Εί­ναι πα­σί­γνω­στο –και το έχω ανα­πτύ­ξει στο βι­βλίο μου για την Αγω­νία του Χρι­στια­νι­σμού– όλο το παι­χνί­δι που παί­ζει στη θρη­σκεία μας το μυ­στή­ριο της αγα­μί­ας. Ο Άγιος Αυ­γου­στί­νος που έγι­νε πα­τέ­ρας κα­τά σάρ­κα, που απέ­κτη­σε έναν γιο από σάρ­κα γρά­φει εγκω­μιά­ζο­ντας την αγα­μία –και τη χη­ρεία– ότι με αυ­τή θα γέ­μι­ζε πο­λύ νω­ρί­τε­ρα η Πο­λι­τεία του Θε­ού –με ψυ­χές φυ­σι­κά!– και θα ερ­χό­ταν πο­λύ πιο γρή­γο­ρα το πλή­ρω­μα του αιώ­να.
Ναι, το ξέ­ρω· υπάρ­χει η καρ­με­λια­νή μυ­στι­κό­τη­τα, η τε­ρε­ζια­νή, αυ­τή της εγ­γε­νούς μο­να­χι­κής πε­ρι­συλ­λο­γής, αυ­τή των με­ταρ­σιώ­σε­ων και των ξε­σπα­σμά­των και οι λι­πο­θυ­μί­ες στην απο­μό­νω­ση –ο Ερα­στής και η Ερω­μέ­νη– και η θρη­σκευ­τι­κή έκ­στα­ση, η πνευ­μα­τι­κή μνη­στεία και τέ­λε­ση γά­μων. Θρη­σκεία μο­να­χι­κών, ερ­γέ­νη­δων. Ο φρα­γκι­σκα­νός Μ.Α.Π. αδελ­φός Χουάν ντε λος Άν­χε­λες στο κε­φά­λαιο ΧΙ του συγ­γράμ­μα­τός του Πνευ­μα­τι­κή και αγα­πη­τι­κή πά­λη ανά­με­σα στον Θεό και την ψυ­χή δί­νει το στίγ­μα του, όταν γρά­φει για τη «μο­να­δι­κή στορ­γή του Νυμ­φί­ου» αυ­τή τη φρι­κτή φρά­ση: «Εγώ για τον Θεό και ο Θε­ός για μέ­να και κα­νέ­νας άλ­λος.» Το απο­κο­ρύ­φω­μα της μο­να­στι­κής ζω­ής, της μο­να­χι­κό­τη­τας, της άρ­νη­σης της μη­τρό­τη­τας και της πα­τρό­τη­τας, της ιστο­ρί­ας, της ζω­ής της αν­θρω­πό­τη­τας, της πα­γκό­σμιας και κοι­νής για τους αν­θρώ­πους ψυ­χής! Και εκεί­νος που τα έγρα­φε αυ­τά δε­χό­ταν να ονο­μά­ζε­ται Α.Π. Αι­δε­σι­μό­τα­τος Πα­τήρ! Πα­τέ­ρας;
Σε αυ­τά αντι­τά­χθη­κε ένας άλ­λος κα­λό­γε­ρος, ο αδερ­φός Μαρ­τί­νος Λού­θη­ρος, αυ­γου­στι­νια­νός αυ­τός, που θέ­λη­σε να γί­νει πα­τέ­ρας κα­τά σάρ­κα όπως εί­χε γί­νει ο άγιος Αυ­γου­στί­νος, και γι’ αυ­τό πή­ρε για γυ­ναί­κα του μία κα­λό­γρια, για να την κά­νει μη­τέ­ρα. Και δεν ενα­ντιώ­θη­κε σε εκεί­νη την ασκη­τι­κή και μυ­στι­κή μο­να­χι­κό­τη­τα από λα­γνεία, εξ αι­τί­ας σαρ­κι­κών ορέ­ξε­ων, αλ­λά εξ αι­τί­ας του συ­ναι­σθή­μα­τος που νιώ­θει ένας πα­τέ­ρας, που ταυ­τό­χρο­να εί­ναι και το συ­ναί­σθη­μα που νιώ­θει ένας γιος. Και ένιω­σε τη σχέ­ση του με τον Θεό του, όχι όπως αυ­τή που υπάρ­χει ανά­με­σα στον σύ­ζυ­γο και τη σύ­ζυ­γο –ή στη σύ­ζυ­γο και τον σύ­ζυ­γο– αλ­λά όπως αυ­τή ανά­με­σα στον γιο και τον πα­τέ­ρα. Και το συ­ναί­σθη­μα της πί­στης του ήταν σαν το συ­ναί­σθη­μα που νιώ­θει ένας γιος, συ­ναί­σθη­μα εγκα­τά­λει­ψης στα χέ­ρια του Πα­τέ­ρα. «Στα χέ­ρια σου, Κύ­ριε, ενα­πο­θέ­τω το πνεύ­μα μου.» Και άρ­χι­σε να προ­σπα­θεί να αγιά­σει την αστι­κή ζωή όπου υπάρ­χουν γο­νείς και παι­διά κα­τά τη σάρ­κα του πνεύ­μα­τος και κα­τά το πνεύ­μα της σάρ­κας. Μια και δεν αρ­κεί να γε­μί­σει με ψυ­χές η Πο­λι­τεία του Θε­ού.
Αυ­τή η κα­θα­ρά μυ­στι­κι­στι­κή αγά­πη, αυ­τή της εγ­γε­νούς πε­ρι­συλ­λο­γής, του Άσμα­τος Ασμά­των ερ­μη­νευ­μέ­νου σύμ­φω­να με μία θεϊ­κή βά­ση, αυ­τή του «εγώ για τον Θεό και ο Θε­ός για μέ­να και κα­νείς άλ­λος», μοιά­ζει πο­λύ με μια άλ­λη αγά­πη κά­ποιου άλ­λου μο­να­χι­κού, τη δια­νοη­τι­κή αγά­πη του Βε­νε­δί­κτο –Μπα­ρούχ ή Μπέ­ντο– Σπι­νό­ζα, ενός άλ­λου φο­βε­ρού ερα­στή πνιγ­μέ­νου στην αιω­νιό­τη­τα. Και πό­σα θέ­μα­τα υπάρ­χουν σ’ αυ­τές τις μυ­στι­κι­στι­κές αγο­ρεύ­σεις και μο­νο­λό­γους! Στις κοι­νές ψυ­χές –που απο­τε­λούν την πλειο­ψη­φία– απο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νες από τέ­τοιους μο­νο­λό­γους, η αγά­πη πε­ριο­ρί­ζε­ται σε ρο­μάν­τζο και η συ­νο­μι­λία με τον Αγα­πη­μέ­νο σε τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο από κα­κο­λο­γί­ες και κα­κε­ντρε­χή σχό­λια.
Αλ­λά η αγά­πη του καρ­πού και της συ­νέ­χειας και της δια­τή­ρη­σης και της πα­ρά­δο­σης μας δί­νει την άγια συ­νή­θεια. Ανα­πα­ρα­γω­γή ση­μαί­νει να δια­τη­ρείς την πνευ­μα­τι­κή ταυ­τό­τη­τα του εί­δους, την ιστο­ρι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα. Και δεν ση­μαί­νει ότι κά­ποιος ανα­πα­ρά­γε­ται για να μην πε­θά­νει, αλ­λά πε­θαί­νει επει­δή έχει ανα­πα­ρα­χθεί, επει­δή έχει δο­θεί. Η από­λαυ­ση της ανα­πα­ρα­γω­γής –σαρ­κι­κής ή πνευ­μα­τι­κής, με γό­νους ή με έρ­γα– εί­ναι μια έκ­στα­ση, ένα ξέ­σπα­σμα, μια απο­ξέ­νω­ση και μια από­λαυ­ση θα­νά­του. Θα­νά­του και ανά­στα­σης. Εί­ναι να εκ­μη­δε­νί­ζε­σαι σαν άτο­μο ξέ­χω­ρο και δια­φο­ρε­τι­κό. Και ο Δον Χουάν, αν και χω­ρίς να το ξέ­ρει, έψα­χνε τον εαυ­τό του στα θύ­μα­τά του. Δεν ήθε­λε να πε­θά­νει έτσι απλά.
Εκεί­νο το υπέ­ρο­χο άσμα του Λε­ο­πάρ­ντι για τον έρω­τα και τον θά­να­το –Amore e Morte– μας λέ­ει πώς όταν φτά­νει η αγά­πη στην καρ­διά υπο­τι­μά­ται η ζωή και ο κα­θέ­νας νιώ­θει έτοι­μος να κιν­δυ­νεύ­σει γι’ αυ­τήν και γεν­νιέ­ται το κου­ρά­γιο, και τα αν­θρώ­πι­να τέ­κνα γί­νο­νται σο­φά με έρ­γα, και όχι με μά­ταιες σκέ­ψεις όπως συ­νη­θί­ζε­ται:

e sapiente in opre
non in pensiero in van, siccome suole,
divien l’ umana prole.


Σο­φά με έρ­γα! Με έρ­γα ζω­ής! Και με το να γεν­νιέ­ται στα βά­θη της καρ­διάς μια αγα­πη­τι­κή στορ­γή:

languido e stanco insiem con esso in petto
un desiderio de morir si sente.
[στίχ. 24-26 και 30-31]


Η αγά­πη και ο θά­να­τος! Αλ­λά ένας θά­να­τος που εί­ναι ανα­πα­ρα­γω­γή, δη­λα­δή ανά­στα­ση. Όταν στο δρα­μα­τι­κό μυ­στή­ριο του Ερ­νέστ Ρε­νάν «Η ηγου­μέ­νη της Ζουάρ» βρί­σκε­ται αυ­τή, η ηγου­μέ­νη, στα κά­τερ­γα του επα­να­στα­τι­κού Τρό­μου με τον πα­λιό της αρ­ρα­βω­νια­στι­κό, κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι και οι δύο σε θά­να­το, πριν ξε­κι­νή­σουν για να πε­θά­νουν, ενώ­νο­νται σε μια αγω­νιώ­δη σύν­δε­ση αγά­πης και θα­νά­του, και κα­θώς έπει­τα απαλ­λάσ­σο­νται από τον θά­να­το, προ­κύ­πτει ένας σαρ­κι­κός καρ­πός εκεί­νης της θνη­τής αγά­πης.
Από την άλ­λη, ας πά­ρου­με την πε­ρί­πτω­ση ενός φρι­κτού ντο­κου­μέ­ντου της χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά δον­ζουα­νι­κής αγά­πης, του μο­να­στι­κού αι­σθη­σια­σμού που εί­ναι μο­να­χι­κός. Εί­ναι η αγά­πη που βρί­σκου­με στις τό­σο γνω­στές και έν­δο­ξες «Επι­στο­λές μιας θρη­σκευό­με­νης πορ­το­γα­λί­δας». Η θρη­σκευό­με­νη –θρη­σκευό­με­νη;– ήταν η αδελ­φή Μα­ριάν­να Αλ­κο­φο­ρά­δο από την Μπέ­ζα του Αλε­ντέ­ζου της Πορ­το­γα­λί­ας. Την έκλει­σαν από μι­κρή σε ένα μο­να­στή­ρι φρα­γκι­σκα­νών στην ίδια την Μπέ­ζα και εκεί με­γά­λω­σε, σε εκεί­νο το μο­να­στή­ρι της υψη­λής κοι­νω­νί­ας της Πορ­το­γα­λί­ας του XVII αιώ­να –η Μα­ριάν­να γεν­νή­θη­κε το 1640–, μα­ρα­μέ­νο λου­λού­δι σε γλά­στρα μο­να­στη­ριού, εκεί όπου έρ­χε­ται η ωρί­μαν­ση τό­σο νω­ρίς, «η ευ­χα­ρί­στη­ση» όπως λέ­νε εδώ γύ­ρω οι χω­ριά­τες. Στα ει­κο­σι­πέ­ντε της χρό­νια τρύ­πω­σε στο κε­λί της, στην κά­μα­ρά της, ο κώ­μης της Σα­μι­λύ, ένας γάλ­λος στρα­τιω­τι­κός που βρι­σκό­ταν σε εκ­στρα­τεία. Ένας Δον Χουάν; Όχι· η Δον Χουάν –για να μην πού­με η Δό­να Χουά­να– φαί­νε­ται πως ήταν εκεί­νη, εκεί­νη ήταν η ξε­λο­γιά­στρα. Ο κα­κό­μοι­ρος ο ιπ­πό­της την εγκα­τέ­λει­ψε και εκεί­νη πα­ρέ­μει­νε στο μο­να­στή­ρι στην κα­τη­γο­ρία τορ­να­δό­ρου. Το 1669 δη­μο­σιεύ­τη­καν, με­τα­φρα­σμέ­νες στα γαλ­λι­κά, οι επι­στο­λές της αδελ­φής Μα­ριάν­νας. Τι επι­στο­λές! Και εκεί­νη έβρι­σκε ικα­νο­ποί­η­ση θυ­σιά­ζο­ντας τη ζωή της για τον αγα­πη­μέ­νο της. Βί­ω­σε την έκ­στα­ση –της κο­σμι­κής και σαρ­κι­κής αγά­πης– νιώ­θο­ντας κά­πο­τε για πε­ρισ­σό­τε­ρο από τρεις ώρες ότι την έχουν εγκα­τα­λεί­ψει όλες της οι αι­σθή­σεις. Πέ­θαι­νε από αγά­πη. Και από απου­σία, βέ­βαια! Ζη­τού­σε στον κα­κό­μοι­ρο τον κώ­μη της Σα­μι­λύ, που απου­σί­α­ζε, να την κά­νει να υπο­φέ­ρει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα δει­νά. «Γνω­ρί­ζω –του έλε­γε– πο­λύ κα­λά πως όλες οι συ­γκι­νή­σεις που κα­τα­λάμ­βα­ναν το μυα­λό μου και την καρ­διά μου δεν αντι­κα­το­πτρί­ζο­νταν σε σέ­να για τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω πα­ρά για με­ρι­κές ηδο­νές που τις ολο­κλή­ρω­ναν.» Έλε­γε όμως ότι προ­τι­μού­σε να υπο­φέ­ρει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά να τον ξε­χά­σει. «Αξί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο να υπο­φέ­ρω όσα υπο­φέ­ρω από ό,τι η από­λαυ­ση των νω­θρών ηδο­νών που σου προ­σφέ­ρουν οι αγα­πη­μέ­νες σου στη Γαλ­λία.» Και προ­σθέ­τει το εξής, ει­λι­κρι­νά δια­βο­λι­κό και μο­χθη­ρό: «Επαί­ρο­μαι που σε έχω φέ­ρει σε τέ­τοια θέ­ση, ώστε χω­ρίς εμέ­να να μην έχεις τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω από ατε­λείς ηδο­νές… θέ­λω όλος ο κό­σμος να το ξέ­ρει και δεν το κρα­τάω μυ­στι­κό· εί­μαι συ­νε­παρ­μέ­νη που έχω κά­νει ό,τι έκα­να για σέ­να ενά­ντια σε κά­θε εί­δος ευ­πρέ­πειας.» Και λι­πο­θυ­μά­ει η καη­μέ­νη φρα­γκι­σκα­νή αμέ­σως μό­λις τε­λειώ­νει το γράμ­μα ή έτσι λέ­ει του­λά­χι­στον. «Πώς εί­ναι δυ­να­τόν με τό­ση αγά­πη να μην έχω μπο­ρέ­σει να σε κά­νω εντε­λώς ευ­τυ­χή;», του λέ­ει, και προ­σθέ­τει: «Λυ­πά­μαι για την αγά­πη σου μό­νο τις ατέ­λειω­τες ηδο­νές που έχα­σες· έπρε­πε να μην έχεις θε­λή­σει να τις απο­λαύ­σεις; Αχ, αν τις εί­χες γνω­ρί­σει, θα εί­χες πει­σθεί χω­ρίς αμ­φι­βο­λία ότι ήταν πιο αι­σθα­ντι­κές από το να με εξα­πα­τή­σεις· θα εί­χες νιώ­σει ότι εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρο ευ­τύ­χη­μα και ότι γί­νε­ται κά­πως πιο αι­σθη­τό –touchant, λέ­ει το γαλ­λι­κό κεί­με­νο– το να αγα­πάς βί­αια από το να αγα­πιέ­σαι… Ζη­λεύω εξορ­γι­στι­κά όλα όσα σου προ­σφέ­ρουν από­λαυ­ση και συ­γκι­νούν την καρ­διά σου και σε ικα­νο­ποιούν στη Γαλ­λία…» Και με­τά τον κα­τη­γο­ρεί ότι δεν έχει ανα­ζη­τή­σει πα­ρά χον­δροει­δείς απο­λαύ­σεις. Εί­ναι απί­στευ­το! «Ένιω­σα ότι μου ήσουν λι­γό­τε­ρο αγα­πη­τός από ό,τι το πά­θος μου.» Και με­τά μι­λά­ει για τη συ­νή­θη υπε­ρη­φά­νεια του φύ­λου της και ξε­σπά­ει ως εξής: «Για­τί δεν αφή­νεις ήσυ­χο το πά­θος μου; Εί­μαι πε­πει­σμέ­νη ότι θα βρω μάλ­λον σ’ αυ­τή τη χώ­ρα –στην Πορ­το­γα­λία– έναν ερα­στή πιο πι­στό, όμως, αχ!, ποιος θα μπο­ρέ­σει να μου δώ­σει αγά­πη…; Μια τρυ­φε­ρή καρ­διά δεν ξε­χνά­ει πο­τέ αυ­τό που την έκα­νε να νιώ­σει πα­ρα­φο­ρά που δεν γνώ­ρι­ζε, αλ­λά για την οποία ήταν ικα­νή… Χρειά­ζε­ται τέ­χνα­σμα για να γί­νεις πο­θη­τός· πρέ­πει να ψά­ξεις με δε­ξιο­τε­χνία τρό­πους για να ερε­θί­σεις· η αγά­πη από μό­νη της δεν δί­νει αγά­πη…»
Αγά­πη, αγά­πη! Τι κα­τα­λά­βαι­νε ή κα­λύ­τε­ρα τι αι­σθα­νό­ταν ως αγά­πη στα εί­κο­σι εφτά της χρό­νια εκεί­νη η φλο­γε­ρή αδελ­φή τορ­να­δό­ρα του μο­να­στη­ριού φρα­γκι­σκα­νών της Μπέ­ζα στο Αλε­ντέ­ζου; Και να μην μπο­ρού­με να δια­βά­σου­με εκεί­νες της επι­στο­λές από το πρω­τό­τυ­πο στα πορ­το­γα­λι­κά που βέ­βαια ήταν γραμ­μέ­νες! Σε εκεί­νες πάλ­λε­ται αυ­τή η φο­βε­ρή όπως ονο­μά­ζε­ται μο­να­στη­ρια­κή αγά­πη, ενός μυ­στι­κι­στι­κού ερω­τι­σμού ή ενός ερω­τι­κού μυ­στι­κι­σμού, αυ­τή η αγά­πη των μο­να­χι­κών. Μο­να­χι­κοί κε­λιού ή κά­μα­ρας. Κά­τι που δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζει την αδελ­φή Μα­ριάν­να Αλ­κο­φο­ρά­δο, γε­μά­τη από τη συ­νή­θη υπε­ρη­φά­νεια του φύ­λου της –το λέ­ει εκεί­νη η ίδια–, εί­ναι η γυ­ναί­κα στη βα­θύ­τε­ρη έν­νοια, εί­ναι η μη­τέ­ρα και η παρ­θέ­να. Η δι­κή της πε­ρί­πτω­ση εί­ναι ίσως η πιο τυ­πι­κή ενός θη­λυ­κού δον­ζουα­νι­σμού.
Και ενά­ντια σ’ αυ­τό η συ­νή­θεια, η αγία συ­νή­θεια, ο αγω­γός της πιο ιδιω­τι­κής και πλή­ρους ζω­ής, η αν­θρώ­πι­νη αγά­πη, αυ­τή που κα­θιε­ρώ­νει και θε­με­λιώ­νει την πα­ρά­δο­ση, την ιστο­ρία, την αν­θρω­πό­τη­τα. Από τα φτω­χά θύ­μα­τα του Δον Χουάν ξε­ρι­ζώ­θη­κε η συ­νή­θεια, η δι­κή μας κα­θη­με­ρι­νή αγά­πη –ο Πα­τέ­ρας μας που βρί­σκε­ται στους ου­ρα­νούς ας μας τη δί­νει σή­με­ρα–, αυ­τή που κά­νει τη γυ­ναί­κα και τον άντρα της άν­θρω­πο. Οι δυο τους ένας μό­νο άν­θρω­πος, ένα πρό­σω­πο, δύο πνεύ­μα­τα σε μία σάρ­κα. Που εί­ναι το ίδιο με τις δύο σάρ­κες σε ένα πνεύ­μα. Ομο­λο­γώ ότι αυ­τές οι φτω­χές γυ­ναί­κες που περ­νούν από το σα­νί­δι του έρ­γου μου «Ο αδελ­φός Χουάν» μό­λις που εί­ναι σκια­γρα­φη­μέ­νες. Όμως οι γυ­ναί­κες των φα­ντα­στι­κών μου έρ­γων, τα δη­μιουρ­γή­μα­τά μου –και ταυ­τό­χρο­να δη­μιουρ­γοί– δεν εί­ναι ακρι­βώς θη­λυ­κές, κα­τά γράμ­μα. Περ­νούν από τα έρ­γα μου σχε­δόν πά­ντα σιω­πη­λά, το πο­λύ ψι­θυ­ρί­ζο­ντας, κά­νο­ντας προ­σευ­χές, σιω­πώ­ντας για την ακοή –για την ακοή της καρ­διάς– των αν­δρών τους, χρί­ζο­ντάς τους με τις δρο­σο­στα­λί­δες της σύμ­φυ­τής τους αν­θρω­πιάς.

Η Χο­σέ­φα Ιγνά­θια του Πέ­δρο Αντώ­νιο του έρ­γου μου «Ει­ρή­νη στον πό­λε­μο» «όλα τα πρω­ι­νά με την αυ­γή πή­γαι­νε στη λει­τουρ­γία της ενο­ρί­ας της, και όταν στο πα­λιό προ­σευ­χη­τά­ρι με τα λι­γδια­σμέ­να πε­ρι­θώ­ρια και τα με­γά­λα γράμ­μα­τα, βι­βλίο που, αφού της μι­λού­σε στα βα­σκι­κά, ήταν το μο­να­δι­κό που ήξε­ρε να κα­τα­λα­βαί­νει, έφτα­νε στο κε­νό για την προ­σευ­χή όπου έλε­γε ότι κά­ποιος μπο­ρού­σε να ζη­τή­σει από τον Θεό μια ιδιαί­τε­ρη χά­ρη που θα επι­θυ­μού­σε να του εκ­πλη­ρώ­σει, χω­ρίς να κου­νά­ει τα χεί­λη, από ντρο­πή, νο­ε­ρά, για πολ­λά χρό­νια, τη μια μέ­ρα με­τά την άλ­λη, ζη­τού­σε από τον Θεό ένα παι­δί. Που τε­λι­κά της το έστει­λε για να πε­θά­νει στον πό­λε­μο. Και έτσι πια νε­κρό, νε­κρή και η Χο­σέ­φα Ιγνά­θια, αφού έκλει­σε «τα γλυ­κά της μά­τια σφρα­γι­σμέ­να με γα­λή­νη, μά­τια στα οποία απο­τυ­πω­νό­ταν η βα­θιά συ­νή­θεια μιας μα­κράς συμ­βί­ω­σης μα­ζί του», με τον Πέ­δρο Αντώ­νιό της, ετού­τος ένιω­σε ξα­νά να δυ­να­μώ­νει η θέ­λη­σή του για ζωή, «για να ζή­σει με την ευ­χα­ρί­στη­ση του να πε­ρι­μέ­νει την ώρα που θα έπρε­πε να ενω­θεί με τον γιο του και τη γυ­ναί­κα του».
Η καη­μέ­νη Μα­ρί­να, η Μα­τέ­ρια, η γυ­ναί­κα του Δον Αβί­το Κα­ρα­σκάλ του έρ­γου μου «Αγά­πη και Παι­δα­γω­γία» περ­νά σαν μια οδυ­νη­ρή και λυ­τρω­τι­κή σκιά, θε­ρα­πευ­τι­κή, σαν μια παρ­θε­νι­κή μη­τέ­ρα μέ­σα από τη δι­δα­κτι­κή τρέ­λα του συ­ζύ­γου της, που τε­λι­κά πέ­φτει ανή­μπο­ρος στην αγκα­λιά της, στη θέα της αυ­το­κτο­νί­ας του γιου, κλα­ψου­ρί­ζο­ντας: «Μη­τέ­ρα!»
Η Χού­λια του έρ­γου μου «Τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο από έναν ολό­κλη­ρο άν­θρω­πο», αυ­τή του καη­μέ­νου του Αλε­χάν­δρο Γκό­μεθ, τυ­ράν­νου λό­γω συ­στο­λής, πε­ρή­φα­νου λό­γω τα­πει­νο­φρο­σύ­νης, αυ­τή που υπο­φέ­ρει επει­δή δεν ξέ­ρει αν εί­ναι πο­θη­τή ή όχι, πε­θαί­νει ευ­τυ­χι­σμέ­νη –θά­να­τος που εί­ναι αγά­πη, όπως η αγά­πη εί­ναι θά­να­τος– μό­λις ακού­ει ότι στην αγω­νιώ­δη ερώ­τη­σή της, της Χού­λια: «Ποιος εί­σαι, Αλε­χάν­δρο;», εκεί­νος απα­ντά­ει κλαί­γο­ντας με ανα­φι­λη­τά: «Εγώ; Τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω από άντρας σου…, αυ­τός που εσύ έφτια­ξες!»
Τι πρέ­πει να πω για το «Η θεία Τού­λα»; Αυ­τή η υπο­δειγ­μα­τι­κή γυ­ναί­κα, πρό­τυ­πο μη­τρι­κής παρ­θε­νι­κό­τη­τας, παρ­θε­νι­κής μη­τρό­τη­τας, πε­θαί­νει με­τα­νοη­μέ­νη, επει­δή δεν πα­ρα­δό­θη­κε στη σάρ­κα του Ρα­μί­ρο.
Μέ­χρι και η Άν­χε­λα Καρ­μπα­λί­νο του έρ­γου μου «Άγιος Μα­νου­έλ Μπου­έ­νο, μάρ­τυ­ρας» ζει στην αγω­νία του αν ο δά­σκα­λός της, ο πα­τέ­ρας και πνευ­μα­τι­κός αδελ­φός της, σχε­δόν το εί­δω­λό της, πί­στευε ή δεν πί­στευε ή πί­στευε χω­ρίς να πι­στεύ­ει ότι πί­στευε.
Μα για­τί να συ­νε­χί­σου­με να ανα­τρέ­χου­με στις υπό­λοι­πες; Με­ρι­κές εί­ναι αρ­ρε­νω­πές, υπάρ­χει και κά­ποια σχε­δόν δον­ζουα­νι­κή, όμως όλες εί­ναι στο βά­θος γυ­ναί­κες. Και μά­λι­στα, όταν γνω­ρί­σει κα­νείς κα­λά μια γυ­ναί­κα, τις γνω­ρί­ζει όλες, όταν μι­λά­με για γυ­ναί­κες, εν­νο­εί­ται. Και δεν εί­ναι ανά­γκη να κα­τα­φεύ­γει κα­νείς σε ψυ­χια­τρι­κές κλι­νι­κές.
Και πά­ντα επα­νέρ­χε­ται ξα­νά το πρό­βλη­μα –ας το ονο­μά­σου­με έτσι, για­τί δεν τα βρί­σκου­με με τους βιο­λό­γους– της σχέ­σης του Δον Χουάν, του αρ­σε­νι­κού, με τα θύ­μα­τά του. Ή ίσως το αντί­στρο­φο. Έχω ήδη πει για το ζευ­γά­ρι, τον αλη­θι­νό άν­θρω­πο. Ο Τζώρτζ Μέ­ρε­ντιθ, ο βα­θιά ποι­η­τι­κός, ο συγ­γρα­φέ­ας του ο «Εγω­ι­στής» (The Egoist), ένας από τους πιο επί­μο­νους ερευ­νη­τές στα έγκα­τα του δον­ζουα­νι­σμού, δια­τύ­πω­σε στο ποί­η­μά του «Η δο­κι­μα­σία της αρ­ρε­νω­πό­τη­τας» (The test of manhood) –γραμ­μέ­νο στα εβδο­μή­ντα τρία του χρό­νια! – ότι η Γη βρί­σκει τε­λι­κά για τη γυ­ναί­κα έναν άντρα, για να ωθή­σει το ζευ­γά­ρι στον στό­χο των στό­χων της.

Then Earth her man for woman finds at last,
To speed the pair into her goal of goals.

Μή­πως ο Δον Χουάν εί­ναι η κα­θα­ρή αρ­ρε­νω­πό­τη­τα –όχι ακρι­βώς αν­δρο­πρέ­πεια ή αρ­ρε­νο­πρέ­πεια – ο κα­θα­ρός κα­τα­βο­λι­σμός που θα έλε­γε κά­ποιος σχο­λα­στι­κός βιο­λό­γος, χω­ρίς τα κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά όλων των αν­θρώ­πων, αν­δρών ή γυ­ναι­κών, χω­ρίς αν­δρι­σμό και χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή αί­σθη­ση της πα­τρι­κό­τη­τας; Για­τί η πα­τρι­κό­τη­τα εί­ναι αν­θρω­πιά, εί­ναι αρ­ρε­νο­πρέ­πεια και γι’ αυ­τό εί­ναι επί­σης «μη­τρι­κό­τη­τα». Ο άν­δρας που αι­σθά­νε­ται πραγ­μα­τι­κά άν­δρας, αι­σθά­νε­ται ταυ­τό­χρο­να πα­τέ­ρας και γιος και αδελ­φός και επί­σης αι­σθά­νε­ται μη­τέ­ρα. Οι άν­δρες που εί­ναι πραγ­μα­τι­κά πα­τέ­ρες αι­σθά­νο­νται μη­τέ­ρες· αι­σθά­νο­νται τη φα­γού­ρα και μέ­χρι και το τσού­ξι­μο του μι­κρού ατρο­φι­κού στή­θους τους. Εί­ναι έτσι ο Δον Χουάν; Ή μή­πως εί­ναι κα­λύ­τε­ρα όπως ο κη­φή­νας της κυ­ψέ­λης, που αι­σθά­νε­ται μό­νο τη φα­γού­ρα –μέ­χρι και το τσού­ξι­μο– του να πη­γαί­νει να γο­νι­μο­ποιεί τη βα­σί­λισ­σα, τη γεν­νή­τρα, αν και όχι μό­νο γι’ αυ­τό μη­τέ­ρα; Για­τί δεν εί­ναι αυ­τή που ανα­τρέ­φει τα ανα­θρέμ­μα­τα, τις μέ­λισ­σες –και ανα­τρέ­φω εί­ναι δη­μιουρ­γώ, το λέ­ει η ίδια η λέ­ξη–. Και για κά­θε βα­σί­λισ­σα –για κά­θε εκλε­κτή– υπάρ­χουν διά­φο­ροι κη­φή­νες, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από αυ­τούς υπε­ρά­ριθ­μοι ή εφε­δρι­κοί. Ίσως εφή­με­ροι. Όπως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από τους Δον Χουάν, υπε­ρά­ριθ­μοι εφε­δρι­κοί και εφή­με­ροι επί­σης. Αφού η δη­μό­σια ζωή της κυ­ψέ­λης, της αν­θρω­πό­τη­τας στην πε­ρί­πτω­σή μας, της Πο­λι­τεί­ας του Αν­θρώ­που, εξαρ­τά­ται από τη φρο­ντί­δα της αγά­πης, της αγί­ας συ­νή­θειας, των ερ­γα­τριών, των με­λισ­σών που εί­ναι πραγ­μα­τι­κά μη­τέ­ρες και πα­τέ­ρες –πα­τρι­κές μη­τέ­ρες, μη­τρι­κοί πα­τέ­ρες– κι ας λέ­νε ό,τι θέ­λουν οι εντο­μο­λό­γοι και οι με­λισ­σο­κό­μοι, αυ­τές ανα­τρέ­φουν την οι­κο­γέ­νεια και συ­ντη­ρούν το σμή­νος.
Ή μή­πως δεν θα αντι­προ­σω­πεύ­σει ο Δον Χουάν αυ­τό… –«αυ­τό», γέ­νους ου­δε­τέ­ρου– αυ­τό που προη­γεί­ται της δια­φο­ρο­ποί­η­σης των φύ­λων; Που δεν εί­ναι ακρι­βώς η παι­δι­κή ηλι­κία, μια και ο Δον Χουάν έχει λί­γο ή σχε­δόν δεν έχει τί­πο­τα παι­δι­κό. Μάλ­λον κά­τι πρό­ω­ρα γε­ρα­σμέ­νο. Όχι δι­φο­ρού­με­νο, ού­τε το ίδιο και για τα δύο γέ­νη ή κοι­νό και των δύο, αλ­λά κά­τι ου­δέ­τε­ρο. Και τε­λι­κά ίσως εί­ναι ένας με­σο­λα­βη­τής, ένας τρί­τος, ένας προ­ξε­νη­τής ή ας το πού­με με το σω­στό του όνο­μα: ένας προ­α­γω­γός, ως συ­νή­θως ασυ­νεί­δη­τος. Ένας προ­α­γω­γός όπως αυ­τοί οι μπά­μπου­ρες –κη­φή­νες με τον τρό­πο τους– που με­τα­φέ­ρουν από λου­λού­δι σε λου­λού­δι τη γο­νι­μο­ποιό γύ­ρη. Γι’ αυ­τούς, για τους προ­α­γω­γούς, εί­πε ο δι­κός μας κύ­ριος ο Δον Κι­χώ­της ότι η δου­λειά τους ήταν «αξί­ω­μα φρο­νί­μων και από­λυ­τα ανα­γκαίο στη δη­μο­κρα­τία» –δεν εί­πε στο βα­σί­λειο– «την κα­λά ορ­γα­νω­μέ­νη, και ότι δεν θα έπρε­πε να το εξα­σκούν πα­ρά άν­θρω­ποι πο­λύ κα­λο­γεν­νη­μέ­νοι», με­τα­ξύ όλων των άλ­λων που μπο­ρού­με να δια­βά­σου­με στο βι­βλίο σχε­τι­κά με αυ­τό το θέ­μα. Και σ’ αυ­τό το βι­βλια­ρά­κι μου με το «Ο αδερ­φός Χουάν ή Ο κό­σμος εί­ναι θέ­α­τρο» σκια­γρα­φη­μέ­νη αυ­τή τη δι­δα­χή θα μπο­ρέ­σει να δει ο ανα­γνώ­στης –ή να ακού­σει ο ακρο­α­τής και θε­α­τής, εάν κα­τα­φέ­ρει τε­λι­κά να πα­ρα­στα­θεί στο σα­νί­δι–. Αρ­κε­τά όμως με τα κρι­τι­κά σχό­λια από σκη­νής, ας μην πα­ρι­στά­νω άλ­λο τον Μα­στρο-Πέ­δρο[2] που κη­ρύτ­τει από το πα­ρα­σκή­νιο.
Για­τί αυ­τοί οι με­τα­φο­ρι­κοί συλ­λο­γι­σμοί, αυ­τές οι πραγ­μα­τεί­ες στη σκη­νή για τον Μα­στρο-Πέ­δρο προη­γή­θη­καν ή ακο­λού­θη­σαν το έρ­γο; Το δη­μιούρ­γη­σαν ή δη­μιουρ­γή­θη­καν από αυ­τό; Ο Θε­ός το ξέ­ρει. Αν και ναι, το γνω­ρί­ζου­με. Το αί­μα από τη σάρ­κα φτιά­χνει το οστό, φτιά­χνει τον μυ­ε­λό του, και το οστό, ο μυ­ε­λός, φτιά­χνει τη σάρ­κα και το αί­μα. Η ιδέα γεν­νιέ­ται από τον λό­γο και ο λό­γος από την ιδέα, που εί­ναι το ίδιο πράγ­μα. Και για την ακρί­βεια η εμ­βρυο­λο­γία –πρέ­πει να εί­μα­στε σχο­λα­στι­κοί πό­τε-πό­τε, δη­λα­δή: λό­γιοι· δεν αρ­κεί να πα­ρα­μεί­νει κα­νείς ερα­σι­τέ­χνης, ποι­η­τής– η εμ­βρυο­λο­γία μάς δεί­χνει ότι ο σκε­λε­τός δη­μιουρ­γεί­ται από το δέρ­μα· το επο­νο­μα­ζό­με­νο βά­θος αυ­τού που ονο­μά­ζου­με σχή­μα, το από μέ­σα από το απ’ έξω, αυ­τό που μέ­νει από αυ­τό που περ­νά. Αν και τε­λι­κά η αλή­θεια εί­ναι ότι όλα πα­ρα­μέ­νουν και όλα περ­νούν, το προ­σω­ρι­νό εί­ναι μό­νι­μο και η μο­νι­μό­τη­τα εί­ναι προ­σω­ρι­νή. Και όσον αφο­ρά στο έρ­γο μου, εί­μαι στα­θε­ρά πε­πει­σμέ­νος ότι, εάν πρέ­πει να πα­ρα­μεί­νει κά­τι απ’ αυ­τό, θα εί­ναι εκεί­νο που επι­φα­νεια­κά ονο­μά­ζου­με επι­φα­νεια­κό, το καλ­λι­τε­χνι­κό ή, για να το πού­με κα­λύ­τε­ρα, το ποι­η­τι­κό, το πε­ρι­τύ­λιγ­μα, η φόρ­μα, το σώ­μα με τη χρω­μα­τι­στή του όψη –ρό­δι­νη, στο χρώ­μα της σάρ­κας– με τα νεύ­ρα του από γα­λά­ζιες φλέ­βες, μέ­χρι και τα κό­τσια που αφή­νει να ξε­προ­βάλ­λουν ο επεν­δυ­μέ­νος σκε­λε­τός. Και όσο γι’ αυ­τόν, για έναν ακρι­βώς τέ­τοιο σκε­λε­τό, όσο για τη ρα­χο­κο­κα­λιά, αφή­νω τη με­λέ­τη της στους ανα­τό­μους ή στους τα­ρι­χευ­τές που αφιε­ρώ­νο­νται στην ανά­λυ­ση της συ­σχέ­τι­σης των ιδε­ών –κά­ποιοι τους ονο­μά­ζουν κρι­τι­κούς, και κά­ποιοι άλ­λοι ιστο­ριο­δί­φες του πο­λι­τι­σμού… του πο­λι­τι­σμού!–. Και τι πρέ­πει να κά­νουν, αν δεν ξέ­ρουν ή δεν μπο­ρούν – και δεν λέω ότι δεν θέ­λουν, για­τί όποιος δεν θέ­λει εί­ναι επει­δή δεν ξέ­ρει ή δεν μπο­ρεί– να γεν­νή­σουν, ως τέ­λειοι άν­θρω­ποι, παι­διά από σάρ­κα και αί­μα και οστά μέ­σα τους;

Μα φτά­νει. Ο Μα­στρο-Πέ­δρο απο­σύ­ρε­ται από τη σκη­νή.

Σαλαμάνκα, Ιούλιος του 1934.


_______________
Σ  Υ  Ν  Ε  Χ  Ι  Ζ  Ε  Τ  Α  Ι        Σ  Τ   Ο     Ε  Π  Ο  Μ  Ε  Ν  Ο     Τ  Ε  Υ  Χ  Ο  Σ
________________