Είδωλο
Xρειάζομαι μια τέχνη νηστεμένη
που να μοιράζεται την αγωνία μαζί μου
σέρνει ξέπνοους πόθους η ψυχή μου,
―σχισμές στη νύχτα, ω, σελήνη κρυμμένη―,
η μοίρα κείται άνυδρη, ―το άφυλό μου
εκτύπωμα―, η σκιά στη γη μου θα μερώσει-,
Μόνο αυτή, πιστή, δε θα προδώσει
Κραυγάζοντας σκαιά το είδωλό μου
Θα το φροντίζουν οι θεοί το πεπρωμένο,
―Λες―, να μετρήσω έρημο τη θάλασσα,
Βλέπω στο βάθος των ζωών μου ό,τι χάλασα
―Έφτασα πρόσωπο στενό καθημαγμένο―
Ό,τι περνά απ' το χέρι σου για το καλό μου
―Φέρε, –τερπνά ιερά– ζητάει η Ομορφιά―,
Η άνοιξη θα ΄ναι απλωμένη στην ποδιά
Κραυγάζοντας σκαιά το είδωλό μου
Οι εύνοιες της τύχης έχουν κύημα
Σύντομα γίνομαι ό,τι δεν είμ' ακόμα
―Κάποιο αμίλητο ανεκλάλητο πτώμα―
Ενώ περνάς και τελειώνει το ποίημα
Μες στο βράδυ κοιτάς το λαιμό μου
Όλ' όσα πίστεψες για μέ είναι ψέμα,
Η σιωπή ―σωρός βαρύς―, μυρίζει αίμα
Κραυγάζοντας σκαιά το είδωλό μου
Υπάρχεις σα θαμπός χρυσός μες στο μυαλό μου
―Το γερμένο ποτήρι, το μαύρο ψωμί―
Πριν φύγω αφήνω στην πόρτα το κλειδί
Κραυγάζοντας σκαιά το είδωλό μου
[Αύγουστος 2012]