Μάχιμος πολίτης ως το τέλος του βίου του, παθιασμένος συγγραφέας και φανατικός αναγνώστης, ο Βασίλης Βασιλικός μας αποχαιρέτησε στις 30 Νοεμβρίου 2023, πλήρης ημερών και έργων, λίγες μέρες αφότου συμπλήρωσε τα 90 χρόνια του.
Γεννημένος στην Καβάλα, γιος του δικηγόρου Νικολάου Βασιλικού, που εξελέγη βουλευτής Καβάλας το 1936, και της Καίτης Βασιλικού, ήταν μαθητής του Αμερικανικού Κολεγίου Ανατόλια το 1949, όταν πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με τρία ποιήματα που δημοσίευσε στην εφημερίδα Μακεδονία, και έγραψε ένα μυθιστόρημα που έμεινε στο συρτάρι του για 27 ολόκληρα χρόνια: τίτλος Τα σιλό και θέμα η Βουλγαρική Κατοχή στη Μακεδονία μέσα από τα μάτια μιας νέας γυναίκας. Από τότε μέχρι σήμερα σχεδόν δεν σταμάτησε να γράφει: καλλιέργησε το μυθιστόρημα, τη νουβέλα, το διήγημα, την αυτοβιογραφία, το ημερολόγιο, την ποίηση, το θέατρο, το κινηματογραφικό σενάριο, ενώ για αρκετά χρόνια ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. Το 1953, δευτεροετής φοιτητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, έδωσε τη νουβέλα Η διήγηση του Ιάσονα, όπου ακολουθώντας το πρότυπο του Θησέα του André Gide και αντλώντας έμπνευση από τον μύθο του Ιάσονα, ανέπτυξε έναν λυρικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη φύση και την περιπέτεια της νεότητας. Το 1956 έδωσε το μυθιστόρημα ενηλικίωσης Θύματα ειρήνης, που παρακολουθεί την ιστορία μιας συντροφιάς επτά νεαρών ανδρών, οι οποίοι ωριμάζουν με τον πλέον επώδυνο τρόπο στη Θεσσαλονίκη των αρχών της δεκαετίας του 1950, μαχόμενοι με τον έρωτα, τον θάνατο, τις ιδεολογίες και τα φαντάσματα μιας τραυματισμένης μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το 1961 παρουσίασε την εμβληματική Τριλογία (Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ΄αγγέλιασμα), σπαρακτικό πορτραίτο ενός εξεγερμένου νέου των αρχών της δεκαετίας του 1960, χάρη στο οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο των Δώδεκα. Το 1964, με τη Μυθολογία της Αμερικής, ανανέωσε την ταξιδιωτική λογοτεχνία, προτείνοντας μια απομυθοποίηση του αμερικανικού ονείρου και παντρεύοντας την τοπιογραφία με τον πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό. Το συναρπαστικό μυθιστόρημα-ντοκουμέντο Ζ. Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος
(1966), με ομολογημένες τις επιδράσεις από το Εν ψυχρώ του Truman Capote, αποτύπωσε με τόλμη και διαύγεια τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς κύκλους τον Μάιο του 1963, και, χάρη και στη διαμεσολάβηση της εξαιρετικής ταινίας του Κώστα Γαβρά, έγινε παγκόσμιο best-seller.
Στα χρόνια της δικτατορίας, όταν αυτοεξορίστηκε στην Ευρώπη, έδωσε μια σημαντική σειρά πεζογραφημάτων ντοκυμαντερίστικης γραφής (Καφενείον “Εμιγκρέκ”, Η δολοκτονία, Σε γνωρίζω από την κόψη..., Μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν, Ο πλανόδιος πλασιέ, Το ψαροτούφεκο, Το μαγνητόφωνο, Το μαγνητόφωνο Δύο, Το λαχείο, 20.20’, Φίφτυ-Φίφτυ, Πορτραίτο ενός αγωνιστή: Νίκος Ζαμπέλης, Πάσχα στους Γαργαλιάνους) και ποιητικών έργων (Μέσα στη νύχτα της ασφάλειας, Λάκα-Σούλι, Ο ληξίαρχος, Bella Ciao, Ήλιε μου, Αρταξέρξη μου και Συνάντηση με τον Ήλιο), που μαρτυρούσαν τη λαχτάρα του πνευματικού ανθρώπου να αντισταθεί στην τυραννία μέσω της γραφής.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση, έδωσε το μυθιστόρημα Γλαύκος Θρασάκης, ένα δαιδαλώδες και πολυεπίπεδο «έργο εν προόδω», που ακόμη και ο ίδιος δυσκολεύτηκε να το κατατάξει ειδολογικά (το χαρακτηρίζει «βιομυθιστόρημα, αυτομυθιστόρημα ή και αντιβιογραφία»). Τα πεζογραφήματα Ο τρομερός μήνας Αύγουστος, Το τελευταίο αντίο και Η φλόγα της αγάπης, γραμμένα στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μετά τον ξαφνικό θάνατο της πρώτης συζύγου του Μιμής, ήταν ελεγείες στον απόλυτο έρωτα και σχόλια πάνω στη διαχείριση της απώλειας. Πεζογραφήματα όπως Το θαυματουργό νερό ή συλλογές διηγημάτων όπως Τα καμάκια και Οι ρεμπέτες αποτέλεσαν καθρέφτες της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης της Ελλάδας των πρώτων ετών της Μεταπολίτευσης. Και η υπέροχη αυτοβιογραφία του Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (1999), όπως και τα μεταγενέστερα ημερολογιακά κείμενα Οι γάτες της Rue D-Hauteville (2010) και Ημερολόγιο Θάσου (2015), ήταν ουσιαστικοί απολογισμοί ζωής ενός ανθρώπου που υπήρξε πάντοτε μάχιμος πολίτης του κόσμου και αδιάψευστες μαρτυρίες ενός συγγραφέα για το πάθος και τον ενθουσιασμό με τον οποίο δινόταν κάθε φορά στην υπόθεση της γραφής.
Οι μεταιχμιακοί χαρακτήρες των έργων του Βασιλικού βρίσκονταν σχεδόν πάντοτε σε αναζήτηση ταυτότητας, ανεξάρτητα από την ηλικία τους και το φύλο τους, και όλη η πεζογραφία του ήταν ένα πεδίο απρόσμενων διακειμενικών συσχετισμών, ένα σημείο συνάντησης του ατομικού με το συλλογικό, ένας ευφυής συνδυασμός ερευνητικής τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, έναν διαρκής στοχασμός πάνω στη δύναμη της μνήμης και στα όρια της γραφής.
Ο Βασιλικός υπήρξε ο πιο «εφηβικός» συγγραφέας στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο έφηβος των πρώτων σκληρών μεταπολεμικών χρόνων παρέμεινε ένας ανήσυχος και διψασμένος έφηβος ως το τέλος του βίου του, έχοντας διανύσει μια διαδρομή πολλών δεκαετιών και 120 βιβλίων και έχοντας κατακτήσει τον τίτλο του δεύτερου πιο μεταφρασμένου Νεοέλληνα πεζογράφου, μετά τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος το 1954 του εξέφρασε τον θαυμασμό του για τη νουβέλα του Η διήγηση του Ιάσονα.