Το δάκτυλο του Βούδα (β΄ μέρος)

Το δάκτυλο του Βούδα (β΄ μέρος)



Η μι­κρή χρυ­σή πα­γό­δα, το φέ­ρε­τρο από ασή­μι και χρυ­σό για τη λι­λι­πού­τεια, ει­κο­νι­κή σω­ρό του Βού­δα, ο κα­θι­στός Μπο­ντι­σάτ­βα και ο αση­μέ­νιος λω­τός, αυ­τό το έμ­βλη­μα της από­λυ­της, της ακέ­ραι­ης γνώ­σης του αγα­θού, πε­ρι­βάλ­λουν το σπά­νιο εύ­ρη­μα. Ανε­κτί­μη­τα κει­μή­λια ευ­λά­βειας από τον ίδιο ναό, απα­ραί­τη­τα δά­νεια της ύλης σε μια κα­τε­ξο­χήν υπό­θε­ση του ζω­ο­ποιού κε­νού. Εί­ναι τα ερ­γα­λεία της λα­τρεί­ας, που επε­δί­ω­ξε από την αρ­χή να εντρυ­φή­σει, να απο­κα­τα­στή­σει και να δια­δώ­σει το μη­δέν. Ας ει­σπρά­ξω τώ­ρα την ανά­λο­γη απο­στρο­φή από την Χα­ρού­με­νη Γνώ­ση της νι­τσεϊ­κής πα­ρα­κα­τα­θή­κης – ό, τι έρ­χε­ται από την εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή σκο­πιά, εκεί­νη της απο­μυ­θο­ποί­η­σης των ιε­ρών.«Με­τά το θά­να­το του Βού­δα οι άν­θρω­ποι εξα­κο­λου­θού­σαν για αιώ­νες να δεί­χνουν σε μια σπη­λιά τη σκιά του – μια φο­βε­ρή, τρο­μα­κτι­κή σκιά. Ο θε­ός εί­ναι νε­κρός· τέ­τοια εί­ναι όμως η φύ­ση των αν­θρώ­πων που εί­ναι σί­γου­ρο πως για χι­λιά­δες ίσως χρό­νια ακό­μα θα υπάρ­χουν σπη­λιές όπου θα δεί­χνε­ται η σκιά του. Κι εμείς – εμείς εξα­κο­λου­θού­με να΄ χου­με το κα­θή­κον να νι­κή­σου­με τη σκιά του!».

Πα­ρα­τη­ρώ και πά­λι τους πι­στούς. Προ­σέρ­χο­νται με τά­ξη στο κέ­ντρο του αυ­το­σχέ­διου, αλ­λά επαρ­κούς ιε­ρού χώ­ρου, που θυ­μί­ζει την διά­τα­ξη μιας δι­κιάς μας αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής σφεν­δό­νης. Γο­να­τί­ζουν και ζη­τούν την αρω­γή του διά­ση­μου Από­ντος, που άφη­σε στις στά­χτες του αρ­κε­τά απ’ ό,τι φαί­νε­ται κομ­μά­τια του. Ο ένας με­τά τον άλ­λον ανα­νε­ώ­νουν την αφο­σί­ω­σή τους στο πα­ρά­δο­ξο. Το αμά­χη­το από­σπα­σμα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, το συ­γκε­κρι­μέ­νο αυ­τό τμή­μα του δα­κτύ­λου, εί­ναι η πο­λυ­πό­θη­τη διάρ­κεια που αντι­στρα­τεύ­ε­ται με κά­θε μέ­σον το φά­σμα της φθο­ράς. Eί­ναι η υφέρ­που­σα αιώ­νια αντί­φα­ση: η έν­δει­ξη της αναμ­φι­σβή­τη­της σω­μα­τι­κής πα­ρου­σί­ας εκεί­νου ακρι­βώς του ιστο­ρι­κού Προ­σώ­που, που διε­κή­ρυ­ξε υπο­δειγ­μα­τι­κά σ’ όλη τη διάρ­κεια του βί­ου του την πα­ραί­τη­ση, την ακύ­ρω­ση του ιστο­ρι­κού, την απέ­ρα­ντη συμ­φι­λί­ω­σή μας μέ­σα στο τί­πο­τα. Έστω εξ όνυ­χος ανα­κα­λεί­ται, ανα­βιώ­νει το Σώ­μα. Το πα­ρά­λο­γο δεν εί­ναι εδώ μια τα­κτι­κή προ­σπέ­λα­σης κά­ποιου με­τα­φυ­σι­κού ή μη προ­βλή­μα­τος, αλ­λά του ίδιου του φαι­νό­με­νου της ζω­ής.
Το ξέ­ρω κα­λά: έχου­με πλη­ρώ­σει ακρι­βά την φυ­γή μας στο μο­νι­σμό μιας υπερ­βο­λι­κά κλει­στής σκέ­ψης, που θε­ο­ποιεί την αυ­τάρ­κειά της, που επεί­γε­ται να δια­δη­λώ­σει ανά πά­σα στιγ­μή την αυ­το­πε­ποί­θη­σή της. Του­λά­χι­στον εδώ, σή­με­ρα, οι προ­σκυ­νη­τές φαί­νε­ται να επα­να­κτούν μια προ πολ­λού απο­λε­σθεί­σα ενό­τη­τα ζω­ο­ποιού ορά­μα­τος. Αρ­μό­ζει να συ­μπλη­ρώ­σω στο ση­μείο αυ­τό ό,τι επι­ση­μαί­νει με τη γνω­στή του δια­λε­κτι­κή ευ­φρά­δεια στο δο­κί­μιό του Φι­λο­σο­φία του το­πί­ου ο Γκέ­οργκ Ζί­μελ: « Η πλέ­ον θε­με­λιώ­δης τρα­γω­δία του πνεύ­μα­τος εν γέ­νει, η οποία κα­τά τους νε­ό­τε­ρους χρό­νους έφτα­σε στην πλή­ρη εκ­δή­λω­σή της δε­σπό­ζο­ντας στη δια­δι­κα­σία του πο­λι­τι­σμού, ίσως να εί­ναι το γε­γο­νός ότι το μέ­ρος ενός όλου με­τα­τρέ­πε­ται σε αυ­τό­νο­μο όλον, απο­σπώ­με­νο από το πρώ­το και αξιώ­νο­ντας απέ­να­ντί του ένα δι­κό του δί­καιο».

Η δυ­σκο­λία να βγού­με στο ξέ­φω­το της αλή­θειας του κό­σμου. Να ανα­δια­τυ­πώ­σου­με αρ­χές και οδη­γί­ες πο­ρεί­ας στο δά­σος των φαι­νο­μέ­νων. Τα συ­να­φή προ­βλή­μα­τα εί­ναι βε­βαί­ως κα­τά πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα απ’ όσα νο­μί­ζου­με με την πρώ­τη επι­πό­λαια ανα­μέ­τρη­σή μας με την πε­ριρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα. Ίσως για­τί «αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε το κέ­ντρο μας ταυ­τό­χρο­να έξω από μας και μέ­σα μας, διό­τι τό­σο εμείς οι ίδιοι όσο και το έρ­γο μας δεν εί­μα­στε πα­ρά απλά στοι­χεία κά­ποιων ολο­τή­των, οι οποί­ες απαι­τούν τη μο­νό­πλευ­ρη προ­σαρ­μο­γή μας σ’ έναν κα­τα­με­ρι­σμό ερ­γα­σί­ας, ενώ την ίδια στιγ­μή εμείς θέ­λου­με πα­ρ’ όλα αυ­τά να εί­μα­στε και να δη­μιουρ­γή­σου­με κά­τι ολο­κλη­ρω­μέ­νο και αυ­το­δύ­να­μο». Υπο­θέ­τω ότι οι βου­δι­στές, που με πε­ρι­βάλ­λουν τώ­ρα από πα­ντού, δεν θα έχουν σκύ­ψει μάλ­λον πά­νω από τις σε­λί­δες του Ζίμ­μελ. Αυ­τό που έχει ση­μα­σία εί­ναι ότι το σβή­σι­μο της μο­νά­δας μέ­σα στις πε­ριε­λί­ξεις των βου­δι­κών μο­νο­πα­τιών, η αυ­θόρ­μη­τη απά­ντη­ση στα βα­σα­νι­στι­κά άγη του δυι­σμού μας, ει­σπράτ­τε­ται καί­ρια, κα­τα­νυ­κτι­κά και το κυ­ριό­τε­ρο, εύ­κο­λα. Οι Κι­νέ­ζοι, που έσπευ­σαν να δουν από κο­ντά το ιε­ρό δά­χτυ­λο, τεκ­μη­ριώ­νο­ντας μια πρα­κτι­κή με­τα­φυ­σι­κή, που έχει να επι­δεί­ξει, όπως γνω­ρί­ζου­με, υπο­δειγ­μα­τι­κή συ­νέ­πεια στις αρ­χές της, δεί­χνουν προ­ο­πτι­κές κα­ταλ­λα­γής δει­νών.
Έχου­με μά­θει ότι το αί­νιγ­μα της Νιρ­βά­να εί­ναι ίσως ταυ­τό­ση­μο με το αί­νιγ­μα του ύπνου. Δια­βά­ζου­με στις Ου­πα­νι­σά­δες ότι οι άν­θρω­ποι που βρί­σκο­νται στην κα­τά­στα­ση του βα­θέ­ως ύπνου εί­ναι το σύ­μπαν. Σύμ­φω­να με τη Σαν­κύ­αμ, η κα­τά­στα­ση της ψυ­χής, όταν βρί­σκε­ται σε βα­θύ ύπνο, εί­ναι όμοια μ’ εκεί­νη που επι­τυγ­χά­νε­ται με­τά απ’ την απε­λευ­θέ­ρω­ση της ψυ­χής από το σώ­μα – σή­μα. Η απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη ψυ­χή μοιά­ζει τό­τε με κα­θρέ­φτη όπου δεν αντα­να­κλά­ται τί­πο­τε. Αυ­τά σύμ­φω­να με τα δι­δάγ­μα­τα, που απο­κό­μι­σε ο Μπόρ­χες από την εν­δε­λε­χή, δη­μιουρ­γι­κή με­λέ­τη του βου­δι­σμού. Πως άρα­γε συμ­βι­βά­ζο­νται όλα αυ­τά με την αει­κί­νη­τη φύ­ση του κα­τοί­κου του Χονγκ Κονγκ;
Η ου­σια­στι­κή γνώ­ση, το ισχυ­ρό από­θε­μα σο­φί­ας του από­λυ­του υπο­κει­μέ­νου, που εί­ναι ο βου­δι­σμός ο ίδιος, όχι μό­νο επι­τρέ­πει, αλ­λά προ­κα­λεί την συ­νύ­παρ­ξη των εγ­γε­νών αντι­φά­σε­ων μέ­σα στην ορια­κή ατα­ρα­ξία του αει­θα­λούς λω­τού.




ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
Ζίμ­μελ Γκέ­οργκ, Φι­λο­σο­φία του το­πί­ου, βλ. Πε­ρι­πλά­νη­ση στη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα, επί­με­τρο Jürgen Habermas. Επι­μέ­λεια, πρό­λο­γος, ει­σα­γω­γή Σπύ­ρου Γαγ­γά - Κώ­στα Θ. Καλ­φό­που­λου. Με­τά­φρα­ση: Γιώρ­γος Σα­γκριώ­της- Όλ­γα Στα­θά­του, εκδ. Αλε­ξάν­δρεια 2004.
Νί­τσε Φρί­ντριχ, Η χα­ρού­με­νη γνώ­ση, με­τά­φρα­ση: Λί­λα Τρου­λι­νού, εκδ. Εξά­ντας 1996.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: