Το περασμένο καλοκαίρι έκανα ένα ταξίδι στην Ολλανδία. Στα αεροπλάνα πάντοτε έχω κάτι μαζί μου να διαβάσω (βλ. https://www.hartismag.gr/hartis-42/pyxides/pws-ta-vivlia-moy-swzoin-ti-zoi). Και πάντα, βέβαια, έχω και backup. Έτσι και σ’ εκείνο το ταξίδι μου, λοιπόν, είχα ως κύριο ανάγνωσμα τον Κίτρινο Φάκελο του Μ. Καραγάτση και ως επιλογή-καβάντζα το Ancient Greek Lists. Catalogue and Inventory across Genres της Athena Kirk. Αν κάποιος τυχαίνει να διαβάζει συχνά-πυκνά αυτή τη στήλη θα παραξενευτεί μ’ αυτήν την ταξινόμηση. Πράγματι, το βιβλίο-καβάντζα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο από το κύριο βιβλίο που είχα μαζί μου. Λίστες και κατάλογοι, το καλύτερό μου! Ακόμη κι αν είναι για το σουπερμάρκετ! Έλα, όμως, που ο ψυχαναγκασμός μου δεν με αφήνει σε ησυχία ούτε όταν το ζήτημα είναι τα βιβλία.
Αχ, και το βιβλίο του Καραγάτση το έσερνα η έρμη μαζί μου τρεις μήνες. Μαρτιάτικο πρωινό ήταν, θυμάμαι, όταν διάβασα τις πρώτες του σελίδες. Βρισκόμουν στην Κομοτηνή κι είχα λίγο ελεύθερο χρόνο το πρωί. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι και άρχισα να διαβάζω τις πρώτες σελίδες, καθώς με χτυπούσε ένας ήλιος εκτυφλωτικός – έχω έλλειψη σε ήλιο στο διαμέρισμα της Αθήνας, οπότε, όπου τον βρω, τυφλώνομαι. Μετά τις πρώτες δέκα σελίδες ακούω μια φωνή, η φίλη και συνάδελφος Ζ.Α. να με φωνάζει, να ξινίζει ελαφρώς τα μούτρα της όταν βλέπει τι διαβάζω και εν τέλει να λειτουργεί μάλλον ως… σανίδα σωτηρίας. Δε χρειάστηκε δεύτερη φορά να μου το πει. Παράτησα το βιβλίο και πήγαμε κι ήπιαμε έναν ελληνικό σε παρακείμενο καφενείο.
Από τότε ο Καραγάτσης ήταν πάντα μέσα στη βαλίτσα μου, όλο το υπόλοιπο διάστημα της περιοδείας. Τρεις μήνες τον κουβαλούσα μαζί μου. Ούτε σελίδα δεν προχώρησα, δεν πήγαινε το χέρι μου. Ετοιμάζοντας, λοιπόν, τα πράγματα για Ολλανδία το πήρα απόφαση. Τώρα θα τον τελειώσω. Το σκέφτηκα κι η σκέψη μου είχε κάτι από τον τόνο του «τώρα θα λογαριαστούμε».
Όταν έσβησαν τα φώτα στην καμπίνα του αεροσκάφους, άφησα κι εγώ τον Καραγάτση κατά μέρος. Είχα προχωρήσει αρκετά, είναι και τρεις ώρες και κάτι το ταξίδι, αλλά, να σας πω την αλήθεια, δεν με πείραξε όπως άλλες φορές που έσβησαν τα φώτα. Δεν προσπάθησα καν να ανάψω το φωτάκι πάνω απ’ τη θέση μου. Προτού ανοίξω το εναλλακτικό βιβλίο – που το είχα σε ηλεκτρονικό αρχείο ακριβώς για την περίσταση αυτή – πρόσεξα ότι ο παραδιπλανός μου στο αεροπλάνο είχε ανάψει το φωτάκι από πάνω του και διάβαζε ένα πολυσέλιδο βιβλίο. Πάντα προσπαθώ να δω τι διαβάζουν οι άνθρωποι, όπου κι αν βρίσκομαι. Αισθάνομαι πως έτσι σχηματίζω μια εικόνα γι’ αυτούς, γνωρίζω λίγο-πολύ ποιοι είναι, ποια είναι τα ενδιαφέροντά τους κ.λπ.
«Σχηματίζω μια εικόνα γι’ αυτόν», ξανασκέφτηκα και τρόμαξα. Θεέ μου, αυτό δεν είναι σωστό. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να σχηματίσει μια εικόνα για μένα επειδή τώρα π.χ. διαβάζω Καραγάτση ή επειδή κάποια άλλη στιγμή διαβάζω κάτι άλλο, οτιδήποτε, χειρότερο από αισθητικής ή ιδεολογικής άποψης, το οποίο το διαβάζω από καθαρή περιέργεια ή/και επαγγελματική διαστροφή. Επειδή θέλω να έχω μια ιδέα, μια εικόνα, εν τέλει μια γνώμη για όσα περισσότερα βιβλία (και όχι μόνο) μπορώ.
Ακόμη χειρότερα! Βρισκόμαστε σε αεροπλάνο. Μία στο δισεκατομμύριο – χτύπα ξύλο – συμβαίνει κάτι. Να είναι ο Κίτρινος Φάκελος το τελευταίο βιβλίο που θα διαβάσω; Τι άδοξο τέλος! Και τι πρέπει να κάνω τότε; Μήπως να κουβαλάω πάντα μαζί μου κι ένα αγαπημένο βιβλίο, για σιγουριά;
Έχοντας καταλάβει πως έχω μπει σε σκοτεινές κι αγχώδεις ατραπούς και σε μακάβριες σκέψεις, που θα προτιμούσα να μην τις κάνω εν ώρα ταξιδίου, αναλογίστηκα πόσα εξαιρετικά βιβλία που μας περιμένουν χάνουμε από το να διαβάζουμε βιβλία που κάπως βρέθηκαν απλώς στον δρόμο μας και από ψυχαναγκασμό δεν μπορούμε να τα αφήσουμε, ενώ δεν μας ενδιαφέρουν. Κι ενώ π.χ. θεωρητικά υποστηρίζω πως δεν είναι όλα τα βιβλία για όλους και έχουμε το δικαίωμα να τα παρατάμε σε όποια σελίδα θέλουμε, γιατί δεν καταφέρνω να το κάνω; Στηριγμένη σε μια παλιά πεποίθηση ότι μπορεί στην τελευταία σελίδα να κρύβεται μια έκπληξη που να άξιζε τον κόπο; Μπα, η πείρα λέει ότι αυτό δεν συμβαίνει μάλλον ποτέ.
Με τα πολλά, προσγειωθήκαμε στο Άμστερνταμ χωρίς καν να το καταλάβω. Εννοείται πως το βιβλίο δεν το διάβασα όσο καιρό διέμεινα εκεί, αλλά όταν επέστρεψα είπα «τώρα πάει, τέλειωσε, θα σου αφιερωθώ». Και το τελείωσα. Τα νεύρα, όμως, που είχα όταν στην τελευταία σελίδα αντιλήφθηκα ότι αυτός ήταν ο πρώτος τόμος (πράγμα που δεν ήταν γραμμένο στο εξώφυλλο) και τώρα έπρεπε να βρω, να αγοράσω και να διαβάσω και τον δεύτερο τόμο, δεν σας τα περιγράφω καν. Ήμουν να σκάσω! Αλλά τον διάβασα και τον δεύτερο… τι να κάνω…
Και τώρα, το διάστημα αυτό, προσπαθώ, αλήθεια προσπαθώ να σταματήσω να διαβάζω το Σχολείο των Ντελικάτων Εραστών του Ρήγα Φεραίου, γιατί με περιμένουν τόσα άλλα βιβλία που τα διψώ, ενώ αυτό απλώς… περνάει. Άραγε, θα τα καταφέρω;