Incubus
Γύρισε απόμαχος, χωρίς ούτε να κρύβει ούτε να δείχνει τις πληγές ως παράσημα. Είχε ήδη νυχτώσει, και μαύρος καθώς ήταν, τον διέκρινα απ' τα πετράδια στις κόγχες και το σμάλτο που άστραφτε μες απ' το στόμα. Διπλώθηκε στον καναπέ χωρίς παράπονο ή θυμό για τα χρόνια της εξορίας του. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ αν ξέχασα την πόρτα ανοιχτή ή αν μπήκε σαν κλέφτης απ' το παράθυρο, ούτε ήξερα αν έπρεπε να του κακιώσω για το θράσος του ή ν' απολογηθώ για την ακαταστασία· μα ήταν αργά να τον διώξω. Έτσι, διαπέρασε σαν αέρας κάθε σημείο των εβδομηνταπέντε τετραγωνικών. Οι μάχες, οι κακουχίες και οι στερήσεις δεν είχαν αμβλύνει τη σιγουριά του, τη μνήμη του χώρου. Πουθενά δε στάθηκε, μ' εξαίρεση το διπλό κρεβάτι, όπου κυλίστηκε λίγο στη δεξιά του πλευρά, που σε αντίθεση με την ξέστρωτη αριστερή ήταν λεία σαν άμμος: κάτι χάραξε εκεί πατώντας, μα γρήγορα σβήστηκε. Χάθηκε λίγο μετά κι αυτός αφήνοντας πίσω του μια ξεφτισμένη μυρωδιά ζώου. Κι ύστερα θυμήθηκα ότι δεν είχαμε ποτέ γάτο στο σπίτι.
Αργύρης Κόσκορος
Τα πράσινα πατζούρια
Βρισκόμουν σε ένα σταυροδρόμι· πλατιά πεζοδρόμια, δέντρα, δροσιά. Όπως τα είχα ακούσει από τη γιαγιά. Το παλιό κλωστήριο πίσω μου, στα ανατολικά. Άρα, ήμουν κοντά. Στρίβω χωρίς επιφύλαξη το κεφάλι μου δεξιά. Αργά. Μέχρι και σήμερα δεν ξέρω γιατί δεξιά και όχι αριστερά· γιατί να μη γυρίσω πρώτα προς την άλλη πλευρά, ας πούμε; Δεν ξέρω γιατί, αλήθεια, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν λες και ήξερα. Λες και το ήξερα τόσο καλά, που δεν το σκέφτηκα καν. Και τα θυμάμαι όλα σε αργή κίνηση. Στρίβω το κεφάλι, και το βλέμμα μου σταματά σε μια μονοκατοικία με κλειστά πράσινα παντζούρια στο τέρμα του δρόμου. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς θυμάμαι ότι τα παντζούρια ήταν πράσινα, αλλά δεν θυμάμαι πώς το ξέρω. Μένω ακίνητη και κοιτάζω· τα παντζούρια, τα κεραμίδια, την αυλόπορτα. Πέντε λεπτά, δέκα λεπτά; Ίσως λιγότερα, ίσως περισσότερα. Αυτοκίνητα δεν περνούσαν. Ξεκίνησα να πλησιάζω, μα η καρδιά μου δεν χτυπούσε δυνατά, όπως το φανταζόμουνα. Εξάλλου, ζούσα μια συνηθισμένη ιστορία. Περπατούσα ψύχραιμη αλλά με ανυπομονησία. Ακόμη και για λίγα μέτρα. Ήταν πιο πολύ σαν οφειλή, τάμα – ή σαν ένα στοίχημα. Μετρούσα τα βήματά μου· η απόσταση ήταν πενήντα μέτρα, άντε εκατό, αλλά μου φάνηκε πολλή η ώρα μέχρι να φτάσω εκεί. Τα θυμάμαι όλα σε αργή κίνηση. Με το ένα χέρι αγγίζω την αυλόπορτα – σαν να τη χαιρετούσα. Με το άλλο χέρι ψαχουλεύω την τσάντα μου, για να έχω έτοιμη την ταυτότητα στο σημείο ελέγχου. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Ήταν ώρα να γυρίσω στο σπίτι μου.
Αυγή Λίλλη
Όνειρο
Θα τιμούσαν την επέτειο, είπαν. Πήγαν στη Σχολή, όμως απέξω δεν ήταν η Σόλωνος, έμοιαζε περισσότερο με κτίριο σε κάποια συνοικία, ωστόσο το αμφιθέατρο μέσα ήταν ίδιο. Την φώναξε ο γραμματέας να της σφραγίσει το βιβλιάριο σπουδών. Όταν γέμισε η αίθουσα ανέβηκαν οι ήρωες στο πάνελ, «έτσι το λένε τώρα», κάθισε δίπλα σε κάποιον άγνωστο « εσύ ποιος είσαι;» «ο μπάτσος της οδού Καπλανών», « πώς σε λένε; Πού θα σε βρω;», «έλα στο σπίτι , όπου ρωτήσεις, Μνημοφύλαξ», πήρα ταξί, τριάντα αργύρια, με άφησε σε προάστιο βρώμικο, παμπάλαιες οικοδομές, υπόγεια, υπόνομοι ανοιχτοί, βγήκε μια γυναίκα από τη σκάλα ενός υπογείου, γερασμένη πρόωρα, «δεν είναι εδώ ο άντρας μου», «δεν θα του κάνω κακό, απορίες έχω», «δεν ξέρει τίποτα, δεν θυμάται τίποτα, φύγετε», φάνηκε αυτός στην άκρη του δρόμου, εργάτης, παντελόνι σφιχτά δεμένο στη μέση με ζώνη εσατζή, φανελάκι βρώμικο και στο κεφάλι μαντήλι δεμένο μισάτρακτο, «δεν είμαι εγώ, φύγε, ήρθαν τα ποντίκια απόψε, γράφεις όσα λέω; Σε κωλόχαρτο, ας γελάσω, τίποτα δεν θα βγάζεις αύριο, τα γράμματά σου της κακιάς ώρας, χα, χα, φύγε, είχε πολλά ποντίκια απόψε».
Ξύπνησα. Ο άντρας μου στο νιπτήρα ξυρίζεται. Ακούω το νερό, στο ξύρισμα πρέπει να τρέχει σιγά, ομοιόμορφα, του χαϊδεύω την πλάτη, κατουράω και καταπίνω το χάπι μου. Ύστερα, καθώς κατεβαίνω τη σκάλα, τραβάω από το μυαλό μου τα χαρτάκια, έχω αγωνία, να βγάλω τα γράμματά μου, αυτά της νύχτας, και να δεις, έρχονται κομματιασμένα με βλέννες μυελού, σάλια σαλίγκαρου και στις άκρες μικροσκοπικά πένθιμα χρυσάνθεμα.
Νίκη Τρουλλινού
Το ζώο αυτό είναι πρόβλημα
Ας εξετάσουμε τώρα την περίπτωση που ένας παπαγάλος προσπαθεί να εγκαταλείψει το κλουβί του και τελικά τα καταφέρνει. Παρ’ όλο που μιλά, δεν είναι σοφός κι έτσι η γλώσσα τού είναι άχρηστη. Η γούνα του έχασε την τροπική της χάρη, ο σκελετός του σκέβρωσε, μα η κούφια του ύλη τον στηρίζει. Αντί να πτοείται, καταφάσκει στον άνεμο. Οργώνει άπληστα τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μ’ ένα χτένισμα που φέρνει την επανάσταση. Σύντομα νυστάζει, αλλά στο σπίτι δεν έχει επιστροφή και η ελευθερία πέφτει τώρα βαριά στα φτερά του.
Ο παπαγάλος συνεχίζει κατάκοπος το μακρύ του ταξίδι. Μια τέχνη αρχαία τον οδηγεί στο αδιάκοπο πέταγμα. Στο τελευταίο φως της μέρας, με γυμνό μάτι επιτέλους διακρίνει τον Πλανήτη της Αφροδίτης. Στη λάμψη του βλέπει κάτι απ’ τη δική του δύση.
Στο άδειο τώρα κλουβί έπαψαν πια να προκαλούν οι τολμηρές του σκέψεις για πλανήτες, για πτήσεις, για έτη φωτός.
Νάντη Χατζηγεωργίου