Διπλό τζάμι
Πίσω απ’ το διπλό τζάμι του γειτονικού μας ενυδρείου
μέχρι κι ο πιο ευρηματικός καρχαρίας
ιδέαν δεν έχει για την περαστική ύπαρξη μας.
Έτσι ακριβώς:
Πίσω απ’ το διπλό τζάμι των ορατών μας διαστάσεων
ή και στην κοσμική κλίμακα
ή και ακόμη παραπέρα,
ποιος μας θωρεί, μας καταγράφει
σε λέξεις ―τάχα― ήχους ή εικόνες
και την καρδιά του ευφραίνει
με την πεζή, καθημερινή μας κίνηση
και τους μικρούς του φόβους ακονίζει
με την κοφτερή σιωπή μας
και την δική του μοίρα αρτιώνει
με το συνήθως άδειο,
σχεδόν ιχθυοτραφές μας
βλέμμα;
Σπίτι
Ποιος τάχα ξέρει τι μέρος του λόγου είσαι:
Ορμητήριο, κρησφύγετο, ή σάμπως φυλακή;
Με την χλομάδα των τοίχων σου
τη χλωροφύλλη της πορσελάνης σου
το σιωπηλό φως που κολυμπάει μες απ’ τα τζάμια σου
μοιάζεις με γούβα
που ταιριάζει μόνο σε στρουθοκάμηλο
ή με την απαρχή κείνης της σήραγγας
που ρούφηξε κάποτε την Αλίκη
ως τα θαύματα.
Ποιος τάχα ξέρει τι μέρος του λόγου είσαι
από μας ― τους απέξω;
Διότι απ’ τους μέσα ― όλοι τους σε νιώσαν:
Ήπιαν απ’ τη βρύση, το φλιτζάνι
και την τσαγιέρα σου
είδαν πότε τούς ξεδίψασες
και πότε στάλαξες μέσα τους
κάποιο κρυφό φαρμάκι.
Ντύθηκαν απ’ τα ρούχα σου,
τα όσα στεγνά και μυρωδάτα
μα κι απ’ τις στολές
μιας πειθαρχίας
που άλλοι μεροδούλι-μεροφάι τη λένε
κι άλλοι, μόδα.
Σ’ ένιωσαν ακόμη απ’ τους τοίχους σου
που τους κράτησαν μακριά
απ’ το κρύο
και τους άγριους ίσκιους των καιρών μας
αλλά και πιο στενά,
όταν δέθηκαν οι αρμοί σου
με το ίδιο τους το σώμα
ίσα ίσα για να τους κουβαλήσουν άθικτους
ως τα θυμαράκια.
Ποιος τάχα ξέρει τι μέρος του λόγου είσαι:
Ορμητήριο, κρησφύγετο, ή σάμπως φυλακή;
Το ξέρουν μονάχα
όσοι τους κατοίκησες.
Στο πετσί τους.
Βουβή Παρασκευή
Σταυρωμένα πάνω στο τίμιο ξύλο της σιωπής
τα δυο μου χέρια
κι αναστάσιμες μόνον
οι φιλημένες από ‘ναν απέθαντο Ιούδα
μνήμες:
Όπως κείνο το βράδυ
που σχεδόν χαμογελώντας μού ψιθύρισες
«λυπάμαι, αλλά το σ’ αγαπώ σου
δε μου αρκεί»
ή όταν ξεθεωμένος από βεβαιότητες
με μάλωσες πως προσχωρώ και πάλι
στου ανέφικτου τη ζάλη!
Σταυρωμένα λοιπόν τόσα όνειρα
όσα πρώτη η ίδια κάρφωσα
σ’ εκείνη την νιότη
που στα μέσα της ζωής
μού γέννησες
Σταυρωμένα κι όλα τα πάθη
που άφωνα ακόμη σπαρταρούν
στο ρυτιδιασμένο μου σώμα.
Όσο να κλείσουν τα μάτια μου
δε θα με βρίσκεις παρά εδώ
Παρασκευή,
Παρασκευή βουβή
και ξεχασμένη!