XV.
Γεννήθηκα νοτιοδυτικά, στο Πλύμουθ, στο λιμάνι· όμως, δεν είμαι του νερού.
Τα καλοκαίρια οι φίλοι έπαιζαν στις όχθες των δύο ποταμών. Του Πλυμ, μα και του Τάμαρ. Παρίσταναν τον καπετάνιο Ντρέικ και τον θαλασσοπόρο Κουκ. Κάθε απόγευμα, οι φίλοι μου, βύθιζαν στα ρηχά ισπανικές αρμάδες.
Εγώ, διαβάζω Σέλεϊ, Μπάιρον και αδερφές Μπροντέ.
Ο άνεμος μου ανακατεύει τα μαλλιά, το ύψος με μεθάει.
Θέλω να είμαι η Έμιλι.
Και είμαι. Δίχως αμφιβολία.
Και τώρα βρίσκομαι στο Υπρ, στον λόφο Πασεντάλε, στη βόρεια Φλάνδρα. Είμαι μέσα στη λάσπη, πνίγομαι. Δυο μήνες τώρα πολεμάμε τον εχθρό και δεν μιλάμε. Και όταν αυτό συμβαίνει, ονοματίζουμε συγκεκριμένα πράγματα. Τα παρακείμενα χωριά, τους ποταμούς, τα τάγματα, το σάπιο φαγητό και τα ονόματά μας.
(Ο Ρούμπενς και ο φόβος του κενού δεν με απασχολούν. Γνωρίζω το κενό στη μόνη εκδοχή του – δεν νοσταλγώ, δεν περιμένω τίποτα.)
Ξέρω πως θα πεθάνω ένδοξα ξερνώντας τα συκώτια μου από τα καυστικά αέρια. Εκεί που θα με θάψουν, την άνοιξη θα βγαίνουν παπαρούνες. Θα έχω πλάκα τιμητική στον τάφο μου. Χρόνια μετά και επιμνημόσυνες δεήσεις.
Όμως, για να τελειώνουμε:
Σκοτώθηκα εκείνο τον Νοέμβριο του '17, στα είκοσι μου χρόνια. Έγινα ήρωας τοπικός, άσμα από τους Iron Maiden. Χειροκροτήθηκα σε στάδια και πλατείες με σηκωμένα χέρια, κεράκια αναμμένα.
Mε λένε Michael Phillips και είμαι από το Πλύμουθ.
Όμως, είμαι η Έμιλι.
Έτσι να με θυμάστε.