Στον Ευμένιο
Εξαίφνης οι άγγελοι ανάποδα
κρυφοκοιτάζουν, αφήνουν το χέρι σου
και γκρεμίζεσαι ανάμεσα σε αστέρια που σβήνουν
εκατομμύρια μαύρες τρύπες στο μυαλό
το πάθος της αρρεψίας ασίγαστο
ενώ όλα ρέπουν αμετάκλητα στον θάνατο.
Μα οι άγγελοι δεν τρομάζουν ποτέ
μόνο χαμογελούν από το κάδρο του σύμπαντος
ξέρουν τα αστρικά διαστήματα
την εντροπία της θλίψης
έχουν υπολογίσει τα μεγέθη
της ρωγμής της διάσπασης του αφανισμού.
Οι άγγελοι επιτάσσουν, δακρυρροούν
καιρός της επούλωσης
καιρός της σπονδής
καιρός της φιλοξενίας
καινούριοι απλανείς στις φλέβες
και άπειροι μετεωρίτες στους νευρώνες
τα κομμάτια του πόνου ίσως
ασύστολα πολυσχιδή πολύστονα
το βάσανο και η ανάμνησή του.
Και πάνω απ’ όλα η παρηγοριά
ότι ο πόνος θα γεράσει
θα διανύσει χιλιάδες έτη φωτός
αλαμπής και αφώτιστος
θα περάσει σαν ένας κομήτης-ξιφίας
οι άτεγκτες βελόνες θα χάσουν τις αιχμές
και πλέον εύκρουστο το σώμα σου
θα μετεωριστεί στο άπειρο
ένα καινούριο ανάθημα
στη βιαιότητα της Δημιουργίας
μία καινούρια υπόσχεση
ένα καινούριο ευαγγέλιο.
Ο πόνος γέρος θα κουλουριαστεί
μέσα στη θαλπωρή της πληγής
στο αντιθέατρο των ποζιτρονίων
να ξαναγεννηθεί
πάλι θα πιάσει τον λώρο
για να σκεπάσει τη νέα ψυχή
γεμάτος ευγνωμοσύνη
που υπάρχει ο αμείλικτος χρόνος.