Όχι άλλες ιστορίες

Όχι άλ­λες ιστο­ρί­ες


Αρνού­μαι. Έχω εν­δώ­σει στο πα­ρά­λο­γο αί­τη­μα σου πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές από όσες μπο­ρώ να με­τρή­σω. Όχι σή­με­ρα. Αρ­νού­μαι. Επα­να­στα­τώ. Δεν θα γρά­ψω ού­τε μια λέ­ξη σε αυ­τό το χαρ­τί. Έχω κου­ρα­στεί από τη βα­ναυ­σό­τη­τα με την οποία η πέ­να χα­ρά­ζει το χάρ­τι­νο δέρ­μα, και από τη θέα του μαύ­ρου αί­μα­τος που εκτο­ξεύ­ε­ται σαν πί­δα­κας με κά­θε χα­ρά­κια. Έχω κου­ρα­στεί να ψά­χνω κά­θε συρ­τά­ρι για κολ­λύ­ριο στις μι­κρές ώρες της νύ­χτας, ώστε τα μά­τια μου να αντέ­ξουν για μια λέ­ξη ακό­μα, μια χα­ρά­κια ακό­μα, ίσως άλ­λη μια με­τά από αυ­τή. Εί­ναι υπερ­βο­λι­κά πολ­λές πλέ­ον, με­τά βί­ας έχει απο­μεί­νει χώ­ρος πά­νω στο δέρ­μα. Δεν θα το ξα­να­κά­νω, όχι σή­με­ρα. Μπο­ρείς να προ­σπα­θή­σεις να με σα­γη­νεύ­σεις με βα­ρυ­σή­μα­ντα θέλ­γη­τρα και υπο­σχέ­σεις δια­φυ­γής από τη φυ­λα­κή του εφή­με­ρου. Εί­μα­στε κα­τα­σκευα­σμέ­νοι από λεί­ψα­να ου­ρά­νιων σω­μά­των, και τα βι­βλία που χρο­νο­λο­γούν τις ζω­ές των ου­ρά­νιων σω­μά­των έχουν άπει­ρες σε­λί­δες εκτει­νό­με­νες προς στο πα­ρελ­θόν, και άλ­λες τό­σες προς στο μέλ­λον. Το εφή­με­ρο εί­ναι η δια­φυ­γή, ενώ οι υπο­σχέ­σεις σου δεν εί­ναι πά­ρα έμ­μο­νη προ­σκόλ­λη­ση στη φυ­λα­κή της αιω­νιό­τη­τας, και ίσως δεν εί­ναι εφι­κτό να εί­μαι πο­τέ από­λυ­τα ελεύ­θε­ρος, αλ­λά μπο­ρώ του­λά­χι­στον να κά­νω μια από­πει­ρα. Να μη γρά­ψω τί­πο­τα σε αυ­τό το χαρ­τί, να αφή­σω τις ιδέ­ες μου να ξε­χα­στούν. Αλ­λά και οι δύο ξέ­ρου­με το αί­τη­μα σου κα­τά βά­θος δεν έχει να κά­νει με το εφή­με­ρο και το αιώ­νιο, πη­γά­ζει από πο­λύ πιο εγω­πα­θή έν­στι­κτα. Αι­τεί­σαι φυ­σι­κή υπό­στα­ση, όπως ένας άπλη­στος θε­ός δεν αρ­κεί­ται με την ύπαρ­ξη ανά­με­σα στα ου­ρά­νια σώ­μα­τα και απο­ζη­τά­ει τη λα­τρεία των αν­θρώ­πων, αδια­φο­ρώ­ντας για τη βία που πρέ­πει να υπο­στεί το χαρ­τί ώστε να την απο­κτή­σεις. Δεν θα σου το επι­τρέ­ψω αυ­τή τη φο­ρά, δεν θα γί­νω το ερ­γα­λείο της βί­ας σου. Αρ­νού­μαι. Επα­να­στα­τώ. Δεν θα γρά­ψω ού­τε μια λέ­ξη σε αυ­τό το χαρ­τί.


Υα­λο­φο­βία

Κάθε φο­ρά που με­τα­κο­μί­ζω σε και­νού­ριο δια­μέ­ρι­σμα ή μέ­νω σε ξε­νο­δο­χείο, το πρώ­το πράγ­μα που κά­νω εί­ναι να πε­τάω οτι­δή­πο­τε εί­ναι κα­τα­σκευα­σμέ­νο από γυα­λί. Πο­τή­ρια, τζά­μια, κο­σμή­μα­τα, βά­ζα, λά­μπες, κα­θρέ­φτες. Το γυα­λί εί­ναι επι­κίν­δυ­νο. Το γυα­λί θρυμ­μα­τί­ζε­ται εύ­κο­λα, και ακό­μα και το μι­κρό­τε­ρο θρύ­ψα­λο του εί­ναι ικα­νό να δια­πε­ρά­σει το δέρ­μα. Φο­ράω μια ολό­σω­μη δερ­μά­τι­νη στο­λή, και τα συλ­λέ­γω προ­σε­κτι­κά ένα προς ένα. Όσο προ­σε­κτι­κός και να εί­μαι, δεν αρ­κεί. Το γυα­λί εί­ναι ύπου­λο. Κρύ­βε­ται σε σκο­τει­νά, από­με­ρα, ση­μεία. Φο­ράω τη στο­λή μου για ολό­κλη­ρες εβδο­μά­δες, μέ­χρι ολό­κλη­ρο το σώ­μα μου να μα­τώ­σει από την τρι­βή, και συ­νε­χί­ζω να το νιώ­θω, ακό­μα και αν δεν μπο­ρώ να το δω. Για αυ­τόν τον λό­γο, προ­τι­μώ να μη μέ­νω στο ίδιο μέ­ρος για πο­λύ. Το και­νούρ­γιο μου δια­μέ­ρι­σμα επι­λέ­χθη­κε προ­σε­κτι­κά με πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­να κρι­τή­ρια. Να έχει όσο λι­γό­τε­ρες γω­νί­ες εί­ναι δυ­να­τόν χω­ρίς να κα­ταρ­γού­νται οι κα­νό­νες της γε­ω­με­τρί­ας, πλα­στι­κές λά­μπες σε στρα­τη­γι­κά ση­μεία ώστε να φω­τί­ζε­ται κά­θε μια από τις εν λό­γω ανα­γκαί­ες γω­νί­ες, το με­σι­τι­κό γρα­φείο να απο­μα­κρύ­νει κά­θε γυά­λι­νο αντι­κεί­με­νο πριν την άφι­ξη μου. Το τε­λευ­ταίο κρι­τή­ριο εκ­πλη­ρώ­θη­κε ημι­τε­λώς. Κα­θώς στέ­κο­μαι στο σα­λό­νι του δια­με­ρί­σμα­τος, ένας κυ­κλι­κός κα­θρέ­φτης βρί­σκε­ται απέ­να­ντι μου. Με αη­διά­ζει να βλέ­πω τη μορ­φή μου μέ­σα του, την ει­κό­να του εαυ­τού μου κλεμ­μέ­νη πα­ρά τη θέ­λη­ση μου, και προς στιγ­μή με­τα­νιώ­νω για τις λά­μπες που κα­θι­στούν ορα­τή κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια της. Φο­ράω τη στο­λή μου και πε­τάω τον κα­θρέ­φτη στα σκου­πί­δια. Ξα­πλώ­νω στο κρε­βά­τι νευ­ρι­κός, το τη­λε­φώ­νη­μα μου στο με­σι­τι­κό γρα­φείο άκαρ­πο, κα­θώς ισχυ­ρί­ζο­νται ότι δεν άφη­σαν πί­σω κα­νέ­ναν κα­θρέ­φτη. Το πρωί, αρ­χί­ζω να τους πι­στεύω. Ο κα­θρέ­φτης βρί­σκε­ται ξα­νά στο σα­λό­νι. Επο­μέ­νως φο­ράω τη στο­λή μου ξα­νά και τον πε­τάω στα σκου­πί­δια. Βρί­σκε­ται εκεί το επό­με­νο πρωί, όπως και το με­θε­πό­με­νο. Δεν βρί­σκω χρό­νο να το­πο­θε­τή­σω τα έπι­πλα στο δια­μέ­ρι­σμα, απλά τα αφή­νω στα κου­τιά τους. Το με­σι­τι­κό γρα­φείο στα­μα­τά­ει να απα­ντά­ει τα τη­λε­φω­νή­μα­τα μου. Φο­ράω τη στο­λή, τον πε­τάω, εί­ναι ακό­μα εκεί. Δεν κοι­μά­μαι πια. Κά­θο­μαι οκλα­δόν στο άδειο σα­λό­νι, κοι­τά­ζο­ντας τα μά­τια της αντα­νά­κλα­σης μου στον κα­θρέ­φτη σαν να εί­ναι δι­κά του μά­τια και με­τράω τις ώρες. Φο­ράω τη στο­λή, τον πε­τάω, ξα­νά και ξα­νά. Από αγνή πε­ριέρ­γεια, τον πλη­σιά­ζω, ένα βή­μα τη φο­ρά. Όταν βρί­σκο­μαι αρ­κε­τά κο­ντά, τον αγ­γί­ζω απα­λά, νιώ­θω να πάλ­λε­ται έτοι­μος να θρυμ­μα­τι­στεί και κυ­ριεύ­ο­μαι από φό­βο τό­σο βα­θύ που σχε­δόν ξε­χνάω ότι εί­μαι προ­στα­τευ­μέ­νος από τη στο­λή. Κά­νω ένα βή­μα ακό­μα, και δεν βρί­σκο­μαι πλέ­ον στο σα­λό­νι του δια­με­ρί­σμα­τος, αλ­λά στην αντα­νά­κλα­ση του. Κά­θε τε­τρα­γω­νι­κό του ανα­δη­μιουρ­γη­μέ­νο, γυά­λι­νο πά­τω­μα, γυά­λι­νες λά­μπες που εκ­πέ­μπουν γυά­λι­νο φως, γυά­λι­να έπι­πλα σε γυά­λι­να κου­τιά. Σε αυ­τόν τον τό­πο, το σώ­μα μου δεν δια­φέ­ρει. Από τις άκρες των δα­χτύ­λων μου μέ­χρι τις κό­ρες των μα­τιών μου, τα γό­να­τα μου, το πέ­ος μου, τα χεί­λη μου, τα πνευ­μό­νια μου, το αί­μα μου, εύ­θραυ­στο γυα­λί. Πε­ρι­στρέ­φω και λυ­γί­ζω το σώ­μα μου σαν γυά­λι­νος ακρο­βά­της, αλ­λά σε κά­θε νέα γω­νία βρί­σκω μό­νο πε­ρισ­σό­τε­ρες αντα­να­κλά­σεις. Το επό­με­νο πρωί, έχω χά­σει το μέ­τρη­μα ποιο, ο κα­θρέ­φτης εί­ναι ανα­με­νό­με­να ακό­μα εκεί. Βγά­ζω τη στο­λή, και μέ­νω γυ­μνός απέ­να­ντι του. Τον αγ­γί­ζω ξα­νά, αυ­τή τη φο­ρά όχι τό­σο απα­λά, συ­νε­χί­ζω μέ­χρι να θρυμ­μα­τι­στεί.


Φό­νος στο γη­ρο­κο­μείο

Κάθε πρωί, ση­κώ­νε­ται από το κρε­βά­τι και λύ­νει ένα μυ­στή­ριο. Την προη­γού­με­νη εβδο­μά­δα, ήταν χα­μέ­να χά­πια για την πί­ε­ση, ανή­θι­κες τα­κτι­κές στο μπίν­γκο, και ένα πε­ρι­στα­τι­κό βαν­δα­λι­σμού στη βι­βλιο­θή­κη του γη­ρο­κο­μεί­ου, δε­κά­δες μυ­θι­στο­ρή­μα­τα στων οποί­ων την πρώ­τη σε­λί­δα κά­ποιος εί­χε απο­κα­λύ­ψει το τέ­λος. Οτι­δή­πο­τε προ­σεγ­γί­ζει έστω και ελά­χι­στα την έκρη­ξη της αδρε­να­λί­νης που κα­τέ­κλυ­ζε το σώ­μα του Ντε­τέ­κτιβ την επο­χή που έλυ­νε πραγ­μα­τι­κά μυ­στή­ρια, όταν το τη­λέ­φω­νο δεν χτυ­πού­σε για να του υπεν­θυ­μί­σει η νο­σο­κό­μα ότι εί­ναι ώρα για την ομα­δι­κή γυ­μνα­στι­κή, αλ­λά επει­δή οι αστυ­νο­μι­κοί, πά­ντα κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι να δια­θέ­τουν πο­λύ λι­γό­τε­ρα προ­σό­ντα από όσα απαι­τού­σε η δου­λειά τους, εί­χαν ανά­γκη τη βο­ή­θεια του. Δεν υπήρ­χε πραγ­μα­τι­κός λό­γος να τε­λειώ­σει αυ­τή η επο­χή, σκέ­φτε­ται, το μυα­λό του εί­ναι όσο οξύ ήταν τό­τε. Η από­συρ­σή του ήταν ιδέα των παι­διών του και δεν ήθε­λε να τους αντι­τα­χθεί. Επο­μέ­νως, για τώ­ρα πρέ­πει να αρ­κεί­ται με χα­μέ­να χά­πια. Το ση­με­ρι­νό μυ­στή­ριο, όμως, ήταν πολ­λά υπο­σχό­με­νο. Ένας φό­νος, ίσως σει­ρά φό­νων. Μια ογδο­ντά­χρο­νη πέ­θα­νε στον ύπνο της, τί­πο­τα ασυ­νή­θι­στο, εκτός από μι­κρο­σκο­πι­κές ερυ­θρές κη­λί­δες στον λαι­μό της, αό­ρα­τες στα μά­τια ενός κοι­νού αν­θρώ­που, λι­γό­τε­ρου εξοι­κειω­μέ­νου από τον Ντε­τέ­κτιβ με τα ση­μά­δια που αφή­νει ο στραγ­γα­λι­σμός. Πρώ­τα, εξε­τά­ζει τα τυ­πι­κά κί­νη­τρα, χρή­μα­τα, εκ­δί­κη­ση. Όλα οδη­γούν σε αδιέ­ξο­δα, η ογδο­ντά­χρο­νη απο­τε­λού­σε νέα άφι­ξη, δεν βρι­σκό­ταν εκεί αρ­κε­τό και­ρό για να ανα­πτυ­χθούν αντι­πά­θειες απέ­να­ντι της, ού­τε εί­χε πε­ριου­σία με­γα­λύ­τε­ρη από αυ­τή του μέ­σου ενοί­κου του γη­ρο­κο­μεί­ου. Συ­νε­πώς, η λο­γι­κή ανα­γκαιό­τη­τα υπο­δεί­κνυε ότι η εξή­γη­ση του θα­νά­του της ήταν πιο ασυ­νή­θι­στη. Η υπο­ψία του ήταν ότι επρό­κει­το για έρ­γο ενός κα­τά συρ­ροή δο­λο­φό­νου, ο οποί­ος εί­χε την ιδιο­φυή ιδέα να αυ­ξή­σει δρα­μα­τι­κά την ηλι­κια­κή ομά­δα των θυ­μά­των του. Ο θά­να­τος εί­ναι το ένα πράγ­μα που ανα­μέ­νε­ται από τους ηλι­κιω­μέ­νους, κα­νείς δεν πρό­κει­ται να εκ­πλα­γεί όταν τε­λι­κά συμ­βεί, κα­νείς δεν θα έχει υπο­ψί­ες. Στο τέ­λος, όταν εξα­ντλού­νται τα χρό­νια επί της γης που τους ανα­λο­γούν, το αν ήταν φυ­σι­κός, ατύ­χη­μα, ή φό­νος εί­ναι μια ανια­ρή τε­χνι­κή λε­πτο­μέ­ρεια. Αλ­λά οι τε­χνι­κές λε­πτο­μέ­ρειες και οι υπο­ψί­ες εκεί όπου φαί­νε­ται ότι δεν συμ­βαί­νει τί­πο­τα ύπο­πτο εί­ναι που ο Ντε­τέ­κτιβ κο­μπά­ζει ότι τον δια­χω­ρί­ζουν από τους κοι­νούς αν­θρώ­πους. Η θε­ω­ρία του απο­δει­κνύ­ε­ται σω­στή. Έπει­τα από λί­γη έρευ­να, δια­πι­στώ­νει ότι ένας από τους νο­σο­κό­μους εί­χε πλα­στά στοι­χεία. Η αστυ­νο­μία φτά­νει σύ­ντο­μα και του περ­νά­ει χει­ρο­πέ­δες. Ο Ντε­τέ­κτιβ δεν εί­ναι ξέ­ρει πό­σα θύ­μα­τα υπήρ­ξαν πριν από τη ση­με­ρι­νή ογδο­ντά­χρο­νη, αλ­λά σί­γου­ρα κα­νέ­να μελ­λο­ντι­κό. Ικα­νο­ποι­η­μέ­νος με αυ­τό το γε­γο­νός, επι­στρέ­φει στο δω­μά­τιο του, όπου τον πε­ρι­μέ­νει ένα μι­σο­τε­λειω­μέ­νο βι­βλίο, μια συλ­λο­γή από ιστο­ρί­ες μυ­στη­ρί­ου. Αυ­τό δεν κα­τά­φε­ρε να τη γλι­τώ­σει από την επι­δρο­μή του μα­νια­κού που απο­κά­λυ­πτε τα τέ­λη, αλ­λά δεν έχει ση­μα­σία. Ο Ντε­τέ­κτιβ ξέ­ρει ήδη το τέ­λος κά­θε μιας, κα­θώς δεν εί­ναι προ­ϊ­ό­ντα φα­ντα­σί­ας, αλ­λά εξι­στο­ρή­σεις υπο­θέ­σε­ων της δι­κής του κα­ριέ­ρας.
«Νό­μι­ζα ότι ήξε­ρες το νού­με­ρο μου. Η στο­λή που πή­ρες ήταν υπερ­βο­λι­κά στε­νή. Ένιω­θα ότι θα εκρα­γώ».
«Ξέ­ρω το νού­με­ρο σου. Ήταν η μό­νη που εί­χαν».
«Πι­στεύ­εις ότι αξί­ζει αυ­τό το παι­χνί­δι; Τον βοη­θά­με όντως έτσι;».
«Δεν ξέ­ρω. Ίσως όχι. Του αρέ­σει, όμως, τον ηρε­μεί. Όσο εί­ναι ήρε­μος, μπο­ρού­με να κά­νου­με τη δου­λειά μας κα­λύ­τε­ρα».
Όταν ολο­κλη­ρώ­νει την ανά­γνω­ση, πα­ρα­τη­ρεί κά­τι πα­ρά­ξε­νο. Το όνο­μα του βρί­σκε­ται στο εξώ­φυλ­λο. Δεν θυ­μά­ται να γρά­φει ο ίδιος το βι­βλίο. Το ξε­φυλ­λί­ζει ξα­νά μα­νιω­δώς, προ­σπα­θώ­ντας να αφυ­πνί­σει τις ανα­μνή­σεις του. Ακό­μα δυ­σκο­λεύ­ε­ται να θυ­μη­θεί να γρά­φει, αλ­λά τώ­ρα δυ­σκο­λεύ­ε­ται εξί­σου να θυ­μη­θεί τις ίδιες τις υπο­θέ­σεις. Νιώ­θει έναν πό­νο σαν τρυ­πά­νι στο μέ­τω­πο του. Ίσως μό­νο κά­ποιες ήταν αλη­θι­νές, ίσως κα­μία δεν ήταν αλη­θι­νή, ίσως υπήρ­χαν άλ­λες υπο­θέ­σεις εκτός από αυ­τές του βι­βλί­ου, και εκεί­νες ήταν αλη­θι­νές, αλ­λά όσο και να προ­σπα­θεί δεν κα­τα­φέρ­νει να θυ­μη­θεί ού­τε εκεί­νες, προ­σπα­θεί να θυ­μη­θεί τα παι­διά του, και ο πό­νος στο μέ­τω­πο γί­νε­ται όλο και πιο οξύς με κά­θε λέ­ξη που δια­βά­ζει. Σκέ­φτε­ται την ογδο­ντά­χρο­νη που στραγ­γα­λί­στη­κε, εκτός αν δεν στραγ­γα­λί­στη­κε και πέ­θα­νε από φυ­σι­κά αί­τια, δεν ξέ­ρει ποιο από τα δύο, το μό­νο που θυ­μά­ται εί­ναι ότι εί­ναι νε­κρή. Κλεί­νει το βι­βλίο από­το­μα, και ο πό­νος εξα­φα­νί­ζε­ται. Ξα­πλώ­νει. όλα θα εί­ναι πιο ξε­κά­θα­ρα το πρωί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: