Υαλοφοβία
Κάθε φορά που μετακομίζω σε καινούριο διαμέρισμα ή μένω σε ξενοδοχείο, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να πετάω οτιδήποτε είναι κατασκευασμένο από γυαλί. Ποτήρια, τζάμια, κοσμήματα, βάζα, λάμπες, καθρέφτες. Το γυαλί είναι επικίνδυνο. Το γυαλί θρυμματίζεται εύκολα, και ακόμα και το μικρότερο θρύψαλο του είναι ικανό να διαπεράσει το δέρμα. Φοράω μια ολόσωμη δερμάτινη στολή, και τα συλλέγω προσεκτικά ένα προς ένα. Όσο προσεκτικός και να είμαι, δεν αρκεί. Το γυαλί είναι ύπουλο. Κρύβεται σε σκοτεινά, απόμερα, σημεία. Φοράω τη στολή μου για ολόκληρες εβδομάδες, μέχρι ολόκληρο το σώμα μου να ματώσει από την τριβή, και συνεχίζω να το νιώθω, ακόμα και αν δεν μπορώ να το δω. Για αυτόν τον λόγο, προτιμώ να μη μένω στο ίδιο μέρος για πολύ. Το καινούργιο μου διαμέρισμα επιλέχθηκε προσεκτικά με πολύ συγκεκριμένα κριτήρια. Να έχει όσο λιγότερες γωνίες είναι δυνατόν χωρίς να καταργούνται οι κανόνες της γεωμετρίας, πλαστικές λάμπες σε στρατηγικά σημεία ώστε να φωτίζεται κάθε μια από τις εν λόγω αναγκαίες γωνίες, το μεσιτικό γραφείο να απομακρύνει κάθε γυάλινο αντικείμενο πριν την άφιξη μου. Το τελευταίο κριτήριο εκπληρώθηκε ημιτελώς. Καθώς στέκομαι στο σαλόνι του διαμερίσματος, ένας κυκλικός καθρέφτης βρίσκεται απέναντι μου. Με αηδιάζει να βλέπω τη μορφή μου μέσα του, την εικόνα του εαυτού μου κλεμμένη παρά τη θέληση μου, και προς στιγμή μετανιώνω για τις λάμπες που καθιστούν ορατή κάθε λεπτομέρεια της. Φοράω τη στολή μου και πετάω τον καθρέφτη στα σκουπίδια. Ξαπλώνω στο κρεβάτι νευρικός, το τηλεφώνημα μου στο μεσιτικό γραφείο άκαρπο, καθώς ισχυρίζονται ότι δεν άφησαν πίσω κανέναν καθρέφτη. Το πρωί, αρχίζω να τους πιστεύω. Ο καθρέφτης βρίσκεται ξανά στο σαλόνι. Επομένως φοράω τη στολή μου ξανά και τον πετάω στα σκουπίδια. Βρίσκεται εκεί το επόμενο πρωί, όπως και το μεθεπόμενο. Δεν βρίσκω χρόνο να τοποθετήσω τα έπιπλα στο διαμέρισμα, απλά τα αφήνω στα κουτιά τους. Το μεσιτικό γραφείο σταματάει να απαντάει τα τηλεφωνήματα μου. Φοράω τη στολή, τον πετάω, είναι ακόμα εκεί. Δεν κοιμάμαι πια. Κάθομαι οκλαδόν στο άδειο σαλόνι, κοιτάζοντας τα μάτια της αντανάκλασης μου στον καθρέφτη σαν να είναι δικά του μάτια και μετράω τις ώρες. Φοράω τη στολή, τον πετάω, ξανά και ξανά. Από αγνή περιέργεια, τον πλησιάζω, ένα βήμα τη φορά. Όταν βρίσκομαι αρκετά κοντά, τον αγγίζω απαλά, νιώθω να πάλλεται έτοιμος να θρυμματιστεί και κυριεύομαι από φόβο τόσο βαθύ που σχεδόν ξεχνάω ότι είμαι προστατευμένος από τη στολή. Κάνω ένα βήμα ακόμα, και δεν βρίσκομαι πλέον στο σαλόνι του διαμερίσματος, αλλά στην αντανάκλαση του. Κάθε τετραγωνικό του αναδημιουργημένο, γυάλινο πάτωμα, γυάλινες λάμπες που εκπέμπουν γυάλινο φως, γυάλινα έπιπλα σε γυάλινα κουτιά. Σε αυτόν τον τόπο, το σώμα μου δεν διαφέρει. Από τις άκρες των δαχτύλων μου μέχρι τις κόρες των ματιών μου, τα γόνατα μου, το πέος μου, τα χείλη μου, τα πνευμόνια μου, το αίμα μου, εύθραυστο γυαλί. Περιστρέφω και λυγίζω το σώμα μου σαν γυάλινος ακροβάτης, αλλά σε κάθε νέα γωνία βρίσκω μόνο περισσότερες αντανακλάσεις. Το επόμενο πρωί, έχω χάσει το μέτρημα ποιο, ο καθρέφτης είναι αναμενόμενα ακόμα εκεί. Βγάζω τη στολή, και μένω γυμνός απέναντι του. Τον αγγίζω ξανά, αυτή τη φορά όχι τόσο απαλά, συνεχίζω μέχρι να θρυμματιστεί.
Φόνος στο γηροκομείο
Κάθε πρωί, σηκώνεται από το κρεβάτι και λύνει ένα μυστήριο. Την προηγούμενη εβδομάδα, ήταν χαμένα χάπια για την πίεση, ανήθικες τακτικές στο μπίνγκο, και ένα περιστατικό βανδαλισμού στη βιβλιοθήκη του γηροκομείου, δεκάδες μυθιστορήματα στων οποίων την πρώτη σελίδα κάποιος είχε αποκαλύψει το τέλος. Οτιδήποτε προσεγγίζει έστω και ελάχιστα την έκρηξη της αδρεναλίνης που κατέκλυζε το σώμα του Ντετέκτιβ την εποχή που έλυνε πραγματικά μυστήρια, όταν το τηλέφωνο δεν χτυπούσε για να του υπενθυμίσει η νοσοκόμα ότι είναι ώρα για την ομαδική γυμναστική, αλλά επειδή οι αστυνομικοί, πάντα καταδικασμένοι να διαθέτουν πολύ λιγότερα προσόντα από όσα απαιτούσε η δουλειά τους, είχαν ανάγκη τη βοήθεια του. Δεν υπήρχε πραγματικός λόγος να τελειώσει αυτή η εποχή, σκέφτεται, το μυαλό του είναι όσο οξύ ήταν τότε. Η απόσυρσή του ήταν ιδέα των παιδιών του και δεν ήθελε να τους αντιταχθεί. Επομένως, για τώρα πρέπει να αρκείται με χαμένα χάπια. Το σημερινό μυστήριο, όμως, ήταν πολλά υποσχόμενο. Ένας φόνος, ίσως σειρά φόνων. Μια ογδοντάχρονη πέθανε στον ύπνο της, τίποτα ασυνήθιστο, εκτός από μικροσκοπικές ερυθρές κηλίδες στον λαιμό της, αόρατες στα μάτια ενός κοινού ανθρώπου, λιγότερου εξοικειωμένου από τον Ντετέκτιβ με τα σημάδια που αφήνει ο στραγγαλισμός. Πρώτα, εξετάζει τα τυπικά κίνητρα, χρήματα, εκδίκηση. Όλα οδηγούν σε αδιέξοδα, η ογδοντάχρονη αποτελούσε νέα άφιξη, δεν βρισκόταν εκεί αρκετό καιρό για να αναπτυχθούν αντιπάθειες απέναντι της, ούτε είχε περιουσία μεγαλύτερη από αυτή του μέσου ενοίκου του γηροκομείου. Συνεπώς, η λογική αναγκαιότητα υποδείκνυε ότι η εξήγηση του θανάτου της ήταν πιο ασυνήθιστη. Η υποψία του ήταν ότι επρόκειτο για έργο ενός κατά συρροή δολοφόνου, ο οποίος είχε την ιδιοφυή ιδέα να αυξήσει δραματικά την ηλικιακή ομάδα των θυμάτων του. Ο θάνατος είναι το ένα πράγμα που αναμένεται από τους ηλικιωμένους, κανείς δεν πρόκειται να εκπλαγεί όταν τελικά συμβεί, κανείς δεν θα έχει υποψίες. Στο τέλος, όταν εξαντλούνται τα χρόνια επί της γης που τους αναλογούν, το αν ήταν φυσικός, ατύχημα, ή φόνος είναι μια ανιαρή τεχνική λεπτομέρεια. Αλλά οι τεχνικές λεπτομέρειες και οι υποψίες εκεί όπου φαίνεται ότι δεν συμβαίνει τίποτα ύποπτο είναι που ο Ντετέκτιβ κομπάζει ότι τον διαχωρίζουν από τους κοινούς ανθρώπους. Η θεωρία του αποδεικνύεται σωστή. Έπειτα από λίγη έρευνα, διαπιστώνει ότι ένας από τους νοσοκόμους είχε πλαστά στοιχεία. Η αστυνομία φτάνει σύντομα και του περνάει χειροπέδες. Ο Ντετέκτιβ δεν είναι ξέρει πόσα θύματα υπήρξαν πριν από τη σημερινή ογδοντάχρονη, αλλά σίγουρα κανένα μελλοντικό. Ικανοποιημένος με αυτό το γεγονός, επιστρέφει στο δωμάτιο του, όπου τον περιμένει ένα μισοτελειωμένο βιβλίο, μια συλλογή από ιστορίες μυστηρίου. Αυτό δεν κατάφερε να τη γλιτώσει από την επιδρομή του μανιακού που αποκάλυπτε τα τέλη, αλλά δεν έχει σημασία. Ο Ντετέκτιβ ξέρει ήδη το τέλος κάθε μιας, καθώς δεν είναι προϊόντα φαντασίας, αλλά εξιστορήσεις υποθέσεων της δικής του καριέρας.
«Νόμιζα ότι ήξερες το νούμερο μου. Η στολή που πήρες ήταν υπερβολικά στενή. Ένιωθα ότι θα εκραγώ».
«Ξέρω το νούμερο σου. Ήταν η μόνη που είχαν».
«Πιστεύεις ότι αξίζει αυτό το παιχνίδι; Τον βοηθάμε όντως έτσι;».
«Δεν ξέρω. Ίσως όχι. Του αρέσει, όμως, τον ηρεμεί. Όσο είναι ήρεμος, μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας καλύτερα».
Όταν ολοκληρώνει την ανάγνωση, παρατηρεί κάτι παράξενο. Το όνομα του βρίσκεται στο εξώφυλλο. Δεν θυμάται να γράφει ο ίδιος το βιβλίο. Το ξεφυλλίζει ξανά μανιωδώς, προσπαθώντας να αφυπνίσει τις αναμνήσεις του. Ακόμα δυσκολεύεται να θυμηθεί να γράφει, αλλά τώρα δυσκολεύεται εξίσου να θυμηθεί τις ίδιες τις υποθέσεις. Νιώθει έναν πόνο σαν τρυπάνι στο μέτωπο του. Ίσως μόνο κάποιες ήταν αληθινές, ίσως καμία δεν ήταν αληθινή, ίσως υπήρχαν άλλες υποθέσεις εκτός από αυτές του βιβλίου, και εκείνες ήταν αληθινές, αλλά όσο και να προσπαθεί δεν καταφέρνει να θυμηθεί ούτε εκείνες, προσπαθεί να θυμηθεί τα παιδιά του, και ο πόνος στο μέτωπο γίνεται όλο και πιο οξύς με κάθε λέξη που διαβάζει. Σκέφτεται την ογδοντάχρονη που στραγγαλίστηκε, εκτός αν δεν στραγγαλίστηκε και πέθανε από φυσικά αίτια, δεν ξέρει ποιο από τα δύο, το μόνο που θυμάται είναι ότι είναι νεκρή. Κλείνει το βιβλίο απότομα, και ο πόνος εξαφανίζεται. Ξαπλώνει. όλα θα είναι πιο ξεκάθαρα το πρωί.