Ούτε που το κατάλαβα πώς έμεινα σιγά-σιγά μόνη και δεν έχω σε ποιόν να μιλήσω εξόν από τη γάτα μου. Η τελευταία μου παρέα ήταν η Καλλιόπη, συνομήλική μου. Στον πρώτο όροφο κατοικούσε μια ζωή, μα δεν μπορούσε πια να αυτοεξυπηρετηθεί και τα παιδιά της την πήγαν στο γηροκομείο. Την άλλη κιόλας μέρα πέθανε.
Έκτοτε τρεις Έλληνες απομείναμε στην πολυκατοικία: εγώ, ο κύριος Δημήτρης, συνταξιούχος του Δημοσίου, και ο Μιχάλης, ο επιπλοποιός που δουλεύει στο ημιυπόγειο. Καλόκαρδο παιδί. Από μόνος του προθυμοποιείται να με βοηθήσει να περάσω απέναντι, να βρω ταξί για τον γιατρό ― τη μόνη μου έξοδο, εδώ που τα λέμε. Έχει για βοηθό του έναν Σουδανό, που μένει στο ισόγειο. Πάντα με το χαμόγελο αυτός ο νέος, όλο σφυρίζει έναν παράξενο σκοπό. Είναι απ’ την πατρίδα του, μου είπε. Του έδωσα κάποτε και μου άλλαξε τους μουσαμάδες στις καρέκλες της τραπεζαρίας, φρεσκάρισε λίγο και το λούστρο. Μιλάει πολύ καλά ελληνικά, γιατί βρίσκεται από χρόνια στη χώρα μας.
Στο διπλανό μου διαμέρισμα μένει μια περίεργη ―Ρουμάνα λένε― με το κοριτσάκι της. Βάναυσος άνθρωπος, τι να πω… Τη χαιρετούσα και μου γυρνούσε την πλάτη. Μία και μοναδική φορά μού απηύθυνε τον λόγο μέσα στο ασανσέρ: «Εγώ τη γάτα σου θα σ΄τη σκοτώσω!» «Δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι και μάλιστα μπροστά στο παιδί σου;» «Εγώ θα σ’ τη σκοτώσω!» επανέλαβε απτόητη. Η Ψίψη περνούσε καμιά φορά στο μπαλκόνι της ακροβατώντας στο κάγκελο. Μια μέρα της έδωσε μια μπουνιά και την έριξε στον δρόμο και είναι θαύμα που δεν σκοτώθηκε. Έσπασε όμως το ποδαράκι της. Το βάλαμε σε νάρθηκα και έγινε καλά.
Απέναντί μου μένουν Πολωνοί. Ένα ζευγάρι με ένα αγοράκι, που μαθαίνει βιολί και τα καταφέρνει μια χαρά. Δεν ξέρεις πόσο μου αρέσει που το ακούω. Ευγενικοί άνθρωποι. Με τρόπους. Ο άντρας είναι τεχνίτης σε οικοδομές. Για να συμπληρώσει το εισόδημα κάνει και μαστορέματα. Αυτός έβαλε ένα πλέγμα στο μπαλκόνι, για να μην έχει η Ψίψη μου άλλο κακό συναπάντημα.
Ακριβώς από κάτω μένει μια οικογένεια Αιγυπτίων, χριστιανοί είναι, κόπτες. Πιάνουν κάποιον δικό τους σταθμό και κάθε μέρα ακούω ψαλμωδίες. Ο άντρας εργάζεται, νομίζω, στην ιχθυόσκαλα. Η γυναίκα καθαρίζει σκάλες. Το κοριτσάκι τους, πάντα περιποιημένο, πηγαίνει στο σχολείο της γειτονιάς. Καλοσυνάτοι άνθρωποι.
Από πάνω έχουμε τρεις Πακιστανούς. Αδέλφια είναι; Φίλοι είναι; Δεν γνωρίζω. Ήσυχοι πάντως και σεβαστικοί. Δεν έχουν δώσει δικαιώματα. Δουλεύουν, έμαθα, όλοι μαζί. Κάνουν κλαδέματα και κοπές μεγάλων δέντρων. Μια με τα χιόνια μια με τις πυρκαγιές έκαναν πέρσι χρυσές δουλειές. Ο ένας προσπάθησε να φέρει στην Ελλάδα τη γυναίκα του, αλλά δεν τα κατάφερε.
Στον έκτο όροφο μένει ο κύριος Δημήτρης, συνταξιούχος και ολομόναχος. Του σύστησα να πάρει κι αυτός ένα γατί από τη Φιλοζωική, αλλά ―τι να τον κάνω;― δεν θέλει. Ασχολείται ολημέρα με τα κοινόχρηστα κι ομολογώ δεν θα ήθελα να ήμουνα στη θέση του.
Στο απέναντί του διαμέρισμα κατοικεί μια Βουλγάρα, η Χριστίνα. Πανάξια και χαρούμενη κοπέλα. Τα δε ελληνικά της, καλύτερα απ’ τα δικά μου. Δουλεύει σ’ ένα βενζινάδικο, που είναι και πάρκινγκ, εδώ κοντά, στη στοά των μασόνων. Δυο τρεις φορές την εβδομάδα που συγκεντρώνονται αυτοί οι μυστήριοι, γίνεται χαμός. Την περασμένη Δευτέρα, δεν ξέρω τι συνέβαινε, πάντως πάρκαρε διακόσια είκοσι αυτοκίνητα! Να τα βάζει, να τα βγάζει, στο μεταξύ να τα πλένει κιόλας, ξεθεώθηκε το κορίτσι. Όμως το χαμόγελο χαμόγελο. Έρχεται δυο ωρίτσες κάθε δεκαπέντε και μου καθαρίζει το σπίτι. Ο άντρας της, ένας ακαμάτης, είναι εξαφανισμένος από χρόνια. Αυτή ωστόσο καταφέρνει κάθε μήνα να στέλνει χρήματα στον γιο της και στην κόρη της που σπουδάζουν στη Σόφια. Επιπλέον συντηρεί τους γονείς της στο χωριό και βάζει και στην άκρη. Το κορίτσι αυτό, καλή του ώρα, εκτός από το σπίτι, μου φτιάχνει και το κέφι. «Απαλλάχτηκα από σένα απαλλάχτηκα…» μου απάντησε με το τραγούδι, όταν κάποτε τη ρώτησα για τον «προκομένο». Σημειωτέον ότι έχει σμίξει μ’ έναν Έλληνα, που την κοιτάζει μες στα μάτια. Όπως της αξίζει δηλαδή. Την περιμένω κάθε δεκαπέντε πώς και πώς να πιούμε το καφεδάκι μας.
Πριν από λίγο καιρό νοικιάστηκε το διαμέρισμα της μακαρίτισσας της Καλλιόπης από ένα ζευγάρι Αλβανών. Έχουν ένα αγόρι που πάει στο Γυμνάσιο κι απ’ ό,τι κατάλαβα είναι καλός μαθητής. Η μάνα του καμαρώνει, και με το δίκιο της. Τη συνάντησα μια μέρα στην είσοδο της πολυκατοικίας και, μεταξύ άλλων, μου είπε για τις δυσκολίες που περάσανε μέσα στην κρίση, όταν έμειναν άνεργοι και αυτή και ο άντρας της. Εκείνος μάλιστα έλεγε να γυρίσουνε στην Αλβανία, αυτή όμως ούτε το πόδι της δεν θέλει να πατήσει στο χωριό τους. «Εκεί στα βόρεια έχουν γίνει όλοι ισλάμ. Ο αδελφός μου ξημεροβραδιάζεται στο τζαμί ―ένα τζαμί πιο μεγάλο απ’ το χωριό― εγώ είμαι παντρεμένη γυναίκα με παιδί κι εκείνος θέλει να κάνει κουμάντο στη ζωή μου, στη δικιά μου ζωή! Ακούς πράματα;!» Όπως καταλαβαίνεις, μείνανε Ελλάδα και εντέλει βρήκανε πάλι δουλειά. Όλα καλά λοιπόν.
Τώρα που το σκέφτομαι, είπα πως είμαστε τρεις Έλληνες στην πολυκατοικία, αλλά έκανα λάθος. Στον πέμπτο μένει μια οικογένεια από τη Βόρειο Ήπειρο, που και αυτοί Έλληνες είναι. Ο άντρας δουλεύει σ’ ένα ταπητοκαθαριστήριο. Η γυναίκα ―Ανθή το όνομά της― για χρόνια φρόντιζε έναν ηλικιωμένο με κινητικά προβλήματα. Έφευγε από τα ξημερώματα κι έπαιρνε τρεις συγκοινωνίες για να φτάσει στη Γλυφάδα. Ο άνθρωπος αυτός ήταν υπέρβαρος και η γυναίκα, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα, τον έβαζε κάθε μέρα στο καρότσι και τον πήγαινε βόλτα στη θάλασσα χειμώνα-καλοκαίρι. Αυτή ήταν η μόνη παρηγοριά του. Στα εικοσιένα του χρόνια τού είχανε κιόλας εμπιστευθεί καράβι φορτηγό να το οδηγήσει από τον Πειραιά ως την Αργεντινή. Σιγά-σιγά, από καπετάνιος έγινε καραβοκύρης. Τα παιδιά του έχουνε σήμερα κι εγώ δεν ξέρω πόσα καράβια. Ο μεγάλος γιος τη χρυσοπλήρωνε τη γυναίκα, αλλά ―τι τα θες;― ξεμεσιάστηκε η Ανθούλα, κυριολεκτικά ξεμεσιάστηκε. Ο γιατρός που την εξέτασε τη φοβέρισε, της είπε ότι αν δεν σταματήσει αμέσως τη δουλειά αυτή, θα καταντήσει και η ίδια κατάκοιτη. Τη σταμάτησε λοιπόν κι έπιασε την παλιά της τέχνη. Νοσοκόμα ήτανε στην Αλβανία. ‘Έτσι, αρχής γενομένης από τα γερόντια της γειτονιάς, έφτασε μέχρι τέρμα Πατησίων να κάνει ενέσεις, να μετράει την πίεση, να μετράει ακόμη και το ζάχαρο μ’ ένα μοντέρνο μαραφέτι. Εμένα ήρθε και μου έκανε το γρήγορο το τεστ για τον κορωνοϊό, μήπως πεθάνω πρόωρα και χάσει η Βενετιά βελόνι. Τέλος πάντων, όσον καιρό δουλεύανε τα δυο αγόρια της καλά ήτανε, ως την ημέρα που ο Ηλίας, ο μικρός, απολύθηκε και δεν μπορούσε να βρει δουλειά.
Η αρραβωνιαστικιά του δούλευε από χρόνια σ’ έναν φούρνο, που όμως κάποια στιγμή πέρασε ―Κύριος οίδε πώς― στα χέρια ενός εικοσιτριάχρονου Αλβανού. Αυτός δεν ήθελε ξένο μάτι εκεί μέσα, έφερε στη θέση της μια δικιά του από την Αλβανία και την απέλυσε την κοπέλα χωρίς αποζημίωση. Της έφαγε και τα δεδουλευμένα.
Περνούσε ο καιρός, άνεργοι και οι δύο, ώσπου ο Ηλίας συνειδητοποίησε πως με τον κορωνοϊό το ντελίβερι έκανε χρυσές δουλειές. Να μπορούσε μόνο να είχε ένα μηχανάκι… Η οικογένεια δανείστηκε από συγγενείς και φίλους και του το πήρε: ολοκαίνουργιο, κόκκινο και λαμπερό.
Μια Κυριακή είπα να το ρίξω έξω και παράγγειλα στην ψησταριά της πλατείας γύρο, που τον αγαπάει και η Ψίψη μου. Ανοίγω λοιπόν την πόρτα και, παρά τη μάσκα, τον αναγνώρισα τον ντελιβερά από το ωραίο παράστημα και τα μελιά του μάτια. Ο Ηλίας ήταν, καταχαρούμενος, ετοιμαζότανε για γάμο. Είχε βρει δουλειά και η αρραβωνιαστικιά, βοηθός σε κάποιο «χρυσό ψαλίδι». «Την άλλη Κυριακή, κυρία Ευτέρπη, βάζουμε τα στέφανα!»
Έφυγε με τις ευχές μου... Την ώρα που ξεκινούσε να παραδώσει την τελευταία παραγγελία ήταν ήδη αργά κι είχε αρχίσει να βρέχει. Όταν έφτασε στον προορισμό του έριχνε κατακλυσμό. Πετάχτηκαν μες στο σκοτάδι και τον περικύκλωσαν. Τέσσερα αγόρια ήταν από τον γυφτομαχαλά. Ο Ηλίας δεν παρέδιδε τα κόπια της ημέρας. Μα εκείνοι του τα πήραν. Πήρανε και το μηχανάκι του. Πήρε και η βροχή το αίμα.
Ένας συγγενής χτυπούσε πόρτα-πόρτα όλα τα διαμερίσματα : «Να μας συμπαθάτε για την ενόχληση, αλλά θα τον ξενυχτήσουμε τον Ηλία… Έτσι κάνουμε στα μέρη μας…»
Περνούσε κόσμος και τον αποχαιρετούσε. Ο μεγάλος του ο αδελφός τού είχε φορέσει το γαμπριάτικο κουστούμι με πουκάμισο λευκό. Του έβαλε γραβάτα, μια γαρδένια στο πέτο...
Το βράδυ εκείνο η πολυκατοικία μας έχασε τη μιλιά της. Ούτε ραδιόφωνα έπαιξαν ούτε τηλεοράσεις ούτε το βιολί του μικρού Πολωνού ούτε ο Σουδανός σφύριξε τον σκοπό του.
Μέσα στη σιωπή, μια γυναικεία φωνή ακούστηκε. Έπειτα μπήκαν κι άλλες ―γυναίκες όλες― χωρίς σταματημό έως τα ξημερώματα: «Ένα βράδυ βγήκε ο Χάρος, βγήκε για να σεργιανίσει στη φτωχολογιά…» Ράγισαν τα μωσαϊκά, ραγίσανε οι τοίχοι, Μακεδονίας και Αχαρνών γωνία.