Κανένας λόγος ανησυχίας
Φόρεσε την ανασφάλεια της
και βγήκε.
Έκλεισε πίσω της τη πόρτα.
Όλες τις μέρες της ζωής της καμία παρεξήγηση.
Καλύτερα να πηγαίνεις με τα νερά τους.
Ζούσε σ’ ένα τόπο πού αποκαλούσε σπίτι.
Τώρα μόνη στο δάσος;
Μην αφήσεις το φόβο σου να σε παρασύρει.
Με τόσο τσιμέντο ξέχασε πώς είναι
να πατάει στο χώμα.
Μια χαρούμενη φασαρία ήθελε.
Να βλέπει τον ήχο εκεί έξω,
να ακούει το φως να διαπερνά
την ύλη.
Μην ανησυχείς.
Δεν συνθηκολογώ
Απλά
Πρέπει να κόβω ταχύτητα συχνότερα.
Αξονική τομογραφία
Σκύβω το κεφάλι
σε μια προοπτική προσέγγιση
του έσω κορμού.
Σπλαχνικά φωνήεντα
σε σκληρές αλήθειες σκαλώνουν
σε αγγεία ξερόκλαδα πιάνονται
κρεμασμένα
πάνω από θολό ποτάμι.
Ιππόκαμποι και
αθόρυβοι κοχλίες
παραμονεύουν να γίνουν
αχόρταγο ποίημα.
Γιατί.
Βαραίνει ο θώρακας
στην ιδέα της απόρριψης
έτοιμος σαν ήρεμη επιφάνεια
λίμνη(ς)
πού σπάει
σε μύριους κύκλους
σε μια στιγμή διαλύεται
το πρόσωπο πού καθρέφτιζες.
Συσπώνται τα βλέφαρα
φυλακίζοντας μια θλίψη
ατυχούς επικοινωνίας η
ατέλειωτης πράξης.
Όχι δράματος πάντως,
ωστόσο πικρής
σαν μοναξιά
αυτοϊκανο-ποίησης
αν δεν εκτεθείς.
Άνοιξε τα μάτια σου τώρα.