Gandria, Oria

Gandria, Oria

Για την Άν­να



Έχει πε­ρά­σει αρ­κε­τός χρό­νος από τό­τε που δή­λω­σα πως δεν γνω­ρί­ζεις τι ση­μαί­νει αγά­πη και πε­ρισ­σό­τε­ρος από τό­τε που η Δή­λος ήταν άδη­λος. Ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρος από τό­τε που σχη­μα­τί­στη­κε η λέ­ξη «αγά­πη», ίσως πρώ­τη ή δεύ­τε­ρη – αν υπο­θέ­σου­με πως ήρ­θε με­τά την λέ­ξη «ψυ­χή», η οποία σχη­μα­τί­στη­κε όταν πρώ­τη η αγα­πη­μέ­νη ενός άν­δρα την αντέ­γρα­φε από την τε­λευ­ταία πνοή του,
όπως κα­νείς πα­ρα­τη­ρεί το πέ­ταγ­μα ενός χε­λι­δο­νιού και προ­σπα­θεί να σχη­μα­τί­σει τη νοη­τή γραμ­μή της τρο­χιάς του.

Κοι­μό­μα­στε γνω­ρί­ζο­ντας πως όταν ξυ­πνή­σου­με θα εί­ναι ακό­μα εκεί το πο­τή­ρι με το λί­γο νε­ρό που αφή­σα­με και η αγά­πη. Και πως χω­ρίς αυ­τήν οι αστο­χί­ες των ηρώ­ων δεν θα μας ήταν άμε­σα αι­σθη­τές όπως μας εί­ναι η φο­ρά της ρο­ής του πο­τα­μού και η κα­τά­λη­ξη του μύ­θου, ή
όπως κα­νείς πα­ρα­τη­ρεί το πέ­ταγ­μα ενός χε­λι­δο­νιού και προ­σπα­θεί να σχη­μα­τί­σει τη νοη­τή γραμ­μή της τρο­χιάς του.

Όταν δια­σχί­σα­με τα σύ­νο­ρα της με­γά­λης λί­μνης που μας χώ­ρι­ζε ανά­με­σα στην Gandria και την Oria, γνώ­ρι­ζα ότι δεν ήμα­σταν εμείς μα η αγά­πη αυ­τή που το πραγ­μα­το­ποιού­σε. Εμείς απλώς ακο­λου­θού­σα­με, αγνο­ώ­ντας το μά­ταιο του εγ­χει­ρή­μα­τος,
όπως κα­νείς πα­ρα­τη­ρεί το πέ­ταγ­μα ενός χε­λι­δο­νιού και προ­σπα­θεί να σχη­μα­τί­σει τη νοη­τή γραμ­μή της τρο­χιάς του.

Δεν έχει πε­ρά­σει πο­λύς χρό­νος από τό­τε που απέ­κρυ­ψα το γε­γο­νός πως δεν γνω­ρί­ζω τι ση­μαί­νει αγά­πη. Ακό­μα λι­γό­τε­ρος από τό­τε που πα­ρα­τή­ρη­σα το πέ­ταγ­μα ενός χε­λι­δο­νιού. Δεν έχει πε­ρά­σει κα­θό­λου χρό­νος από αυ­τή την στιγ­μή, όπου – όσο κι αν πλέ­ον δεν μας αφο­ρά – νιώ­θου­με ξα­νά την αγά­πη που έχου­με ο ένας για τον άλ­λο,
όπως κα­νείς πα­ρα­τη­ρεί το πέ­ταγ­μα ενός χε­λι­δο­νιού και προ­σπα­θεί να σχη­μα­τί­σει τη νοη­τή γραμ­μή της τρο­χιάς του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: