Ιστορίες της Νύχτας

Άλμπρεχτ Ντίρερ: Μικρή κουκουβάγια. Υδατογραφία με γκουάς και πενάκι, 1508
Άλμπρεχτ Ντίρερ: Μικρή κουκουβάγια. Υδατογραφία με γκουάς και πενάκι, 1508



«Τι σκέ­φτε­στε για τη νύ­χτα, Κύ­ριε Κό­μη;»
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΖΑΝΚΕΛΕΒΙΤΣ
ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟ, ΧΧΙΙ, ΤΙ ΨΙΘΥΡΙΖΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
(Μτφρ Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Πόλις 2021, σ. 255)

«Η Φα­ντα­σία μπο­ρεί να συ­γκρι­θεί με το όνει­ρο του Αδάμ — ξύ­πνη­σε και εί­δε πως εί­ναι αλή­θεια»
ΤΖΟΝ ΚΙΤΣ
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΕΪΛΙ, 22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1817
(Μτφρ. Άρης Μπερλής, παράθεμα στο M.X. Έιμπραμς Ο καθρέφτης και το φως, εκδ. Κριτική 2001, σ. 594.)


Όλα εί­ναι νύ­χτα

Κρέ­μο­νταν στον τοί­χο της κου­ζί­νας. Η ξύ­λι­νη κορ­νί­ζα ήταν σκού­ρα κα­φε­τιά. Ένα σχο­λι­κό κα­φε­τί με την αν­θε­κτι­κή στω­ϊ­κό­τη­τα αλ­λο­τι­νού θρα­νί­ου. Η επι­φά­νειά του στο φως μιας μέ­τρια συν­νε­φια­σμέ­νης μέ­ρας σκου­ρο­πρα­σί­νι­ζε και χρυ­σο­βο­λού­σε προς τα πα­λιά πο­λυαγ­γιγ­μέ­να μπρούν­τζα, σαν τα βρύα, τη βρα­χνά­δα στους αμί­λη­τους τοί­χους της πό­λης της βρο­χής—της πό­λης μου. Στην κά­τω αρι­στε­ρή γω­νία η πο­λυ­χρο­νι­σμέ­νη χρω­μα­τι­στή λι­θο­γρα­φία ει­κό­νι­ζε ένα αρ­χι­τε­κτο­νι­κό στοι­χείο αχρη­στευ­μέ­νο από το αγύ­μνα­στο μά­τι του κά­τοι­κου πο­λυ­κα­τοι­κιών. Τα γεί­σα μιας στέ­γης από κε­ρα­μί­δια. Τα κε­ρα­μί­δια κε­λά­ρυ­ζαν το σκου­ρο­κόκ­κι­νο ίσο τους. Η προ­ο­πτι­κή ήταν στι­βα­ρή. Το σκο­τά­δι σκά­λι­ζε με το φως το ανά­γλυ­φο: εί­μαι κα­λό κα­τα­φύ­γιο και εφαλ­τή­ριο για τα που­λιά, έλε­γε το γεί­σο. Το χει­μώ­να παί­ζω με το νε­ρό, τον αέ­ρα και το χιό­νι για να δώ­σω μια ευ­και­ρία στους πο­λυ­έ­λαιους των κρυ­στάλ­λων να αστρά­ψουν στον ήλιο του Γε­νά­ρη όταν η μέ­ρα ανα­κλα­δί­ζε­ται και κομ­μά­τι με­γα­λώ­νει, το φως ψη­λώ­νει. Εκεί ακρο­κέ­ρα­μη γρη­γο­ρού­σε η κου­κου­βά­για. Το φτέ­ρω­μα κα­τά­στι­κτο από πυ­κνά ερω­τη­μα­τι­κά. Τα μά­τια όλο μά­τια, το πιο συ­μπε­ρι­λη­πτι­κό σχό­λιο στα αμύ­θη­τα νυ­κτε­ρω­πά. Η πιο εχέ­μυ­θη νυ­κτα­λω­πία. Ερη­μό­φι­λη, στρι­γκό­φω­νη, σκω­πτι­κή. Γε­μά­τη ακου­στι­κούς πό­ρους και πα­ρά­δο­ξα ημι­τε­λή αντία. Πα­ρά­νο­μη ψι­θυ­ρι­στή. Πα­ρά­κουη συ­νω­μο­τι­κή. Δι­δα­σκα­λι­κή και αυχ­μη­ρή. Με ράμ­φος γρυ­πό. Ετοι­μό­χρη­στο. Αθό­ρυ­βη και τε­ρά­στια όταν πε­τά. Κά­τω από τα φτε­ρά της σε πλή­ρη έκ­πτυ­ξη σκέ­πο­νται λό­φοι του βά­θους απο­κοι­μι­σμέ­νοι, πυρ­γε­ροί με επάλ­ξεις του ύπνου στην κορ­φή στε­φα­νω­μέ­νοι, λί­μνη ορο­πέ­δια άτρε­μη γυα­λι­στε­ρή αντι­λά­μπει δυο υδα­τό­πυρ­γους παν­σέ­λη­νους στύ­λους θε­με­λί­ω­σης του στε­ρε­ώ­μα­τος και ψη­λά το κέρ­μα κί­τρι­νο πα­χύ του φεγ­γα­ριού ολό­γε­μο ξε­βά­φει συ­στη­μα­τι­κά στα λευ­κά­ζο­ντα της ει­κό­νας με­τα­ποιεί τη λευ­κο­βο­λή σε λι­τά­νευ­ση του κί­τρι­νου. Γε­νι­κό διεισ­δυ­τι­κό πε­ρί­χυ­μα φω­τός άνα­στρος θό­λος που ηχεί η φω­νή του νυ­κτά­λω­που που­λιού κο­ντι­νή σαν όνει­ρο «στρη­νό­φω­νο, πα­ρα­πο­νιά­ρι­κο “kiou”, με­τά αιχ­μη­ρό κο­φτό σαν αλύ­χτι­σμα “werro”». Ακου­μπά­ει στην απού­σα με­λω­δία των γρύ­λων, μια άφα­ντη χο­ρω­δια­κή υπό­στα­ση υπαρ­κτή νο­ε­ρά οστι­νά­τη πλα­σμέ­νη από τα αν­θε­κτι­κό­τε­ρα υλι­κά του νε­ο­γέν­νη­του ρο­μα­ντι­σμού, η innere Stimme ανά­κου­στη μα κα­τα­γραμ­μέ­νη από τον Σο­λω­μό και τον Ρό­μπερτ Σού­μαν. Ο ου­ρα­νός σχη­μα­τι­σμέ­νος από τρεις τέσ­σε­ρις αρ­γό­πλευ­στες ανά­ε­ρες θο­λό­λευ­κες με κι­τρι­νω­πές χρώ­σεις υπνα­λέ­ες νη­σί­δες νε­φών. Σαν το­λύ­πες στα­μα­τη­μέ­νης πά­νω στη φι­δό­συρ­τη άνω­σή της σκέ­ψης. Εξώ­στες συ­σκέ­ψε­ων στο πέ­λα­γος του φεγ­γα­ρό­φω­του.



και

[αυ­λαία για Πρε­λού­ντιο Ντε­μπι­σί στα 17:38 λε­πτά]



Χρω­μα­τι­σμέ­νος άγου­ρο γα­λα­νό σού­ρου­που, επί­τη­δες θλιμ­μέ­νη ατο­νία παι­δι­κού βλέμ­μα­τος, μπλε ξε­βαμ­μέ­νη κόλ­λα για ντύ­σι­μο του σχο­λι­κού τε­τρά­διου ή συ­σκό­τι­σης στα τζά­μια, όλη η ει­κό­να τη­λε­σκο­πία παι­δι­κής νύ­χτας με τον λα­χτα­ρι­στό κα­λει­δο­σκο­πι­κό κίν­δυ­νο, το κρυ­φτό με τον με­γά­λο Φό­βο, με πα­ρελ­θόν πα­ρα­μυ­θι­κής μι­κρο­γρα­φί­ας, με ανεύ­ρε­το πρω­τό­τυ­πο, όμως νύ­χτα με ατε­λεύ­τη­το προσ­δό­κι­μο μελ­λο­ντι­κών διε­ρω­τή­σε­ων. Σαν αυ­τήν του Πα­πα­τσώ­νη—«τί εί­ναι που δί­δει στα σκο­τά­δια της νυ­χτός δια­μιάς εκεί­νο το εντο­νό­τα­το μα­βί. Τί πρού­σι­κα γα­λά­ζια δώ­σαν φώ­τα μυ­στι­κά στο ξύ­πνη­μα της νύ­χτας». Ο ίδιος ει­σά­γει στη φυ­σιο­κρα­τι­κή νύ­χτα-νυ­κτο­πο­ρία των στοι­χεί­ων τη με­τα­φυ­σι­κή υπο­βο­λή, το λά­μπα­σμα των άξαφ­να θε­ο­βό­λων (με­τα­τρο­πία του θε­ο­λο­γι­κού θε­ο­βού­λων) άστρων:

«Ανε­βή­κα­με σκο­τει­νά σο­κά­κια των δα­σών, πή­γα­με εδώ, πή­γα­με εκεί […] χω­νό­μα­στε σε κά­τι σύ­σκια στη νύ­χτα μέ­σα, σκο­τα­δε­ρά, μο­σκο­βό­λα, υγρά, φώ­τι­ζε ξάφ­νου κά­ποιον άστρο θε­ο­βό­λο, κι έλα­μπε κά­του από τη χα­ρά­δρα, θε­ώ­με­νο σαν από κιά­λι, τό­σο βρι­σκό­μα­στε σε βά­θος του δρυ­μού».

Η νυ­κτο­πο­ρία του Πα­πα­τσώ­νη σε τό­πο θε­ο­λο­γι­κό, την ισάγ­γε­λη πο­λι­τεία, αφή­νει άθι­κτη την άθεη, άλε­κτη, απε­ρι­νό­η­τη νύ­χτα. Σαν μου­σι­κή εκ­κρε­μό­τη­τα η νύ­χτα δια­πνέ­ε­ται από την κα­θο­λι­κό­τη­τα μιας αί­σθη­σης που γνω­ρί­ζει πλή­θιες ανα­δι­πλώ­σεις. Γλι­στρά­ει σε αλ­λε­πάλ­λη­λες κει­με­νι­κές επι­φά­νειες. Χά­νε­ται σαν λά­μπα­σμα αμα­δρυά­δας σε έμ­ψυ­χη δε­ντρο­σπη­λιά. Ανα­πνέ­ει με άδη­λη ανα­πνοή σαν όνει­ρο που δεν αφή­νει πί­σω του μια λέ­ξη. Πο­μπές από ά-σχη­μα όνει­ρα κα­τα­δι­κα­σμέ­να στην αμορ­φία και την αγλωσ­σία, μια δύ­σφο­ρη πί­ε­ση στον υπαι­νιγ­μό της χα­ρα­μά­δας, της μι­κρής κα­κο­τε­χνί­ας στο κα­τώ­φλι της συ­νεί­δη­σης. Για να γλι­στρή­σει από κει για όσους όπως ο Ίγκορ Στρα­βίν­σκι, δεν μπο­ρούν να κοι­μη­θούν πα­ρά με αναμ­μέ­νο κά­ποιο φως σε γει­το­νι­κό δω­μά­τιο, μια αχτί­να φω­τός. Ο ομ­φά­λιος λώ­ρος φω­τι­σμού που επι­τρέ­πει την επι­στρο­φή στην προ­στα­σία του παι­δι­κού δω­μά­τιου που πα­ρό­μοια φω­τί­ζο­νταν το βρά­δυ από το φα­νά­ρι του κα­να­λιού Κριού­κοφ στην Πε­τρού­πο­λη — στης παι­δι­κής ηλι­κί­ας την κλει­στή προ­στα­τευ­μέ­νη μή­τρα της νυ­κτε­ρι­νής συ­νεί­δη­σης όλων των πραγ­μά­των. Σε ένα εί­δος ήμέ­ρω­μα της νύ­χτας με τη φεγ­γα­ρο­ντυ­μέ­νη τυ­πο­λο­γία μιας χρω­μο­λι­θο­γρα­φί­ας με κου­κου­βά­για, ενός επι­τέ­λους νυ­χτε­ρι­νού το­πί­ου· με την δι­συ­πό­στα­τη πα­ρη­γο­ρία, ή την απα­ρη­γο­ρη­σία, μιας μορ­φής, αγα­πη­μέ­νης ή αγα­πη­μέ­νου, που ει­σά­γε­ται όναρ από την ρο­μα­ντι­κή αγά­πη και κά­πο­τε ταυ­τί­ζε­ται ει­ρω­νι­κά με την δη­μιουρ­γι­κή εμπνοή, την πε­ρι­λά­λη­τη μού­σα. Ή με την μου­σι­κή ακου­στό­τη­τα, την ηχη­τι­κή ορ­γά­νω­ση ενός κό­σμου νυ­χτε­ρι­νής ομι­λί­ας γρύ­λων, φρύ­νων, μιας κου­κου­βά­γιας, αδιό­ρα­των κι­νη­μά­των των φύλ­λων των δέ­ντρων, μιας υπο­ψί­ας ανέ­μου που επι­χει­ρεί από το ιδε­α­τό κέ­ντρο αυ­τού του κα­τά­στι­κτου με ηχη­ρά θαύ­μα­τα θό­λου ο συν­θέ­της, ο κυ­νη­γός των ήχων, αυ­τός «που δεν ήξε­ρε πως ήταν προι­κι­σμέ­νος με τό­σο λε­πτές αι­σθή­σεις», ο Μπέ­λα Μπάρ­τοκ (1881-1945) των «Ήχων της νύ­χτας», τέ­ταρ­του κα­τά σει­ρά από τα έρ­γα για σό­λο πιά­νο «Στην ύπαι­θρο» (Szabadban ουγ­γρ., Im Freien γερμ.,1926).

Ήχοι της νύ­χτας

Ο Ρί­τσαρντ Γκουντ (γ. 1943) δι­δά­σκει τα βά­θη και τα ύψη των αν­δή­ρων στον «Εξώ­στη για να γί­νο­νται συ­σκέ­ψεις στο φεγ­γα­ρό­φω­το» (La terrasse des audiences du clair de lune.Lent. Έβδο­μο από τα Πρε­λού­ντια, Βι­βλίο ΙΙ [1911-1913] ) του Κλοντ Ντε­μπι­σί (1862-1918).




ΜΙΚΡΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ

«Ονο­μά­ζο­ντας ένα αντι­κεί­με­νο στε­ρώ τρία τέ­ταρ­τα από το χάρ­μα του ποι­ή­μα­τος που εί­ναι φτιαγ­μέ­νο από κα­τά στά­δια μα­ντεία : να το υπαι­νι­χθώ, νά το όνει­ρο […] να επι­λέ­ξω ένα αντι­κεί­με­νο και να του απε­λευ­θε­ρώ­σω μια ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση, με μια σει­ρά απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σε­ων». Απά­ντη­ση του Στέ­φα­νου Μα­λαρ­μέ σε έρευ­να του Ζιλ Ιρέ (Jules Huret) στην «Πα­ρι­σι­νή ηχώ», 1891 .

Επί­σης:

«Βρά­δυ­να σε εξο­χές κα­τά­φορ­τες από φθι­νό­πω­ρο όπου με κρα­τού­σε ακα­τα­νί­κη­τη η μα­γεία του πα­λιού δά­σους. Από τη χρυ­σή φυλ­λο­ροή που τε­λειουρ­γού­σε τη με­γα­λειώ­δη αγω­νία των δέ­ντρων, από την λε­πτό­η­χη κα­μπά­να της βρα­δι­νής προ­σευ­χής που πα­ράγ­γελ­νε στους αγρούς να απο­κοι­μη­θούν, ανέ­βαι­νε απα­λή και πει­στι­κή μια φω­νή που σύ­σται­νε την πιο από­λυ­τη λη­σμο­νιά. Ο ήλιος έγερ­νε ολο­μό­να­χος χω­ρίς κα­νέ­νας χω­ρι­κός να νοια­στεί να πά­ρει στο πρώ­το πλά­νο της ει­κό­νας κά­ποια από τις στε­ρε­ό­τυ­πες πό­ζες των λι­θο­γρα­φιών. Ζω­ντα­νά και άν­θρω­ποι επέ­στρε­φαν ει­ρη­νι­κά στις κα­τοι­κί­ες τους έχο­ντας τε­λειώ­σει το ανώ­νυ­μο έρ­γο τους που η ιδιαί­τε­ρη ομορ­φιά του βρί­σκο­νταν στο ότι δεν προ­κα­λού­σε μή­τε την εν­θάρ­ρυν­ση μή­τε την απο­δο­κι­μα­σία …»
―Από το άρ­θρο του Κλοντ Ντε­μπι­σί «Πε­ρί ορι­σμέ­νων προ­λή­ψε­ων και πε­ρί μιας όπε­ρας» στο πε­ριο­δι­κό La Revue blanche, στις 15 Νο­εμ­βρί­ου 1901.

Ο Άντρας Σιφ (γ. 1953) δι­δά­σκει τους «Ήχους της νύ­χτας», 4ο μέ­ρος από τη σει­ρά πέ­ντε κομ­μα­τιών για σό­λο πιά­νο «Στην ύπαι­θρο» [Szabadban ουγ­γρ., Im Freien γερμ.,1926] του Μπέ­λα Μπάρ­τοκ (1881-1945)



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: