H ποίησή του Μάριου Σεζαρίνυ, γραμμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου σε καφέ της Λιασαβώνας, χωρίς στενόμυαλη προσκόλληση στην αυτόματη γραφή που πρέσβευε ο Μπρετόν, παρέμεινε, σε τελική ανάλυση, πιστή στο μαχητικό πνεύμα του σουρεαλισμού. Ακολούθησε μια γοητευτική και τρελή πορεία συνεχών πειραματισμών και αταλάντευτα κριτικής ματιάς στο αποκαλούμενο, συμβατικά, λογοτεχνικό ταλέντο. Γλωσσικά παιχνίδια, λογοπαίγνια, χαοτικές απαριθμήσεις αντικειμένων, κειμενικά κολάζ, μαύρο (συνήθως) χιούμορ, συνδυασμός εικόνας και κειμένου και άλλα πολλά πειραματικά στοιχεία βρήκαν τη θέση τους στην ποίησή του. Η οποία άλλοτε ακολουθεί τον ελεύθερο στίχο ή προσφεύγει σε πεζοποιήματα και άλλοτε καταφεύγει στην ομοιοκαταληξία, ακόμη και με στοιχεία από την δημώδη παράδοση της χώρας του. Η γλώσσα του συνδυάζει το παράδοξο, το σπάνιο γλωσσικά στοιχείο και την πρωτοτυπία με στοιχεία από την καθημερινή ομιλία, θυμίζοντας ενίοτε την αποκαλούμενη «βιωματική ποίηση», με τρόπο στιβαρό και εξομολογητικό συνάμα, και με σαφές, και έντονο ενίοτε, το ομοερωτικό στοιχείο. Αφθονεί ακόμη στην ποίηση του και η κατεδαφιστική κριτική στην πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας του — και του κόσμου όλου, υπό μία έννοια, ως διεθνιστής σουρεαλιστής — και ειδικά της καθημερινής μιζέριας του καθημερινού ανθρώπου. Άλλοτε δηκτική και άλλοτε τρυφερή, με κατανόηση για τα ανθρώπινα. Αλληγορική και συμβολική, συνήθως, «δια τον φόβον των Ιουδαίων»· η λογοκρισία ήταν αμείλικτη όσο και ευφυής στο φασιστικό καθεστώς του Σαλαζάρ. Έτσι, στο τρίτο ποίημα που παραθέτουμε, με τον τίτλο «Ζαχαροπλαστείο», έχουμε μια κριτική της καθημερινής μιζέριας του νεαρού (και δήθεν;) ψαγμένου διανοούμενου αλλά και του απλού ανθρώπου, μια (πιθανή) αναφορά στο ΚΚ Πορτογαλίας, που περίμενε να πεινάσουν οι άνθρωποι για να εξεγερθούν, μια αναφορά στον Σαλαζάρ (τον διευθυντή τους ζαχαροπλαστείου, εν προκειμένω) και μια συμβολική πρόσκληση για ταξίδια έξω από τη χώρα (που συμβολίζεται από το ζαχαροπλαστείο…), στην Ευρώπη, όπως έκανε και ο ποιητής, εκεί όπου έπνεαν κάπως πιο ελεύθεροι άνεμοι. Κάπως έτσι τουλάχιστον διαβάστηκε, καλώς ή κακώς…, το εμβληματικό αυτό ποίημα, επί σαλαζαρισμού, πίσω και κάτω από τις γραμμές, χάρη σε μια «τέχνη» που γνωρίζουν καλά οι αναγνώστες σε κάθε δικτατορικό καθεστώς, αναγκαστικά.
Παρά τον δύσκολο χαρακτήρα του, ο κάπως μουντός και συγκρατημένος αυτός μποέμ ποιητής λειτούργησε διαδραστικά με πολλούς ομότεχνούς του στην εποχή του, λατρεύτηκε από αρκετούς αναγνώστες και διαβάζεται με ενδιαφέρον και σήμερα. Ήταν, βλέπετε, ο «αταίριαστος» της πορτογαλικής λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής ζωής. Με την προσωπική ζωή του, την οποία έζησε (εκ των πραγμάτων προκλητικά) αγνοώντας – μάλλον όχι εκ προθέσεως — επιδεικτικά τους κανόνες, τα ήθη και τους νόμους μιας συντηρητικής κοινωνίας και ενός απολυταρχικού κράτους, και διακινδυνεύοντας πολλά, καθότι δεν συγκάλυψε ποτέ την ομοφυλοφιλία του, στάθηκε ένας καλλιτέχνης στον οποίο η ζωή και το έργο «ήρθαν και ταίριαξαν». Ο σύγχρονος Πορτογάλος αναγνώστης αναγνωρίζει στο έργο του μια πορτογαλική όσο και μια οικουμενική ματιά σε πράγματα και καταστάσεις του 20ου
αιώνα, η οποία του γίνεται σαφέστερη στο βαθμό που γνωρίζει και την αντισυμβατική ζωή του ποιητή, ειδικά για την εποχή που αυτός έζησε.
Ανάλογα «σουρεαλιστική» ήταν και η διαδρομή του Μ. Cesariny και στον εικαστικό χώρο. Η ζωγραφική του εκφράζει την ανήσυχη προσωπικότητά του. Χρησιμοποιεί ποικίλα υλικά και τεχνικές, πειραματίζεται, φτάνει στο σημείο να φυσά το χρώμα πάνω στον καμβά και να σχεδιάζει, στις περίφημες soprofiguras του. Στα τελευταία έργα του προσπαθεί να αναδείξει το μοναδικό, κάθε φορά, στοιχείο της φαντασίας και του ονείρου μέσα στην (πεζή;) καθημερινότητα Το χαρακτηριστικό χιούμορ της ποίησης του είναι εμφανές και στην ζωγραφική, απροσδόκητο σχεδόν πάντα, συχνά αρκετά μαύρο, προκύπτοντας συνήθως μέσα από τον διάλογο με τον τίτλο του έργου. Η τιμή των έργων του στην αγορά τέχνης δεν έχει πάψει να ανεβαίνει.
Γνώρισε την αναγνώριση εν ζωή, ιδίως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα του, το 1974, οπότε απέκτησε πρόσβαση στα ΜΜΕ. Επί του θέματος αυτού τοποθετήθηκε με αρκετή σαφήνεια: «Είμαι σε ένα πολύ ψηλό βάθρο, μου βαράνε παλαμάκια και μετά με παρατάνε να πάω μόνος σπίτι. Έτσι είναι η λογοτεχνική δόξα αλά πορτογαλικά».