Ένα βράδυ, στις τρεις η ώρα, όταν άρα ήταν ήδη πρωί, με φώναξε η μητέρα μου στην κρεβατοκάμαρά της. Τα βράδια δεν κοιμόμαστε, όπως ξέρετε ή θα μάθετε τώρα. Συνήθως, όταν ξαγρυπνάς, δεν θέλεις να ξυπνήσεις τους άλλους. Ούτε καν για να μάθουν κάτι. Παριστάνεις τον ήσυχο, επομένως. Έρχονται όμως κάποιες στιγμές που θέλεις να φωνάξεις. Ξυπνήστε. Δεν βλέπετε ότι δεν κοιμάμαι;
Από τότε που δυσκόλεψαν οι κινήσεις της, η μητέρα μου περνά ώρες άγρυπνη στο κρεβάτι ή κοιμισμένη στην πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση. Προσαρμόζεται θετικά στην κατάστασή της, θα μπορούσε να ειπωθεί. Η κίνηση άλλωστε δεν είναι παρά μια άρνηση. Μια άρνηση της ακινησίας, που διευκολύνει τη διάκριση μεταξύ ζώων και φυτών.
Κάθε τόσο, μέχρι να ξημερώσει και να κοιμηθεί, σηκώνομαι από το γραφείο, διασχίζω τον διάδρομο και πηγαίνω να δω μήπως χρειάζεται κάτι. Δεν κάνω θόρυβο, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο. Αφού με δυσκολία ακούει. Γι’ αυτό δεν βλέπει ελληνικά έργα. Προτιμά ταινίες με υπότιτλους. Σε ποια γλώσσα κρυφακούς, θέλω να τη ρωτήσω, βλέποντας ξένους να συζητούν στην οθόνη. Δεν έχει όμως σημασία. Στον άλλο κόσμο μιλούν όλες τις γλώσσες, μου έχει εξηγήσει.
Εκείνο το βράδυ που με φώναξε, άνοιξε, είπε, δείχνοντας τις λευκές πόρτες της εντοιχισμένης ντουλάπας, που καλύπτει τη μία πλευρά του δωματίου. Ζήτησε και έβγαλα τρία φορέματα. Από τις κρεμάστρες τα κρέμασα στα πάνω χερούλια. Τα κοιτάζαμε. Δύο ήταν σκούρα. Το τρίτο, με κομψό γιακά, είχε ένα πιο εύθυμο χρώμα, σχεδόν κεραμιδί.
Αυτό, είπε. Σκέφτηκα, πρόσθεσε, ότι μπορεί να τα έχεις χαμένα, όταν έρθει η στιγμή. Να μην ξέρεις τι φόρεμα να τους δώσεις να μου βάλουν. Είπα να διαλέξω, επομένως. Όλοι πρέπει να διευκολύνουμε τις επιλογές. Δεν ξέρω αν χρειάζεται σιδέρωμα ο γιακάς.
Δεν ήξερα τι να πω. Ωραίο φόρεμα, είπα. Δεν ήξερα αν τα είχα χαμένα πιο πολύ από όταν θα ερχόταν η στιγμή. Ωραίο, συμφώνησε, χαμογελώντας. Ελπίζω να μη θέλει να το πάρει καμία. Έχω πολλά φορέματα, που μετά από τόσα χρόνια θα έχουν ξανάρθει στη μόδα. Ας πάρουν τα άλλα. Δικαιούμαι και εγώ ένα.
Απόψε είδα πάλι το φόρεμα. Μόνο του. Κρεμασμένο από το πάνω χερούλι στην άκρη της μεγάλης ντουλάπας. Πρέπει να ήταν εκεί συνεχώς. Δεν είχε απομακρυνθεί. Αλλά δεν το έβλεπα. Είχε μπει μέσα. Στη γεμάτη σκελετούς ντουλάπα του μυαλού.
Από τα κόκαλα βγαλμένα, κάποια έθιμα φαίνονται μακάβρια, όπως η ανακομιδή οστών, όταν το φόρεμα της σάρκας έχει λιώσει. Όμως διαρκώς μακάβρια είναι τα έθιμα και οι συνήθειες. Συνήθεια άλλωστε είναι και η ζωή.
«Τα κορίτσια»: παραστάσεις ζωής / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
«Τα κορίτσια»: Τα πρώτα βήματα / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Αρσινόη / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Aκηδία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Μιλώ. Δεν ακούς; / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)