Στο νότο της Λιβύης, στην αχανή και άνυδρη Σαχάρα, ζουν οι Τουαρέγκ, οι «ελεύθεροι άνθρωποι». Ένας Άγγλος ιεραπόστολος, νομάς και ο ίδιος, στάθηκε στον τόπο τους για κάποια χρόνια. Ο «Λευκός» ήταν για τους Τουαρέγκ μάλλον εξωτικός, γιατί τα βράδια γύρω από τη φωτιά τους μιλούσε για τις χώρες που γνώρισε και τα έθιμα του τόπου του. Όταν έφυγε κράτησε στην καρδιά του το αδάμαστο πνεύμα τους κι εκείνοι κράτησαν τη «Μεγάλη γιορτή της γέννησης» όπως μετονόμασαν την γιορτή των Χριστουγέννων.
Έτσι, καταμεσής της ερήμου, κάθε Δεκέμβρη, υψώνονται νεκρά κλαδιά στολισμένα με λουλακί και λευκά πανιά και σχοινιά, περασμένα με σκόνη από φωσφορίζοντα πετρώματα της Σαχάρας. Οι Τουαρέγκ βάφουν τις κνήμες των κοπαδιών τους με το ίδιο φωσφορίζον υλικό και αφήνουν τις καμήλες ελεύθερες τα βράδια στους γύρω αμμόλοφους. Τριγυρισμένοι από αυτά τα λαμπερά επίγεια άστρα που σταφταλίζουν μέσα στην κρύα νύχτα της ερήμου, μαζεύονται γύρω από τη φωτιά και τα τύμπανα χτυπούν δυνατά, τραγουδώντας και χορεύοντας, προβλέποντας τα μελλούμενα που η Γέννηση θα φέρει στην έρημο, καθώς ερμηνεύουν τις κινήσεις των ορφανών ποδιών των καμηλών τους που περπατούν νωχελικά τριγύρω. Μετά, τυλίγονται πολύχρωμες κουβέρτες και μουρμουρίζουν σαν να προσεύχονται όλη τη νύχτα μέχρι να ξημερώσει.
Και μετά, όλα όπως πριν, στο μεγαλειώδες τίποτε. Οι ριπές του ανέμου σκορπίζουν τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, η άμμος ρουφά τα πάντα, σιωπή απλώνεται παντού. Στα νυχτερινά όνειρα των Τουαρέγκ λουλακί άνθη ξεπηδούν πάνω σε πελώρια δένδρα που τα παίρνει και τα στροβιλίζει ο αμμοβόλος άνεμος και χάνονται και ρυάκια κυλούν άφθονα που τη βοή τους καταπίνει η έρημος. Κι εκεί, μέσα σε αυτή τη μεγάλη χοάνη από άμμο και αγέρα σκορπίζονται όποιες σκέψεις φωλιάζουν, χάνονται και κανείς δεν περιμένει τίποτε. Κι αυτό ακριβώς είναι που γιορτάζουν οι Τουαρέγκ τη μέρα της Μεγάλης Γέννησης: Το Μεγάλο Τίποτε, τη γέννηση του Τίποτε, που δεν μπορεί να πεθάνει για να αναγεννηθεί, απλά χάνεται στον άγριο τόπο, χαρμόσυνα και λυτρωτικά, χωρίς προσδιορισμούς, χωρίς αναμονές, έτσι, απλά…