Ξυπνάω κάθε πρωί κι ευθύς αμέσως ανασυγκροτείται με την ταχύτητα του φωτός ο κόσμος μου όλος και μαζί μ’ αυτόν, σε κεντρική θέση, και το δωμάτιό μου ― ένας ναός όπου λειτουργεί και λειτουργείται η αφεντιά μου, όντας ιερέας και πιστός ταυτόχρονα. Φυσικά, δεν πρόκειται να περιαυτολογήσω περιγράφοντας τα υπάρχοντά μου. Δεν θα αναφερθώ καν στις δυσλειτουργίες που προκαλεί η παρατεταμένη μέχρι συμβιώσεως παρουσία μίας ακόμα αφεντιάς στον ζωτικό προσωπικό χώρο, που είναι φύσει στενόχωρος όσα τετραγωνικά μέτρα κι αν είναι το εμβαδόν του. Ούτε και θα μιλήσω για κάποια απλά σκεύη και αντικείμενα, των οποίων, όμως, η αδιάλειπτη παρουσία, αυτών και μόνο αυτών και ποτέ κάποιων άλλων, στις αλχημείες του πρωινού καφέ και του πρώτου τσιγάρου της μέρας τα έχει μετατρέψει, περίπου, σε λατρευτικά αντικείμενα. Θα θυμίσω μονάχα κάποιες ανατριχιαστικές ιστορίες, που μιλούν για κλέφτες που μπαίνουν σε ξένα σπίτια και τα σηκώνουν όλα.
Μόνο στη σκέψη ότι θα μπορούσε να συμβεί και σε μένα κάτι τέτοιο μου έρχεται σύγκρυο. Αλλά και πάλι, σκέπτομαι ύστερα από λίγο, όσα πράγματα κι αν μου κλέψουν θα μπορέσω κάποια στιγμή να τα αντικαταστήσω. Το μόνο που θα χρειαζόταν είναι λίγος καιρός και λίγο περισσότερο χρήμα. Μόνο που η ψυχραιμία μου δεν αργεί διόλου να κομπιάσει. Ο νους μου πάει στα κειμήλια, που είναι τα μοναδικά αναντικατάστατα πράγματα που κατέχω.
Πέρα από κάθε χρησιμότητα και πάνω από την όποια αγοραία τους αξία, τα κειμήλια επιβεβαιώνουν και εγγυώνται την ταυτότητα του προσώπου και την ενότητα του κόσμου του μέσα στο συνεχές του χρόνου και στην ασυνέχεια της ιστορίας, όντας, τα ίδια, φαντάσματα χωρίς σάρκα μεν πλην όμως με οστά του παρελθόντος. Κάτι σαν τους ναούς της Παλιαχώρας στην Αίγινα, που εξακολουθούν να υψώνονται στον ερειπιώνα της μνήμης. Εξάλλου, είναι η ίδια η ανάγκη για την επιβεβαίωση και την εγγύηση αυτή που αποτελεί το «νομισματοκοπείο» των κειμηλίων. Ένα νομισματοκοπείο βέβαια, που για να εκπληρώσει τον σκοπό του πρέπει να «κόβει» όσο το δυνατό λιγότερο «κέρματα». Εδώ παίρνει τον λόγο η οικονομία, οι σιδερένιοι νόμοι της οποίας ισχύουν, προφανώς, και στον προσωπικό κόσμο, από τον οποίο εξάλλου κατάγεται, ως νόμος του οίκου, και η ίδια:
Αφού η αξία ενός πράγματος εξαρτάται από την σπανιότητά του και, εν προκειμένω, από την ποσότητα των κειμηλίων που κυκλοφορούν στην προσωπική «αγορά», τα κειμήλια δεν μπορούν να γίνουν πολύτιμα αν δεν είναι ελάχιστα. Μάλιστα, για να γίνουν ανεκτίμητα πρέπει, εκτός από ελάχιστα, να είναι και αναντικατάστατα. Κι ακόμα, εφόσον το άκρον άωτον της σπανιότητας είναι η ανυπαρξία, μόνο όταν τα χάνουμε αποκτούν αμύθητη αξία. Αυτό ισχύει για την «εσωτερική αξία» όλων των νομισμάτων. Λόγου χάρη για τον θεό, που τον βάζουμε στο στόμα μας όχι μόνο επί ματαίω αλλά και για ψύλλου πήδημα, για τον λόγο, που θησαυρίζεται μέσα στη σιωπή και για την πατρίδα. Την εξευτελισμένη από τον πληθωρισμό πατρίδα της εθνοκαπηλείας, την γλυκιά πατρίδα της ξενιτιάς και, τέλος, όταν αποκλειστεί η παλιννόστηση οριστικά, την πατρίδα που έχει αγιάσει – την χαμένη πατρίδα της προσφυγιάς.
Αλλά τότε, το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω είναι να χαρίσω τα κειμήλιά μου. Να τα πετάξω ή να τα καταστρέφω. Ούτε και πρέπει να φοβόμαστε τους κλέφτες. Ο φόβος αυτός είναι υπαίτιος για το ότι τα νησάκια όλων μας έχουν κι από έναν κρυμμένο θησαυρό. Αλλά η κλοπή είναι η καλύτερη εξαφάνιση. Πονάει πολύ περισσότερο όταν τα καταστρέφεις εσύ από όσο όταν τα καταστρέφουν άλλοι.
Κι’ έτσι, πρόλαβα πριν από αρκετά χρόνια και χάρισα αυτά που είχαν η που θα μπορούσαν να έχουν κάποια αγοραία αξία. Τα υπόλοιπα ―τέσσερα δεματάκια με επιστολές, κάμποσες ταξιδιωτικές κάρτες, φωτογραφίες πολλές― τα φυλούσα μέχρι πρότινος σαν τα μάτια μου. Μέχρι που κάποια στιγμή κατόρθωσα, ξεπερνώντας τον πόνο και την θλίψη, να τα καταστρέψω. Όχι για τους κλέφτες, βέβαια, που δεν θα έδιναν δεκάρα τσακιστή. Θα τα έπαιρναν στα χέρια τους όμως άνθρωποι που αγαπώ και δεν θα ήθελα για τίποτα να διαβάσουν και να δούνε πράγματα που ούτε κι εγώ αντέχω να ξαναδιαβάζω και να ξαναβλέπω.
Τα κειμήλιά μου, έκτοτε, ασφαλισμένα στο απαραβίαστο χρηματοκιβώτιο της απουσίας ―κανείς δεν μπορεί να αρπάξει πράγματα που ούτε κι’ εμείς κατέχουμε―, έχουν γίνει κάτι σαν το Graal ή σαν την χαμένη κιβωτό της προσωπικής μου παράδοσης.