«Ξύπνα / Τίναξε τα όνειρα απ᾽ τα μαλλιά σου / Ανέμελο γλυκό μου παιδί» [James Douglas Morrison]
— κι όταν εκείνος ξύπνησε, μεσημέρι της Κυριακής της 3ης Νοεμβρίου, ελάχιστες είναι η αλήθεια ώρες ύπνου ύστερα από την αλησμόνητη Πρώτη Ώρα, πάει να πει, σύμφωνα με τους υψίστης ακριβείας υπολογισμούς του, αφού μεσολάβησαν δύο χιλιάδες οχτακόσια ογδόντα οχτώ εικοσιτετράωρα από την Πρώτη Στιγμή έως την Πρώτη Ώρα, ναι, 2888 εικοσιτετράωρα από την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου του 2011 έως το Σάββατο, 2 Νοεμβρίου του 2019, συνεπώς όταν ξύπνησε 2888 εικοσιτετράωρα συν κάποιες, ελάχιστες τωόντι ώρες, από τότε που, όπως έχει ειπωθεί, αλλά και όπως έχει γραφτεί, ίσως όχι επανειλημμένως πάντως έχει πράγματι γραφτεί, καθόσον μένουν τα γραπτά, ενώ στον αγέρα πάνε τα λόγια όπως της αγάπης μας οι στεναγμοί, μάλιστα, κυρίες και κύριοι και αγαπημένα μου παιδιά, scripta manent και verba volant, ηνεώχθησαν οι ουρανοί, και ο νους ηνεώχθη, & σημειώθηκαν εκρήξεις στο κρύο κρέας του κρανίου, και, μόλις σε τέσσερα δευτερόλεπτα, τέσσερις δεκαετίες πήραν φωτιά, εξερράγησαν όλα τα χρόνια και οι μήνες και οι εβδομάδες και οι μέρες και οι ώρες και τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα και τα κλάσματα των δευτερολέπτων τεσσάρων δεκαετιών, και μουσική από όλο το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα κατέκλυσε την κρύπτη της μνήμης του, θραύσματα και σκλήθρες να εκτοξεύονται στο ξύλο της καταπακτής, φράσεις και λέξεις να χορεύουν μες στα περιδινούμενα κύτταρα ενός μυαλού που δεν ήταν πια μυαλό αλλά στόχος μιας συστοιχίας πυροβόλων, δεκάδες μικροσκοπικοί ηλεκτροκίνητοι καταπέλτες να βάλλουν πύρινα τόπια, αφότου το μυδραλιοβόλο βλέμμα Εκείνης διαπέρασε κάθε αμυντικό μπούνκερ, εκείνου, και η μπλίτσκριγκ ματιά/φωτιά Εκείνης έκανε, ερήμην της, σμπαράλια σύνολο τον μηχανισμό των βεβαιοτήτων εκείνου, κονιορτοποίησε ντάνες κιτάπια συναισθηματικών εσόδων/εξόδων, ακριβώς όταν εκείνος ξύπνησε μεσημέρι Κυριακής δεν έλεγε να κατέλθει από τον Έβδομο Ουρανό της ηδύτητας, λαχταρούσε να ακινητοποιηθεί ο χρόνος, καθώς κοιτούσε την Κοιμωμένη Εκείνη, σχεδόν μην πιστεύοντας στα μάτια του, να έχει γαλήνια κλειστά τα μάτια Της, μισάνοιχτα τα φιλημένα χείλη Της, τα δάχτυλα του αριστερού χεριού Της στο πάλλευκο μάγουλό Της, του δεξιού τα δάχτυλα στο ρόδο του δώρου Της, στο διόλου φειδωλά φιλημένο φύλο Της, κάτω από τα σκεπάσματα, τα κωνικά Της στήθη ν᾽ ανεβοκατεβαίνουν απαλά απλώνοντας την ευωδιά της ανάσας Της στο δωμάτιο που εκείνος το αισθανόταν να λικνίζεται λες κι είναι σχεδία στη λίμνη —
— όχι, δεν έλεγε εκείνος να κατέλθει από τα χρυσοκύανα νέφη ενός ουρανού που ήταν εκ νέου a sheltering sky, ένας προστατευτικός ουρανός, ένας διαυγής θόλος, ένα διάφανο λημέρι του ερωτικού τους σμιξίματος, κι έμεινε έτσι, κάμποσην ώρα —πόση; ποιος μπορεί να πει; ποιο χρονόμετρο αρμόζει στους ερωτευμένους; μια απροσδιοριστία χρόνου είναι η κατοικία τους—αλλά κατήλθε εντέλει, από το ενύπνιο εξήλθε, μα και παρέμεινε εκεί, στο ενύπνιο, και παραμένοντας στο με-ανοιχτά-πια-μάτια ενύπνιο, θώπευσε την ύπαρξή Της όλη, την Κοιμωμένη Εκείνη γιόρτασε με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά, και, κλέφτης πάντα & του γραπτού λόγου προδότης, της δώρισε νοερά, ἐστω ψιθυριστά, μια προσευχή, από άλλον γραμμένη αλλά τόσο μα τόσο ταιριαστή μ᾽ εκείνη τη στιγμή, μισός στο ενύπνιο μισός στην πραγματικότητα, Ξύπνα, έλεγε η προσευχή, Awake, έλεγε, Τίναξε τα όνειρα απ᾽ τα μαλλιά σου / Ανέμελο γλυκό μου παιδί, Shake dreams from your hair My pretty child, my sweet one, έλεγε η προσευχή· τη μέρα διάλεξε και της μέρας σου το σύμβολο, Choose the day and choose the sign of your day, έλεγε η προσευχή· της μέρας σου η ιερότητα το πρώτο που θα δεις να είναι, The day's divinity First thing you see, έλεγε η προσευχή· μια αχανής ακρογιαλά μ᾽ ένα όμορφο φεγγάρι όλο πετράδια στραφταλιστά, A vast radiant beach in a cool jeweled moon, έλεγε η προσευχή· ζευγάρια γυμνά να κατηφορίζουν στη γαλήνια πλαγιά, Couples naked race down by it's quiet side, έλεγε η προσευχή· κι εμείς να γελάμε σαν λιόχαρα, γλυκά, τρελά παιδιά, And we laugh like soft, mad children, έλεγε η προσευχή· αγέρωχα παιδιά μες στα σαν μπαμπάκι της παιδικής μας ηλικίας μυαλά, Smug in the wooly cotton brains of infancy, έλεγε η προσευχή· μουσική και φωνές γιορταστικές ολόγυρά μας, The music and voices are all around us, έλεγε η προσευχή· διάλεξε, διάλεξε, να σιγοτραγουδάνε οι Παλαιοί των Ημερών, Choose they croon the Ancient Ones, έλεγε η προσευχή· ήγγικεν πάλι η ώρα, ήγγικεν, ήγγικεν, The time has come again, έλεγε η προσευχή· διάλεξε τώρα, να σιγοτραγουδάνε, Choose now, they croon, έλεγε η προσευχή· κάτω από το φεγγάρι δίπλα στη λίμνη την αρχαία, Beneath the moon Beside an ancient lake, έλεγε η προσευχή· μπες πάλι στο δάσος το ηδύ, Enter again the sweet forest, έλεγε η προσευχή· μπες στ᾽ όνειρο το καυτό κι έλα μαζί μας, Enter the hot dream Come with us, έλεγε η προσευχή· όλα έχουν διασπαστεί κι όλα χορεύουν, Everything is broken up and dances, η προσευχή —