Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

L. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 40. Οι ταξιδιώτισσες


1. To 1947 τα­ξί­δε­ψα με την Κιτ στο Οράν της Αλ­γε­ρί­ας. Ο γα­μή­λιος έρω­τάς μας με­τρού­σε δέ­κα χρό­νια και εί­χα­με πια φτά­σει πο­λύ κο­ντά ο ένας στον άλ­λον αλ­λά ανά­με­σά μας πα­ρέ­με­ναν ολό­κλη­ρες πε­ριο­χές από­μα­κρες, σχε­δόν αχαρ­το­γρά­φη­τες. Γρά­φα­με και δια­βά­ζα­με μα­νιω­δώς, τέ­κνα του δυ­τι­κού πνεύ­μα­τος, από­γο­νοι ενός πο­λι­τι­σμού από τα όρια του οποί­ου θέ­λα­με να βγού­με. Ήμα­σταν ανι­κα­νο­ποί­η­τοι από τους τό­πους, από τους εαυ­τούς μας, ο ένας από τον άλ­λον. Τα­ξι­δεύ­α­με συ­νε­χώς. Επι­θυ­μού­σα­με να φύ­γου­με μα­κριά από οτι­δή­πο­τε μας κά­λυ­πτε σαν κου­κού­λι ασφά­λειας και οι­κειό­τη­τας. Και, μι­λώ­ντας για μέ­να, ανα­ζη­τού­σα το άγνω­στο και το απε­ριό­ρι­στο, κι ίσως εκεί ξα­νά­βρι­σκα την Κιτ. Απο­κα­λού­σα­με τους εαυ­τούς μας τα­ξι­διώ­τες, όχι του­ρί­στες, για­τί οι δεύ­τε­ροι σκέ­φτο­νται το σπί­τι τους ακό­μα κι από τις πρώ­τες μέ­ρες του τα­ξι­διού, ενώ οι πρώ­τοι μπο­ρεί να μην επι­στρέ­ψουν πο­τέ. Μα­ζί μας εί­χε έρ­θει ο Τζορτζ Τά­νερ, πε­ρί­ερ­γος για το εξω­τι­κό αλ­λά και μυ­στι­κώς ερω­τευ­μέ­νος με την Κιτ. Και εμ­φα­νώς του­ρί­στας.

2. Θυ­μά­μαι την ει­κό­να της την πρώ­τη μέ­ρα του τα­ξι­διού: φο­ρού­σε λευ­κή αμά­νι­κη μπλού­ζα, λευ­κή μα­κριά φού­στα και λευ­κά πα­πού­τσια με ενιαίο ψη­λό τα­κού­νι και δα­χτυ­λί­δι γύ­ρω από το αστρά­γα­λο, μια ευ­ρω­παϊ­κή θη­λυ­κό­τη­τα μπρο­στά στο βρώ­μι­κο γκι­σέ, έτοι­μη για την ασυ­νεν­νοη­σία με τους υπαλ­λή­λους και την ατέ­λειω­τη ανα­μο­νή. Το κό­σμη­μα στον λαι­μό της, το έκλα­μπρο χα­μό­γε­λο, τα κόκ­κι­να νύ­χια των χε­ριών, υπεν­θυ­μί­σεις πως η Κιτ δεν ήταν δια­τε­θει­μέ­νη να αφή­σει πί­σω την φι­λα­ρέ­σκειά της. Την θυ­μά­μαι να απο­λαμ­βά­νει το γυά­λι­σμα των πα­που­τσιών της από ένα μι­κρό παι­δί, ενώ οι τρεις μας αραγ­μέ­νοι στο κα­φε­νείο δια­βά­ζα­με τις εφη­με­ρί­δες από έναν κό­σμο τό­σο γνω­στό μας και τό­σο μα­κριά. Ο Τά­νερ μας ρω­τού­σε για τα σχέ­διά μας, αλ­λά του απά­ντη­σα πως το μό­νο μου σχέ­διο εί­ναι να μην έχω σχέ­διο. Άλ­λω­στε, πρό­σθε­σα, υπάρ­χουν μέ­ρες που η Κιτ πι­στεύ­ει πως οτι­δή­πο­τε στον κό­σμο εί­ναι απλώς ένα ση­μά­δι για κά­τι άλ­λο, ένα μυ­στι­κό νό­η­μα για την ολό­τη­τα της ζω­ής· γε­νι­κά, πως τί­πο­τα δεν μπο­ρεί να εί­ναι μό­νο αυ­τό που εί­ναι.

3. Σε κά­ποιο από­μα­κρο τρα­πέ­ζι κα­θό­ταν ο συγ­γρα­φέ­ας του βι­βλί­ου που τώ­ρα γι­νό­ταν φιλμ, Πολ Μπό­ουλς. Η αρ­γή, πε­πει­ρα­μέ­νη φω­νή του έλε­γε για μας πως πο­τέ δεν ζή­σα­με μια ζωή κα­νο­νι­κό­τη­τας για­τί κά­να­με το μοι­ραίο λά­θος να βλέ­που­με τον χρό­νο ως ανύ­παρ­κτο· η κά­θε χρο­νιά ήταν σαν την επό­με­νη, μια αλυ­σί­δα ατέρ­μο­νη, ενώ αρ­κού­μα­σταν στο εν­δε­χό­με­νο ότι οτι­δή­πο­τε μπο­ρού­σε να συμ­βεί.

4. Το ίδιο βρά­δυ βγή­κα στους στε­νούς χω­μά­τι­νους δρό­μους, ενώ αν­θρώ­πι­νες μορ­φές έγερ­ναν στους ξε­φτι­σμέ­νους τοί­χους, εξα­ντλη­μέ­νοι, αδιά­φο­ροι ή ζη­τιά­νοι. Ο ου­ρα­νός έπαιρ­νε το πιο σκού­ρο μπλε όταν από ένα ύψω­μα εί­δα πί­σω από τους φοί­νι­κες την άσπρη πο­λι­τεία, που υπο­σχό­ταν κά­τι άλ­λο. Οι ξέ­νοι ήμα­σταν ευ­πρόσ­δε­κτοι εδώ, υπήρ­ξα­με κα­τα­κτη­τές, αφή­να­με χρή­μα­τα. Κα­τέ­βη­κα ενώ άρ­χι­σε να σκο­τει­νιά­ζει και αφέ­θη­κα να οδη­γη­θώ από κά­ποιον σε ένα αντί­σκη­νο όπου με πε­ρί­με­νε μια νε­α­ρή πόρ­νη. Δεν με αγκά­λια­σε και με τα δυο της χέ­ρια για­τί το ένα γλί­στρη­σε μέ­σα στο πορ­το­φό­λι μου. Ση­κώ­θη­κα να φύ­γω, αλ­λά κυ­νη­γή­θη­κα από τους άλ­λους και μό­λις πρό­λα­βα να ξε­φύ­γω, ενώ η Κιτ ξυ­πνού­σε κά­θι­δρη μ’ έναν εφιάλ­τη πως δεν θα επέ­στρε­φα πο­τέ. Αλα­ζών, νάρ­κισ­σος ή κά­τι που δεν γνω­ρί­ζω, ήθε­λα να υπάρ­ξω πε­ρι­πε­τειώ­δης, να κιν­δυ­νεύ­σω. Όταν έφτα­σα κά­πως εξα­θλιω­μέ­νος στο δω­μά­τιο, η Κιτ εί­χε δε­χτεί τον Τά­νερ για μια πρω­ι­νή κα­λη­μέ­ρα και με υπο­δέ­χτη­κε αμή­χα­νη. Αρ­γό­τε­ρα στο ημί­φως της τρα­πε­ζα­ρί­ας της παν­σιόν ανταλ­λάσ­σα­με τα συ­νή­θη μι­σό­λο­γα της ει­λι­κρί­νειας. Ήθε­λε να ρω­τή­σει που ήμουν χθες το βρά­δυ, ήθε­λα να ρω­τή­σω τι δου­λειά εί­χε αυ­τός στο δω­μά­τιό μου. Δεν άκου­γα τό­τε την φω­νή του συγ­γρα­φέα: «Αντί να κά­νουν οποια­δή­πο­τε προ­σπά­θεια να μειώ­σουν την πα­ρα­μι­κρή έντα­ση που μπο­ρού­σε να εγερ­θεί ανά­με­σά τους, εκεί­νη απο­φά­σι­σε να εί­ναι πεί­σμων και αδιάλ­λα­κτη, κα­θυ­στε­ρώ­ντας την πο­λυ­πό­θη­τη επα­να­σύν­δε­ση».

«Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990

«Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990

«Τσάι στη Σαχάρα» του Bernardo Bertolucci, 1990


5. Συ­χνά απο­ζη­τού­σα­με την συ­ντρο­φιά άλ­λων τα­ξι­διω­τών για να μην γκρε­μι­στού­με στο χά­σμα μας. Κά­ποια στιγ­μή μας πλη­σί­α­σε ένας πε­ρί­ερ­γος, κα­τα­πιε­σμέ­νος Άγ­γλος που τα­ξί­δευε με την μη­τέ­ρα του. Ήταν ευ­και­ρία να πά­με με το αυ­το­κί­νη­τό τους ως τον επό­με­νο προ­ο­ρι­σμό μας και να απαλ­λα­χθώ από τον Τά­νερ αλ­λά η Κιτ πή­γε μα­ζί του με το τρέ­νο για να μην τα­ξι­δεύ­σει μό­νος. Στο κου­πέ άπλω­σε τα πό­δια της στο κά­θι­σμά του με την χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή άνε­ση της ανε­ξάρ­τη­της γυ­ναί­κας και ενώ εκεί­νος διέ­τρε­χε απρο­κά­λυ­πτα τα δά­χτυ­λά του στο λευ­κό της καλ­σόν, ενώ συ­νο­μι­λού­σαν επί πα­ντός επι­στη­τού. Εί­χε βρει τον θαυ­μα­στή ερα­στή που της ήταν απα­ραί­τη­τος για να απο­δρά από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μου – ή την δι­κή της. Γι’ αυ­τό μια από τις επό­με­νες ημέ­ρες, κι ενώ η κά­με­ρα ξέ­κλε­βε τα ναρ­κω­μέ­να πό­δια της ανε­βα­σμέ­να πά­νω του, στο απο­κοί­μι­σμα του πρω­ι­νού, πα­νι­κο­βλή­θη­κε όταν άκου­σε τα βή­μα­τά μου και μό­λις πρό­λα­βε να τον ξα­πο­στεί­λει από τα σε­ντό­νια της.

6. Δεν θα ξε­χά­σω το από­γευ­μα που απο­μα­κρυν­θή­κα­με με τα πο­δή­λα­τα ως τις πρώ­τες αλ­γε­ρι­νές ερη­μιές. Φο­ρού­σε ένα ροζ φό­ρε­μα με μια σει­ρά κου­μπιών μπρο­στά, λευ­κά πα­πού­τσια, κόκ­κι­νο μπε­ρέ. Περ­πα­τή­σα­με χέ­ρι χέ­ρι και κα­θί­σα­με σ’ ένα ύψω­μα ενώ από κά­τω μας ενώ ο απο­γευ­μα­τι­νός ήλιος έβα­φε την κοι­λά­δα στο χρώ­μα της κα­νέλ­λας. Βγά­λα­με ο ένας τα γυα­λιά ηλί­ου του άλ­λου, ακου­μπή­σα­με τα μέ­τω­πά μας (θα μπο­ρού­σαν και τα εσώ­τε­ρά μας να έρ­θουν τό­σο κο­ντά;), χα­μη­λώ­σα­με τα βλέμ­μα­τα, φι­λη­θή­κα­με, και εκεί πά­νω στο χώ­μα κά­να­με έρω­τα απελ­πι­σμέ­νο, εκ­κρε­μή ανά­με­σα στο πά­θος και την απά­θεια. Ήμουν μέ­σα της όταν εί­δα τον ου­ρα­νό από πά­νω μας και της εί­πα πως μου φά­νη­κε τό­σο στα­θε­ρός, σαν να μας προ­στά­τευε από εκεί­νο που βρι­σκό­ταν από πί­σω. Της ζή­τη­σα να κοι­τά­ξει. Της έκα­να έρω­τα και της μι­λού­σα: Τι εί­ναι από πί­σω; Τί­πο­τα, μό­νο νύ­χτα. Ίσως φο­βό­μα­στε κι οι δυο το ίδιο πράγ­μα… Εσύ δεν φο­βά­σαι να εί­σαι μό­νος, μου απά­ντη­σε, και δεν χρειά­ζε­σαι τί­πο­τα και κα­νέ­ναν· θα μπο­ρού­σες να ζή­σεις χω­ρίς εμέ­να. Της εί­πα ότι το να αγα­πώ ση­μαί­νει να αγα­πώ εκεί­νη, οτι­δή­πο­τε κι αν συμ­βαί­νει ανά­με­σά μας· πως ίσως κι οι δυο μας φο­βό­μα­στε να αγα­πή­σου­με τό­σο πο­λύ. Ύστε­ρα έγει­ρα πά­νω στην κοι­λιά της, ενώ επι­τέ­λους χάι­δευε τα μαλ­λιά μου. Με­τά τον ορ­γα­σμό μας, η σιω­πη­λή από­γνω­ση.

7. Συ­νε­χί­ζα­με κά­θι­δροι σε άλ­λες πό­λεις με απο­πνι­κτι­κά λε­ω­φο­ρεία, περ­νώ­ντας χω­ριά κρυμ­μέ­να κά­τω από φοί­νι­κες, σπαρ­μέ­να σε ατέ­λειω­τα το­πία. Από το μο­να­δι­κό κτί­σμα που μπο­ρού­σε να μας φι­λο­ξε­νή­σει βγή­κε ένας άντρας με βρώ­μι­κα ρού­χα. Ζή­τη­σα δω­μά­τιο για τρεις και μπή­κα να το δω ενώ πί­σω μου ο Τά­νερ ρώ­τη­σε την Κιτ αν πί­στευε ότι υπο­ψια­ζό­μουν κά­τι κι εκεί­νη του απά­ντη­σε πως νο­μί­ζει ότι ξέ­ρω αλ­λά δεν γνω­ρί­ζω ότι ξέ­ρω. Ο χώ­ρος του φα­γη­τού ήταν ένα δω­μά­τιο στη­ριγ­μέ­νο με κί­ο­να και τοί­χους στο πε­τρόλ που εμείς γνω­ρί­ζα­με από τα νο­σο­κο­μεία, ένα τε­τρά­γω­νο άνοιγ­μα στη στέ­γη για φως κι ένα σκο­τει­νό­τε­ρο δω­μά­τιο πα­ρα­μέ­σα, όπου σιω­πού­σαν γυ­ναί­κες με κα­λυμ­μέ­να πρό­σω­πα και μι­κρά παι­διά. Ο άντρας που μας σέρ­βι­ρε φο­ρού­σε ακό­μα πιο βρώ­μι­κα ρού­χα ενώ ο Τά­νερ ψέ­κα­ζε πα­ντού για τα έντο­μα. Στην Κιτ έλει­πε το τζιν τό­νικ, αλ­λά πα­ρη­γο­ρού­νταν με την άπο­ψή μου πως όλοι συ­νη­θί­ζουν σε οτι­δή­πο­τε. Αν ίσχυε αυ­τό, θα ήταν το τέ­λος της προ­ό­δου, δια­φώ­νη­σε ο Τά­νερ. Η Κιτ πί­στευε ότι ισχύ­ει, χω­ρίς να γνω­ρί­ζει αν εί­ναι κα­λό ή κα­κό. Του­λά­χι­στον δια­σκέ­δα­ζα με τον εκνευ­ρι­σμό του με το φα­γη­τό και την άτα­κτη φυ­γή του. Ο Τά­νερ, απα­ραί­τη­το καύ­σι­μο για την ζή­λεια ή τον πλη­σια­σμό μας, απει­λή ει­σβο­λής στον χώ­ρο που εί­χα­με μό­νο για τους δυο μας, πρό­σφο­ρος ερα­στής - αντί­δο­το στην από­γνω­ση του χα­μέ­νου μας πό­θου. Φαί­νε­ται πως το κα­κό φαΐ εί­ναι ο μό­νος τρό­πος να μεί­νω μό­νος μα­ζί σου, Κιτ. Στον διά­δρο­μο προς τα δω­μά­τιά μας την ρώ­τη­σα αν θα μπο­ρού­σε να εί­σαι ευ­τυ­χι­σμέ­νη εδώ. Έπρε­πε να πε­ρι­μέ­νω την απά­ντη­σή της: Πώς μπο­ρού­σε να το ξέ­ρει; Ναι, θα ήταν ευ­τυ­χι­σμέ­νη εδώ αλ­λά μπο­ρεί να ήθε­λε να φύ­γει με­τά από τρεις μή­νες ή την επό­με­νη ημέ­ρα. Την άφη­σα στο δω­μά­τιό της, στο ίδιο πε­τρόλ χρώ­μα, να προ­σπα­θεί να βά­λει τά­ξη στα χαρ­τιά της, ξυ­πό­λη­τη, με τα βαμ­μέ­να της νύ­χια ακό­μα και εδώ, στην άκρη του κό­σμου.

8. Πη­γαί­να­με ακό­μα πιο μα­κριά, δί­πλα δί­πλα στο λε­ω­φο­ρείο, που εί­χε κι αυ­τό πά­ρει το χρώ­μα της ερή­μου, πλή­ρως σκε­πα­σμέ­νο με σκό­νη. Στο δω­μά­τιο άπλω­σε τα πλυ­μέ­να της εσώ­ρου­χα· το μό­νο πρό­βλη­μα εί­ναι ότι δεν υπάρ­χουν κα­θρέ­φτες εδώ, μου εί­πε χα­μο­γε­λώ­ντας και με ρώ­τη­σε πώς την έβλε­πα· ήθε­λε να μου αρέ­σει σε πεί­σμα κά­θε συν­θή­κης. Έξω, γυ­ναί­κες ντυ­μέ­νες στα μαύ­ρα από την κο­ρυ­φή ως τα νύ­χια κά­θο­νταν χά­μω στις τα­ρά­τσες και ξε­διά­λε­γαν κλα­διά από φοί­νι­κες. Πα­ντού σπί­τια από λά­σπη και χώ­μα, με μι­κρά πα­ρά­θυ­ρα, με τις στέ­γες του ενός τα­ρά­τσες του άλ­λου, απα­ράλ­λα­χτα στους αιώ­νες. Από ψη­λά εί­δα­με ένα κα­ρα­βά­νι από κα­μή­λες με τους λευ­κο­ντυ­μέ­νους ανα­βά­τες να πλη­σιά­ζουν το χω­ριό. Η έκ­φρα­σή της γα­λή­νε­ψε· το πα­ρα­τη­ρού­σε σα να της θύ­μι­ζε κά­τι που δεν εί­χε ζή­σει. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα στε­κό­μα­σταν σ’ ένα μέ­ρος με σκόρ­πιες πέ­τρες, ίσως νε­κρο­τα­φείο, και με ρώ­τη­σε: δεν σκέ­φτε­σαι πο­τέ ότι θα έπρε­πε κά­που να στα­μα­τή­σου­με;

9. Δεν θυ­μά­μαι πό­τε άρ­χι­σα να ψή­νο­μαι από τον πυ­ρε­τό. Θυ­μά­μαι μό­νο τοί­χους στο σκού­ρο πορ­το­κα­λί από την φω­τιά που έκαι­γε σ’ ένα κω­νι­κό τσου­κά­λι, άντρες που έπαι­ζαν μου­σι­κά όρ­γα­να ή χτυ­πού­σαν μ’ ένα ξύ­λο κά­τι σπό­ρους, γυ­ναί­κες που έβγα­ζαν πα­νη­γυ­ρι­κούς ήχους με την γλώσ­σα τους, μια νε­α­ρή τυ­φλή που χό­ρευε σε έκ­στα­ση. Ένας γέ­ρος μου εί­πε, αν δεν που­λή­σεις την ασθέ­νειά σου, δεν θα βρού­με αγο­ρα­στή. Όσο επι­τά­χυ­νε η μου­σι­κή, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο τι­να­ζό­ταν η χο­ρεύ­τρια και δυ­νά­μω­ναν τα ουρ­λια­χτά. Το ίδιο βρά­δυ πή­ρα­με το μό­νο δια­θέ­σι­μο λε­ω­φο­ρείο για το Ελ Γκάα, στο Τι­μπου­κτού. Ρι­γού­σα τυ­λιγ­μέ­νος στο σα­κά­κι μου ενώ η Κιτ προ­σπα­θού­σε να με ση­κώ­σει, να μη σω­ρια­στώ. Ανά­με­σα στα λό­για της άκου­σα darling και της εί­πα πως πρώ­τη φο­ρά με έλε­γε έτσι. Χα­μο­γέ­λα­σα γερ­μέ­νος στο στή­θος της, τρέ­μο­ντας σύ­γκορ­μος. Το στή­θος της, η ζε­στή μου σω­τη­ρία, η κο­σμι­κή μου κρυ­ψώ­να. Δεν θα φτά­να­με πριν το επό­με­νο με­ση­μέ­ρι. Κυ­λού­σα­με στον σκο­τει­νό δρό­μο, κα­τρα­κυ­λού­σα στα δι­κά μου σκο­τά­δια.

10. Φτά­σα­με έξω από την πε­ρί­κλει­στη πό­λη στο σκο­νι­σμέ­νο φως, αλ­λά κα­τέρ­ρευ­σα μό­λις κα­τέ­βη­κα από το λε­ω­φο­ρείο. Η Κιτ με πή­γε κά­τω από κά­τι αψί­δες, όπου έβρι­σκαν σκιά άν­θρω­ποι και κα­τσί­κες. Ανα­ζη­τού­σε το ξε­νο­δο­χείο μας και κά­ποιος προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κε να την οδη­γή­σει, μό­νη μα­ζί του, μέ­σα από ανή­λια­γα, σκε­πα­στά στε­νά. Σε μια αδιέ­ξο­δη πλα­τεία το ξε­νο­δο­χείο πα­ρέ­με­νε ερ­μη­τι­κά κλει­στό εξαι­τί­ας μιας επι­δη­μί­ας που μό­λις μά­θαι­νε πα­νι­κό­βλη­τη. Προ­σπα­θού­σε να σκε­φτεί και αφέ­θη­κε πά­λι στο οδη­γό της για την ανα­ζή­τη­ση ενός φορ­τη­γού ενώ με βρή­κε πα­ρα­ζα­λι­σμέ­νο να προ­σπα­θώ να ση­κω­θώ και να αφε­θώ στην ορ­για­στι­κή μου­σι­κή που ήδη έπαι­ζαν γύ­ρω μου, σα να ήταν η ύστα­τή μου ευ­και­ρία για ζωή. Ούρ­λια­ζε να μη με ρου­φή­ξουν η νταρ­μπού­κα και η ρί­τα - το αρα­βι­κό του­μπε­λέ­κι και ο ζουρ­νάς.

11. Ξα­νά στο δρό­μο, στα ατέ­λειω­τα το­πία της ερή­μου και των αμ­μό­λο­φων, ενώ οι οά­σεις με τους φοί­νι­κες υπό­σχο­νταν μια άλ­λη ζωή. Το φορ­τη­γό μας πή­γε στο Sba, όπου βρι­σκό­ταν ένα φρού­ριο. Ενο­χλη­μέ­νος ο Γάλ­λος διοι­κη­τής του οχυ­ρού μάς έδω­σε ένα δω­μά­τιο και με­ρι­κά χά­πια. Δεν μπο­ρού­σε να κά­νει τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω, «δεν εί­μα­στε στο Πα­ρί­σι». Η Κιτ με ξυ­πνού­σε κά­θε τό­σο για να μου τα δώ­σει, ενώ ο ήλιος στους τοί­χους άλ­λα­ζε θέ­ση. Ο τρό­μος της κα­τα­λά­για­σε σε αγω­νία και βγή­κε έξω από την πύ­λη για να δει την ανεί­πω­τη ομορ­φιά. Ο ήλιος χρύ­σι­ζε τα πά­ντα –τους πα­ρα­πό­τα­μους στο βά­θος, τον αχα­νή ορί­ζο­ντα των ερή­μων. Εί­δε το λι­κνι­στι­κό βά­δι­σμα των κα­μή­λων, την ου­το­πία του συ­νε­χούς δρό­μου. Ίσως αυ­τό τε­λι­κά ήταν το δι­κό της το­πίο, και έπρε­πε να το περ­πα­τή­σει ξυ­πό­λη­τη. Έβγα­λε τα πα­πού­τσια της για να κυ­λή­σει η άμ­μος, σα να τα άδεια­ζε από το φορ­τίο ενός άλ­λου πα­ρελ­θό­ντος, και προ­χώ­ρη­σε βυ­θι­σμέ­νη εντός της.

12. Ήταν βρά­δυ όταν διέ­σχι­ζε ξυ­πό­λη­τη την πύ­λη και με βρή­κε εξα­ντλη­μέ­νο στο ημί­φως της κά­μα­ρας· με σκέ­πα­σε με το σα­κά­κι της και γρα­πώ­θη­κε πά­νω μου ενώ έξω το με­γά­λο αί­θριο του κά­στρου γέ­μι­ζε άμ­μο. Αρ­γό­τε­ρα, δεν θυ­μά­μαι αν ήταν δύ­ση ή ανα­το­λή πα­ρά μό­νο τον κα­τα­κί­τρι­νο ήλιο να φτά­νει ως το πρό­σω­πό μου, και τό­τε της εί­πα, όλα αυ­τά τα χρό­νια ζού­σα για σέ­να και δεν το γνώ­ρι­ζα, αλ­λά τώ­ρα το γνω­ρί­ζω. Έφυ­γα όταν εί­χε φύ­γει για να ανα­ζη­τή­σει απε­γνω­σμέ­να για­τρό. Όταν γύ­ρι­σε έγει­ρε στο ακί­νη­το σώ­μα μου, ξυ­πό­λη­τη, στην ει­κό­να που μνη­μεί­ω­σε την ται­νία μας. Βγή­κε έξω, άδεια και απε­λεύ­θε­ρη. Εί­δε την αχα­νή πορ­το­κα­λιά έρη­μο, τον βα­θυ­γά­λα­νο ου­ρα­νό, τους αμ­μό­λο­φους που έμοια­ζαν με πού­δρα, αει­κί­νη­το γλυ­πτό που δεν θα τε­λεί­ω­νε πο­τέ. Οι κα­μή­λες που περ­νού­σαν μα­κριά κου­βα­λού­σαν την μνή­μη των κα­ρα­βα­νιών, την δια­δρο­μή του ονεί­ρου, τον αντι­κα­το­πτρι­σμό της φυ­γής.

13. Μό­νη της πια στην απώ­τα­τη ερη­μιά, θα συ­νέ­χι­ζε την πε­ρι­πλά­νη­ση αλ­λά αυ­τή τη φο­ρά πα­ρα­δο­μέ­νη στη ζωή της ερή­μου, στην μοί­ρα ή όπως αλ­λιώς με­τα­φρά­ζου­με το ανεί­πω­το που μας το­πο­γρα­φεί εκεί που ζού­με και όπως ζού­με. Ζή­τη­σε να ακο­λου­θή­σει ένα κα­ρα­βά­νι βε­δουί­νων ντυ­μέ­νων στο σκού­ρο μπλε, «προ­σκε­κλη­μέ­νη» ενός νέ­ου με σπιν­θη­ρο­βό­λα μά­τια, ανε­βα­σμέ­νη σε αυ­το­σχέ­διο κά­θι­σμα πά­νω σε μια κα­μή­λα, ενώ τα πό­δια της μα­λά­κω­ναν στην κα­μπού­ρα του ζώ­ου. Λι­κνι­ζό­ταν στον αέ­ρα, με­τα­ξύ γης και ου­ρα­νού, ενώ οι νε­α­ροί άντρες φώ­να­ζαν τις τε­λε­τι­κές τους ια­χές. Άλ­λο­τε περ­πα­τού­σε ξυ­πό­λη­τη δί­πλα του (και ίσως απο­ρού­σε πώς και δεν ζε­μα­τί­ζο­νταν οι πα­τού­σες της). Όταν έφτα­σε στο χω­ριό τους την εί­χε ήδη ντύ­σει σαν βε­δουί­νο, εί­χε θά­ψει τα ρού­χα της στην έρη­μο και την έτρε­ξε ανά­με­σα σε πε­ρά­σμα­τα και γω­νιές ως ένα δω­μά­τιο σε μια τα­ρά­τσα, να κοι­τά­ζει ανά­με­σα από τις χα­ρα­μά­δες τη νέα της ζωή. Οι άλ­λες γυ­ναί­κες εί­δαν, κα­τά­λα­βαν και στή­θη­καν απ’ έξω. Το βρά­δυ όλοι εκτός από εκεί­νη μα­ζεύ­ο­νταν στις αυ­λές και τα ανοι­χτά δω­μά­τια που φω­τί­ζο­νταν με τον αρ­χαίο τρό­πο. Έβλε­πε έναν κό­σμο αρ­χαϊ­κό, πε­ριο­ρι­σμέ­νο στα ελά­χι­στα και τα ανύ­παρ­κτα, αναμ­φί­βο­λα θαυ­μα­στό, από τον οποί­ον όμως βρι­σκό­ταν πά­λι πα­ρά­με­ρα.

14. Ο άντρας την ξύ­πνη­σε τρί­βο­ντας τα πό­δια της με κά­τι ξε­ρό­χορ­τα βου­τηγ­μέ­να στο νε­ρό και ύστε­ρα τρα­βού­σε τα δά­χτυ­λά της, προς με­γά­λη της ευ­φο­ρία. Ύστε­ρα της τα έβα­λε σε μια λε­κά­νη με νε­ρό και ονο­μά­τι­ζε το κά­θε τους ση­μείο αυ­τός στην γλώσ­σα του κι εκεί­νη στην δι­κή της: δά­χτυ­λα, γά­μπες, γό­να­τα, μη­ροί. Επέ­στρε­φε στο αρ­χι­κό αλ­φά­βη­το του έρω­τα, στην επο­χή των ελά­χι­στων λέ­ξε­ων. Μια μέ­ρα η Κιτ έσκι­σε όλες τις σε­λί­δες από τα τε­τρά­διά της (μπο­ρού­σα να δια­κρί­νω με­ρι­κά σχέ­διά της και τη φρά­ση I am blue), τις έκο­ψε σαν τρι­γω­νι­κές γιρ­λά­ντες και τις κρέ­μα­σε από τα δο­κά­ρια του τα­βα­νιού. Η γρα­φή της δια­κο­σμού­σε πια το δω­μά­τιό της, το σπί­τι τους. Ο άντρας ήρ­θε και την αγκά­λια­σε στο στο­μά­χι, όπως τε­ντω­νό­ταν να κρε­μά­σει τις τε­λευ­ταί­ες της λέ­ξεις. Ανα­γνώ­ρι­σα κα­λά το βλέμ­μα της με­τά τον έρω­τα, από­μα­κρο και μο­να­χι­κό, με ένα τε­ρά­στιο ερώ­τη­μα για το με­τά. Κοί­τα­ξε την βα­λί­τσα της, που πα­ρέ­με­νε σε μια γω­νία.

15. Όταν οι άντρες έφυ­γαν σε τα­ξί­δι, οι γυ­ναί­κες μα­ζεύ­τη­καν έξω από το δω­μά­τιό της και τρα­γου­δού­σαν. Βγή­κε και τους απο­κα­λύ­φθη­κε. Όλες σιώ­πη­σαν· οι με­γά­λες την κοί­τα­ζαν άγρια, οι μι­κρές γε­λού­σαν. Πή­γε στην αγο­ρά και επι­χεί­ρη­σε να αγο­ρά­σει φα­γη­τό με γαλ­λι­κά χρή­μα­τα. Η αδυ­να­μία συ­νεν­νό­η­σης και η αντί­δρα­σή της προ­κά­λε­σε βί­αιη συ­μπε­ρι­φο­ρά από τους άλ­λους. Νο­ση­λεύ­τη­κε στο νο­σο­κο­μείο πί­σω στο Οράν, απ’ όπου ξε­κί­νη­σαν όλα, χω­ρίς να μά­θω πο­τέ αν την εί­χαν τραυ­μα­τί­σει ή εί­χε χτυ­πη­θεί από την απώ­λεια προ­σα­να­το­λι­σμού των τα­ξι­διω­τών και πό­σο και­ρό έμει­νε εκεί. Θυ­μή­θη­κα που εί­χα δια­βά­σει για την απώ­λεια. Μια κυ­ρία από την αμε­ρι­κα­νι­κή πρε­σβεία την επι­σκέ­φτη­κε για να κα­νο­νί­σει την επι­στρο­φή της. Το βλέμ­μα της σκά­λω­σε στο πά­νω ση­μείο του πελ­μά­των της: γε­μά­το αρα­βουρ­γή­μα­τα, λες και η Κιτ ήθε­λε κά­τι να κρα­τή­σει από την τέ­χνη των τό­πων που άφη­νε πί­σω της για πά­ντα. Η κυ­ρία την πλη­ρο­φό­ρη­σε πως κά­ποιος κύ­ριος Τά­νερ την ανα­ζη­τού­σε μα­νιω­δώς και θα την πή­γαι­νε πρώ­τα να τον δει, τον εί­χε ει­δο­ποι­ή­σει να την πε­ρι­μέ­νει. Όταν βγή­κε από το τα­ξί να τον ει­δο­ποι­ή­σει, η Κιτ εί­χε ήδη εξα­φα­νι­στεί.

16. Τό­τε ήταν που την εί­δα τε­λευ­ταία φο­ρά, να πε­ρι­πλα­νιέ­ται στο Οράν με γα­λά­ζια ζα­κέ­τα, σκου­ρό­τε­ρη γα­λά­ζια φού­στα και πέ­δι­λα και να κοι­τά­ζει πί­σω από τα κα­τε­βα­σμέ­να στό­ρια ενός κι­νη­μα­το­γρά­φου τις προ­θή­κες της ται­νί­ας Remorques του 1941. Ίσως να ανα­ρω­τή­θη­κε πως θα μπο­ρού­σε να συ­γκι­νη­θεί πο­τέ ξα­νά από οποια­δή­πο­τε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ερω­τι­κή ιστο­ρία, ποιος θα μπο­ρού­σε πο­τέ να κι­νη­μα­το­γρα­φή­σει την δι­κή της. Απέ­να­ντι εί­δε ένα κα­φε­νείο και μπο­ρεί να θυ­μή­θη­κε την αρ­χή του τα­ξι­διού μας. Πλη­σί­α­σε το τζά­μι και χα­μο­γέ­λα­σε με ανυ­πο­μο­νη­σία. Ο συγ­γρα­φέ­ας Πολ Μπό­ουλς την ρώ­τη­σε αν έχει χα­θεί κι εκεί­νη του απά­ντη­σε κα­τα­φα­τι­κά, αρ­χί­ζο­ντας ένα χα­μό­γε­λο ανυ­πο­μο­νη­σί­ας. Εί­μαι βέ­βαιος πως θα φρό­ντι­ζε ο ίδιος να «ξα­να­βρε­θεί» μέ­σα σε μια πε­ρι­πλά­νη­ση που δεν θα τε­λεί­ω­νε πο­τέ.

17. Εμείς που νιώ­θα­με πως εί­χα­με χά­σει τον προ­σα­να­το­λι­σμό μας μέ­σα στον κό­σμο όπως τον γνω­ρί­ζα­με και θέ­λα­με να βγού­με από αυ­τόν, που κά­θε πό­λη μας έμοια­ζε ανε­παρ­κής για το με­γά­λο μας άνοιγ­μα, για την θέ­α­ση ολό­κλη­ρου του κά­δρου της ζω­ής, ανα­ζη­τή­σα­με στην έρη­μο τον αγνό­τε­ρο τό­πο της ομορ­φιάς. Από την πα­ρα­θα­λάσ­σια Αλ­γε­ρία ως τα χω­ριά της Σα­χά­ρας, κα­τε­βαί­να­με όλο και βα­θύ­τε­ρα μέ­σα της, μέ­χρι τα όρια της ανη­συ­χί­ας ή του αγνώ­στου. Αλ­λά όσο κι αν μέ­χρι τό­τε δια­βά­ζα­με τα πά­ντα, αδυ­να­τού­σα­με τώ­ρα να δια­βά­σου­με ό,τι βλέ­πα­με και ζού­σα­με. Ίσως η έρη­μος ήταν πο­λύ με­γά­λη για να χω­ρέ­σει το πά­θος μας, που απλώ­θη­κε, σκορ­πί­στη­κε και χά­θη­κε στα ση­μεία του ορί­ζο­ντα. Εμείς που θέ­λα­με να δί­νου­με στα πά­ντα ένα νό­η­μα, ήμα­σταν μπρο­στά στην από­λυ­τη αδεια­νό­τη­τα, στην έρη­μο που απλά υπήρ­χε εκεί. Ζα­λι­στή­κα­με από την ανε­λέ­η­τη φω­ταύ­γειά της και τις σκιές που δί­πλα στον ήλιο ήταν σκο­τει­νό­τε­ρες από πο­τέ. Μπο­ρεί εκεί­νοι που ζού­σαν σε αυ­τήν να εί­χαν φτά­σει σε μια μυ­στι­κή κα­τα­νό­η­σή της, αλ­λά εμείς οι εξω­τε­ρι­κοί, εμείς που τε­λι­κά ήμα­σταν οι «εξω­τι­κοί», μεί­να­με ευά­λω­τοι, απρο­στά­τευ­τοι απέ­να­ντι στην αρ­χαία γη και τις προ­αιώ­νιες κοι­νω­νί­ες της που βρί­σκο­νταν τό­σο μα­κριά από τις αλή­θειες που νο­μί­ζα­με ότι κρα­τού­σα­με και μας κρα­τού­σαν. Πώς να κα­τα­λά­βω αν βα­δί­ζα­με προς την γνώ­ση ή προς την λή­θη; Πώς θα γνω­ρί­ζω αν ήταν ο θά­να­τός μου που έδω­σε εκεί­νη την νέα πνοή στην σε­ξουα­λι­κό­τη­τα της Κιτ και αφέ­θη­κε άφο­βα και μοι­ρο­λα­τρι­κά στην έρη­μο; Κι ού­τε θα μά­θω πο­τέ τι θα θυ­μού­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο τα πό­δια της από το τε­λευ­ταίο μας τα­ξί­δι: το βύ­θι­σμα στην άμ­μο, την ζε­στή αί­σθη­ση της κα­μή­λας, την τρι­βή του ερα­στή με τα ξε­ρό­χορ­τα, την ζω­γρα­φι­κή της μνή­μης πά­νω τους. Εγώ θα την θυ­μά­μαι γερ­μέ­νη δί­πλα μου σ’ εκεί­νο το δω­μά­τιο στην άκρη της ερή­μου, ξυ­πό­λη­τη, να με νοιά­ζε­ται και να με κρα­τά­ει στη ζωή.

18. Η Κιτ στο αλη­σμό­νη­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Paul Bowles [1949] εί­ναι εξί­σου ακα­τα­μά­χη­τη αλ­λά σε αρ­κε­τά ση­μεία δια­φο­ρε­τι­κή και, ιδί­ως, υφί­στα­ται πλεί­στα δια­φο­ρε­τι­κά πάν­δει­να. Η ται­νία εκ των πραγ­μά­των εστί­α­σε σε με­γά­λο βαθ­μό στην ερω­τι­κή μας ιστο­ρία, στην ιστο­ρία του Πορτ και της Κιτ, ενώ το βι­βλίο εκτεί­νε­ται σε πε­ρισ­σό­τε­ρους φι­λο­σο­φι­κούς κύ­κλους, από το Τα­ξί­δι, την Έρη­μο και τους Πο­λι­τι­σμούς μέ­χρι την Φι­λία, τον Έρω­τα και τον Θά­να­το. Και ο συν­θέ­της Ryuichi Sakamoto μας τύ­λι­ξε με ένα εξαί­σιο μου­σι­κό θέ­μα, το μό­νο που θα μπο­ρού­σε να μας ται­ριά­ξει. Στο κα­φε­νείο, λί­γο πριν ξα­να­δώ­σει ζωή στην Κιτ, ο συγ­γρα­φέ­ας πρό­φε­ρε τις τε­λευ­ταί­ες λέ­ξεις της ται­νί­ας: Επει­δή δεν ξέ­ρου­με πό­τε θα πε­θά­νου­με, νο­μί­ζου­με ότι η ζωή εί­ναι ένα ανε­ξά­ντλη­το πη­γά­δι. Ωστό­σο, όλα συμ­βαί­νουν μό­νο με­ρι­κές φο­ρές, πο­λύ λί­γες στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πό­σες ακό­μα φο­ρές θα θυ­μη­θείς κά­ποιο συ­γκε­κρι­μέ­νο από­γευ­μα της παι­δι­κής σου ηλι­κί­ας, κά­ποιο από­γευ­μα που εί­ναι τό­σο βα­θιά μέ­ρος της ύπαρ­ξής σου, που δεν μπο­ρείς καν να συλ­λά­βεις την ζωή σου χω­ρίς αυ­τό; Ίσως τέσ­σε­ρις ή πέ­ντε φο­ρές πα­ρα­πά­νω. Πό­σες φο­ρές θα δεις την παν­σέ­λη­νο να ανα­τέλ­λει; Πι­θα­νόν εί­κο­σι. Κι όμως, όλα φαί­νο­νται απε­ριό­ρι­στα.

{Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται}

Η ται­νία: Τσάι στη Σα­χά­ρα (The sheltering sky) του Bernardo Bertolucci, 1990. Η γυ­ναί­κα: Debra Winger.


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: