Οργισμένο είδωλο

Οργισμένο είδωλο


Πρέπει κανείς να βλέπει και να ξαναβλέπει το «Οργισμένο είδωλο» (Raging Bull 1980), όχι μόνο για να θυμάται τι ήταν κάποτε ο κινηματογράφος (και, προς μεγάλη μας λύπη, δεν είναι πια και δεν θα καταφέρει να ξαναείναι) αλλά και για να νιώθει τι σημαίνει ΜΕΓΑΛΟΣ ηθοποιός ―πέρα από Όσκαρ ή άλλα βραβειάκια και τιμητικές διακρισούλες― πραγματικά και τρομακτικά μεγάλος: μεγάλος μέχρι την άβυσσο και τον σπαραγμό, μέχρι την οδύνη και το ψυχολογικό μαρτύριο, μέχρι το αίμα, την υπέρβαση, το φως και τη λύτρωση ― όχι απλά τη δική του αλλά τη δική μας, των θεατών.
Δεν έχει πια την τόλμη ο κινηματογράφος να μας δείξει έναν αληθινό άνθρωπο, χωρίς ωραιοποιήσεις και ιδεολογικές προκαταλήψεις του συρμού, έναν ατελή άνθρωπο, με τα πηχτά σκοτάδια του, με τις επικίνδυνες ροπές του, με τα ανοιχτά βάραθρα του μυαλού του, μ' αυτό που τον κατατρώει και του ξηλώνει λίγοι λίγο το επίσημο ένδυμα της ψυχής ώσπου ν' απομείνει ολόγυμνη, έναν άνθρωπο όπως είναι όχι όπως θα θέλαμε ή θα έπρεπε να είναι : μα δεν υπάρχουν πια και δημιουργοί σαν τον Σκορσέζε εκείνης της περιόδου για να φέρουν σε πέρας το δύσκολο εγχείρημα, όπως δεν υπάρχουν σήμερα ηθοποιοί σαν ΕΚΕΙΝΟΝ τον Ντε Νίρο, να τα παίξουν όλα για όλα σ' ένα τέτοιο στοίχημα.
Ο Ντε Νίρο του «Ειδώλου» διανύει όλη την απόσταση από τον άνθρωπο μέχρι το ζώο και πάλι πίσω, ξανά και ξανά (η υψηλή υποκριτική ως ιερός αταβισμός). Είναι παρών με κάθε ίνα του κορμιού του, με όλο του το πετσί, τους μύες και τα κόκαλα, στο μεταίχμιο όχι πια της τέλειας ενσάρκωσης ενός χαρακτήρα αλλά της μεταμόρφωσης : ωμός, βίαιος, απρόβλεπτος, τεταμένος, απόκοσμα περήφανος ("you never got me down, Ray, you never got me down"), ένα άγριο θηρίο που κατασπαράζει και κατασπαράζεται, πονεμένη σάρκα που αλυχτά, χτυπιέται, στενάζει ψάχνοντας τον δρόμο προς το υποκείμενο, τη συνείδηση, το ίδιο το παράδοξο ενός σώματος που είναι ταυτόχρονα και ψυχή, μιας ψυχής που είναι και σώμα, δυο ιδιαίτερων ζώων που παλεύουν να συνυπάρξουν (πρόβλημα κοινό σε κάθε ανθρώπινο ον, που στις υπερβολικά έντονες προσωπικότητες γίνεται πιο έκδηλο καθώς ξεφεύγει από κάθε μέτρο, σαν φουσκωμένο ποτάμι που ξεχειλίζει). Δεν μαθαίνονται αυτά τα πράγματα σε σχολές, δεν διδάσκονται, δεν τα αποκτά κανείς με την τεχνική, με τη σκληρή δουλειά και την εξάσκηση - ή τα έχει ή δεν τα έχει. Σου δημιουργείται η αίσθηση καθώς τον βλέπεις, ότι κουβαλάει έναν δαίμονα μέσα του και πως η υποκριτική του προσφέρει τη δυνατότητα να του δώσει διέξοδο στον κόσμο χωρίς να πάθει κανείς κακό : ο Ντε Νίρο - κάτοχος εκείνου του είδους πρωτόγονου ενστίκτου που, περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τον μεγάλο ηθοποιό - δεν υποδύεται απλά έναν ρόλο, δαμάζει το κτήνος του βαθύτερου εαυτού του μέσω της ερμηνείας.
Ταυτόχρονα γίνεται ολόκληρος Βλέμμα : «πηγαίνουμε σινεμά για να δούμε κάποιον που κοιτάζει», έλεγε ο αείμνηστος Νίκος Παναγιωτόπουλος, και τόσο ο Ντε Νίρο όσο κι ο Σκορσέζε, μας παρουσιάζουν με τον ιδανικό τρόπο ακριβώς αυτό : την περιπέτεια του βλέμματος και της επιθυμίας ενός ανθρώπου που κοιτάζει, που ποθεί, που μισεί που καταστρέφει και αυτοκαταστρέφεται μέσα στην πυρκαγιά των ανεξέλεγκτων παθών του (η σκηνή όπου ο Τζέικ πρωτοαντικρίζει τη Βίκυ στην πισίνα, είναι μια απ' τις ομορφότερες της σκορσεζικής φιλμογραφίας ― εδώ ο Σκορσέζε τα έχει πει όλα για το βλέμμα που αιχμαλωτίζει και αιχμαλωτίζεται δια της αμφίδρομης σαγήνευσης, που αντικειμενοποιεί/φετιχοποιεί αλλά και αποδεσμεύει μια ανεξάντλητη λιμπιντική ενέργεια ικανή να θέσει σε κίνηση τον μηχανισμό των παθών, την ερωτική διαδικασία, την κινηματογραφική αφήγηση ως τριάδα αδιαίρετη και ομοούσια). Αυτή η φωτιά που εξαγνίζει και καταυγάζει, που μας λυτρώνει και μας επιτρέπει να δούμε εκεί που πριν δεν βλέπαμε, που μας αναγκάζει να δούμε κι εκείνα που δεν θέλαμε να δούμε, είναι αυτό που ονομάζουμε μεγάλη κινηματογραφική τέχνη. Μόνο ο κινηματογράφος, ανάμεσα σε όλες τις τέχνες, μπορεί να πραγματευτεί το ιερό μυστήριο του βλέμματος και να εμβαθύνει στο μεταφυσικό αίνιγμα που συνιστά το ανθρώπινο πρόσωπο, κάτω απ' όλες τις μεταμφιέσεις του. Είναι στιγμές που νιώθεις να σε διαπερνούν θρησκευτικά ρίγη βλέποντας τον Ντε Νίρο/Λα Μότα να κοιτάζει. Γιατί ξέρεις, ακόμα κι αν δεν μπορείς να το εξηγήσεις λογικά, πως κάτι κρίσιμο, κάτι βαθύ και τρομερό, που αφορά τον άνθρωπο συνολικά, εκφράζει το βλέμμα του.

Στο «Οργισμένο είδωλο» έχεις να κάνεις με μεγάλο και οριακό σινεμά, σε όλα τα επίπεδα. Αριστουργήματα αυτού του καλλιτεχνικού μεγέθους, αυτής της έντασης, αυτής της αισθητικής και σκηνοθετικής δύναμης (ο Σκορσέζε εδώ είναι και ποιητής και συναρπαστικός δεξιοτέχνης, διατηρώντας απ' την αρχή μέχρι το τέλος έναν εκπληκτικό έλεγχο της τονικότητας, άλλοτε παίρνοντας τον χρόνο του με τις υποδηλώσεις, τις σιωπές, τους ψιθύρους και τα άρρητα, άλλοτε εξαπολύοντας θύελλες μανίας, μεταβαίνοντας συνεχώς και θαυμάσια απ' τη χαμηλόφωνη ατμοσφαιρικότητα και τη ραφινάτη μελαγχολία στις καταιγιστικές εκρήξεις της βίας, εντός και εκτός ρινγκ), κινηματογραφικά διαμάντια αυτής της τεχνικής αρτιότητας και συναισθηματικής αγριότητας, αυτής της ικανότητας βυθομέτρησης του ανθρώπινου μέχρι τα πιο κτηνώδη ερέβη του, δεν είναι πια εφικτά, ας είμαστε ειλικρινείς.

Θηριώδης ταινία, τίποτα λιγότερο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: