_____
Χ Α Ρ Τ Ι Ν Ο Ι Η Ρ Ω Ε Σ
_____
Ο Σεραφίνο και το τσουλούφι
Ο χειμώνας είχε βάλει το λευκό του πουκάμισο και ταξίδευε για τα μέρη της άνοιξης. Τις προηγούμενες εβδομάδες έβρεχε ασταμάτητα.
–Έχει ξεχάσει να σταματήσει, διαμαρτυρόταν ψιθυριστά η μάνα μου. Όμως δυο τρεις μέρες τώρα έχει βγει αυτός ο ψυχοπονιάρης ολόλευκος ήλιος και βγάζει όλη τη γειτονιά στις βεράντες και στις αυλές. Ήμουν στην αυλή του σπιτιού και φυλλομετρούσα τον ολοκαίνουργιο Σεραφίνο μου. Αυτά ήταν τα απαραίτητα προκαταρτικά πριν ορμήσω στα καρεδάκια του και τον κατασπαράξω σαν φρεσκοψημένο κοτόπουλο. Όσο και να τον γυρόφερνα όμως δεν κρατήθηκα…
Ο Σεραφίνο Μαθητευόμενος Κλέφτης.
Σπρωγμένος από την πείνα του ο Σεραφίνο έχει φτάσει σ’ έναν κήπο με πολλά φρούτα κι ελπίζει ότι έτσι θα χορτάσει την περίφημη κι ανικανοποίητη όρεξη του…
―Το ξέρω πως αυτό δεν είναι σωστό, αλλά τι να κάνω, αφού πεινώ σαν λύκος και δεν έχω λεφτά…
―Υπέροχό μου αχλάδι. Είσαι για μένα πιο νόστιμο κι από σουβλιστό κοτόπουλο, πιο εύγευστο κι από αρνάκι ψητό, πιο ζουμερό κι από … έχει κινηθεί να κόψει το λαχταριστό αχλάδι ο Σεραφίνο όταν ακούγεται ένα σπραααμ παρατεταμένο από σκάγια, το οποίο συνοδεύεται από τη φράση.
―Θα σε μάθω εγώ να κλέβεις τα ξένα αχλάδια…
―Βοήθειααα ουρλιάζει ο Σεραφίνο τρέχοντας κρατώντας τον κώλο του, ρίχνει και έναν πήδουλο και χάνεται πίσω από μια συστάδα θάμνων, αφήνοντας εντυπωσιασμένο τον διώκτη του και αφεντικό των κήπων.
― Μωρέ μπράβο πήδημα. Ούτε ζαρκάδι…
Ήμουν ωραία ακουμπισμένος με την πλάτη στο ασπρισμένο τοιχαλάκι της αυλής. Ρουφούσα τις χειμωνιάτικες ακτίνες του μεσημεριανού ήλιου και τα ξεκαρδιστικά επεισόδια του Σεραφίνο, το καινούργιο τεύχος «Ο Μαθητευόμενος Κλέφτης» είχε όλες τις προϋποθέσεις για να περάσω ωραία, μπαγαμποντιές, κοτόπουλα, αγωνία, ανατροπές και κόλπα. Έτσι όπως είχα γείρει στην αγκαλιά του ήλιου, με ένα μόνιμο χαμόγελο από τα μικρά αλλά ατελείωτα βάσανα του μόνιμα πεινασμένου και κατατρεγμένου μου φιλαράκου, έπιασα ασυναίσθητα το τσουλούφι μου και ανασηκώθηκα, σαν να με κτύπησε ρεύμα. Θυμήθηκα το καθήκον που είχα αναλάβει.
Κάθε τρεις και λίγο ο πατέρας με πήγαινε στο κουρέα. Ήταν οι οδηγίες από το σχολείο αυστηρές, ήταν και οι απόψεις του πατέρα για το μήκος των μαλλιών, «μουστάκι και μαλλί ίδιο μήκος» που κάθε ένα, ενάμισι μήνα βρισκόμουν στο έλεος του κυρ-Μήτσου και ο άτιμος δεν είχε σταλιά έλεος. Μέχρι να αισθανθώ καλά από το προηγούμενο κούρεμα ερχόταν το επόμενο. Το πρώτο σημάδι ότι θ' ακολουθούσε κουρά εντός των ημερών ήταν η φράση του πατέρα.
―Σαν τραγί έχεις γίνει. Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε και ούτε ήθελα να μάθω γιατί ήξερα, μετά από αυτή τη φράση ήταν ζήτημα δύο το πολύ τριών ημερών για ν' ακούσω το τραγουδάκι της αδελφής μου,
Κουρεμπάτσα φαφανιά
που σε κατουράν τ' αρνιά...
Το τραγουδούσε χοροπηδώντας και κτυπώντας τη γροθιά του δεξί της χεριού στην αριστερή παλάμη. Τα μεγάλα μου αδέρφια γυρίζανε στο σπίτι και σαν να είχαν συνεννοηθεί μου πέταγαν τη φράση καρμπόν.
―Πώς σε κουρέψανε έτσι ρε; Σα γίδι έγινες.
Τις πρώτες μια δυο μέρες, μέχρι να ξεχάσω ότι φρεσκοκουρεύτηκα ασυναίσθητα πασπάτευα τη μικρή φούντα πάνω από το μέτωπο, με την ελπίδα ότι μια κίνηση «φυσιολογική» έκρυβε τη μικρή καταστροφή μου. Το ασυναίσθητο του πράγματος μεταμορφωνόταν σε συνειδητή επιλογή καλά σχεδιασμένη αν τύχαινε και συναντούσα κάπου την όμορφη 35άρα του τούβλινου σπιτιού.
Πριν κάνα τριάρι μέρες ο πατέρας μου είπε πάλι τα περί τράγου και ετοιμαζόμουν για τον κυρ-Μήτσο. Όμως κάποιες έκτακτες δουλειές έστειλαν τον πατέρα στο χωριό και μένα για λίγο στην ησυχία μου. Για λίγο όμως, γιατί και η μάνα μου όχι τόσο επιτακτικά, αλλά επίμονα μου έλεγε να πάω από τον κυρ-Μήτσο.
Μέχρι και η δασκάλα κάτι μου ανέφερε. Σε συνδυασμό με την επιστροφή του πατέρα από το χωριό σε κάνα δυο μέρες, αποφάσισα να επισκεφθώ τον κυρ-Μήτσο, ελπίζοντας ότι θα κουρευτώ όπως ήθελα εγώ αυτή τη φορά κι όχι όπως δεν θα έλεγε, αλλά θα εννοούσε ο πατέρας μου ξεφυλλίζοντας την Ημέρα και την Πελοπόννησο περιμένοντας από πίσω μου.
Το είχα αποφασίσει πια ότι θα τη κάνω την απευκταία επίσκεψη, αλλά με λίγο Σεραφίνο ακόμα η δουλειά θα γινόταν λιγότερο επώδυνη, είχα να τελειώσω και κάτι μικρογραψίματα οπότε άνοιξα το τεύχος που είχα δίπλα μου.
Ενώ ο Σεραφίνο προσπαθούσε να ηρεμήσει από την τρομάρα που είχε πάρει και να φροντίσει από τα σκάγια τα οπίσθιά του ρίχνοντας νερά από τη βρύση του πάρκου, εμφανίζεται ένας φίλος του μικροαπατεώνας και πεινασμένος κι αυτός.
―Γεια σου Σεραφίνο, τι κάνεις εδώ, δροσίζεσαι;
―Χμ από μια άποψη ναι, δροσίζομαι από ανάγκη.
Σηκώνεται όμως και δείχνοντάς του τα οπίσθια του λέει.
―Κοίτα τι έπαθα για να λαχταρίσω ένα αχλάδι.
―Απίστευτο, απαντά εκείνος.
―Από τη βιασύνη μου να κόψω το λαχταριστό αχλάδι, δεν πρόσεξα τον οπλισμένο κηπουρό που παραφύλαγε…
―Ε, λοιπόν Σεραφίνο είσαι ανόητος, του απαντά ο φίλος του και συνεχίζει, εσύ παιδί μου δεν ξέρεις να ζήσεις. Πας και κινδυνεύεις για ένα αχλάδι, τη στιγμή που υπάρχουν άλλοι τουλάχιστον 100 τρόποι για να χορτάσεις ακίνδυνα και τζάμπα την όρεξή σου.
―Αλήθεια; Ρωτάει ο πεινασμένος φίλος μας.
―Θα σου δανείσω το πολύτιμο βιβλίο μου να το διαβάσεις με προσοχή και να το φυλάς σαν θησαυρό. Του δίνει το βιβλίο που στο εξώφυλλο γράφει Ο οδηγός του τέλειου κλέφτη. Ενώ απομακρύνεται ο φίλος του Σεραφίνο του λέει.
―Από τότε που το διάβασα ζω άνετα, χωρίς να εργάζομαι καθόλου.
―Απίστευτο, καταπληκτικό, θαυμάσιο, ψιθυρίζει ο Σεραφίνο, ανοίγοντας τον οδηγό.
Το χειμωνιάτικο πρωινό θερμαινόταν από τις αδύναμες αχτίνες. Ο Δημητράκης είχε τραβήξει τις κουρτίνες κι έπαιζε, χουχουλίζοντας το τζάμι και κάνοντας σχέδια με το δείχτη. Ο ήλιος ζέσταινε το τεράστιο κεφάλι του, που ήταν μόνιμα κουρεμένο, περισσότερο κι από το δικό μου μετά την κάθε επιστροφή μου από του κυρ-Μήτσου. Η Νίκη γύριζε στο σπίτι με μια σοκολάτα μισοφαγωμένη στα χέρια, θα 'χε πάει στο «περίστερο», σκέφτηκα. Εγώ στο μέσα δωμάτιο προς το δρομάκι, προσπαθούσα να τελειώσω το γράψιμο να πάω για ''κουρέψιμο'', όπως έλεγε η αδελφή μου. Χάζευα όμως και ψαχούλευα έξω από το παράθυρο κομμάτια ζωής που αγκίστρωνε ο χειμωνιάτικος αέρας στα περβάζια, στα λούκια και τα καλώδια κι έμενα με το μολύβι στο χέρι να γράφω στο κενό ένα - ένα αυτά που δεν ήξερα, ότι θέλω. Ρουφούσα το τίποτα ώρες - ώρες με απελπισμένη ευχαρίστηση και ευφραινόταν το κάθε μου κύτταρο με αυτή την απόλυτη ανυπαρξία. Όταν δεν υπέφερα και δεν απελπιζόμουν με λυμένους τους αρμούς μου από κάποια μουντή ελπίδα.
Μ΄ έβγαλε από το λήθαργο ο κρότος του Δημητράκη, που κάπως γλίστρησε και κόλλησε το μούτρο του στο τζάμι, κινδυνεύοντας να το σπάσει. Έμπηξε τα κλάματα, σε λίγο εμφανίστηκε η κυρά-Γεωργία, τον συμμάζεψε, του σκούπισε το πρόσωπο και χάθηκαν στο δωμάτιο.
Βιαστικά άρχισα να σκαλίζω στο τετράδιο κάτι γράμματα, απελπιστικά άνισα και λιγότερο από κάθε φορά στρογγυλά. Μετά από κάμποση ώρα έφτιαξα και το τελευταίο ιδιαίτερα περιποιημένο, έβαλα μολύβια και τετράδια στην τσάντα και παρουσιάστηκα στη μάνα μου. Η μάνα μου ξεχώριζε κάτι φακές στο μεσιανό τραπέζι με το κεφάλι στηριγμένο στο αριστερό χέρι και μαζί ταξίδευε στις σκέψεις της, ποιος ξέρει πού. Πετάχτηκε όταν της μίλησα, και πήρε κανονικά τη θέση της μπρος το τραπέζι.
―Μααα, λεφτά για τον κουρέα.
―Ε ε, τράβα συ και θα τα κανονίσει ο πατέρας σου με τον κυρ-Μήτσο, αποκρίθηκε αλαφιασμένη.
Βγήκα και ο παγωμένος αέρας μ’ άρπαξε από τα μούτρα, έβαλα τα χέρια στις τσέπες και έφυγα για τον τσιμεντόδρομο.
Βρήκα τον κυρ-Μήτσο να ρουφάει τον πρωινιάτικο ήλιο, και τον καφέ του, ταμπουρωμένος πίσω από τη τζαμαρία, που κράταγε τον παγωμένο αέρα κι άφηνε τον ήλιο να τον τυλίγει με μισόκλειστα μάτια.
―Κυρ-Μήτσο ήρθα μόνος μου γιατί ο πατέρας λείπει στο χωριό.
Αυτό δεν ξέρω πώς το μετέφρασε ο κουρέας πάντως ξεκίνησε τη διαδικασία, χωρίς να ξαναμιλήσουμε μέχρι το κρίσιμο σημείο.
Μου πέρασε την άσπρη πετσέτα από το λαιμό, διόρθωσε το ραδιόφωνο που ξερνούσε κάτι παράσιτα και πήρε την ψιλή στα χέρια, τη δοκίμασε μια δυο ανάμεσα στη χούφτα του, ανοιγοκλείνοντας τις λαβές της κι τέλος ένιωσα το παγωμένο μέταλλο στο σβέρκο μου.
Ο κυρ-Μήτσος ποτέ δεν ρωτούσε πώς να σε κουρέψει και καλά με εμένα, τα πράγματα ήταν σαφή, αλλά ούτε τον πατέρα μου είχε ρωτήσει ποτέ, ούτε κανέναν άλλον και είχε τύχει πολλές φορές να περιμένω τη σειρά μου. Το κατάστημα είχε δύο είδη κουρέματος με τη ψιλή και το αντρικό και το δεύτερο είδος καμιά παραλλαγή. Πάντως είχα προσέξει ότι στο πελατολόγιό του ήταν ή πολύ μικροί ή πολύ μεγάλοι, οι μεσαίες ηλικίες έλειπαν.
Η μηχανή όργωνε το κεφάλι μου, με το ρυθμικό ανοιγόκλειμα των χεριών του κουρέα. Η πρώτη γραμμή τραβήχτηκε από το σβέρκο κι έφτανε μέχρι πάνω στη μέση του κεφαλιού. Τα μαλλιά μου έπεφταν δεξιά κι αριστερά και μαζί τους ένιωθα να πέφτει κάθε ίχνος ανδρισμού κι αξιοπρέπειας, πέραν της προσωρινότητας του πράγματος, δεν θα είχε και πολύ περισσότερες ψυχολογικές επιπτώσεις αν μου έκοβε τ’ αυτιά.
Θα πουλήσω το ρολόι
για να πάρω κομπολόι...
Μούγκριζε το ραδιόφωνο ανάμεσα στα παράσιτα κι παραξενευόμουν με την επιθυμία του τραγουδιστή, και δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να τραγουδάει κάτι που τόσο εύκολα μπορούσε να κάνει. Εγώ πάντως το 'χα αποφασίσει, αν ποτέ αποκτούσα ρολόι, δεν θα το έδινα για όλα τα κομπολόγια του κόσμου.
Του κυρ-Μήτσου έδειχνε 11 εδώ και ώρα και δεν ήξερα αν πρέπει να το εμπιστεύομαι.
Τ' αυτιά μου είχαν γίνει κατακόκκινα από την προσπάθεια του κουρέα ν' αποψιλώσει την περιοχή. Κάποιες φορές νόμιζα ότι μου τα τραβούσε, γιατί έβρισκε κάποια ικανοποίηση κι όχι γιατί ήταν αναγκαίο για τη συνέχιση της εργασίας του.
Από το καθρέφτη έβλεπα περισσότερο τις εκφράσεις του κουρέα, παρά το θλιβερό θέαμα της γλομπαρίας που σχηματιζόταν στο κεφάλι μου. Ο κυρ-Μήτσος δάγκωνε το κάτω χείλος, γούρλωνε τα μάτια και τέντωνε όλα τα χαρακτηριστικά του, σάμπως να σήκωνε κάποιο τεράστιο βάρος.
Το κεφάλι μου είχε χάσει κάθε του τρίχα κι έμενε λείο να γυαλίζει στο πρωινό φως. Το κρίσιμο σημείο της διαδικασίας είχε φτάσει, έμενε το τελευταίο κομμάτι της και το πιο σημαντικό, το τσουλούφι.
Έτσι κι αλλιώς στην υπόλοιπη διαδικασία δεν είχα λόγο, όταν παρίστατο ο πατέρας ούτε στο τσουλούφι είχα, αλλά τώρα μόλις ο κυρ-Μήτσος άφησε την ψιλή και πήρε το ψαλίδι, μετατόπισα λίγο το κορμί μου μη με πάρει καμιά αδέσποτη και δειλά αλλά αποφασιστικά είπα στο κυρ-Μήτσο κοιτώντας τον από τον καθρέφτη.
―Το τσουλούφι θα το κόψουμε λίγο, εντάξει;
―Πόσο λίγο δηλαδή; ρώτησε ο κουρέας παίρνοντας την έκφραση που δήλωνε απορία μπορεί και προσβολή.
―Ίσα, ίσα. απάντησα με το δίκαιο του πελάτη. Ο κουρέας έβαλε το ψαλίδι στην άκρη της τούφας και με ρώτησε ελπίζοντας να του αρνηθώ.
―Τόσο δηλαδή; Koύνησα το κεφάλι όσο μου επέτρεπε το ψαλίδι, επικυρώνοντας τη θέση.
―Δεν θα ναι καλό, εγώ θα τ' ακούσω από το πατέρα σου. Δεν απάντησα τον κοίταζα μέσα από τον καθρέφτη, φαίνεται αρκετά αποφασιστικά, γιατί τράβηξε την πρώτη ψαλιδιά.
Περπατούσα στο τσιμεντόδρομο, ψηλαφώντας τη φούντα πάνω από το μέτωπο. Έβρισκα με το χέρι ικανοποιητικό το μήκος, αν και ρίχνοντας μια ματιά στο καθρέφτη βγαίνοντας από το κουρείο το κεφάλι μου έμοιαζε λίγο παράταιρο. Θα πλησίαζε μεσημέρι ο ήλιος είχε ζεστάνει. Η κυρα-Φωφώ γύριζε με τις φραντζόλες της από το φούρνο, συναντηθήκαμε στο σταυροδρόμι του τσιμεντόδρομου και της Β Κ 3 είπαμε καλημέρα και σταμάτησε να μασουλάει κοιτώντας το κεφάλι μου. Δεν ήξερα αν έπρεπε να το πάρω αυτό για καλό ή για κακό. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα, η αδερφή μου άρχισε το τραγούδι, κουρεμπάτσα φαφανιά..., όσο πλησίαζα σταματούσε το χοροπήδημα και το τραγούδι έσβηνε, πλησίασε με καλοκοίταξε,
―Ρε, πως έγινες έτσι, μπροστά δεν σε κούρεψε;
―Δεν είναι καλά; ρώτησα δειλά, βάζοντας το χέρι στη φούντα.
―Τι καλά ρε, ξέρεις πώς είσαι; και έβαλε τα γέλια και τα χέρια στο στόμα.
―Άι μωρή βλαμμένη, είπα και βγήκα στην αυλή. Χάζευα τη σκιά μου στο μονότουβλο τοίχο και προσπαθούσα να φανταστώ τις λεπτομέρειες του κεφαλιού που δεν φαινόντουσαν. Η λύση σε όλα τα προβλήματα όμως είναι ο φίλος μου Σεραφίνο, τον έβγαλα από την κρύπτη του και στρώθηκα καταλιακού. Θυμήθηκα εκεί που είχα μείνει στο πρώτο μάθημα κλοπής της πορτοκαλάδας.
Ο Σεραφίνο εξοπλίζεται μ’ ένα μακρύ σιδερένιο σωλήνα…
―Έτοιμο και το εργαλείο για την πρακτική εφαρμογή…
Ο Σεραφίνο πλησιάζει στα τραπεζάκια ενός ζαχαροπλαστείου
―Γκαρσόν, φωνάζει ένας πελάτης, μια παγωμένη πορτοκαλάδα.
―Να ο κατάλληλος άνθρωπος, σκέφτεται ο Σεραφίνο και περιμένει.
―Ορίστε, η πορτοκαλάδα σας, κύριε, λέει το γκαρσόνι και σερβίρει την πορτοκαλάδα, στον πελάτη που είναι απορροφημένος στην ανάγνωση της εφημερίδας του. Στα γρήγορα ο Σεραφίνο βγάζει το μακρύ σωλήνα του κι όπως ήταν πίσω από τη συστάδα των θάμνων, ρούφηξε με μιας όλη την πορτοκαλάδα του πελάτη, με τη γουρουνίσια μουσούδα. Όταν κάποτε ο πελάτης αποφάσισε να διακόψει την ανάγνωση για να πιει λίγη πορτοκαλάδα, βρίσκει το ποτήρι του άδειο κι αρχίζει να διαμαρτύρεται.
―Μα αυτό είναι άδειο. Τι καμώματα είναι αυτά; Έλα εδώ γκαρσόν, ώστε θέλετε να με κοροϊδέψετε, αυτό είναι άδειο του λέει και του δείχνει το ποτήρι.
―Τι είπατε άδειο; απορεί ο σερβιτόρος. Αλλά δεν τον πίστεψε και συνέχισε, αλλού αυτά τα κόλπα παλιοτρακαδόρε, να τι κάνω εγώ σε κάτι τύπους σαν εσένα, του λέει, βουτάει τον απορημένο πελάτη και τον πετάει κλοτσηδόν έξω από το μαγαζί.
Ξεκαρδίστηκα με το περιστατικό, εγώ ούτως ή άλλως ήμουν με τον Σεραφίνο, οι απατεωνιές του και οι κλεψιές του με έβρισκα απόλυτα σύμφωνο.
Κάποια μουρμουρητά διέκοψαν την ανάγνωση, προσπάθησα να ξεκαθαρίσω ποιος μιλούσε επί ματαίω, δεν έβγαζα άκρη και πιάστηκα από τον τοίχο να ρίξω μια ματιά στο οικόπεδο. Είχαν παραταχτεί με τις καρέκλες του, η θεια μου η Σοφιά που έπλεκε, η μάνα μου, η κυρά Φωφώ που καθάριζε ένα πορτοκάλι, η Νίκη που κάτι έφτιαχνε με μερικές πέτρες και παραδίπλα η 35άρα παρέα με μια φίλη της στην ηλικίας της αλλά λιγότερο όμορφη απ' αυτή, με κάτι σαν κέντημα στα χέρια. Η καρδιά μου φτερούγισε. Νόμιζα πως θα μπορούσα να κάθομαι χρόνια κρεμασμένος στον τοίχο, να την βλέπω. Φορούσε μια ρόμπα με μικρά λουλουδάκια, είχε βάλει το 'να πόδι πάνω στ' άλλο, με σκυμμένο το κεφάλι στο κέντημα, έλεγε κάτι στη διπλανή της και τρανταζόταν από το γέλιο της, που μόλις ακουγόταν μερικές φορές. Μου άρεσε που την είχα μπροστά στα μάτια μου για πολλή ώρα και δεν κινδύνευα να την χάσω, όπως όταν περνούσε από το δρομάκι που ίσα που προλάβαινα να αρπάξω μια εικόνα της για να την σκέφτομαι την υπόλοιπη μέρα. Μετά από κάμποση ώρα μου ξεχείλιζε η επιθυμία να πάω κοντά της. Οι προϋποθέσεις ήταν ιδανικές με τη μάνα και τη Νίκη ανάμεσα στην παρέα. Το μόνο πρόβλημα ήταν η γλομπαρία στο κεφάλι μου, αλλά κι αυτό με το γενναίο τσουλούφι να κρέμεται στο μέτωπο, άφηνε κάποια κομμάτια αυτοπεποίθησης. Άφησα το μαντρότοιχο και προσεχτικά να μη με πάρει χαμπάρι η αδερφή μου βγήκα.
Έστριψα στη γωνιά του σπιτιού, η 35άρα έλειπε. Πλησίαζα απογοητευμένος, αλλά αναθάρρησα όταν είδα την καρέκλα της και το κέντημα της στη θέση τους.
Με το που κατάλαβαν την παρουσία μου, με κοίταξαν όλοι κάπως περίεργα αν και έξυνα το κεφάλι. Η μάνα μου μάλλον διακριτικά με ρώτησε,
―Γιατί στα 'κοψε έτσι παιδάκι μου;
―Ξέρω 'γω, ρε μαμά, άσε με είπα σαν να με απασχολούσε μ’ ένα θέμα που δεν με αφορούσε.
Η Νίκη μου 'ριξε μια ματιά και συνέχισε το παιχνίδι της.
Οι αχτίνες του ήλιου ζεστές, σου 'κλειναν τα μάτια από το θάμπος και τη νύστα. Η 35άρα γύρισε με δυο χούφτες μανταρίνια, που τα μοίρασε. Αν και λαχταρούσα, όχι το μανταρίνι αλλά την επαφή με το χέρι της, είπα όχι ευχαριστώ και πρέπει να κοκκίνισα μέχρι το τσουλούφι. Πάντως με κοίταζε αρκετή ώρα, απ΄ ότι ένιωθα γιατί δεν άντεχα ούτε για μια στιγμή να σηκώσω το κεφάλι και πολύ περισσότερο να την κοιτάξω στα μάτια. Πήγε να καθίσει κοντά στη φίλη της κι έβλεπα μέσα από τη σφιχτοδεμένη της ρόμπα, να σχηματίζονται τα πόδια της, η μέση της, η πλάτη της κι ένιωθα μέχρι τη σκιά μου να τρέμει. Κάθισε και τα λευκά δόντια της φάνηκαν καθώς έσπαζαν ανάμεσά τους μια φέτα μανταρίνι.
Είχε βάλει το κέντημά της στα διπλωμένα πόδια της και στήριξε τους αγκώνες της πάνω τους. Οι γάμπες της ξεπρόβαλλαν από το άνοιγμα της ρόμπας σαν άσπρα φίδια που αγκάλιαζαν τον Λακόοντα της ψυχής μου. Είχε μισόκλειστα τα μάτια και το πρόσωπο στραμμένο στον ήλιο, καιγόταν στο φως. Σκέφτηκα να την αγγίξω και κινήθηκα δεξιά μου, πέρασα μπροστά από τον ήλιο και είδα τη σκιά μου να πέφτει πάνω της, ένιωσα σαν να την αγκάλιαζα ολόγυμνη. Κατευθύνθηκα προς τη Νίκη για να μην προδώσω τη σκέψη και να την δω από άλλο σημείο, δεν χόρταινα να τη βλέπω.
―Σούλη, πάμε να φας, να φύγεις για το σχολείο, είπε η μάνα μου και με πλάκωσε η ντροπή, της το είχα πει χίλιες φορές να μη με λέει έτσι μπροστά σε κόσμο. Και βρήκε τώρα εδώ μπροστά της. Κοίταξα στο μέρος της αλλά μάλλον δεν το είχε προσέξει, ήταν σκυμμένη στο κέντημα της. Η μάνα μου κίνησε για το σπίτι, απλώνοντας μου το χέρι. Πέρασα από μπροστά της με τη σκιά μου πάλι να την χαϊδεύει, όπως ήταν σκυμμένη είδα το χώρισμα στο στήθος και φύλαξα την εικόνα να τη ρουφάω την υπόλοιπη μέρα μου.
Ξύνοντας το κεφάλι πάντα, πήγα προς την μάνα μου προσπέρασα το απλωμένο χέρι της και προχώρησα για το σπίτι.
Στην είσοδο ήθελα να της τα πω ένα χεράκι.
―Δεν σου 'χω πει να μην με λες έτσι; γαμώ το στανιό μου.
―Γιατί, αντράκο μου, τι σε πειράζει; Όταν μου μίλαγε έτσι κι άρχιζε τα χαϊδολογήματα, με έπιανε απελπισία, καταλάβαινα ότι δεν συμμεριζόταν αυτά που της έλεγα και με αποτέλειωνε η αδυναμία μου να την κάνω να με πάρει στα σοβαρά, παραιτήθηκα για να μην αφήσω τις εικόνες μου, να εξατμιστούν. Πήγα στο δωμάτιο να ετοιμαστώ, ξάπλωσα στο κρεβάτι και κάρφωσα τα μάτια στο ταβάνι.
Ξεφούρνισα τον Σεραφίνο μου, μόνο αυτός με καταλαβαίνει σκέφτηκα και συνέχισα από εκεί που είχα μείνει.
Το γκαρσόνι πλησιάζει έναν πελάτη με φάτσα μπουλντόκ και αφήνει ένα ποτήρι στο τραπέζι του λέγοντάς του.
―Ορίστε το μεταλλικό νερό που ζητήσατε κύριε.
―Ευχαριστώ, απαντά ο πελάτης. Μέσα σε συννεφάκι διαβάζουμε και τη σκέψη που κάνει, αυτό το φάρμακο είναι τρομερά πικρό, αλλά πρέπει να το πιώ για το καλό του συκωτιού μου. Ο Σεραφίνο εντόπισε το υποψήφιο θύμα του και σκέφτηκε. Να κι άλλο κοτόπουλο για μάδημα και καθώς ο πελάτης απευθύνθηκε προς τον σερβιτόρο ―Γκαρσόν, ένα κουταλάκι σε παρακαλώ, ο Σεραφίνο με το μακρύ καλαμάκι του ρούφηξε το μεταλλικό νερό του, αλλά μόλις το κατάπιε κατάλαβε ότι κάτι περίεργο είχε μέσα το ποτήρι άρχισε να βήχει και να φτύνει λέγοντας.
―Φτου, φτου, να πάρει η οργή, αυτό είναι δηλητήριο… Ο σερβιτόρος και οι πελάτες κατάλαβαν τι συνέβαινε βλέποντας τον Σεραφίνο να προσπαθεί να απομακρυνθεί.
―Έλα δω παλιοκλέφτη, του ορμά ο ένας πελάτης.
―Πάρε για την πορτοκαλάδα που μου ήπιες.
―Πάρε και για το μεταλλικό νερό.
―Να κι αυτή για το δωρεάν σερβίρισμα…
Σε λίγο βλέπουμε τον ταλαίπωρο τον φίλο μας να κατευθύνεται προς το γνωστό παγκάκι και ο κόσμος γύρω του να περιστρέφεται από το βρομόξυλο που είχε φάει μονολογώντας.
―Ο «οδηγός του τέλειου κλέφτη» δεν μας τα λέει και πολύ καλά, θα τον σκίσω, ψιθύρισε και πήρε το βιβλίο στα χέρια του. Μου άρεσε όταν ο Σεραφίνο τα κατάφερνε στις μπαγαμποντιές αλλά περνούσα καλά και όταν δεν τα κατάφερνε, αλλά δεν είχα καλή διάθεση και η αποτυχία του Σεραφίνο με έκανε ακόμα πιο χάλια. Άφησα δίπλα το περιοδικό και βάλθηκα να ταξιδεύω στις εικόνες της όμορφης γειτόνισσας.
Στο σοβά η υγρασία είχε απλώσει μπαλώματα, σαν σύννεφα, τόσα πολλά που μπορούσε ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό να το συνταιριάξω. Μόλις κόντευα να σχεδιάσω τη μορφή της γυναίκας, άκουσα τη μάνα μου.
―Σούλη, έλα να φας πήγε 2 η ώρα.
Έφυγα για το σχολείο νηστικός, έτσι κι αλλιώς δεν πείναγα και παρίστανα τον μουτρωμένο.
Με το χέρι στο τσουλούφι άκουσα να μας ανακοινώνεται, ότι θα πάμε εκδρομή. Η χαρά που 'παιρνα από κάτι τέτοια έφτασε στα ουράνια τώρα με την ελπίδα, ότι θα γυρίσω γρήγορα στο σπίτι και θα την βρω με το κέντημα στην ίδια θέση. Η εκδρομή δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά η ελευθερία να παίζουμε σ΄ ένα χωράφι διακόσια μέτρα από το σχολείο. Δεν πολυσυμμετείχα στα παιχνίδια περιμένοντας πως και πως ν' ακούσω το σφύριγμα της σύναξης. Δεν καταλάβαινα γιατί και οι συμμαθητές με πείραζαν για το κούρεμά μου ενώ κι αυτοί πάνω κάτω έτσι ήταν κουρεμένοι. Εγώ τουλάχιστον είχα μεγαλύτερο τσουλούφι. Το σφύριγμα αντήχησε στο χωράφι και το μυαλό μου.
Τρέχοντας γύριζα στο σπίτι, ο ήλιος είχε γείρει, αλλά ήταν ακόμα ψηλά. Προσπέρασα την πόρτα του σπιτιού μου και βγήκα στη γωνιά του οικόπεδου. Η κυρά -Φωφώ με την πλάτη γυρισμένη, είχε κάνει ένα βουναλάκι από πορτοκαλόφλουδες στα πόδια της, η θεια μου η Σοφιά είχε μακρύνει το πλεκτό που έφτιαχνε μέχρι τα γόνατα, αλλά αυτή, η φίλη, και η καρέκλα της έλειπαν. Γύριζα σπίτι με το κεφάλι κατεβασμένο, ούτε καν την εκδρομή δεν ευχαριστήθηκα.
Στο σπίτι, ακούγονταν φωνές και γέλια. Άφησα τη τσάντα μου και μπήκα στο δωμάτιο. Ο Αποστόλης καθόταν στο κρεβάτι, στηριγμένος στον τοίχο με τις φωτογραφίες, στο άλλο κρεβάτι απέναντι του, ένας φίλος του που πάντα αντιπαθούσα, με πεταχτά δόντια, μόνιμο κοροϊδευτικό γέλιο και το όνομα Ηρακλής.
Δίπλα στο φίλο καθόταν μια νέα κοπέλα είκοσι περίπου χρονών, με έντονα βαμμένα τα χείλη και κοκκινάδι στα μάγουλα, φορούσε μπότες που περισσότερα κάλυπταν από το φόρεμα και χαμογελούσε μόνιμα με τη γλώσσα να θέλει να βγει, ανάμεσα στα δόντια.
Μόλις με είδαν, στράφηκαν στο μέρος μου, ο Αποστόλης ανασηκώθηκε από τον τοίχο.
―Ορέ, πως έγινες έτσι, σα γίδι σε κουρέψανε. Έλα δω, έλα δω. Πήγα κοντά του.
―Εδώ γιατί δε σε κούρεψε είπε και έπιασε το τσουλούφι μου.
―Γιατί δεν είναι ‘νταξει, ρώτησα, με το κεφάλι σκυμμένο.
―Πολύ ωραία είναι, είπε η κοπέλα, σήκωσα το κεφάλι.
―Τι του λες, ρε Ζωή, κι εσύ, είναι ωραία αυτή η τούφα.
―Την άφησε για να κουρνιάζουν οι ψείρες, είπε ο Ηρακλής και τραντάχτηκε στα γέλια.
―Γιατί, μωρέ, μια, χαρά είναι, μόνο θέλει λίγο κόψιμο εδώ είπε αυτή κι έπιασε το τσουλούφι μου.
―Άστε το παιδί κάτω, ρε, έτσι θέλει, έτσι κουρεύτηκε, κουμάντο στο κεφάλι σας, είπε ο Ηρακλής, αλλά ήξερα ότι δεν το 'λεγε για καλό και συνέχισε, θα βγάλεις τη τσουτσούνα έξω να πάρεις τάλιρο.
Το συνήθιζε κάθε φορά σχεδόν που 'ρχόταν στο σπίτι να μου κάνει αυτή την πρόταση κι όταν είχε χρόνο και υπομονή αυτός και τίποτα καλύτερο εγώ, αυτός γελούσε κι εγώ έπαιρνα το τάλιρο. Σήμερα όμως όλα τα άλλαζε η παρουσία της Ζωής. Με σκυμμένο το κεφάλι την έβλεπα που χαμογελούσε κι έπαιζε τη γλώσσα ανάμεσα στα χείλη. Το φόρεμά της ανασηκωμένο άφηνε τα μπούτια της ξέχειλα να παίζουν με το μυαλό μου και τα βυζιά της μεγάλα βάραιναν το κορμί της και το δικό μου. Το κοκκινάδι στα μάγουλα αφύσικα πολύ, χρωμάτιζαν κάθε μικρή σκέψη μου.
―Τι θα γίνει, ρε, θα τη βγάλεις; φώναξε ο Ηρακλής, ανασήκωσα τα φρύδια αρνούμενος και με τα μάτια έδειχνα τη Ζωή. Ήθελα να επιμείνει, αυτός θεώρησε ότι έπρεπε ν' ανεβάσει την προσφορά και είπε,
―Επειδή είναι η Ζωή μπροστά δεκάρικο.
―Μάγκα, δεκαρικάκι πάρτου το, σιγοντάρισε ο Αποστόλης.
Το μάγκα του Αποστόλη, τίναξε την μιζέρια, που με βάραινε τόση ώρα την έκανε ορμή και θράσος που συνήθως δεν είχα, σηκώθηκα αποφασισμένος.
Οι δυο άρχισαν τα γέλια και τις προτροπές, η Ζωή κοίταζε πότε τον ένα, πότε τον άλλο και χαμογελούσε. Δεν ντρεπόμουν πια να την κοιτάζω στα μάτια, αλλά αυτή κοίταζε αλλού και ψαχούλευα με το βλέμμα κάθε γυμνό σημείο του κορμιού της ταξίδευα πάνω του μέσα του και το μυαλό μου έπαιζε παιχνίδια που δεν τα 'ξερε, παιχνίδια που ούτε καν νοιαζόταν ακόμα να γνωρίσει. Είχα τυλιχτεί στο κοκκινάδι της και έπιανα τις άκρες του, τις έδενα πάνω μου, να μην μπορώ να βγω. Ένιωθα να 'χω κοκκινίσει, από το θράσος και την ορμή. Όχι μόνο δεν ντρεπόμουν, αλλά είχα γονατίσει από την επιθυμία να τη χαϊδέψω με το βλέμμα μου και να χαϊδευτώ από το δικό της. Ο σαματάς που δημιουργούσαν οι άλλοι ήταν πέρα από τις αισθήσεις μου, μουτζούρα δίπλα στο κοκκινάδι της, αράχνη ανάμεσα στις επιθυμίες μου. Σήμερα τ' άλλαζε όλα η παρουσία της Ζωής. Στην αρχή τα μούδιαζε, τα έκανε να τραυλίζουν και τώρα τα αποθράσυνε. Τα προκλητικά ρούχα, άφηναν τα γυμνά κομμάτια του κορμιού της να μεθούν το μυαλό μου και να το ταξιδεύουν σε δαιδάλους που δεν είχα ποτέ μπει. Σπρώχτηκε η σκαλωμένη επιθυμία και κατρακύλησε ανεξέλεγκτη, σε βάραθρο που δεν είχε υποψιαστεί πως υπάρχει.
Έμεινα με το δεκάρικο στο χέρι και σκυμμένο το κεφάλι. Βγήκα από το δωμάτιο, τριγύρισα για λίγο στο υπόλοιπο άδειο σπίτι, έριχνα το δεκάρικο από τη μια χούφτα στην άλλη μαντεύοντας τις όψεις του. Βγήκα στην αυλή, είχε αρχίσει να σουρουπώνει, η ασβεστωμένη αυλή είχε πάρει στο λευκό της μια σταλιά κόκκινο, τόσο που ήταν αρκετό να είναι αλλαγμένη και μαζί να μένει η ίδια.
Ο Σεραφίνο ήταν το φάρμακο για όλα τα δεινά μου. Βρήκα το σημείο που ο Σεραφίνο ετοιμαζόταν να σκίσει τον οδηγό του κλέφτη. Μα τον πρόλαβε ο φίλος του και του είπε ότι στάθηκε άτυχος και καλό είναι να κάνει άλλη μια προσπάθεια με το δεύτερο μάθημα. Ο φίλος του Σεραφίνο απομακρύνθηκε και έμεινε ο πεινασμένος ήρωας μας να μελετά το δεύτερο μάθημα με τίτλο «Πώς να κλέψετε, χωρίς κόπο ένα ωραίο φαγητό».
―Καταπληκτικό, θαυμάσιο, αναφώνησε ο Σεραφίνο, αυτό είναι το μάθημά μου. Λοιπόν, συμπέρανε πρέπει πρώτα να προμηθευτώ ένα καλάμι ψαρέματος.
Στην επόμενη βινιέτα βλέπουμε τον Σεραφίνο με ένα καλάμι ψαρέματος να πλησιάζει ένα σπίτι.
―Αυτή τη φορά θα έχω επιτυχία. Στην αυλή του σπιτιού δυο κύριοι μεγάλης ηλικίας ετοιμάζονται να φάνε. Ο ένας λέει στον υπηρέτη.
―Σερβίρισε μας Ευλάβιε.
―Μάλιστα, κύριε κόμη, απαντά εκείνος, ορίστε το ψητό.
―Ψητό είπες; Σκέφτηκε ο Σεραφίνο, μα αυτό είναι η αδυναμία μου, ένα μόνο ρίξιμο και θα γίνει δικό μου, λέει, και ρίχνει το αγκίστρι του. Τα κατάφερε ο Σεραφίνο πήρε το ψητό και το μασούλησε στο πι και φι.
―Ωραία πήγε το δεύτερο μάθημα είπε, νόστιμο το ψητό, αλλά καλό είναι να τσιμπήσουμε και κάτι άλλο. Καθώς ρίχνει το αγκίστρι του ο Σεραφίνο νιώθει ότι κάτι μεγάλο έχει πιάσει και χαίρεται.
―Μου φαίνεται ότι έπιασα κάτι καλό, είπε και τραβά με δύναμη, αλλά είχε αγκιστρώσει το μπουλντόγκ του σπιτιού, το οποίο εξαγριωμένο τον πήρε στο κυνήγι. Λίγη ώρα αργότερα στο γνωστό παγκάκι βλέπουμε τον ταλαίπωρο Σεραφίνο με μπαταρισμένο το πόδι, σπασμένο το αριστερό χέρι και το πρόσωπα γεμάτο τσιρότα να ετοιμάζεται να σκίσει τον περιβόητο οδηγό.
―Όχι μη Σεραφίνο, τον προλαβαίνει ο φίλος του, που του δάνεισε τον οδηγό. Τον πλησιάζει ο φίλος κι αυτός πολυτραυματίας και στα κακά του χάλια.
―Μα και συ τα χάλια σου έχεις, τότε γιατί δεν με αφήνεις να σκίσω αυτόν τον καταραμένο οδηγό; Ρωτά όλο απορία ο Σεραφίνο.
―Απλούστατα, γιατί θέλω να τον σκίσω εγώ ο ίδιος, απαντά ο φίλος του Σεραφίνο. Παίρνει το βιβλίο και το κάνει κομμάτια. Κάτω δεξιά όπως στον κινηματογράφο φάνηκε η λέξη ΤΕΛΟΣ. Έμεινα κάπως μετέωρος, είχα τα δικά μου, είχα τις ονειρώξεις μου, είχα και τις αποτυχίες του Σεραφίνο…
Άκουσα την πόρτα να κλείνει. Οι φωνές και τα γέλια απομακρύνθηκαν. Μπήκα πάλι στο δωμάτιο είχε μείνει το έντονο άρωμα του θράσους, της γύμνιας και του πρόστυχου ν’ αλείβει τους τοίχους και ν' ανακατώνεται με τον αέρα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και το δεκάρικο στη κοιλιά, ν’ ανεβοκατεβαίνει με την ανάσα μου. Φύσηξε κι ένα αεράκι φρέσκο, παγωμένο σκορπίστηκε στο δωμάτιο, το δεκάρικο κατέβηκε χαμηλά στη προσπάθεια να ρουφήξω όσο περισσότερο οξυγόνο μπορούσα. Μαζί με τον αέρα ρούφηξα την εικόνα της όμορφης 35άρας, που ήρθε να καθαρίσει τη ψυχή μου από το λίπος και τη γλίτσα του χυδαίου. Ένιωσα να ξαλαφρώνω, να μερώνω. Δεν μπορούσα να βγάλω άκρη, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω γιατί τα πόδια μέσα από τη ρόμπα της μιας, έτριβαν το μυαλό μου τρυφερά και τα πόδια της άλλης πάνω από τις μπότες της, ακόμα πιο γυμνά, το τρυπούσαν. Έμενε ακίνητο κι ανήμπορο το μυαλό μου να ξεκαθαρίσει, γιατί όταν σκεφτόταν το χαμόγελο της Ζωής, που έπαιζε με τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια, σβαρνιζόταν το στομάχι μου και όταν σκεφτόταν το χαμόγελο της 35άρας αγκαλιαζόταν με το απέραντο και τη γαλήνη. Έμενε ακίνητο το μυαλό, με την ελπίδα που μ' έτρεφε, για όλα τα πράγματα που δεν μπορούσα να ξεκοκαλίσω. Με τα χρόνια σκεφτόμουν θα τα μάθω, όπως τα ξέρουν όλοι οι μεγάλοι κι έτρεξαν τα χρόνια και το δεκάρικο ανεβοκατεβαίνει με την ανάσα μου χωρίς να 'χω καταλάβει περισσότερα.
Ο κυρ-Μήτσος ξεφύλλιζε τον Κήρυκα, μόλις κάθισα στην καρέκλα είδα στον καθρέφτη ένα μικρό χαμόγελο ειρωνείας και ικανοποίησης στο πρόσωπο του. Του είπα ότι ο πατέρας μου ήθελε να κόψει το τσουλούφι λίγο ακόμα. Θυμόμουν ακριβώς που είχε βάλει το χέρι η Ζωή και του το έδειξα. Στο καθρέφτη μετά την πρώτη ψαλιδιά είδα το τσουλούφι στο γνώριμο μήκος του, κάθε φορά που 'φευγα από το κουρείο. Δεν με ένοιαξε, γύριζα στο σπίτι χωρίς ούτε μια φορά να βάλω το χέρι στο τσουλούφι, την ψυχή μου την ένιωθα πιο «κουρεμπάτσα» από το κεφάλι μου.