Οι πατατοφάγοι

Βικέντιος Βαν Γκογκ, προσχέδιο για τους «Πατατοφάγος», 1885 (Ιδιωτική συλλογή)
Βικέντιος Βαν Γκογκ, προσχέδιο για τους «Πατατοφάγος», 1885 (Ιδιωτική συλλογή)



Είχα βρεθεί στο Άμστερνταμ για να λύσω μία ερωτική ιστορία. Έκανε δυνατή ζέστη κι αναζητούσα λίγη σκιά, λίγη δροσιά. Σκέφτηκα ότι στα μουσεία υπάρχουν ιδανικές συνθήκες για τους πίνακες. Γιατί όχι και για τους ανθρώπους; Μπήκα στο μουσείο Βαν Γκογκ κι άρχισα να περιπλανιέμαι ανάμεσα στους πίνακες. Η διάθεσή μου είχε βελτιωθεί, η ατμόσφαιρα ήταν εξαιρετική κι είχα την επιθυμία να παραμείνω εκεί για όσο χρόνο περισσότερο μπορούσα. Καθώς περιφερόμουν ανάμεσα στις σκεπτομορφές του μεγάλου ζωγράφου, οι «Πατατοφάγοι» με μαγνήτισαν· το τραπέζι, τ’ αποκαμωμένα πρόσωπα, οι πατάτες, κυρίως αυτές, μέσα στη γαβάθα. Άρχισαν να τρέχουν τα σάλια μου. Πότε έφαγες για τελευταία φορά; Θα ήθελα να είμαι ανάμεσά τους. Και κυρίως δίπλα σ’ αυτόν που προσφέρει μία αχνιστή πατάτα στη σύντροφό του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άπλωσα το χέρι μου, άρπαξα την πατάτα και την έχωσα στο στόμα μου έτσι όπως ήταν, με τις φλούδες. Το βλέμμα του ταλαιπωρημένου αγρότη, μετά την πρώτη έκπληξη, έγινε βλοσυρό. Καρφώθηκε στο δικό μου, ενώ στ’ αυτιά μου έφτανε ένας ψίθυρος επιτιμητικός, σαν θυμωμένη ψυχή· «τι λιμάρης άνθρωπος που είσαι· χειρότερος από τον Ζόμερ. Στο ίδιο άσυλο ήσασταν;» Δεν είχα προλάβει να σκουπίσω τα σάλια μου που ξέφευγαν από το μπουκωμένο στόμα μου κι έβρεχαν το εξώφυλλο του βιβλίου του Φάλαντα Ο πότης που αναπαυόταν στα γόνατά μου.