Τον όρο «δομή» μπορούμε να τον αντιληφθούμε με πιο στενή ή πιο διευρυμένη έννοια. Το σημαντικό είναι να μη συγχέουμε τη «δομή» με τον «κανόνα» ή τον «τύπο». Ο πρώτος όρος σημαίνει, σε χονδρικές γραμμές, τον εντοπισμό κάποιων καίριων διαφορών που επιτρέπουν την πλαισίωση μιας συγκεκριμένης θεματικής. Πέρα από μια αυστηρή δομική θεωρία, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «δομή» ως ερμηνευτικό εργαλείο ιδίως στο χώρο της αισθητικής και, μάλιστα, στο χώρο του ηθικο-αισθητικού. Αυτός ο τελευταίος έχει ειδικότερα προσδιορισθεί από τον Δανό φιλόσοφο Σέρεν Κίρκεγκααρντ σε σχέση με τη λογοτεχνική μορφή του Δον Ζουάν στον Μότσαρτ. Σε αυτόν τον τελευταίο, ο Κίρκεγκααρντ διακρίνει ταυτόχρονα την αισθαντικότητα και την αποστροφή για την αισθαντικότητα. Υπό αυτή την έννοια, της έντασης του στοιχείου της διαφορικότητας, η ηθικο-αισθητική σφαίρα μπορεί να θεωρηθεί όχι ως περιεχόμενο αλλά ως δομή. Αν κάτι ισχύει για τα μεγάλα έργα πολιτισμικής κατασκευής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ισχύει και για τις πιο περιφερειακές παραγωγές, όπως αυτές που ανήκουν στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας και, ακόμη πιο συγκεκριμένα, στο υπο-είδος του whodunit («ποιος το έκανε») στο οποίο έλαμψαν οι μεγάλες κυρίες του βρετανικού αστυνομικού μυθιστορήματος, η Αγκάθα Κρίστι, Η Νγκάιο Μαρς, η Ντόροθι Σάγιερς και η Μάρτζερι Άλινγκχαμ. Σε αυτήν την τελευταία ανήκει το μυθιστόρημα, Φόνος στη Μικρή Βενετία (Death of a Ghost [1934], μτφρ. Βασιλική Πατίκα, επιμ. Νικόλας Βρασσάς, Πεδίο 2023) το οποίο θα αναλύσουμε παρακάτω ως ενδεικτικό της ηθικο-αισθητικής δόμησης στην αστυνομική λογοτεχνία.
Θα ξεκινήσουμε με το πρόσωπο του δολοφόνου το οποίο είναι καίριας σημασίας για την εκδίπλωση της αστυνομικής πλοκής. Αυτός δεν είναι απλά ένας φονιάς αλλά αντίθετα ένα άτομο υψηλών προδιαγραφών. Η Άλινγκχαμ προσδιορίζει την κοινωνικά σημαντική σφαίρα μέσα στην οποία εγκληματεί ο δολοφόνος του έργου της: «στην Αγγλία σημειώνονται κατά μέσο όρο πενήντα φόνοι το έτος. Η πλειονότητα αυτών έχουν απλοϊκή και αχρεία φύση και η συνολική νοημοσύνη όσων παρευρίσκονται στην ανακάλυψή τους είναι κατά κανόνα κάτι λιγότερο από υποτυπώδης. Αλλά εδώ (…) την ώρα του εγκλήματος είχε συγκεντρωθεί μια ομάδα αξιόλογων ανθρώπων σε διάφορους βαθμούς, η πλειονότητα των οποίων προέρχονταν από επιτυχημένες επαγγελματικές τάξεις» (σ. 57). Στον υψηλό κοινωνικό αυτό χώρο, ο δολοφόνος πρέπει να είναι πνευματικά αντάξιός του και το μυαλό του να είναι «περίπλοκο, εύστοχο, απρόσμενα δραστήριο και επιδέξιο (…) ο Κάμπιον [ο ντετέκτιβ] σκέφτηκε ότι ήταν μια άκρως συναρπαστική προσωπικότητα» (σ. 119). Ο δολοφόνος είναι «πολύ έξυπνος, αλλά δεν είναι καλός» (σ. 123) και χαρακτηρίζεται από «ανυπόφορη υπεροψία» (σ. 170). Ο δολοφόνος είναι «κύριος της στιγμής» και διασκεδάζει το έγκλημά του. Νιώθει «πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και θα πρέπει να πίστευε πως ήταν απόλυτα ασφαλής» (σ. 171). Όλα αυτά υποδεικνύουν «ένα πρόβλημα στον μηχανισμό της ψυχής του» (σ. 234), ενώ «η εφευρετικότητα φαίνεται να είναι η ιδιότητα» του δολοφόνου (σ. 237). Πολύ πιθανόν είναι τρελός (σ. 257). (…) «Χθες ήταν ιδιοφυία (…) και σήμερα είναι τρελός. Δεν υπάρχει τεράστια διαφορά, έτσι δεν είναι;», ρωτάει ο αστυνομικός επιθεωρητής που έχει αναλάβει την υπόθεση (σ. 291-2).
Μπροστά σε αυτή την παρανοϊκή αποτελεσματικότητα, αναπτύσσεται μια ιδιάζουσα μέθοδος. Ο ντετέκτιβ είναι «κάτι σαν βουντού» (σ. 69). Απέναντι στη σιγουριά και την υπεροψία του δολοφόνου, ο ντετέκτιβ ήρωας της Άλινγκχαμ, ο Άλμπερτ Κάμπιον, «είχε τη σύνεση να μελετάει τους άλλους χωρίς να θεωρεί τον εαυτό του γνώστη της ανθρωπότητας» (σ. 109). Πρόκειται, σχεδόν, για μια σωκρατική αρετή, για έναν έλεγχο των άλλων που διενεργείται παράλληλα με έναν αυτό-έλεγχο. Η προσέγγιση του ντετέκτιβ δεν περιορίζεται σε συνειδητές μεθόδους αλλά επικαλείται τη μνήμη και τον γενικότερο αντιληπτικό μηχανισμό, συνειδητό και ασυνείδητο. Έτσι, διαβάζουμε σχετικά με ένα στοιχείο: «ήταν κάτι που είχε συμβεί τα τελευταία λεπτά, κάτι που το ασυνείδητο μυαλό του είχε συλλάβει και προσπαθούσε να του δείξει» (σ. 115). Η πρόοδος προς την επίλυση του προβλήματος «ποιος είναι ο δολοφόνος;» ενέχει μια γενικότερη ανησυχία. Έτσι, ο Κάμπιον «ένιωθε ότι βρισκόταν στα πρόθυρα μιας πολύ ξαφνικής και σημαντικής ιδέας» (σ. 124). Το αντιληπτικό έδαφος της μεθόδου του ντετέκτιβ είναι η παρατηρητικότητα που τον οδηγεί στην κατανόηση της μεθόδου του δολοφόνου: «αυτό που είχε παρατηρήσει (…) ήταν μια αλάθητη οικογενειακή ομοιότητα» ανάμεσα σε δυο συμπεριφορές (…) ένα δεύτερο επίπεδο επιδεξιότητας (…) ένα διπλά ευρηματικό ψέμα» που κάνει μια «αλήθεια τρομερή» (σ. 125).
Τι γίνεται, όμως, με τους επίσημους θεσμούς που έχουν αναλάβει την επίλυση των εγκληματικών υποθέσεων; «Η αστυνομία είναι πολύ αδιάφορη» (σ. 138), κάτι που υπονοεί ότι η αναζήτηση της αλήθειας είναι διάφορη της μεθόδου. Φυσικά, μπορεί κανείς να αναφερθεί σε «ένα παράδειγμα προμελετημένου εγκλήματος, το οποίο σχεδόν πάντα ο αστυνομικός μηχανισμός χειριζόταν σωστά» (σ. 151). Να θυμίσουμε, ωστόσο, ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση κοινού και, άρα, λαϊκού εγκλήματος (νατουραλισμός). Μπροστά σε μια υπόθεση υψηλού εγκλήματος, όπως αυτή που αφηγείται η Άλινγκχαμ, οι συνήθεις αστυνομικοί τρόποι δεν είναι τόσο γόνιμοι. Έτσι, η συγγραφέας γράφει ότι «στην αισιοδοξία του επιθεωρητή κρυβόταν ένα ίχνος βιαιότητας και καθώς κάθε συνηθισμένη οδός έρευνας αποδεικνυόταν άγονη με τη σειρά της, η έκφραση πηγαίας αυτοπεποίθησης έγινε πιο βλοσυρή και λιγότερο πειστική» (σ. 152). Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει ο ντετέκτιβ είναι διαφορετικός, δηλαδή να κάνει εικασίες σαν ερασιτέχνης (σ. 167). Ο ντετέκτιβ, παρ’ όλ’ αυτά, φτάνει σε ένα συμπέρασμα. Αλλά, πως το κατορθώνει; «Δεν έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα με την πρέπουσα διαδικασία της ήρεμης, λογικής επαγωγής, ούτε με την εκτυφλωτική αναλαμπή της ένδοξης διαίσθησης, αλλά με την πρόχειρη, ακατάσταστη διαδικασία. Κάπου ανάμεσα σε αυτές τις δυο συνήθως κάποιος καταφέρνει να μάθει πως έχουν τα πράγματα» (σ. 169). Η ερευνητική του μέθοδος, λοιπόν, κινείται ανάμεσα στην επαγωγή και τη διαίσθηση ενώ διακρίνεται ισχυρά από τη γεγονικότητα. «Για τους [αστυνομικούς] λειτουργούς τα γεγονότα είναι γεγονότα και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται» (σ. 178), ενώ ο ντετέκτιβ μένει «εκτεθειμένος (…) για άτακτη φαντασία». Για αυτόν τον τελευταίο, ωστόσο, «δεν υπάρχει τίποτε πιο παραπλανητικό από τα γεγονότα» (σ. 187). Η γενική οδηγία της μεθοδολογίας του ντετέκτιβ θα ήταν: «μην έχετε υπερβολική πίστη στους ειδικούς. Είναι απλώς άνθρωποι» (σ. 229).