Η Κόκκινη γραμμή είναι η δέκατη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ρηνιώτη. Η πρώτη ποιητική συλλογή της δημοσιεύτηκε το 1986, συμπληρώνει επομένως 37 έτη συνεχούς ποιητικής παρουσίας. Οι πρώτες ποιητικές συλλογές Νυχτερινή Ομολογία (1986), Των ανέμων και της θύελλας (1988), Πορφυρός αιώνας (1990), Εξόριστο φως (1995), Η κυρά των άστρων (1997)) αντιστοιχούν σε μια πρώιμη φάση, με ποιήματα λυρικά και ρομαντικά. Από τη Μέθη των μύθων (2000) και εξής αρχίζει να διαμορφώνει την προσωπική ποιητική της φωνή. O εξομολογητικός τόνος, η υπαρξιακή αναζήτηση, ο κοινωνικός προβληματισμός είναι στοιχεία που εντοπίζονται στη Μέθη των μύθων, βρίσκουν όμως μια δραστικότερη έκφραση από το 2008 και εξής, όταν δημοσιεύει την Ανθοφορία της σιωπής, με την οποία εισέρχεται σε μια δεύτερη ώριμη φάση. Ακολουθούν ο Ίλιγγος (2011) και η βραβευμένη από την Ακαδημία συλλογή Μια βόλτα μόνο (2016). Ο λόγος της σε αυτή τη δεύτερη φάση γίνεται λιτός και υπαινικτικός. Το βιωματικό στοιχείο εκφράζεται με έναν περισσότερο αφαιρετικό, δραματικό και ανατρεπτικό τρόπο. Ο λυρισμός υποχωρεί και τη θέση του παίρνει μια στοχαστική και αυτοκριτική διάθεση. Η ειρωνεία, η αντίληψη της ζωής ως φάρσα, η γυναικεία χειραφέτηση γίνονται μέρος της ποιητικής της έμπνευσης τοποθετώντας το έργο της σε ένα ευρύτερα μετανεωτερικό και σύγχρονο πλαίσιο.
Στην Κόκκινη γραμμή η Ειρήνη Ρηνιώτη «επιμηκυνόμενη διαρκώς» μας δίνει μερικά από τα καλύτερα ποιήματά της, διευρύνοντας τη θεματική της μέσα από την κοινωνική παρατήρηση, τον έμφυλο λόγο, τη σεξουαλικότητα και την έμπνευση από την επικαιρότητα, όπως η πανδημία ή τα φαινόμενα βίας κατά των γυναικών. Πρόκειται για 26 ποιήματα που με υπαινικτικό τρόπο φέρνουν στο προσκήνιο τον φόβο, τη ζηλοτυπία, την αποξένωση, την υποκρισία, την αυτοκτονία, αλλά κυρίως τον αγώνα του ατόμου να θέσει όρια για να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του.
Ένα από τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής έχει τον τίτλο «Συζυγία» που σχολιάζει την ενδοοικογενειακή βία μέσα από τη χρήση του μυθικού και παραμυθιακού στοιχείου. Σε αυτό το ποίημα ένας άντρας ερωτεύεται «μια υδρόβιο γυναίκα βυθού», «ένα αμφίβιο πλάσμα», δηλαδή μια γοργόνα. Τη βγάζει στη στεριά για να φέρει στον κόσμο τους γιους του, ωστόσο η ομορφιά της ή ίσως η ετερογένειά της ελκύει τα μάτια των αντρών και ξυπνά τη ζηλοτυπία:
Η ζήλια μαύρο φίδι που τον έζωσε, ώσπου μια μέρα πήρε ένα μαχαίρι και την έκοψε στα δύο. Πέταξε στη θάλασσα το ψαρίσιο σώμα της, αυτό που όργωσε μυριάδες φορές για να εκτονώσει την έξαψή του, και κράτησε μονάχα το στήθος της για να βυζαίνει τη συμφορά. (41)
Η γυναίκα-αμφίβιο πλάσμα μένει ακρωτηριασμένη σε αναπηρικό καροτσάκι να κοιτά από το παράθυρο το πέλαγο:
Αν περάσεις απ’ τα μέρη τους, θα δεις τη γυναίκα καρφωμένη στο κάδρο του παράθυρου, να ψάχνει το πέλαγο στον πνιγμένο με αυτοκίνητα δρόμο.
Το αναπηρικό καροτσάκι δεν φαίνεται. Μόνο στο βλέμμα της βρυχάται η τρικυμία. (41)
Στο παραπάνω πεζόμορφο ποίημα η γυναικεία μορφή παρουσιάζεται εξωπραγματική, μυθική, χωρίς ατομική βούληση ή δική της φωνή. Προσδιορίζεται ως ερωμένη και μητέρα, πλήρως υποταγμένη στην εξουσία και τη βίαιη συμπεριφορά του ζηλότυπου συζύγου. Τραυματισμένη και έχοντας χάσει τη σωματική της ακεραιότητα, μετατρέπεται σ’ ένα αντικείμενο καρφωμένο στο παράθυρο που αδυνατεί να μιλήσει. Απομένει μόνο ένα βλέμμα που αναζητά τη διαφυγή και την ελευθερία, καθώς μέσα σε αυτό ηχεί θρηνητικά ή και απειλητικά («βρυχάται») η τρικυμία. Την προσπάθεια να εκφράσει η γυναίκα τον δικό της λόγο βρίσκουμε και στο ποίημα «Διάλογος» που θα μπορούσε να διαβαστεί παράλληλα με το ποίημα «Συζυγία», καθώς η γυναικεία μορφή παρουσιάζεται απελπισμένη από τον σωματικό πόνο που της προκαλεί η πραγματικότητα και αδυνατώντας να συνομιλήσει, εφόσον κανείς δεν την ακούει, αυτοκτονεί δηλώνοντας στο σημείωμά της, με καρυωτακικούς στίχους, πως η θάλασσα είναι η μόνη της αγάπη:
Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου. Ποια βήματά μου; Η ισορροπία έχει πλέον χαθεί. […] Σβήνει η φωνή μου. Σε ποιον μιλώ, αφού κανείς δεν ακούει;
Την επομένη, πλάι στο πτώμα της γυναίκας, βρέθηκε ένα σημείωμα «Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη ενός ιδανικού. Και τ’όνομά της είναι ένα θαυμαστικό. Το αποτύπωμα μιας σφαίρας στον κρόταφο ή ένα κομμάτι μέταλλο σφηνωμένο στο στήθος». («Διάλογος», σ. 35)
Στην ίδια περίπου θεματική κινείται και το ποίημα «Χρονικό», το οποίο αντλεί την έμπνευσή του από τη ζωή και την αυτοκτονία της ποιήτριας Σίλβιας Πλαθ, εστιάζοντας στη στιγμή που αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή της:
Τα χέρια της φτεροκοπούν ετοιμάζοντας το πρωινό στην κουζίνα, λίγο προτού ξυπνήσει τα παιδιά αγγίζοντας με τα ματοτσίνορα τα βλέφαρά τους. [….]
Το δωμάτιο γεμίζει ασφόδελους που μαρτυρούν εγκατάλειψη. ένας για κάθε απειλή την ώρα που η λέαινα ανοίγει το γκάζι και βάζει το κεφάλι της στον φούρνο, ανασηκώνοντας το πέλμα για να διανύσει μέσα σε μια στιγμή την απόσταση μυριάδων χιλιομέτρων. (72)
Η τραυματισμένη από την εγκατάλειψη και τις απειλές γυναικεία μορφή, αποχαιρετά με τρυφερότητα και αγωνία τα παιδιά της, καθώς τα «χέρια της φτεροκοπούν» πριν πάρει την τελική απόφαση που θα την απελευθερώσει και θα τη βοηθήσει «να διανύσει μέσα σε μια στιγμή την απόσταση μυριάδων χιλιομέτρων». Η Σίλβια Πλαθ υπήρξε μια από τις πρώτες ποιήτριες που υποστήριξαν τα δικαιώματα και την ελευθερία των γυναικών, καθώς και την ισότητά τους απέναντι στο άλλο φύλο. Έτσι, στο ποίημα αυτό, όπως και στα προηγούμενα, προβάλλεται η διαμαρτυρία για τη γυναικεία καταπίεση και η διεκδίκηση της ελευθερίας της.
Την αποξένωση, το κενό και την απώλεια αισθημάτων στη συζυγική ζωή σχολιάζει το ποίημα «Αδιέξοδο» (40). Η ηρωίδα φαίνεται να ταυτίζεται με την πρωταγωνίστρια της ταινίας Σημασία έχει ν’αγαπάς που αδυνατεί ν’αγαπήσει τον πετυχημένο επαγγελματικά σύζυγό της και ερωτεύεται έναν άντρα του υποκόσμου. Ανακαλύπτει έτσι τον ερωτισμό απορρίπτοντας την ταξική υπεροχή του συζύγου της. Στο ποίημα «Ανάφλεξη» (26) απεικονίζεται μια γυναίκα με «ολόλευκα μαλλιά» και «παραλογισμένο βλέμμα» να γίνεται «παρανάλωμα μπρος στα έκπληκτα μάτια του νεαρού που κρατά την αντλία» σε ένα βενζινάδικο. Τη στιγμή της ανάφλεξης το ροζ νυχτικό της «βάφεται κόκκινο», παραπέμποντας σε μια στιγμή συναισθηματικής έξαψης ή και ερωτικής ενηλικίωσης, καθώς το παιδικό «ροζ» γίνεται φλογερό «κόκκινο».
Την κρίση του υποκειμένου που κυριαρχεί στη σύγχρονη εποχή ρευστοποιώντας ή ακυρώνοντας τη διαφορά ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη (είναι το ίδιο να σκοτώνεις και να σκοτώνεσαι) σχολιάζει το ποίημα «Ιστορία» (12). Σε αυτό γίνεται αναφορά στην απροβλημάτιστη εναλλαγή των ρόλων, καθώς τα παιδιά μαθαίνουν άλλοτε να είναι ο λύκος και άλλοτε η κοκκινοσκουφίτσα. Στον τοίχο του σπιτιού τα βλέπουν όλα κρεμασμένα: «τον κόκκινο σκούφο του κοριτσιού, τη νυχτικιά της γιαγιάς, τη μουσούδα του λύκου και το ψαλίδι του κυνηγού». Έτσι, εθίζονται στην υποκριτική και υποδύονται «τακτικά και εναλλάξ τα πρόσωπα της ιστορίας, πότε καταπίνοντας και πότε ελευθερώνοντας ο ένας τον άλλον».
Εικόνες από τη σύγχρονη εποχή βρίσκουμε στο ποίημα «Bergamo», το οποίο αναφέρεται στην πόλη της Ιταλίας, όπου ο τρόμος της πανδημίας του Covid-19 ξεκίνησε:
Παρατημένα στρατιωτικά οχήματα, με τα φανάρια αναμμένα -δυο μάτια στυλωμένα στο κενό-, στοιβάζουν σάκους με σωρούς, αναζητώντας μια κρύπτη για τον ανεπεξέργαστο πόνο. Αλίμονο, το αβίωτο πένθος. Ο ανέκφραστος θρήνος και ο φόβος παρασύρουν αδιακρίτως νεκρούς και ζωντανούς, ενώ η Αντιγόνη των καιρών καταδικάζεται για απραξία, εκτίοντας αενάως την ποινή μιας διαχρονικής τραγωδίας. (38)
Σε αυτή την περίοδο της παγκόσμιας κρίσης που δημιουργεί η πανδημία, ο ρόλος της Αντιγόνης του Σοφοκλή αντιστρέφεται, καταδικάζεται για απραξία μπροστά στα άταφα ουσιαστικά σώματα των νεκρών ανθρώπων. Μπροστά σε μια ατελείωτη τραγωδία, ο θεϊκός νόμος αδυνατεί να εφαρμοστεί για την ταφή τόσων χιλιάδων νεκρών και η σύγχρονη Αντιγόνη παρουσιάζεται αμήχανη με «δυο μάτια στυλωμένα στο κενό» αδυνατώντας να αντιδράσει και να εκτελέσει το ηθικό της χρέος. Τα ανθρώπινα δικαιώματα της έκφρασης του θρήνου, της τιμητικής ταφής και του βιωμένου πένθους χάνονται μέσα σε στοιβαγμένους σάκους και σωρούς. Η ζωή εκτίθεται στον θάνατο και χάνεται ο ανθρώπινος χαρακτήρας, κυριαρχεί το κενό και ο φόβος σε μια μεταανθρώπινη συνθήκη που παρασύρει «αδιακρίτως νεκρούς και ζωντανούς».
Συνοψίζοντας, με αυτή την ποιητική συλλογή η Ειρήνη Ρηνιώτη σχολιάζει τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και τη διάσταση ανάμεσα στην εξουσία και την επιθυμία. Οι αναφορές της στη γυναικεία ταυτότητα τη συνδέουν με την τάση της σύγχρονης ποίησης που επικεντρώνεται στην έμφυλη συνείδηση, συνεχίζοντας ουσιαστικά την παράδοση των ποιητριών της γενιάς του 1970.*
Τελικά, η Κόκκινη γραμμή είναι το όριο που θέτει το καταπιεσμένο ή περιθωριοποιημένο άτομο για να διατηρήσει ή να ξανακερδίσει την αξιοπρέπειά του. Είναι η στιγμή που η γυναικεία συνείδηση καταφέρνει να αποκτήσει φωνή και να θέσει τη δική της «κόκκινη γραμμή», απέναντι σε όσους της στερούν την αυτενέργειά της και την ατομική της ελευθερία.
* Για αυτή τη σύνδεση της σύγχρονης γυναικείας ποίησης με την παράδοση των ποιητριών της Γενιάς του 1970 αλλά και ευρύτερα για τα κοινά χαρακτηριστικά της σύγχρονης ποίησης, βλ. τον Πρόλογο του Ευριπίδη Γαραντούδη και της Σοφίας Κολοτούρου στην Ανθολογία νέας ελληνικής ποίησης, εκδ. Βακχικόν, 2022, ο οποίος διατίθεται ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: https://www.youngpoets.eu/anthologia-neas-ellhnikhs-poihshs/. Η έντυπη μορφή: «Νέοι Έλληνες ποιητές και ποιήτριες στις αρχές του 21ου αιώνα», Ανθολογία νέας ελληνικής ποίησης, Ανθολόγηση - Πρόλογος Ευριπίδης Γαραντούδης, Σοφία Κολοτούρου, Εκδόσεις Βακχικόν 2022, σ. 7-28. Επίσης, για την έμφαση της σύγχρονης ποίησης στο φύλο, βλ. Βαρβάρα Ρούσσου, «Το φύλο στο επίκεντρο. Πρώτες σκέψεις», στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ο αναγνώστης: https://www.oanagnostis.gr/to-fylo-sto-epikentro-protes-skepseis-tis-varvaras-royssoy/