Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και διδακτικό –όχι μόνο γι’ αυτόν που γράφει αλλά και γι’ αυτόν που απολαμβάνει την ανάγνωση της ποίησης– να παρατηρεί τη σταθερή ωρίμανση του ποιητικού λόγου ενός δημιουργού από συλλογή σε συλλογή, καθώς η ποίησή του από εκεί που καταγράφει απλώς το ξάφνιασμα της έμπνευσης, σταδιακά εξελίσσεται σε ένα πιο σύνθετο, υπαινικτικό, πολυεπίπεδο, τολμηρό και συναισθηματικά δραστικό μέσο έκφρασης. Αυτό συμβαίνει μελετώντας κανείς και την ποιητική πορεία της Ξανθίππης Ζαχοπούλου από την πρώτη της ποιητική συλλογή (Μάρερμα, εκδ. Πηγή, 2016) μέχρι την τρίτη και τελευταία ώς σήμερα (Στύβοντας παπαρούνες, εκδ. Το Ροδακιό, 2022).
Στη Μάρερμα η γραφή της Ζαχοπούλου είναι λυρική, με μια ρομαντικής καταβολής αισθαντικότητα και μια διάχυτη αισιοδοξία, μια αθώα εδεμική ματιά, λουσμένη στο άπλετο φως, που θυμίζει τις πρώτες συλλογές του Ελύτη ή την ποιητική προσέγγιση του Βρεττάκου. Τα ποιήματα της συλλογής δοξάζουν τον έρωτα και τη φύση, με έντονο το θαλασσινό στοιχείο, όπως και στις μετέπειτα συλλογές[1]. Σ’ αυτή την πρώτη συλλογή η ποιήτρια αποτυπώνει περισσότερο το προσωπικό της μάγεμα από τον κόσμο: «Χάλκινη μέρα / πού είναι το ρόπτρο / ν’ αφουγκραστώ το πρωί; / Ναέ ετοιμόρροπε / πού είναι ο Θεός σου / να λύσω τα μάγια;».
Από την επόμενη συλλογή (Βαθύς ουρανός βυθός θάλασσας, εκδ. Το Ροδακιό, 2020) ο ποιητικός της λόγος –χωρίς να χάνει το λυρικό του κυμάτισμα– γίνεται πιο εσωτερικός, στοχαστικός, με εντονότερο υπαρξιακό προβληματισμό. Η ποιήτρια αξιοποιεί πιο τολμηρές μεταφορές και παρομοιώσεις (λ.χ. «Γράφω για να μην πέσω στα τέσσερα / Άλλλος ρινόκερος του εαυτού μου»[2]), αντιθετικά σύμβολα που ξαφνιάζουν και περισσότερες διακειμενικές αναφορές, ενώ η έκφρασή της γίνεται πιο λιτή, ακριβής και ουσιαστική[3]. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι τα ποιήματα δεν προκύπτουν ως ενστικτώδεις καταγραφές της έμπνευσης και της παρατήρησης, αλλά αποτελούν το αποτέλεσμα μιας πιο σύνθετης διεργασίας και επιλογής εκφραστικών μέσων, σαν να τα κτίζει η ποιήτρια λέξη τη λέξη, εξερευνώντας την εκφραστική δύναμη και επιδραστικότητα κάθε φράσης και σχήματος λόγου[4].
Στην τρίτη της συλλογή, Στύβοντας παπαρούνες, αρθρωμένη σε τρεις ενότητες (ΡΑΝΙΔΕΣ ΦΩΣ, ΑΛΗΘΕΙΑ x 3[5], ΣΤΥΒΟΝΤΑΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ), η Ζαχοπούλου συνεχίζει το ποιητικό νήμα από εκεί που το άφησε στην προηγούμενη. Ο ποιητικός της λόγος μοιάζει αρκετά δουλεμένος ως προς τη λιτότητα, τη διακειμενικότητα[6] και την πρωτοτυπία των εκφραστικών της μέσων: «Αν κόψεις τα μαλλιά σου σε κουπ θαλασσινή θα δεις τον Σαμψών να γίνεται Ιώβ και τη Δαλιδά μια φάλαινα που έμαθε την υπομονή εντέλει» («Αλήθεια x 3, ΙΙ» σ. 51). Μέσα από τη στίξη και τη σύνταξη αναδεικνύει το ρυθμικό και νοηματικό δυναμικό των λέξεων που επιλέγει (λ.χ. «Κι είσαι εσύ πάντα που μας ελε-φτερώνεις»), ενώ σε αρκετά σημεία κατορθώνει μια μοναδική αποφθεγματικότητα και συμπύκνωση: «Έχουμε ακόμη εαυτό πολύ να βαδίσουμε / μέχρι η αγάπη να πιάσει ανηφόρα» («Επιμύθιο», σ. 27)[7]. Εκείνο που διαφοροποιείται εμφανώς σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές είναι ότι η οπτική της είναι πιο επιφυλακτική, διερευνητική και γειωμένη στη σκληρή πραγματικότητα. Μάλιστα, σε κάποια σημεία ο λόγος της γίνεται ειρωνικός και σαρκαστικός: «Κοιμηθείτε ήσυχα, καλά μου παιδιά, / σας προστατεύει ο πατερούλης / Άλλωστε ποιος δε θέλει να τραφεί / με όνειρα ύπνου ανέμελου / ποιος δε ζητά να ακούει ωραία παραμυθάκια / για όμορφα ανύποπτα αυτάκια» («Η μπότα», σ. 22). Ακόμη και ο έρωτας ή το φως, στα οποία η ποιήτρια αναφερόταν δοξαστικά σε προηγούμενες συλλογές της, τώρα παρουσιάζονται ρυτιδωμένα και θρυμματισμένα, όχι κυρίαρχα: «Η ακτινογραφία έδειξε ζωή / έτσι ο περασμένος χρόνος / σε ρανίδες μεταφράστηκε φωτός» («Έρωτος ατασθαλίες, VII», σ. 44). Επίσης, ο έρωτας, από μια υπερβατική, εξιδανικευμένη και ονειρική κατάσταση σε παλαιότερα ποιήματα, γίνεται τώρα πιο γήινος, αισθησιακός και σάρκινος: «Σεντονιών σχήματα / ανάγλυφο κορμιών // Στη γεωγραφία σου / σταμάτησα στα ποτάμια / έτσι καθώς αναβλύζουν ύδωρ νεαρόν / Μια άλλη γεύση του ιδρώτα σου / όπως στεγνώνει στη θηλή μου» («Έρωτος ατασθαλίες, ΙV», σ. 41). Όλα αυτά μαρτυρούν ότι το ποιητικό βλέμμα της Ζαχοπούλου ακολουθεί την ταραγμένη κοινωνική πραγματικότητα και τη μεταγράφει ποιητικά, χωρίς σπαραξικάρδιους τόνους και υπερβολές.
Για τη Ζαχοπούλου, ο τρόπος αντίστασης στον οδοστρωτήρα των καιρών είναι η άρνηση της σιωπής και ο λόγος της αλήθειας: «Η σιωπή δεν είναι χρυσός. Είναι μάρμαρο που παγώνει. Κάποτε δεν μπορείς να κινήσεις τα δάχτυλά σου.» («Αλήθεια x 3, ΙΙ» σ. 50). Ο λόγος της αλήθειας είναι η «ΠΡΩΤΟΓΛΩΣΣΑ» του εναρκτήριου ποιήματος της συλλογής, που ραμφίζει το αιώνιο, η αρχέγονη δηλαδή γλώσσα της Ποίησης, που δηλώνεται και στους ακροτελεύτιους στίχους της συλλογής: «Μίλησες με το χελιδόνι / Βρήκες την Ποίηση φωνή σου / Η φύση σού διδάσκει την αρχέγονη γλώσσα» (σ. 68). Αυτή η αρχέγονη γλώσσα συλλαβίζεται «Κάτω από τη βουή του κόσμου. Μέσα στους ψιθύρους της καρδιάς μας.» («Αλήθεια x 3, ΙΙΙ» σ. 53), ενώ για την κατάκτησή της απαιτούνται χρόνος, μελέτη, τόλμη και εκφραστικοί πειραματισμοί. Παραφράζοντας τον τίτλο της συλλογής και συνοψίζοντας την ποιητική πορεία της Ζαχοπούλου, θα λέγαμε ότι ο ποιητής πρέπει να στύψει –επίμονα και επαναληπτικά– πολλές λέξεις, για να βγει το ποίημα.