Πολλές φορές λέμε, πως η τέχνη στο περιεχόμενό της, θα πρέπει να εκφράζει την εποχή της· να πιάνει τον αέρα της, να εμβαθύνει στις ψυχολογικές προεκτάσεις της, να εξομολογείται αυτό που ο κάθε άνθρωπος κρύβει καλά μέσα του και καθρεφτίζεται σε κάθε του κοίταγμα και λέξη - στα μάτια των άλλων. Η ποίηση, κυρίως, είναι η τέχνη που αιχμαλωτίζει τις πιο μύχιες και τις πιο όμορφες σκέψεις και τα αντίστοιχα ένστικτα των ανθρώπων της εποχής που γράφεται.
Τι γίνεται, όμως, όταν ο ποιητής εκτός από το περιβάλλον γύρω του, αφουγκράζεται και τον ρυθμό του χρόνου και την άοκνη ροή της ρουτίνας που τον διακατέχει; Η δική μου απάντηση, είναι ότι παράγεται ζεστή και φρέσκια ποίηση, γεννιέται ξανά η έμπνευση που την συλλαμβάνει, σκορπούν παντού γύρω οι χτύποι μιας καρδιάς που είχε ξεχάσει να σκιρτά.
Η Καλλιόπη Αλεξιάδου, στην πρώτη της ποιητική συλλογή, τα βάζει χωρίς φραγμούς και ενοχές με την ίδια της την τέχνη. Άλλοτε την ειρωνεύεται, άλλοτε την εκθειάζει, άλλοτε την αποστρέφεται κι άλλοτε της φιλά τα χείλη παθιασμένα. Χαρακτηρίζει την ίδια την ποίηση «τέχνη προς αποφυγή», στο ομώνυμο ποίημά της, σ' έναν Νέο Κόσμο όπου η τέταρτη τέχνη, όχι μόνο δεν χωρά, αλλά διαολοστέλνεται (Ο Νέος κόσμος διαολόστειλε την ποίηση). Αν δέχεται ή όχι ετούτη την άγρια κι επικίνδυνη τροπή των πραγμάτων, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο. Το ξέρει καλά και η ίδια άλλωστε, ότι ο ποιητής δεν μπορεί ποτέ να πάψει να ερωτοτροπεί με αυτή, την τέχνη που τον γεμίζει και τον αδειάζει χωρίς να τον ρωτά.
Χορεύοντας με τον ίδιο αλλόκοτο μπλουζ ρυθμό του σήμερα, η Αλεξιάδου ντύνεται την μουσική που εκπροσωπεί και αραδιάζει τους στίχους της με την αμφιθυμία και την παραζάλη που αντανακλά η παράλογη ταχύτητα που ζει, σαν σε «Λούνα παρκ» - Ανάσα.../ πάρε ανάσα (σελ. 12). Ανοίγει την κάθε σελίδα του εγχειριδίου της ζωής και γράφει τις δικές της σημειώσεις με οξύτητα, θεατρικότητα και παιχνιδιάρικη αύρα. Στο ποίημά της «Χώμα και νερό», το συμπέρασμά της χους ει και εις χουν απελεύσει, δεν είναι κάτι πρωτάκουστο· μα η διαδρομή που ακολουθεί για να φτάσει ως εκεί, είναι δική της, εντελώς. Αυτά τα σκαμπανεβάμσατα απ' την αρχή μέχρι το τέλος των ποιημάτων της, δίνουν έναν ψυχεδελικό τόνο σε ολόκληρη την συλλογή, που την καθιστούν εθιστικά γοητευτική.
Στέκομαι στο σύντομο ποίημα «Βάθρες», όπου ο έρωτας ξενυχτάει και φεύγει το ξημέρωμα για να μείνει για πάντα. Στέκομαι πιο πίσω, στο ποίημα «Οι πιο αγνοί», με τον αφοπλιστικό και σπαρακτικό, όσο και ηρωικό στίχο Η αγνότητα θα σώσει τον κόσμο/ κι οι πιο αγνοί θα ρίχνονται στον θάνατο πρώτοι. Στέκομαι, ύστερα, στο «Κόρη μια» και στο γλυκόπικρο φινάλε του, όμοιο με ανοιξιάτικο τοπίο, ενώ περνά με μια στροφή αριστοτεχνική απ' όλες τις εποχές του χρόνου: Εκείνη δεν είναι εγώ·/ είναι άνεμοι, είναι άστρα, θάλασσες, ουρανοί, είναι ήλιοι·/ κι ας λέει πως είναι απλώς/ ένα κορίτσι/ σαν όλα τ' άλλα. Θα σταθώ ξανά στο ομώνυμο με την συλλογή ποίημα, εκεί όπου γράφει για την ποίηση: Γίναμε κυνηγοί -άξιοι, επιτέλους, γιοι-/ και με λύσσα χτυπήσαμε στα τσιμέντα/ τη σακατεμένη της μούρη.
Θα σταθώ σε όλα αυτά με δέος, αποχαυνωμένος και σαστισμένος, σαν ένα χέρι να με κόλλησε στον τοίχο και μου ζητάει εξηγήσεις που δεν μπορώ να δώσω. Κι έπειτα θα ολοκληρώσω την ανάγνωση του πονήματος αυτού, κραυγάζοντας πανηγυρικά στο τελευταίο του ποίημα Πόσο πεθυμώ μιαν ησυχία!, και αναστενάζοντας θα πω: καλέ μου,/ δε θα προλάβω.
Η Τέχνη προς αποφυγή της Καλλιόπης Αλεξιάδου, είναι μια πολλά υποσχόμενη πρώτη εμφάνιση στην σύγχρονη ελληνική ποίηση, τόσο με τις αρετές που προαναφέραμε, όσο και με την φόρα που ορμάει και βουτάει η ποιήτρια στα αχαρτογράφητα νερά της Τέχνης εν γένει και ακόμη περισσότερο στον αξιακό κώδικα της εποχής της και δη στον κατακερματισμό του.
Η συλλογή αυτή προστίθεται, χωρίς ενδοιασμούς, στις καλύτερες στιγμές της φετινής εκδοτικής παραγωγής (και αναγνωστικής κατανάλωσης!) και η Αλεξιάδου στις νέες φωνές που ξεχωρίζουν.
Υ.Γ. Θα αφιέρωνα την ποίηση αυτή στα νέα παιδιά του Νέου κόσμου και θα έγραφα στο τέλος κάθε όμορφης ή λυπημένης τους ιστορίας:
για τα όμορφα κορίτσια που δεν τελειώνουν ποτέ.
για τα όμορφα αγόρια που από θλίψη καίγονται το ξημέρωμα.