Τα σατιρικά δημοτικά τραγούδια

Απόκριες στην Επτάλοφο (Αγόριανη Φθιώτιδας), 1931 (από το αρχείο του ερασιτέχνη φωτογράφου Γιώργου Βαφιαδάκη). Φωτ. αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ
Απόκριες στην Επτάλοφο (Αγόριανη Φθιώτιδας), 1931 (από το αρχείο του ερασιτέχνη φωτογράφου Γιώργου Βαφιαδάκη). Φωτ. αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ




Μια από τις πιο εν­δια­φέ­ρου­σες, ίσως, όμως, και τις πιο πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νες κα­τη­γο­ρί­ες δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών, εί­ναι τα σα­τι­ρι­κά. Πρό­κει­ται για λυ­ρι­κά άσμα­τα με σα­φή και έκ­δη­λο τον χιου­μο­ρι­στι­κό, σκω­πτι­κό και χλευα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα, που πλά­θο­νταν με διά­φο­ρες αφορ­μές και κυ­κλο­φο­ρού­σαν, στό­μα με στό­μα, μέ­σα στους κόλ­πους της ελ­λη­νι­κής κοι­νό­τη­τας, σε πε­ρι­στά­σεις που το επέ­τρε­παν και, ενί­ο­τε, το απαι­τού­σαν. Λό­γω ακρι­βώς του πε­ρι­παι­κτι­κού τους χα­ρα­κτή­ρα, των βω­μο­λο­χιών που μπο­ρεί να πε­ριεί­χαν, αλ­λά και των θε­μά­των ή των προ­σώ­πων που ο ανώ­νυ­μος λαϊ­κός τρα­γου­δι­στής έβα­ζε στο «στό­χα­στρό» του, τα τρα­γού­δια αυ­τά έμε­ναν εντός του πλαι­σί­ου της κοι­νό­τη­τας, αφού μό­νο τα μέ­λη της μπο­ρού­σαν να αντι­λη­φθούν το νό­η­μα και της απο­χρώ­σεις τους, να τα εκτι­μή­σουν και να απο­λαύ­σουν τον κρι­τι­κό, καυ­στι­κό, κυ­ρί­ως, όμως, τον δια­σκε­δα­στι­κό τους χα­ρα­κτή­ρα. Κι αυ­τό για­τί η πρό­σλη­ψη και η πλή­ρης κα­τα­νό­η­ση των τρα­γου­διών αυ­τών, προ­ϋ­πέ­θε­τε την ύπαρ­ξη κοι­νών και οι­κεί­ων κω­δί­κων ανά­με­σα στον δη­μιουρ­γό και τον απο­δέ­κτη, οι οποί­οι, μά­λι­στα, ήταν σε θέ­ση να αλ­λά­ζουν και να αντι­στρέ­φουν τους ρό­λους τους, μέ­σα σε μια άκρως εν­δια­φέ­ρου­σα και δη­μιουρ­γι­κή συν­θή­κη που θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να πει ότι έπαιρ­νε τη μορ­φή και τον χα­ρα­κτή­ρα σκυ­τα­λο­δρο­μί­ας. Με τα τρα­γού­δια αυ­τά, δη­λα­δή, δεν πα­ρα­τη­ρεί­ται αυ­τό που συ­νέ­βη με άλ­λες κα­τη­γο­ρί­ες λαϊ­κών ασμά­των, όπως οι πα­ρα­λο­γές, που μορ­φο­ποι­ή­θη­καν σε διά­φο­ρες εκ­δο­χές με βά­ση έναν κοι­νό πυ­ρή­να και γνώ­ρι­σαν ευ­ρεία διά­δο­ση στα Βαλ­κά­νια και την Ευ­ρώ­πη, όπου, κα­τά πε­ρί­πτω­ση και κα­τά τό­πο, δια­φο­ρο­ποί­η­σαν κά­ποιες από τις λε­πτο­μέ­ρειες της κε­ντρι­κής ιστο­ρί­ας που αφη­γού­νταν.
Το εν­δια­φέ­ρον με τα συ­γκε­κρι­μέ­να τρα­γού­δια εί­ναι ότι, ενώ το ύφος και το ήθος του λό­γου τους εί­ναι μάλ­λον ενιαίο, ενώ ο σκο­πός και η στό­χευ­ση της δη­μιουρ­γί­ας τους εί­ναι δε­δο­μέ­νη και γνω­στή, τα θέ­μα­τα που οι­κειώ­νο­νται εί­ναι τό­σο δια­φο­ρε­τι­κά με­τα­ξύ τους, ώστε το ψη­φι­δω­τό που δη­μιουρ­γεί­ται για να τα αντι­προ­σω­πεύ­σει, να εί­ναι από τα πιο ετε­ρό­κλη­τα και ανο­μοιο­γε­νή. Αν, ωστό­σο, θε­λή­σει κά­ποιος να κά­νει ένα γε­νι­κό σχή­μα, θα μπο­ρού­σε να ξε­κι­νή­σει με τα σα­τι­ρι­κά τρα­γού­δια που πλά­θο­νται με κέ­ντρο τα δύο φύ­λα και με διά­θε­ση ξε­κά­θα­ρα σκω­πτι­κή, χλευα­στι­κή, κο­ροϊ­δευ­τι­κή· με στό­χο τη δη­μιουρ­γία γυ­ναι­κεί­ων και αν­δρι­κών τύ­πων πά­νω στη βά­ση συ­γκε­κρι­μέ­νων –εξω­τε­ρι­κών και εσω­τε­ρι­κών– χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών, που κε­ντρί­ζουν το δη­μιουρ­γι­κό έν­στι­κτο και το κά­νουν να εκ­δη­λω­θεί κα­τά τρό­πο παι­γνιώ­δη, πει­ρα­κτι­κό και πε­ρι­παι­κτι­κό.
Πρό­κει­ται για μια γνω­στή μέ­θο­δο και πρα­κτι­κή από τα αρ­χαία μά­λι­στα χρό­νια, όταν, στα συ­μπό­σια που γί­νο­νταν τα­κτι­κά, οι άν­δρες εί­χαν τη συ­νή­θεια να εκ­φέ­ρουν, συ­νή­θως με ιάμ­βους, κα­τα­δι­κα­στι­κές και επι­θε­τι­κές κρί­σεις για τις γυ­ναί­κες. Ένα τέ­τοιο κεί­με­νο, εμπνευ­σμέ­νο πι­θα­νό­τα­τα από τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια που κυ­κλο­φο­ρού­σαν την επο­χή εκεί­νη, εί­ναι ο πε­ρί­φη­μος Ίαμ­βος κα­τά γυ­ναι­κών του Ση­μω­νί­δη του Αμορ­γί­νου, στον οποίο πα­ρου­σιά­ζο­νται διά­φο­ροι τύ­ποι γυ­ναι­κών, οι συ­μπε­ρι­φο­ρές και τα ελατ­τώ­μα­τά τους, για να κα­τα­δι­κα­στεί η γυ­ναι­κεία φύ­ση ως βλα­πτι­κή για τον άν­δρα, την πρό­ο­δο και την ευ­η­με­ρία του.
Αυ­τή η συ­νή­θεια απα­ντά και στα νε­ό­τε­ρα χρό­νια, όπου μπο­ρεί κα­νείς να συ­να­ντή­σει τρα­γού­δια που πλά­θουν ορι­σμέ­νους τύ­πους γυ­ναι­κών, με βά­ση συ­γκε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους, συ­νή­θως αρ­νη­τι­κά – την πε­ρη­φά­νια και την ακα­τα­δε­ξιά, την απλη­στία, την απι­στία, την ασχή­μια, την αναλ­γη­σία, την ασυ­νει­δη­σία, την τε­μπε­λιά, τον εθι­σμό στο πο­τό, τη νοι­κο­κυ­ρο­σύ­νη.
Δύο δείγ­μα­τα:

Η ακα­μά­τρα

Τρεις κα­κές μου συν­νυ­φά­δες,
μω­ρ’ αδελ­φού­λες μου,
τρεις κα­κές μου συν­νυ­φά­δες
με φω­νά­ζουν ακα­μά­τρα.
Ακα­μά­τρα ’γώ δεν εί­μαι,
άξια και κα­λύ­τε­ρ’ εί­μαι.
Πέ­ντε χρό­νια κ’ έξη μή­νες
Έπλε­χα ’να ’δρά­χτι νέ­μα.
Κ’ έπια­σα να το ιδιά­σω
και να το τυ­λι­γα­διά­σω.
Απ’ αυ­τί σ’ αυ­τί της γά­τας
και στου πο­ντι­κού τη νούρ­λα.
Βλέ­πει η γά­τα το πο­ντί­κι,
μ’ ανα­κά­τε­ψαν το γνέ­μα.[1]

Γυ­ναί­κα άσχη­μη

Τα μά­τια σ’ εί­ναι σαν αυ­γά, τ’ αυ­τιά σου μια πα­λά­μη,
τα πό­δια σου, τα χέ­ρια σου χο­ντρά σαν το κα­λά­μι.[2]

Τον άλ­λο πό­λο τον κα­τα­λαμ­βά­νουν τα τρα­γού­δια που αφορ­μώ­νται και ανα­δει­κνύ­ουν ορι­σμέ­νους αν­δρι­κούς τύ­πους – τον κο­ντό, τον σπα­νό, τον τε­μπέ­λη, τον ανό­η­το, τον ερω­τιά­ρη, τον μα­ρα­ζιά­ρη, τον μέ­θυ­σο, τον κα­κό­γνω­μο, τον πε­ρή­φα­νο.

Ο μα­ρα­ζιά­ρης

Σα­ρα­ντα­πέ­ντε λι­μο­νιές στον άμ­μο φυ­τι­μέ­νες
στη ρί­ζα τρέ­χει το νι­ρό κι αυ­τές μα­ραγ­για­σμέ­νες·
έτσ’ εί­ναι και οι ανύ­πα­ντρις κ’ οι κα­κο­πα­ντρε­μέ­νες.
Κοι­μά­τ’ αστρί, κοι­μά­τ’ αυ­γή, κοι­μά­τι νιο φιγ­γά­ρι,
κοι­μά­ται το τρα­ντά­φυλ­λο κο­ντά στο μα­ρα­ζά­ρη.
Ο μα­ρα­ζά­ρης βή­χη­σι κ’ η κό­ρ’ ανα­στε­νά­ζει.
— «Τ’ έχεις, κό­ρη μ’, και θλί­βε­σαι, τ’ έχεις κι ανα­στε­νά­ζεις·
Μή­ναν φλω­ριά δεν έχο­με, γρό­σα για να χα­ρού­με;»
— «Φω­τιά να κά­ψη τ’ άσπρα σου και φλό­γα τα φλω­ριά σου
Μπρο­στά στον άν­δρα τον κα­λό, μπρο­στά στο παλ­λη­κά­ρι».[3]

Εύ­κο­λα αντι­λαμ­βά­νε­ται κά­ποιος ότι οι πα­ρα­πά­νω δη­μιουρ­γί­ες, δια­μορ­φώ­νουν πο­λύ συ­χνά μια σει­ρά ζευ­γών, όπου κα­θέ­να από τα μέ­λη βρί­σκει το ακρι­βές αντί­στοι­χό του στο άλ­λο. Άλ­λες φο­ρές υπάρ­χει μια ανα­ντι­στοι­χία που πλου­τί­ζει το πε­δίο με νέ­ες εκ­δο­χές, νέ­ες ει­κό­νες, επι­τρέ­πο­ντας την εξα­γω­γή συ­μπε­ρα­σμά­των σχε­τι­κά με τις αντι­λή­ψεις για τη θέ­ση και τον ρό­λο των δύο φύ­λων μέ­σα στο ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κό γί­γνε­σθαι.
Μια δεύ­τε­ρη υπο­κα­τη­γο­ρία απο­τε­λούν τα σα­τι­ρι­κά που έχουν ως πρώ­τη ύλη τους γέ­ρο­ντες, κυ­ρί­ως ως προς την πα­ρά­με­τρο της επί­δο­σής τους στον έρω­τα. Εδώ συ­να­ντά­με τρα­γού­δια που ανα­φέ­ρο­νται στην επι­θυ­μία μιας γριάς να πα­ντρευ­τεί ή, αντί­στοι­χα, στον γά­μο ενός γέ­ρου· θέ­μα­τα, δη­λα­δή, αγα­πη­μέ­να στη σα­τι­ρι­κή ποί­η­ση δια­χρο­νι­κά, που προ­κύ­πτουν από τη δια­δε­δο­μέ­νη αντί­λη­ψη ότι η τρί­τη ηλι­κία εί­ναι και πρέ­πει να εί­ναι απο­μα­κρυ­σμέ­νη από ερω­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις ή αντι­δρά­σεις ή επι­θυ­μί­ες. Το αντί­θε­το προ­κα­λεί την κρι­τι­κή, την απο­δο­κι­μα­σία, το γέ­λιο, την κο­ροϊ­δία;

Γέ­ρος και κό­ρη

Πέ­ντε, μω­ρέ, πέ­ντε, πέ­ντε παλ­λη­κά­ρια
άι­ντε, πέ­ντε, παλ­λη­κά­ρια κ’ έξη κο­ρι­τσά­κια,
ήταν, μω­ρέ, ν-ήταν ήταν, κ’ ένας γέ­ρος
άι­ντε, ν-ήταν κ’ ένας γέ­ρος για να τις με­ρά­ση.
Η κα­λή κο­πέ­λα
έπε­σε στο γέ­ρο
άι­ντε και τρα­βά­ει στον ήσκιο
για να τον ψε­ρί­ση.
’Πο­κοι­μή­θ’κε ο γέ­ρος,
του ’φυ­γε η κο­πέλ­λα·
ξύ­πνη­σε ν-ο γέ­ρος
και τρα­βά­ει τα γέ­νεια·
άλ­λη κό­ρη τού ήλεε
κι άλ­λη κό­ρ’ του λέ­ει.
Σώ­πα, σώ­πα, γέ­ρο,
’γώ θα σου τη φέ­ρω.
Άι­ντε, φέ­ρ’ την μου, παι­δί μου,
να ’χης την ευ­χή μου.[4]

        ⁎

Γριά θέ­λει πα­ντρειά

Μια γριά μα­γεί­ρευε
πρά­σα με το βού­τυ­ρο
και της ήλ­θε μια βου­λή
για να πάη να πα­ντρευ­τή.
Δί­νει μια του τσου­κα­λιού
κι άλ­λη μια του κα­πα­κιού,
πά­νε τα φα­γιά ν-αλ­λού.
Φά­τε, σκύ­λοι, τα φα­γιά
και εσείς γά­τες τα ζου­μιά
κ’ εγώ πάω να πα­ντρευ­τώ,
πάω να ’βρω ομορ­φο­νιό
και να νοι­κο­κυ­ρευ­θώ.[5]

Σε ανά­λο­γη λο­γι­κή κι­νού­νται και τα σα­τι­ρι­κά τρα­γού­δια που εί­ναι αφιε­ρω­μέ­να στους μο­να­χούς και τους ιε­ρω­μέ­νους, οι οποί­οι σα­τι­ρί­ζο­νται για την εκτρο­πή τους από τα χρη­στά ήθη, για τη ρο­πή τους στον έρω­τα και τη δια­σκέ­δα­ση. Γε­νι­κά, για όλες εκεί­νες τις συ­μπε­ρι­φο­ρές που δεν συ­νά­δουν, ού­τε υπά­γο­νται στο πλαί­σιο του ανα­με­νό­με­νου και του επι­θυ­μη­τού για έναν ιε­ρω­μέ­νο:

Ηγού­με­νος θο­λώ­νει το νε­ρό

Πέ­ντε δε-, αμάν, ωχ, αμάν,
πέ­ντε, δέ-κα πα­πα­διές
πέ­ντε, δέ­κα πα­πα­διές
κι άλ­λες τό­σες κα­λο­γριές·
πά­νε να, αμάν, ωχ, αμάν,
πά­νε να θε­ρί­σου­νε,
πά­νε να θε­ρί­σου­νε
να ξε­βο­τα­νί­σου­νε.
Δί­ψα­σ’ η γου­μέ­νισ­σα
κ’ η κα­πε­τα­ναί­ισ­σα.
Πά­ει στη βρύ­ση για νε­ρό,
βρί­σκει το νε­ρό θε­λό.
— «Βρύ­ση μ’, ποιος σε θέ­λω­σε
και δε σε ξα­στέ­ρω­σε».
— «Γού­με­νος επέ­ρα­σε,
το νε­ρό το θέ­λω­σε».[6]

                ⁎

Πα­πα­διές, κα­λό­γριες στην τα­βέρ­να

Πέ­ντε, δέ­κα κα­λο­γριές
κι άλ­λες τό­σες πα­πα­διές
ψα­ρο­κόκ­κα­λο βα­στού­νε
στην τα­βέρ­να πά­ν’ να μπού­νε.
Βρί­σκου­νε τον τα­βερ­νιά­ρη
και κο­πά­ναε το λι­νά­ρι.
Βά­λε μας κρα­σί να πιού­με,
για­τί εμείς πο­λυ­δι­ψού­με.
Μη μας βά­ζεις τη μι­σή,
για­τί εί­μα­στε πολ­λοί,
να γε­μώ­σεις το λα­ή­νι
κι όσο πιού­με κι όσο μεί­νη.[7]

Πρό­κει­ται, προ­φα­νώς, για μια οπτι­κή που ανα­γνω­ρί­ζει σε συ­γκε­κρι­μέ­νους τύ­πους αν­θρώ­πων –εν προ­κει­μέ­νω στον γέ­ρο­ντα και τον ιε­ρω­μέ­νο– την έντα­ξή τους σε συ­γκε­κρι­μέ­να σχή­μα­τα, συ­νή­θως στε­ρε­ο­τυ­πι­κά, από τα οποία εί­ναι δύ­σκο­λο να ξε­φύ­γουν και, όταν αυ­τό συμ­βαί­νει εγεί­ρει και προ­κα­λεί την κρι­τι­κή, το σκώμ­μα και τη χλεύη. Σε ανά­λο­γη λο­γι­κή κι­νού­νται και τα τρα­γού­δια που έχουν στο στό­χα­στρό τους Γύ­φτους, όπως τους απο­κα­λούν, και στον τρό­πο ζω­ής και σκέ­ψης τους.

Η δια­θή­κη του γύ­φτου

Πέ­θα­ν’ ο γύ­φτος ο χαλ­κιάς κ’ η γύ­φτισ­σα τον κλαί­γει.
«Εσύ πε­θαί­νεις μά­στο­ρα, κ’ εμέ­να πού μ’ αφή­νεις!
—Σ’ αφή­νω την κα­λύ­βα μου την χι­λιο­τρυ­πη­μέ­νη,
να ’χης τον ήλιο μά­γει­ρα και τη βρο­χή για πλύ­στρα
και τον αγέ­ρα σκου­πι­στή και το χα­λά­ζι φί­λο.
Σ’ αφή­νω τη φου­σού­να μου, τον τσό­κο και τ’ αμό­νι,
σ’ αφή­νω κι όλο μου το βιό να μη φο­βά­σαι κλέ­φτες.
Σ’ αφή­νω ντσό­ρα ’πό κρα­νιά και τρύ­πια ντρα­βεν­τσί­κα,
να σ’ αλυ­χτά­νε τα σκυ­λιά και συ να κα­μα­ρώ­νης,
να μπαι­νο­βγαί­νης λεύ­τε­ρη σε χί­λιων λο­γιών σπί­τια,
να τρως τα ξε­ρο­κού­μου­τσα να σου τρο­χάν τα δό­ντια».
[8]

Ξε­χω­ρι­στή υπο­κα­τη­γο­ρία απο­τε­λούν τα σα­τι­ρι­κά τρα­γού­δια με ήρω­ες ζώα, τα οποία, ως γνω­στόν, συμ­βο­λί­ζουν συ­γκε­κρι­μέ­νους αν­θρώ­πι­νους τύ­πους ή τον άν­θρω­πο γε­νι­κά. Πρό­κει­ται για μια από τις πιο αγα­πη­μέ­νες πη­γές έμπνευ­σης, γε­γο­νός που απο­δει­κνύ­ει όχι μό­νο την οι­κεί­ω­ση του αν­θρώ­που με τα ζώα, αλ­λά και την αγά­πη του, την εξι­σω­τι­κή λο­γι­κή με την οποία τα ατε­νί­ζει. Το γε­γο­νός, δη­λα­δή, ότι ο άν­θρω­πος αντι­λαμ­βά­νε­ται τα ζώα σαν υπάρ­ξεις που πα­ρα­πέ­μπουν στον ίδιο δεν κα­τα­δει­κνύ­ει μό­νο την τά­ση του για αυ­το­γνω­σία, αλ­λά και τον τρό­πο με τον οποίο αντι­λαμ­βά­νε­ται τη συ­νύ­παρ­ξή του με αυ­τά, στο πλαί­σιο μιας ορ­γα­νω­μέ­νης ζω­ής που πε­ρι­κλεί­ει και το αν­θρώ­πι­νο και τα ζω­ι­κά εί­δη. Ίσως στη δια­μόρ­φω­ση και τη διά­δο­ση των τρα­γου­διών αυ­τών να έπαι­ξαν κά­ποιον ρό­λο οι βυ­ζα­ντι­νές ιστο­ρί­ες των ζώ­ων, που ήταν συν­θε­μέ­νες σε μέ­τρο και σε δη­μο­τι­κί­ζου­σα γλώσ­σα. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι πραγ­μα­τι­κά άξιος θαυ­μα­σμού ο τρό­πος με τον οποίο τα ζώα επε­λέ­γη­σαν για να απο­δώ­σουν αν­θρώ­πι­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και τύ­πους αν­θρώ­πων, πο­λύ κα­λύ­τε­ρα απ’ ό,τι θα έκα­νε ένας χα­ρα­κτη­ρι­σμός ή ένα επί­θε­το.

Ψό­φος γαϊ­δά­ρου

Ήταν ένας γάι­δα­ρος
από τον Πα­λα­μά,
τον πή­ραν και τον φόρ­τω­σαν
ξύ­λα και λι­θά­ρια.
Ανή­φο­ρο κα­τή­φο­ρο
το γαϊ­δού­ρι ψό­φη­σε,
το δέρ­μα του το κά­να­νε σκοι­νιά,
τα κόκ­κα­λά του χτέ­νια,
για να χτε­νί­ζο­νται οι γριές
να πλέ­κουν τις κο­τσί­δες.[9]

                ⁎

Μέρ­μη­γκας κα­ρα­βο­κύ­ρης

Ο μύρ­μη­γκας αμπή­δη­σε από το πα­ρα­θύ­ρι
κι η μάν­να του τού φώ­να­ζε: «Που πας κα­ρα­βο­κύ­ρη;
-Πάω να μά­σω μάρ­μα­ρα, να φτειά­ξω μο­να­στή­ρι,
να βά­λω τα πι­δά­κια μου να μην τα φαν οι ψύλ­λοι».[10]

Πέ­ρα,όμως, από αυ­τές τις τρεις με­γά­λες ομα­δο­ποι­ή­σεις, υπάρ­χουν ποι­κί­λα άλ­λα σα­τι­ρι­κά τρα­γού­δια, που εκ­κι­νούν από τις συν­θή­κες και τις συ­νή­θειες της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, από τις εορ­τα­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις, από τα διά­φο­ρα έθι­μα, από γε­γο­νό­τα που σφρά­γι­σαν την επι­και­ρό­τη­τα, από τις συγ­γε­νι­κές και κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Γε­νι­κό­τε­ρα, αφορ­μώ­νται από τις εκ­δη­λώ­σεις εκεί­νες της ζω­ής οι οποί­ες ήταν στε­νά και άρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νες με την ανά­γκη του αν­θρώ­που να εκ­φρά­σει τα συ­ναι­σθή­μα­τά του κα­τά τρό­πο εκτο­νω­τι­κό, μέ­σα από μια δια­δι­κα­σία και μέ­θο­δο που απα­λύ­νει, λειαί­νει και αμ­βλύ­νει ση­μα­ντι­κά την πι­κρή, βα­ριά αί­σθη­ση που αφή­νει πολ­λές φο­ρές η ζωή, όταν δια­ψεύ­δει τις επι­θυ­μί­ες και τα όνει­ρα των αν­θρώ­πων.

Φτώ­χεια

Με πα­ντρέ­ψαν οι γο­νείς μου,
δί­χως να ’χουν τη βου­λή μου,
και μου δώ­σα­νε γυ­ναί­κα,
που ’τρω­γε κ’ έπι­νε για δέ­κα.
Και μου δώ­σα­νε προι­κιά
ένα κό­σκι­νο κου­κιά.
Και μου δώ­σα­νε σε­ντού­κι
της χε­λώ­νας το κα­βού­κι.
Και μου δώ­σα­νε κου­τά­λια
της χε­λώ­νας τα πο­δά­ρια.
Και μου δώ­σα­νε αμπέ­λι
μη χω­ρή λα­γός να μπαί­νη.
Εί­χε μια συ­κιά στη μέ­ση
και λυ­γί­ζει για να πέ­ση·
κά­νει σύ­κα αγκου­ρά­τα
κι από μέ­σα σκου­λη­κά­τα.[11]

Όσο εύ­κο­λα, όμως, το σα­τι­ρι­κό τρα­γού­δι ντύ­νει με μιαν ελα­φρό­τη­τα και αμε­ρι­μνη­σία τις διά­φο­ρες εκ­φάν­σεις της ζω­ής, άλ­λο τό­σο εύ­κο­λα μπο­ρεί να οξύ­νει την κρι­τι­κή μα­τιά του αν­θρώ­που, ώστε να κα­τα­νο­ή­σει και να προσ­διο­ρί­σει τους όρους της ζω­ής του με τρό­πο βελ­τιω­τι­κό, με κα­τεύ­θυν­ση και προ­σα­να­το­λι­σμό το κοι­νό κα­λό, αυ­τό που συ­νι­στά όφε­λος για την κοι­νό­τη­τα. Γι’ αυ­τό και πολ­λά τρα­γού­δια φαί­νε­ται να προσ­διο­ρί­ζουν, με με­γα­λύ­τε­ρη ή μι­κρό­τε­ρη ακρί­βεια, το σχή­μα εντός του οποί­ου πρέ­πει να δια­τη­ρεί­ται ο χα­ρα­κτή­ρας και η συ­μπε­ρι­φο­ρά των με­λών της κοι­νό­τη­τας, ού­τως ώστε να προ­κρί­νε­ται και να προ­ε­ξάρ­χει η κα­νο­νι­κό­τη­τα και, πα­ράλ­λη­λα, να απο­τρέ­πο­νται εκτρο­πές από αυ­τήν. Βέ­βαια, ακό­μα και στην πε­ρί­πτω­ση εκτρο­πών, ο ανώ­νυ­μος λαϊ­κός τρα­γου­δι­στής απο­κα­λύ­πτε­ται με επιεί­κεια, με διά­θε­ση κα­τα­νό­η­σης και ελά­φρυν­σης του κλί­μα­τος που, εν­δε­χο­μέ­νως, θα προ­κα­λού­σε μια κρι­τι­κή η οποία θα εί­χε απεκ­δυ­θεί τον χιου­μο­ρι­στι­κό, πε­ρι­γε­λα­στι­κό της χα­ρα­κτή­ρα.
Η αξιο­θαύ­μα­στη ισορ­ρό­πη­ση και εναρ­μό­νι­ση της κοι­νω­νι­κής απαί­τη­σης με τη χιου­μο­ρι­στι­κή χροιά της δια­τύ­πω­σής της βρί­σκει το ανά­λο­γό της σε μιαν άλ­λη θαυ­μα­στή ισορ­ρό­πη­ση ανά­με­σα στον συ­ντη­ρη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας –ει­δι­κά της επαρ­χί­ας– και στη διέ­ξο­δο που πα­ρεί­χαν τα σα­τι­ρι­κά τρα­γού­δια σε αυ­τόν τον συ­ντη­ρη­τι­σμό και, κυ­ρί­ως, όσα εί­χαν ερω­τι­κό-σε­ξουα­λι­κό πε­ριε­χό­με­νο και φόρ­τι­ση. Τα συ­γκε­κρι­μέ­να τρα­γού­δια έβρι­σκαν χώ­ρο και χρό­νο να ακου­στούν ιδιαί­τε­ρα κα­τά την πε­ρί­ο­δο της Απο­κριάς. Επρό­κει­το για μια ευ­και­ρία που δι­νό­ταν στους αν­θρώ­πους της επο­χής να ξε­φύ­γουν κα­τά τρό­πο επι­τρε­πτό από τα όρια, να εκτο­νώ­σουν την απω­θη­μέ­νη, ίσως, επι­θυ­μία τους για ό,τι αντι­λαμ­βά­νο­νταν ως απα­γο­ρευ­μέ­νο στο πλαί­σιο της κα­θη­με­ρι­νής πρά­ξης και πρα­κτι­κής.






Η σύ­ντο­μη αυ­τή πε­ρι­η­γη­τι­κή πα­ρου­σί­α­ση, έτσι όπως πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, θα έμε­νε ίσως ημι­τε­λής, αν δεν τη συ­νό­δευε η δια­τύ­πω­ση ορι­σμέ­νων σκέ­ψε­ων σχε­τι­κά με τα ση­μεία σύ­γκλι­σης και από­κλι­σης των σα­τι­ρι­κών δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών από την επώ­νυ­μη σα­τι­ρι­κή ποί­η­ση, η οποία πα­ρά­γε­ται επί­σης συ­στη­μα­τι­κά, χω­ρίς όμως να κα­τέ­χει κε­ντρι­κή θέ­ση στο ευ­ρύ­τε­ρο σώ­μα της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ποι­η­τι­κής πα­ρα­γω­γής.
Αυ­τό, λοι­πόν, που θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να επι­ση­μά­νει εί­ναι η ταύ­τι­ση στη διά­θε­ση και τον τό­νο, στο κέ­ντρι­σμα που πα­ρέ­χει το μείγ­μα κρι­τι­κής πρό­θε­σης και σα­τι­ρι­κής-χλευα­στι­κής ορ­μής, η οποία οδη­γεί στο μει­κτό απο­τέ­λε­σμα μιας ποί­η­σης που λει­τουρ­γεί προ­κλη­τι­κά, ερε­θι­στι­κά, δια­σκε­δα­στι­κά, αφυ­πνι­στι­κά. Ωστό­σο, και πα­ρά την ομοιό­τη­τα στην ατμό­σφαι­ρα και το κλί­μα, αυ­τό που αξί­ζει να επι­ση­μαν­θεί εί­ναι η δια­φο­ρο­ποί­η­ση ως προς την πα­ρά­με­τρο του απο­δέ­κτη. Έτσι, στη μεν λαϊ­κή σα­τι­ρι­κή ποί­η­ση, με έναν ιδιαί­τε­ρο, μο­να­δι­κό θα λέ­γα­με τρό­πο, ο δη­μιουρ­γός κα­θί­στα­ται και απο­δέ­κτης, ενώ η δη­μιουρ­γία του μοιά­ζει να αφο­ρά και τον ίδιο, με την ίδια μά­λι­στα έντα­ση που αφο­ρά και τα υπό­λοι­πα μέ­λη της κοι­νό­τη­τας. Η ανω­νυ­μία του δεν εί­ναι απλώς η ανω­νυ­μία ενός δη­μιουρ­γού. Εί­ναι η ανω­νυ­μία ενός δη­μιουρ­γού που, ανά πά­σα στιγ­μή, μπο­ρεί να με­τα­φερ­θεί στο σχή­μα του απο­δέ­κτη-ακρο­α­τή που προ­σλαμ­βά­νει αυ­τά που ο ίδιος έχει τε­χνουρ­γή­σει.
Αντί­θε­τα, στην προ­σω­πι­κή σα­τι­ρι­κή ποί­η­ση, δη­μιουρ­γός και ανα­γνώ­στης απο­τε­λούν τους δύο –σα­φώς δια­χω­ρι­σμέ­νους και δια­κρι­τούς– πό­λους της δη­μιουρ­γί­ας, που πε­ρισ­σό­τε­ρο επι­διώ­κει να φω­τί­σει πλευ­ρές του κοι­νω­νι­κού γί­γνε­σθαι πα­ρά να το ενα­γκα­λι­στεί στην ολό­τη­τά του. Επι­πλέ­ον, φαί­νε­ται πως ξε­φεύ­γει από το πε­δίο των αν­θρώ­πι­νων τύ­πων και ει­σέρ­χε­ται στο πε­δίο των αν­θρώ­πι­νων χα­ρα­κτή­ρων, των εξα­το­μι­κευ­μέ­νων πε­ρι­πτώ­σε­ων, που απο­τε­λούν τον στό­χο και την πρώ­τη ύλη της, ακό­μα κι αν πρό­κει­ται για τον ίδιο τον δη­μιουρ­γό, όπως συμ­βαί­νει στην πε­ρί­πτω­ση της αυ­το­σαρ­κα­στι­κής ποί­η­σης. Αυ­τό ακρι­βώς κα­τα­δει­κνύ­ει τη βα­θιά γραμ­μή που χω­ρί­ζει την εν γέ­νει δη­μο­τι­κή ποί­η­ση από την αντί­στοι­χη προ­σω­πι­κή· τη γραμ­μή που, από τη μία πλευ­ρά, συ­γκε­ντρώ­νει και κλεί­νει όλα τα αν­θρώ­πι­να πρό­σω­πα πί­σω από ένα προ­σω­πείο και, από την άλ­λη, το ένα και μο­να­δι­κό πρό­σω­πο που εφαρ­μό­ζει επά­νω του δια­φο­ρε­τι­κά με­τα­ξύ τους προ­σω­πεία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Puchner Walter, Με­λέ­τες για το ελ­λη­νι­κό δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, Αρ­μός 2013.
Saunier Guy (Michel), Moser-Karagiannis Emmanuelle, Ελ­λη­νι­κό δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι. Μύ­θοι μυ­η­τι­κοί και πα­ρα­λο­γές, Ίδρυ­μα Τρια­ντα­φυλ­λί­δη 2019.
Ανα­γνω­στό­που­λος Δ. Βα­σί­λης, Το δη­μο­τι­κό μας τρα­γού­δι. Όψεις και από­ψεις, Εύ­μα­ρος 2019.
Αφιέ­ρω­μα στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, Νέα Εστία, τχ. 1762, Δε­κέμ­βριος 2003.
Βαρ­βού­νης Γ. Μα­νό­λης, Το σα­τι­ρι­κό δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι για την «αχόρ­τα­γη σύ­ζυ­γο». Τυ­πο­λο­γι­κά, ιδε­ο­λο­γι­κά και εκ­δο­τι­κά ζη­τή­μα­τα στα σα­τι­ρι­κά ελ­λη­νι­κά δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια, Αφοί Κυ­ρια­κί­δη, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005.
Κα­ρα­μπε­λιάς Γιώρ­γος, Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι. Απο­τύ­πω­ση της ιδιο­προ­σω­πί­ας του νε­ώ­τε­ρου ελ­λη­νι­σμού, Εναλ­λα­κτι­κές Εκ­δό­σεις, Αθή­να 2017.
Κα­ψω­μέ­νος Ερα­το­σθέ­νης, Δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι. Μια δια­φο­ρε­τι­κή προ­σέγ­γι­ση, Πα­τά­κης 2008.
Κυ­ρια­κί­δης Στίλ­πων, Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι. Συ­να­γω­γή με­λε­τών, Ερ­μής 1990.
Μα­λε­βί­τσης Χρή­στος, Ο τρα­γι­κός λό­γος. Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, ως πε­ριε­χό­με­νο της συ­νει­δή­σε­ως του Νέ­ου Ελ­λη­νι­σμού – Οι πα­ρά­κτιοι άν­θρω­ποι, Αρ­μός 2010.
Μπου­κά­λας Πα­ντε­λής, Κόκ­κι­ν’ αχεί­λι εφί­λη­σα. Το τα­ξί­δι του φι­λιού και ο έρω­τας σαν υπερ­βο­λή – σει­ρά «Πιά­νω γρα­φή να γρά­ψω… Δο­κί­μια για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι», τόμ. 3ος, Άγρα 2019.
Πο­λί­της Αλέ­ξης, Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της, Ηρά­κλειο 2011.
Ρω­μαί­ος Κώ­στας, Δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, τόμ. Α΄, ιδιω­τι­κή έκ­δο­ση, 1979.
Ση­φά­κης Μ. Γρη­γό­ρης, Για μια ποι­η­τι­κή του ελ­λη­νι­κού δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού, ΠΕΚ 1998.
Σκαρ­τσής Λ. Σω­κρά­της, Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, τόμ. Α΄, Πα­τά­κης 1994.
Σπυ­ρι­δά­κης Κ. Γε­ώργ. & Πε­ρι­στέ­ρης Δ. Σπυ­ριδ., Ελ­λη­νι­κά δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια. Μου­σι­κή εκλο­γή, τόμ. Γ΄, Δη­μο­σιεύ­μα­τα του Κέ­ντρου Ερεύ­νης της Ελ­λη­νι­κής Λα­ο­γρα­φί­ας, αρ. 10, Ακα­δη­μία Αθη­νών 1999.
Τα σα­τι­ρι­κά δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια. Αν­θο­λο­γία, επι­μέ­λεια Στέ­φα­νος Δ. Ήμελ­λος, Σύλ­λο­γος προς Διά­δο­σιν Ωφε­λί­μων Βι­βλί­ων 2000.
Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι από την αρ­χαιό­τη­τα ώς σή­με­ρα, Σε­μι­νά­ριο 35, Πα­νελ­λή­νια Ένω­ση Φι­λο­λό­γων, Ελ­λη­νο­εκ­δο­τι­κή 2008.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: