Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, ίσως, όμως, και τις πιο παραγνωρισμένες κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών, είναι τα σατιρικά. Πρόκειται για λυρικά άσματα με σαφή και έκδηλο τον χιουμοριστικό, σκωπτικό και χλευαστικό χαρακτήρα, που πλάθονταν με διάφορες αφορμές και κυκλοφορούσαν, στόμα με στόμα, μέσα στους κόλπους της ελληνικής κοινότητας, σε περιστάσεις που το επέτρεπαν και, ενίοτε, το απαιτούσαν. Λόγω ακριβώς του περιπαικτικού τους χαρακτήρα, των βωμολοχιών που μπορεί να περιείχαν, αλλά και των θεμάτων ή των προσώπων που ο ανώνυμος λαϊκός τραγουδιστής έβαζε στο «στόχαστρό» του, τα τραγούδια αυτά έμεναν εντός του πλαισίου της κοινότητας, αφού μόνο τα μέλη της μπορούσαν να αντιληφθούν το νόημα και της αποχρώσεις τους, να τα εκτιμήσουν και να απολαύσουν τον κριτικό, καυστικό, κυρίως, όμως, τον διασκεδαστικό τους χαρακτήρα. Κι αυτό γιατί η πρόσληψη και η πλήρης κατανόηση των τραγουδιών αυτών, προϋπέθετε την ύπαρξη κοινών και οικείων κωδίκων ανάμεσα στον δημιουργό και τον αποδέκτη, οι οποίοι, μάλιστα, ήταν σε θέση να αλλάζουν και να αντιστρέφουν τους ρόλους τους, μέσα σε μια άκρως ενδιαφέρουσα και δημιουργική συνθήκη που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έπαιρνε τη μορφή και τον χαρακτήρα σκυταλοδρομίας. Με τα τραγούδια αυτά, δηλαδή, δεν παρατηρείται αυτό που συνέβη με άλλες κατηγορίες λαϊκών ασμάτων, όπως οι παραλογές, που μορφοποιήθηκαν σε διάφορες εκδοχές με βάση έναν κοινό πυρήνα και γνώρισαν ευρεία διάδοση στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, όπου, κατά περίπτωση και κατά τόπο, διαφοροποίησαν κάποιες από τις λεπτομέρειες της κεντρικής ιστορίας που αφηγούνταν.
Το ενδιαφέρον με τα συγκεκριμένα τραγούδια είναι ότι, ενώ το ύφος και το ήθος του λόγου τους είναι μάλλον ενιαίο, ενώ ο σκοπός και η στόχευση της δημιουργίας τους είναι δεδομένη και γνωστή, τα θέματα που οικειώνονται είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, ώστε το ψηφιδωτό που δημιουργείται για να τα αντιπροσωπεύσει, να είναι από τα πιο ετερόκλητα και ανομοιογενή. Αν, ωστόσο, θελήσει κάποιος να κάνει ένα γενικό σχήμα, θα μπορούσε να ξεκινήσει με τα σατιρικά τραγούδια που πλάθονται με κέντρο τα δύο φύλα και με διάθεση ξεκάθαρα σκωπτική, χλευαστική, κοροϊδευτική· με στόχο τη δημιουργία γυναικείων και ανδρικών τύπων πάνω στη βάση συγκεκριμένων –εξωτερικών και εσωτερικών– χαρακτηριστικών, που κεντρίζουν το δημιουργικό ένστικτο και το κάνουν να εκδηλωθεί κατά τρόπο παιγνιώδη, πειρακτικό και περιπαικτικό.
Πρόκειται για μια γνωστή μέθοδο και πρακτική από τα αρχαία μάλιστα χρόνια, όταν, στα συμπόσια που γίνονταν τακτικά, οι άνδρες είχαν τη συνήθεια να εκφέρουν, συνήθως με ιάμβους, καταδικαστικές και επιθετικές κρίσεις για τις γυναίκες. Ένα τέτοιο κείμενο, εμπνευσμένο πιθανότατα από τα δημοτικά τραγούδια που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη, είναι ο περίφημος Ίαμβος κατά γυναικών του Σημωνίδη του Αμοργίνου, στον οποίο παρουσιάζονται διάφοροι τύποι γυναικών, οι συμπεριφορές και τα ελαττώματά τους, για να καταδικαστεί η γυναικεία φύση ως βλαπτική για τον άνδρα, την πρόοδο και την ευημερία του.
Αυτή η συνήθεια απαντά και στα νεότερα χρόνια, όπου μπορεί κανείς να συναντήσει τραγούδια που πλάθουν ορισμένους τύπους γυναικών, με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους, συνήθως αρνητικά – την περηφάνια και την ακαταδεξιά, την απληστία, την απιστία, την ασχήμια, την αναλγησία, την ασυνειδησία, την τεμπελιά, τον εθισμό στο ποτό, τη νοικοκυροσύνη.
Δύο δείγματα:
Η ακαμάτρα
Τρεις κακές μου συννυφάδες,
μωρ’ αδελφούλες μου,
τρεις κακές μου συννυφάδες
με φωνάζουν ακαμάτρα.
Ακαμάτρα ’γώ δεν είμαι,
άξια και καλύτερ’ είμαι.
Πέντε χρόνια κ’ έξη μήνες
Έπλεχα ’να ’δράχτι νέμα.
Κ’ έπιασα να το ιδιάσω
και να το τυλιγαδιάσω.
Απ’ αυτί σ’ αυτί της γάτας
και στου ποντικού τη νούρλα.
Βλέπει η γάτα το ποντίκι,
μ’ ανακάτεψαν το γνέμα.[1]
⁎
Γυναίκα άσχημη
Τα μάτια σ’ είναι σαν αυγά, τ’ αυτιά σου μια παλάμη,
τα πόδια σου, τα χέρια σου χοντρά σαν το καλάμι.[2]
Τον άλλο πόλο τον καταλαμβάνουν τα τραγούδια που αφορμώνται και αναδεικνύουν ορισμένους ανδρικούς τύπους – τον κοντό, τον σπανό, τον τεμπέλη, τον ανόητο, τον ερωτιάρη, τον μαραζιάρη, τον μέθυσο, τον κακόγνωμο, τον περήφανο.
Ο μαραζιάρης
Σαρανταπέντε λιμονιές στον άμμο φυτιμένες
στη ρίζα τρέχει το νιρό κι αυτές μαραγγιασμένες·
έτσ’ είναι και οι ανύπαντρις κ’ οι κακοπαντρεμένες.
Κοιμάτ’ αστρί, κοιμάτ’ αυγή, κοιμάτι νιο φιγγάρι,
κοιμάται το τραντάφυλλο κοντά στο μαραζάρη.
Ο μαραζάρης βήχησι κ’ η κόρ’ αναστενάζει.
— «Τ’ έχεις, κόρη μ’, και θλίβεσαι, τ’ έχεις κι αναστενάζεις·
Μήναν φλωριά δεν έχομε, γρόσα για να χαρούμε;»
— «Φωτιά να κάψη τ’ άσπρα σου και φλόγα τα φλωριά σου
Μπροστά στον άνδρα τον καλό, μπροστά στο παλληκάρι».[3]
Εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι οι παραπάνω δημιουργίες, διαμορφώνουν πολύ συχνά μια σειρά ζευγών, όπου καθένα από τα μέλη βρίσκει το ακριβές αντίστοιχό του στο άλλο. Άλλες φορές υπάρχει μια αναντιστοιχία που πλουτίζει το πεδίο με νέες εκδοχές, νέες εικόνες, επιτρέποντας την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τις αντιλήψεις για τη θέση και τον ρόλο των δύο φύλων μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Μια δεύτερη υποκατηγορία αποτελούν τα σατιρικά που έχουν ως πρώτη ύλη τους γέροντες, κυρίως ως προς την παράμετρο της επίδοσής τους στον έρωτα. Εδώ συναντάμε τραγούδια που αναφέρονται στην επιθυμία μιας γριάς να παντρευτεί ή, αντίστοιχα, στον γάμο ενός γέρου· θέματα, δηλαδή, αγαπημένα στη σατιρική ποίηση διαχρονικά, που προκύπτουν από τη διαδεδομένη αντίληψη ότι η τρίτη ηλικία είναι και πρέπει να είναι απομακρυσμένη από ερωτικές εκδηλώσεις ή αντιδράσεις ή επιθυμίες. Το αντίθετο προκαλεί την κριτική, την αποδοκιμασία, το γέλιο, την κοροϊδία;
Γέρος και κόρη
Πέντε, μωρέ, πέντε, πέντε παλληκάρια
άιντε, πέντε, παλληκάρια κ’ έξη κοριτσάκια,
ήταν, μωρέ, ν-ήταν ήταν, κ’ ένας γέρος
άιντε, ν-ήταν κ’ ένας γέρος για να τις μεράση.
Η καλή κοπέλα
έπεσε στο γέρο
άιντε και τραβάει στον ήσκιο
για να τον ψερίση.
’Ποκοιμήθ’κε ο γέρος,
του ’φυγε η κοπέλλα·
ξύπνησε ν-ο γέρος
και τραβάει τα γένεια·
άλλη κόρη τού ήλεε
κι άλλη κόρ’ του λέει.
Σώπα, σώπα, γέρο,
’γώ θα σου τη φέρω.
Άιντε, φέρ’ την μου, παιδί μου,
να ’χης την ευχή μου.[4]
⁎
Γριά θέλει παντρειά
Μια γριά μαγείρευε
πράσα με το βούτυρο
και της ήλθε μια βουλή
για να πάη να παντρευτή.
Δίνει μια του τσουκαλιού
κι άλλη μια του καπακιού,
πάνε τα φαγιά ν-αλλού.
Φάτε, σκύλοι, τα φαγιά
και εσείς γάτες τα ζουμιά
κ’ εγώ πάω να παντρευτώ,
πάω να ’βρω ομορφονιό
και να νοικοκυρευθώ.[5]
Σε ανάλογη λογική κινούνται και τα σατιρικά τραγούδια που είναι αφιερωμένα στους μοναχούς και τους ιερωμένους, οι οποίοι σατιρίζονται για την εκτροπή τους από τα χρηστά ήθη, για τη ροπή τους στον έρωτα και τη διασκέδαση. Γενικά, για όλες εκείνες τις συμπεριφορές που δεν συνάδουν, ούτε υπάγονται στο πλαίσιο του αναμενόμενου και του επιθυμητού για έναν ιερωμένο:
Ηγούμενος θολώνει το νερό
Πέντε δε-, αμάν, ωχ, αμάν,
πέντε, δέ-κα παπαδιές
πέντε, δέκα παπαδιές
κι άλλες τόσες καλογριές·
πάνε να, αμάν, ωχ, αμάν,
πάνε να θερίσουνε,
πάνε να θερίσουνε
να ξεβοτανίσουνε.
Δίψασ’ η γουμένισσα
κ’ η καπεταναίισσα.
Πάει στη βρύση για νερό,
βρίσκει το νερό θελό.
— «Βρύση μ’, ποιος σε θέλωσε
και δε σε ξαστέρωσε».
— «Γούμενος επέρασε,
το νερό το θέλωσε».[6]
⁎
Παπαδιές, καλόγριες στην ταβέρνα
Πέντε, δέκα καλογριές
κι άλλες τόσες παπαδιές
ψαροκόκκαλο βαστούνε
στην ταβέρνα πάν’ να μπούνε.
Βρίσκουνε τον ταβερνιάρη
και κοπάναε το λινάρι.
Βάλε μας κρασί να πιούμε,
γιατί εμείς πολυδιψούμε.
Μη μας βάζεις τη μισή,
γιατί είμαστε πολλοί,
να γεμώσεις το λαήνι
κι όσο πιούμε κι όσο μείνη.[7]
Πρόκειται, προφανώς, για μια οπτική που αναγνωρίζει σε συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων –εν προκειμένω στον γέροντα και τον ιερωμένο– την ένταξή τους σε συγκεκριμένα σχήματα, συνήθως στερεοτυπικά, από τα οποία είναι δύσκολο να ξεφύγουν και, όταν αυτό συμβαίνει εγείρει και προκαλεί την κριτική, το σκώμμα και τη χλεύη. Σε ανάλογη λογική κινούνται και τα τραγούδια που έχουν στο στόχαστρό τους Γύφτους, όπως τους αποκαλούν, και στον τρόπο ζωής και σκέψης τους.
Η διαθήκη του γύφτου
Πέθαν’ ο γύφτος ο χαλκιάς κ’ η γύφτισσα τον κλαίγει.
«Εσύ πεθαίνεις μάστορα, κ’ εμένα πού μ’ αφήνεις!
—Σ’ αφήνω την καλύβα μου την χιλιοτρυπημένη,
να ’χης τον ήλιο μάγειρα και τη βροχή για πλύστρα
και τον αγέρα σκουπιστή και το χαλάζι φίλο.
Σ’ αφήνω τη φουσούνα μου, τον τσόκο και τ’ αμόνι,
σ’ αφήνω κι όλο μου το βιό να μη φοβάσαι κλέφτες.
Σ’ αφήνω ντσόρα ’πό κρανιά και τρύπια ντραβεντσίκα,
να σ’ αλυχτάνε τα σκυλιά και συ να καμαρώνης,
να μπαινοβγαίνης λεύτερη σε χίλιων λογιών σπίτια,
να τρως τα ξεροκούμουτσα να σου τροχάν τα δόντια».[8]
Ξεχωριστή υποκατηγορία αποτελούν τα σατιρικά τραγούδια με ήρωες ζώα, τα οποία, ως γνωστόν, συμβολίζουν συγκεκριμένους ανθρώπινους τύπους ή τον άνθρωπο γενικά. Πρόκειται για μια από τις πιο αγαπημένες πηγές έμπνευσης, γεγονός που αποδεικνύει όχι μόνο την οικείωση του ανθρώπου με τα ζώα, αλλά και την αγάπη του, την εξισωτική λογική με την οποία τα ατενίζει. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τα ζώα σαν υπάρξεις που παραπέμπουν στον ίδιο δεν καταδεικνύει μόνο την τάση του για αυτογνωσία, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη συνύπαρξή του με αυτά, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης ζωής που περικλείει και το ανθρώπινο και τα ζωικά είδη. Ίσως στη διαμόρφωση και τη διάδοση των τραγουδιών αυτών να έπαιξαν κάποιον ρόλο οι βυζαντινές ιστορίες των ζώων, που ήταν συνθεμένες σε μέτρο και σε δημοτικίζουσα γλώσσα. Σε κάθε περίπτωση, είναι πραγματικά άξιος θαυμασμού ο τρόπος με τον οποίο τα ζώα επελέγησαν για να αποδώσουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και τύπους ανθρώπων, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θα έκανε ένας χαρακτηρισμός ή ένα επίθετο.
Ψόφος γαϊδάρου
Ήταν ένας γάιδαρος
από τον Παλαμά,
τον πήραν και τον φόρτωσαν
ξύλα και λιθάρια.
Ανήφορο κατήφορο
το γαϊδούρι ψόφησε,
το δέρμα του το κάνανε σκοινιά,
τα κόκκαλά του χτένια,
για να χτενίζονται οι γριές
να πλέκουν τις κοτσίδες.[9]
⁎
Μέρμηγκας καραβοκύρης
Ο μύρμηγκας αμπήδησε από το παραθύρι
κι η μάννα του τού φώναζε: «Που πας καραβοκύρη;
-Πάω να μάσω μάρμαρα, να φτειάξω μοναστήρι,
να βάλω τα πιδάκια μου να μην τα φαν οι ψύλλοι».[10]
Πέρα,όμως, από αυτές τις τρεις μεγάλες ομαδοποιήσεις, υπάρχουν ποικίλα άλλα σατιρικά τραγούδια, που εκκινούν από τις συνθήκες και τις συνήθειες της καθημερινότητας, από τις εορταστικές εκδηλώσεις, από τα διάφορα έθιμα, από γεγονότα που σφράγισαν την επικαιρότητα, από τις συγγενικές και κοινωνικές σχέσεις. Γενικότερα, αφορμώνται από τις εκδηλώσεις εκείνες της ζωής οι οποίες ήταν στενά και άρρηκτα συνδεδεμένες με την ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει τα συναισθήματά του κατά τρόπο εκτονωτικό, μέσα από μια διαδικασία και μέθοδο που απαλύνει, λειαίνει και αμβλύνει σημαντικά την πικρή, βαριά αίσθηση που αφήνει πολλές φορές η ζωή, όταν διαψεύδει τις επιθυμίες και τα όνειρα των ανθρώπων.
Φτώχεια
Με παντρέψαν οι γονείς μου,
δίχως να ’χουν τη βουλή μου,
και μου δώσανε γυναίκα,
που ’τρωγε κ’ έπινε για δέκα.
Και μου δώσανε προικιά
ένα κόσκινο κουκιά.
Και μου δώσανε σεντούκι
της χελώνας το καβούκι.
Και μου δώσανε κουτάλια
της χελώνας τα ποδάρια.
Και μου δώσανε αμπέλι
μη χωρή λαγός να μπαίνη.
Είχε μια συκιά στη μέση
και λυγίζει για να πέση·
κάνει σύκα αγκουράτα
κι από μέσα σκουληκάτα.[11]
Όσο εύκολα, όμως, το σατιρικό τραγούδι ντύνει με μιαν ελαφρότητα και αμεριμνησία τις διάφορες εκφάνσεις της ζωής, άλλο τόσο εύκολα μπορεί να οξύνει την κριτική ματιά του ανθρώπου, ώστε να κατανοήσει και να προσδιορίσει τους όρους της ζωής του με τρόπο βελτιωτικό, με κατεύθυνση και προσανατολισμό το κοινό καλό, αυτό που συνιστά όφελος για την κοινότητα. Γι’ αυτό και πολλά τραγούδια φαίνεται να προσδιορίζουν, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, το σχήμα εντός του οποίου πρέπει να διατηρείται ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά των μελών της κοινότητας, ούτως ώστε να προκρίνεται και να προεξάρχει η κανονικότητα και, παράλληλα, να αποτρέπονται εκτροπές από αυτήν. Βέβαια, ακόμα και στην περίπτωση εκτροπών, ο ανώνυμος λαϊκός τραγουδιστής αποκαλύπτεται με επιείκεια, με διάθεση κατανόησης και ελάφρυνσης του κλίματος που, ενδεχομένως, θα προκαλούσε μια κριτική η οποία θα είχε απεκδυθεί τον χιουμοριστικό, περιγελαστικό της χαρακτήρα.
Η αξιοθαύμαστη ισορρόπηση και εναρμόνιση της κοινωνικής απαίτησης με τη χιουμοριστική χροιά της διατύπωσής της βρίσκει το ανάλογό της σε μιαν άλλη θαυμαστή ισορρόπηση ανάμεσα στον συντηρητικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας –ειδικά της επαρχίας– και στη διέξοδο που παρείχαν τα σατιρικά τραγούδια σε αυτόν τον συντηρητισμό και, κυρίως, όσα είχαν ερωτικό-σεξουαλικό περιεχόμενο και φόρτιση. Τα συγκεκριμένα τραγούδια έβρισκαν χώρο και χρόνο να ακουστούν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Αποκριάς. Επρόκειτο για μια ευκαιρία που δινόταν στους ανθρώπους της εποχής να ξεφύγουν κατά τρόπο επιτρεπτό από τα όρια, να εκτονώσουν την απωθημένη, ίσως, επιθυμία τους για ό,τι αντιλαμβάνονταν ως απαγορευμένο στο πλαίσιο της καθημερινής πράξης και πρακτικής.
Η σύντομη αυτή περιηγητική παρουσίαση, έτσι όπως πραγματοποιήθηκε, θα έμενε ίσως ημιτελής, αν δεν τη συνόδευε η διατύπωση ορισμένων σκέψεων σχετικά με τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης των σατιρικών δημοτικών τραγουδιών από την επώνυμη σατιρική ποίηση, η οποία παράγεται επίσης συστηματικά, χωρίς όμως να κατέχει κεντρική θέση στο ευρύτερο σώμα της νεοελληνικής ποιητικής παραγωγής.
Αυτό, λοιπόν, που θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει είναι η ταύτιση στη διάθεση και τον τόνο, στο κέντρισμα που παρέχει το μείγμα κριτικής πρόθεσης και σατιρικής-χλευαστικής ορμής, η οποία οδηγεί στο μεικτό αποτέλεσμα μιας ποίησης που λειτουργεί προκλητικά, ερεθιστικά, διασκεδαστικά, αφυπνιστικά. Ωστόσο, και παρά την ομοιότητα στην ατμόσφαιρα και το κλίμα, αυτό που αξίζει να επισημανθεί είναι η διαφοροποίηση ως προς την παράμετρο του αποδέκτη. Έτσι, στη μεν λαϊκή σατιρική ποίηση, με έναν ιδιαίτερο, μοναδικό θα λέγαμε τρόπο, ο δημιουργός καθίσταται και αποδέκτης, ενώ η δημιουργία του μοιάζει να αφορά και τον ίδιο, με την ίδια μάλιστα ένταση που αφορά και τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας. Η ανωνυμία του δεν είναι απλώς η ανωνυμία ενός δημιουργού. Είναι η ανωνυμία ενός δημιουργού που, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να μεταφερθεί στο σχήμα του αποδέκτη-ακροατή που προσλαμβάνει αυτά που ο ίδιος έχει τεχνουργήσει.
Αντίθετα, στην προσωπική σατιρική ποίηση, δημιουργός και αναγνώστης αποτελούν τους δύο –σαφώς διαχωρισμένους και διακριτούς– πόλους της δημιουργίας, που περισσότερο επιδιώκει να φωτίσει πλευρές του κοινωνικού γίγνεσθαι παρά να το εναγκαλιστεί στην ολότητά του. Επιπλέον, φαίνεται πως ξεφεύγει από το πεδίο των ανθρώπινων τύπων και εισέρχεται στο πεδίο των ανθρώπινων χαρακτήρων, των εξατομικευμένων περιπτώσεων, που αποτελούν τον στόχο και την πρώτη ύλη της, ακόμα κι αν πρόκειται για τον ίδιο τον δημιουργό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αυτοσαρκαστικής ποίησης. Αυτό ακριβώς καταδεικνύει τη βαθιά γραμμή που χωρίζει την εν γένει δημοτική ποίηση από την αντίστοιχη προσωπική· τη γραμμή που, από τη μία πλευρά, συγκεντρώνει και κλείνει όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα πίσω από ένα προσωπείο και, από την άλλη, το ένα και μοναδικό πρόσωπο που εφαρμόζει επάνω του διαφορετικά μεταξύ τους προσωπεία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Puchner Walter, Μελέτες για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, Αρμός 2013.
Saunier Guy (Michel), Moser-Karagiannis Emmanuelle, Ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Μύθοι μυητικοί και παραλογές, Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη 2019.
Αναγνωστόπουλος Δ. Βασίλης, Το δημοτικό μας τραγούδι. Όψεις και απόψεις, Εύμαρος 2019.
Αφιέρωμα στο δημοτικό τραγούδι, Νέα Εστία, τχ. 1762, Δεκέμβριος 2003.
Βαρβούνης Γ. Μανόλης, Το σατιρικό δημοτικό τραγούδι για την «αχόρταγη σύζυγο». Τυπολογικά, ιδεολογικά και εκδοτικά ζητήματα στα σατιρικά ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2005.
Καραμπελιάς Γιώργος, Το δημοτικό τραγούδι. Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του νεώτερου ελληνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2017.
Καψωμένος Ερατοσθένης, Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Πατάκης 2008.
Κυριακίδης Στίλπων, Το δημοτικό τραγούδι. Συναγωγή μελετών, Ερμής 1990.
Μαλεβίτσης Χρήστος, Ο τραγικός λόγος. Το δημοτικό τραγούδι, ως περιεχόμενο της συνειδήσεως του Νέου Ελληνισμού – Οι παράκτιοι άνθρωποι, Αρμός 2010.
Μπουκάλας Παντελής, Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα. Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή – σειρά «Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι», τόμ. 3ος, Άγρα 2019.
Πολίτης Αλέξης, Το δημοτικό τραγούδι, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011.
Ρωμαίος Κώστας, Δημοτικό τραγούδι, τόμ. Α΄, ιδιωτική έκδοση, 1979.
Σηφάκης Μ. Γρηγόρης, Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, ΠΕΚ 1998.
Σκαρτσής Λ. Σωκράτης, Το δημοτικό τραγούδι, τόμ. Α΄, Πατάκης 1994.
Σπυριδάκης Κ. Γεώργ. & Περιστέρης Δ. Σπυριδ., Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Μουσική εκλογή, τόμ. Γ΄, Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ. 10, Ακαδημία Αθηνών 1999.
Τα σατιρικά δημοτικά τραγούδια. Ανθολογία, επιμέλεια Στέφανος Δ. Ήμελλος, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων 2000.
Το δημοτικό τραγούδι από την αρχαιότητα ώς σήμερα, Σεμινάριο 35, Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, Ελληνοεκδοτική 2008.