Στον ίσκιο της Ροδιάς: σκέψεις για το δημοτικό τραγούδι

Στο κείμενο που ακολουθεί διατυπώνονται ορισμένες σκέψεις για το δημοτικό τραγούδι, που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της διδασκαλίας παραδοσιακού τραγουδιού στα δώδεκα χρόνια που λειτουργεί η χορωδία μας, η «Ροδιά». Δεν αξιώνει επιστημονικότητα ούτε παραθέτει τεκμηρίωση. Είναι μια απλή μαρτυρία, βασισμένη στην υποκειμενική εμπειρία της συλλογικής πράξης του τραγουδιού, για το τι σημαίνει να τραγουδάει κανείς παραδοσιακά τραγούδια στην Αθήνα του 21ου αιώνα.






Δημοτικό τραγούδι και σύγχρονη δημιουργία

Η μελέτη του δημοτικού τραγουδιού είναι ένα εργαστήριο δημιουργικής γραφής για τον σύγχρονο δημιουργό. Δεν του προσφέρει μόνο μια δεξαμενή έμπνευσης, απ’ όπου μπορεί να αντλήσει στίχους και μελωδίες, αλλά δείχνει και τον τρόπο επεξεργασίας τους. Από πού να ξεκινήσεις για να φτιάξεις κάτι καινούριο; Η ανάγκη για νέα δημιουργία στο δημοτικό τραγούδι διοχετεύεται στην παραγωγή νέων παραλλαγών και νέων συνδυασμών, βασισμένων σε προϋπάρχουσες ιδέες. Τα κείμενα των δημοτικών τραγουδιών αποτελούνται από επιμέρους δομικά στοιχεία, λέξεις και φράσεις, που χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά σε διαφορετικούς σχηματισμούς. Αυτός είναι ο μηχανισμός με τον οποίο ένας προφορικός πολιτισμός διευκολύνει την απομνημόνευση αλλά και τη δημιουργία νέου υλικού, μέσα από φόρμουλες που συνδυάζονται και παραλλάσσονται.
Το ίδιο ισχύει και για τη μουσική: ο μουσικός έχει στη φαρέτρα του μια βάση δεδομένων από μικρά μελωδικά μοτίβα που διαφοροποιούνται και συνταιριάζονται για να δημιουργήσουν ένα κομμάτι. Το ίδιο μελωδικό μοτίβο θα το βρει κανείς σε πολλά τραγούδια, με το κάθε κομμάτι να είναι ένας μοναδικός συνδυασμός παλαιότερων μοτίβων και νέων εκδοχών τους. Είναι μια αργή διαδικασία παραγωγής νέου υλικού, μέσα από την επεξεργασία, τη συγχώνευση και τον μεταβολισμό του παλαιού.
Το δημοτικό τραγούδι είναι ταυτόχρονα και ένα εργαστήριο αισθητικής, με τον τρόπο που εκδηλώνει έντονα συναισθήματα, το πόσο πολύ ή λίγο αφήνει τον πόνο ή τη χαρά να φανούν μέσα από την επιλογή των λέξεων, αλλά και μέσα από την επιλογή της μελωδίας.



Στίχος και μελωδία: δύο παράλληλες ζωές

Το πάντρεμα της μουσικής και του στίχου αποτελεί από μόνο του πεδίο δημιουργίας. Η Μαριάνθη Αλμυρούδη από τη Χίο λέει για το τραγούδι του Σχίνου: «εγώ το ταίριαξα», δηλαδή αυτή συνδύασε αυτόν τον στίχο με αυτή τη μουσική.
Στίχος και μελωδία στο δημοτικό τραγούδι έχουν μια σχέση αινιγματική, έναν ελεύθερο γάμο, δύο παράλληλες ζωές. Πολλά τραγούδια υπάρχουν με το ίδιο κείμενο αλλά με διαφορετικές μελωδίες. Αντίστοιχα, ο ίδιος σκοπός μπορεί να φιλοξενήσει πολλές διαφορετικές μαντινάδες, έτσι που η μουσική να διατηρεί μια υπόσταση ανεξάρτητη από το κείμενο. Έγκειται στη φαντασία, την ψυχοσύνθεση αλλά και τη διάθεση του τραγουδιστή το ποιους στίχους θα διαλέξει να βάλει σε μια μελωδία, ή το ποια μελωδία θα διαλέξει για να τραγουδήσει τα λόγια ενός τραγουδιού.
Κάποιες φορές στις πρόβες μας εγείρεται το ερώτημα: αφού είναι χαρούμενο τραγούδι, γιατί έχει λυπητερή μελωδία; Και το ανάποδο, μπορεί να τραγουδήσουμε ένα τραγούδι με στίχους που έχουν παράπονο αλλά μελωδία ευφορική. Αυτή η απορία σχετίζεται με μια αίσθηση του μέτρου που είναι δύσκολο να την περιγράψεις, μια αίσθηση ισορροπίας μελωδίας και στίχου, και μια μέριμνα για το συνολικό συναισθηματικό φορτίο. Φυσικά είναι δύσκολο να προσδιορίσεις ποια μελωδία είναι «λυπητερή» και ποια όχι. Αυτό καθορίζεται πολιτισμικά, και όχι με το δίπολο ματζόρε-χαρούμενο / μινόρε-λυπημένο, αλλά και ατομικά, από τις προσλαμβάνουσες που έχει ο καθένας μας. Υπάρχουν πολλές κατηγορίες στις οποίες μπορεί κανείς να κατατάξει μια μελωδία σύμφωνα με την εντύπωση που του προκάλεσε. Παρά τη δυσκολία ορισμού όμως, η συζήτηση υπάρχει. Την ώρα που μαθαίνουμε ένα νέο τραγούδι είναι πιθανό να πούμε για τη μελωδία ότι έχει μια ελαφράδα, ή ότι προκαλεί θλίψη ή ανάταση, χωρίς να χρειάζεται να σταματήσουμε την κουβέντα για να προσδιορίσουμε το γιατί.
Στο ταίριασμα στίχου και μελωδίας λοιπόν υπάρχει κάτι ακόμα βαθύτερο: το ταίριασμα δύο νοημάτων, ενός λεκτικού και ενός μη λεκτικού. Η μελωδία «κάτι λέει», που τα λόγια δεν μπορούν να το πουν.



Τι λέει η μελωδία;

Μια μελωδία έχει και αυτή, όπως και ο στίχος, μια εσωτερική δομή, μια αρχή, μέση και τέλος. Συμβαίνει συχνά η μελωδία να ολοκληρώνεται αφήνοντας τον στίχο (ή ακόμα και τη λέξη) στη μέση, σε αναμονή. Τραγουδά η κυρά Άννα Καραμπεσίνη από την Κω: «Έμαθα αρραβωνιάστηκες, καλά ’κανες πουλί μου, καλά ’κα-». Τελειώνει εκεί, αφήνοντας στη μέση τη λέξη, γιατί εκεί ολοκληρώνεται η μουσική φράση. Η δομή της μελωδίας, δηλαδή, κυριαρχεί στη δομή του κειμένου, και όχι το ανάποδο.
Κατά τη διαδικασία εκμάθησης ενός τραγουδιού, μοιράζω το κομμάτι σε μικρότερες μελωδικές φράσεις. Έχω παρατηρήσει ότι η μελωδία εμπεδώνεται πιο γρήγορα έτσι, αν ακολουθήσουμε τη δική της δομή, και όχι τη δομή που έχουν τα λόγια του τραγουδιού. Μοιάζει δηλαδή να υπάρχει ένας χώρος υποδοχής της νέας πληροφορίας που ανταποκρίνεται καλύτερα στην εσωτερική δομή της μουσικής από ό,τι στη δομή των στίχων.
Το ότι η μελωδία λέει από μόνη της κάτι φαίνεται και στις περιπτώσεις που το ίδιο το κείμενο δεν βγάζει νόημα. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα συμφυρμού, όπου δύο αφηγηματικά τραγούδια μπλέκονται μεταξύ τους, έτσι ώστε να χάνεται ο ειρμός της αφήγησης. Κι όμως, αυτό δεν φαίνεται να ενοχλεί τον τραγουδιστή. Η ακριβής ερμηνεία του κειμένου δεν είναι βασική μέριμνα. Ο ειρμός της μελωδίας αρκεί για να έχει το τραγούδι υπόσταση. Οι στίχοι προφέρονται σαν λόγια μαγικά, και ο τραγουδιστής ακολουθεί την αφηγηματική πορεία της μουσικής.
Το ίδιο παρατηρούμε και σε περιπτώσεις που ένας στίχος είναι ακατάληπτος: «Το ένα δύο τρία και τ’ άλλο τέσσερα, ζωή που την περνάμε εμείς τα λεύτερα». Εδώ ο ήχος νοηματοδοτεί τον λόγο με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η ομοιοκαταληξία, που είναι από μόνη της ένα ηχητικό φαινόμενο: δύο λέξεις ηχούν σχεδόν το ίδιο, και αυτή η ταύτιση του ακούσματος αυξάνει και τη νοηματική συνάφεια των δύο λέξεων. Ακόμα και σε περιπτώσεις που ο στίχος βγάζει νόημα, η ομοιοκαταληξία μοιάζει να επισφραγίζει την εγκυρότητα του λόγου. Στην περίπτωση του παραδείγματός μας, ο πρώτος στίχος δεν συνδέεται νοηματικά με τον επόμενο, αλλά λειτουργεί σαν χώρος προετοιμασίας για τον δεύτερο στίχο, που είναι αυτό που θέλει να πει ο ποιητής. Ο δεύτερος τρόπος νοηματοδότησης αφορά το γεγονός ότι αυτός ο στίχος που δεν βγάζει νόημα, τραγουδιέται. «Το ένα δύο τρία και τ’ άλλο τέσσερα» δεν σημαίνει κάτι, όταν όμως συνοδεύεται από μια μελωδία αποκτά κάποια σημασία. Φέρει, δηλαδή, την ώρα που προφέρεται ένα νόημα εξωλεκτικό, αυτό που λέει η μελωδία.
Αυτό ισχύει και για φράσεις που βρίσκονται διάσπαρτες στα δημοτικά τραγούδια και αποτελούνται από ακατάληπτες συλλαβές, όπως «σιγκιρ-ντά», «γιαλελέ» κτλ. Πιθανώς είναι κατάλοιπα ή και παρηχήσεις από άλλες γλώσσες, που όμως δεν σημαίνουν κάτι για όποιον τις τραγουδάει. Αυτές οι συλλαβές, μαζί με φράσεις σαν αυτή του παραδείγματος, είναι σημαντικές, γιατί μας αποκαλύπτουν ότι το νόημα του τραγουδιού δεν βρίσκεται μόνο στο κείμενο. Η ίδια η μελωδία αφηγείται. Αποτελεί και αυτή μέρος του μηνύματος και όχι μόνο μέσο μεταφοράς του.
Ταυτόχρονα όμως μας αποκαλύπτουν και μια από τις θεμελιώδεις λειτουργίες του δημοτικού τραγουδιού: της συνύπαρξης στο εδώ και τώρα. Το νόημα δηλαδή του τραγουδιού δεν βρίσκεται κρυπτογραφημένο σε κάποια πνευματική σφαίρα, έτσι που να μπορούμε να το προσεγγίσουμε με φιλολογική ή μουσικολογική ανάλυση, αλλά παραμένει συνδεδεμένο με την ίδια την πράξη τού συν-τραγουδείν: σήμερα σε αυτόν εδώ τον χώρο βρεθήκαμε εμείς και μοιραζόμαστε τις φωνές μας. Είναι μια εικόνα οικεία, η ομήγυρη που τραγουδάει έναν στίχο απλό, που βγάζει ή δεν βγάζει νόημα, που μπορεί να σημαίνει τίποτα ή και πολλά, και που κοιτιέται όμως συνωμοτικά, σαν να συμφωνούν όλοι χωρίς να το λένε ότι εδώ υπάρχει ένα βάθος μη μετρήσιμο, ένα μυστήριο. Είναι ταυτόχρονα και μια στιγμιαία συλλογική υπαναχώρηση από την κυριαρχία του λόγου. Μια παρέα που τραγουδάει παραδομένη σε αυτή τη δημιουργική ασάφεια ανοίγει έναν χώρο στον οποίο καταλύεται η δύναμη του λόγου στην κοινωνική συνύπαρξη. Καταλύεται όμως με τρόπο θετικό, για να επιτρέψει την επικοινωνία με αισθητηριακά μέσα, και όχι για να υπονομεύσει την αξία του λόγου, που είναι η βάση της ηθικής μας συμβίωσης.
Αλλά ακόμα κι αν τραγουδάει κανείς μόνος του, μέσα στο τραγούδι του τρυπώνουν κρυφά και οι χιλιάδες εκείνων που το τραγούδησαν στο παρελθόν, που εξέφρασαν τον πόνο και τη χαρά τους μέσα από τους ίδιους στίχους και την ίδια μελωδία. Η μουσική πράξη στη δημοτική μουσική είναι μια συνύπαρξη με παρόντες και γνωστούς, αλλά και με απόντες και αγνώστους. Συμμετέχοντας σε αυτήν παραδίδεσαι σε ένα σύνολο που σου είναι εν μέρει άγνωστο.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι όσα είπαμε ώς τώρα μπορεί να ισχύουν για τη μουσική γενικότερα. Ένα από τα πράγματα που διαφοροποιούν το δημοτικό τραγούδι από άλλα μουσικά είδη είναι η ανώνυμη δημιουργία, το γεγονός ότι οι περισσότεροι στίχοι και οι περισσότερες μελωδίες είναι αγνώστου μητρός ή πατρός. Αυτή η μουσική δεν έχει «συγγραφέα», και μαζί με το «ποιος», χάνεται και το «πότε». Δεν ξέρουμε με σιγουριά πόσο παλιό μπορεί να είναι ένα τραγούδι. Η ανωνυμία και η αχρονικότητα είναι δύο στοιχεία καταλυτικά, που δίνουν τη δυνατότητα στο δημοτικό τραγούδι να προσφέρεται ως βασιλική οδός για μια έξοδο από τον εαυτό. 



Πανηγύρι στη Βοβούσα Ιωαννίνων 26-28.7.1979. Φωτ. Γιώργος Ανδρεάδης (Αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)





Έκσταση και χρόνος

Το δημοτικό τραγούδι απαντά στην ανάγκη να σταθούμε έξω από τον εαυτό. Την ανάγκη να απολέσουμε την ατομική μας ταυτότητα, να απαλλαγούμε από την κυριαρχία του πνεύματος, να βγούμε έξω από τα όρια της συνείδησής μας, ακόμα και από τα όρια του σώματός μας. Η ανώνυμη δημιουργία αποτελεί ζωντανό παράδειγμα για την απώλεια της ατομικής ταυτότητας. Αυτός που μέσα στο παράπονό του εμπνεύστηκε το δίστιχο «το πονεμένο στήθος μου πονεί μα δεν το λέει, τ’ αχείλι μου κι αν τραγουδεί, μέσα η καρδιά μου κλαίει» δεν ένιωσε την ανάγκη να τον «υπογράψει» παρά τον παρέδωσε στο σύνολο και βούλιαξε κι αυτός μέσα του. Φυσικά και κάθε κοινότητα έχει τους μαντιναδολόγους της και τους χαρισματικούς οργανοπαίκτες που εν γνώσει τους διαμορφώνουν το τοπικό ρεπερτόριο. Πρόκειται όμως για μια συνεισφορά σε ένα ογκώδες σύνολο που αποτελείται κατά κύριο λόγο από σκοπούς και τραγούδια αγνώστου συγγραφέα και ημερομηνίας γέννησης. Η πλειονότητα της δημιουργίας ανήκει στη συλλογική φαντασία, η οποία μοιάζει να υπερτερεί της ατομικής.
Μιλήσαμε πιο πάνω για το πώς οι ακατάληπτες συλλαβές, αλλά και η κυριαρχία της δομής της μελωδίας πάνω στον στίχο, προσφέρονται για μια αμφισβήτηση της ηγεμονίας του λόγου στο δημοτικό τραγούδι. Όμως και η ίδια η επιτέλεση του δημοτικού τραγουδιού μπορεί να αποτελέσει συνθήκη ικανή για μια μεταβολή της συνειδησιακής κατάστασης, εξαιτίας του επαναληπτικού χαρακτήρα των τραγουδιών. Όπως συμβαίνει με την εξαντλητική επανάληψη μικρών προσευχών τόσο στον Ορθόδοξο κόσμο όσο και σε άλλες θρησκείες, έτσι και η σχεδόν εμμονική επανάληψη ενός μικρού μελωδικού μοτίβου είναι συνθήκη ικανή να οδηγήσει σε μια κατάσταση εκστατικής ευφορίας. Αυτή η μετατόπιση της συνειδησιακής κατάστασης σχετίζεται με μια αλλοίωση της αίσθησης του χρόνου.
Αν θεωρήσουμε ότι βιώνουμε το παρελθόν ως ανάμνηση, και το μέλλον ως προσδοκία, σε μια συνθήκη διαρκούς επανάληψης αυτό που προηγήθηκε ταυτίζεται με αυτό που συμβαίνει στο παρόν, και άρα και με αυτό που περιμένουμε να ακολουθήσει. Παρελθόν, παρόν και μέλλον συγχέονται μέσω της διήθησης του ενός μέσα στο άλλο, και ενώνονται σε ένα επαυξημένο παρόν. Η μουσική πράξη του δημοτικού τραγουδιού συχνά περιλαμβάνει αυτή την «προέκταση» του παρόντος, που οδηγεί σε μια προσομοίωση αιωνιότητας, και εντέλει ευφορίας.
Αρκεί φυσικά να σου αρέσει αυτό που ακούς. Σε ποιον αρέσει σήμερα το δημοτικό τραγούδι; Είναι δημοτικό τραγούδι αυτό που τραγουδιέται σήμερα; Ζει το δημοτικό τραγούδι;



Δεν πέθανε ακόμα;

Έχουν σχεδόν εξαλειφθεί οι αγροτοκτηνοτροφικές κοινότητες, τα νυχτέρια των οποίων λειτουργούσαν σαν ποιητικό εργαστήριο και σαν κοινωνικός χώρος σύνθεσης και διαρκούς επεξεργασίας τραγουδιών. Η ίδια κοινότητα που παρήγε το τραγούδι, έλεγχε και την ποιότητά του. Δεν θα βαστούσε στον χρόνο ένα τραγούδι που δεν ικανοποιούσε τα κοινωνικά και αισθητικά κριτήρια της κοινότητας. Η κοινότητα όμως σαν ελεγκτικό όργανο αισθητικής έχει χάσει τη συνοχή της, άρα και τη δύναμή της. Αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζει εντελώς κάποιος ελεγκτικός μηχανισμός. Όσο υπάρχει αισθητική εμπειρία θα υπάρχει και αισθητική κρίση, άρα και κριτήριο.
Στο παρελθόν, κριτήριο για την αποδοχή ενός δημοτικού τραγουδιού υπήρξε τόσο για τους μελετητές όσο και για τους ανθρώπους της κοινότητας η αυθεντικότητά του. Τι είναι αυθεντικό όμως και τι νοθευμένο; Η νόθευση στο δημοτικό τραγούδι, όπου η σύνθεση και η επεξεργασία περνάνε από πολλά χέρια, αφορά το ότι διαφαίνεται η ατομική ταυτότητα που ξεχωρίζει σε ύφος. Αν δεν ξεχωρίζει αισθητικά από το σύνολο, δεν μιλάμε για νόθευση, αλλά για συμβολή. Η επιτυχία δηλαδή ενός δημιουργού έγκειται στο να μην αναγνωρίζουμε ως δικό του το προϊόν της έμπνευσής του. Οτιδήποτε νέο, το προτείνει κάθε φορά ένα συγκεκριμένο άτομο. Το ζήτημα είναι πόσο βαθιά βαπτισμένος στο είδος είναι ο εκάστοτε στιχουργός ή μουσικός, έτσι ώστε να παραγάγει κάτι νέο που θα γίνει αποδεκτό από τον πολύπλοκο αισθητικό ελεγκτικό μηχανισμό της κοινότητας.
Η μουσική ακολουθεί μια πιο αργή διαδικασία εξέλιξης απ’ ό,τι ο στίχος, αλλά και εκεί εναπόκειται στον ανώνυμο ή στον επώνυμο χαρισματικό μουσικό να εισαγάγει ένα νέο στοιχείο που θα υιοθετηθεί από την κοινότητα. Οι μουσικοί μεταξύ τους γνωρίζουν ποιος συνέθεσε μια μελωδία, όπως π.χ. ότι ο Νίκος Οικονομίδης προσέθεσε το τσάκισμα στο «Γιάντα», ή ποιανού παραλλαγή της μελωδίας είναι αυτή, όπως όταν παίζει ο Στάθης Κουκουλάρης τον Καβοντορίτικο. Υπάρχουν δηλαδή κομμάτια που είναι συνδεδεμένα με συγκεκριμένους δημιουργούς σε ένα συλλογικό επίπεδο μικρής εμβέλειας, αυτό του μουσικού σιναφιού. Ο γλεντιστής που θα το παραγγείλει είναι πιθανό να μη γνωρίζει τέτοιες λεπτομέρειες, κυρίως εάν είναι επιτυχής η σύνθεση όσον αφορά την αφομοίωση του παραδοσιακού ύφους, που τότε μοιάζει να υπάρχει «από πάντα».
Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν ακόμα πολλοί μουσικοί που έχουν βαθιά γνώση της δημοτικής μουσικής και συνεχίζουν να την εξελίσσουν μέσα από τις συνθέσεις τους ή μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς τους. Μα και μαντιναδολόγοι εξαιρετικοί, που δεν αφήνουν ευκαιρία να σχολιάσουν κάποιο συμβάν με μια νέα μαντινάδα. Διαφέρουν από τους ομότεχνούς τους του 19ου αιώνα στο ότι στη φαρέτρα των πολιτισμικών δεδομένων απ’ όπου αντλούν έμπνευση περιλαμβάνονται πολύ περισσότερες πληροφορίες και διαφορετικής προέλευσης. Αυτό όμως ισχύει και για τους αποδέκτες του δημοτικού τραγουδιού, τους ακροατές του.
Η επαφή με το δημοτικό τραγούδι έξω από τα όρια της κοινότητας είναι σήμερα πολύ εύκολη, μέσα από τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, το ίντερνετ, τη δισκογραφία, αλλά και μέσα από χορευτικούς συλλόγους και συναυλίες. Αποτελεί όμως μέρος ενός καταιγισμού πληροφοριών που δεχόμαστε καθημερινά. Επιλέγει κανείς να ακούσει ένα δημοτικό τραγούδι όχι μόνο ανάμεσα σε άλλα δημοτικά τραγούδια αλλά και σε μια πλειάδα από πολύ διαφορετικά μουσικά είδη. Μουσικά σχολεία και πανεπιστήμια, εκπαιδευτικά εργαστήρια και νέα φεστιβάλ πολλαπλασιάζουν κάθε χρόνο τόσο τους μουσικούς όσο και τους ακροατές που ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική.Το δεύτερο πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας εγκαινίασε πρόσφατα έναν νέο σταθμό με τον τίτλο «Δεύτερο Παραδοσιακά», διαχωρίζοντας τη θέση του από τον όρο «δημοτικό τραγούδι» και αντανακλώντας τον δημόσιο διάλογο ανάμεσα σε κοινό και μουσικούς στα αστικά κέντρα, στον οποίο έχει επικρατήσει η φράση «παραδοσιακή μουσική».
Δεν μοιάζει να βρισκόμαστε εδώ σε κάποιον λαογραφικό Κάτω Κόσμο, όπου τα φαντάσματα του δημοτικού τραγουδιού περιφέρονται χωρίς σκοπό. Είναι αλήθεια ότι οι κοινωνικές συνθήκες που γέννησαν και έθρεψαν το δημοτικό τραγούδι έχουν πάψει να υπάρχουν. Αλλά το δημοτικό τραγούδι δεν είναι μόνο ένα κοινωνικό φαινόμενο. Είναι και μια αισθητική κατηγορία. Και ως τέτοια συνεχίζει την πορεία της στον χρόνο. Αυτό το ίδιο ρεπερτόριο που αφορούσε μια μικρή τοπική κοινότητα, τα ίδια τραγούδια που τα γνωρίζουμε από παλαιές ηχογραφήσεις, που ακόμα και οι πιο αυστηροί μελετητές τα κατατάσσουν στα αυθεντικά δημοτικά, συνεχίζουν να συγκινούν και σήμερα. Μόνο που έχει αλλάξει η εμβέλειά τους. Δεν απευθύνονται πλέον μόνο στα μέλη της κοινότητας που τα δημιούργησε, αλλά σε ένα ευρύ κοινό που τα προσεγγίζει με πολύ διαφορετικά αισθητικά κριτήρια. Και φυσικά σε αυτό το ρεπερτόριο προστίθενται και νέα κομμάτια, που συνδιαμορφώνουν μαζί με τα παλαιά μια νέα αισθητική. Κάθε επιτέλεση ενός τραγουδιού προσθέτει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του. Κάθε στόμα που τραγουδάει, κάθε σώμα που χορεύει, και κάθε ζευγάρι χέρια που παίζουν έναν σκοπό συμβάλλουν στην εξέλιξη του δημοτικού τραγουδιού. 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: