Οι συλλογές – συνοπτική παρουσίαση
Ηελληνική γλώσσα στον ιταλικό Νότο έχει πίσω της μια πορεία πολλών αιώνων, επιβιώνοντας μέχρι τις ημέρες μας στις δύο γλωσσικές νησίδες της Καλαβρίας και της Απουλίας,[1] όπου ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να την ακούσει από τα χείλη ενός ολοένα και πιο περιορισμένου αριθμού ομιλητών. Η πορεία αυτή αποτυπώνεται στις ελληνικές διαλέκτους των δύο περιοχών. Λέξεις των αρχαϊκών και των ελληνιστικών χρόνων, της βυζαντινής και της νεότερης περιόδου, μαζί με δάνεια από τις τοπικές ρομανικές διαλέκτους, μαρτυρούν αυτήν τη μακραίωνη ύπαρξη και τις διαδοχικές φάσεις της διαδρομής της. Οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξη ελληνόφωνου πληθυσμού στον ιταλικό Νότο στα νεότερα χρόνια από τον John Chetwode Eustace (1813)[2] και τον Karl Witte (1821)[3] πέρασαν απαρατήρητες. Θα χρειαστούν σαράντα χρόνια για ν’ αντιληφθεί η επιστημονική κοινότητα της εποχής την ύπαρξή τους με το άρθρο του D. Comparetti στο Spettatore Italiano (1859), με τον τίτλο «Intorno ad alcuni canti popolari greci raccolti in Calabria».
Έχει ασφαλώς προηγηθεί η Ελληνική Επανάσταση, που θα συγκινήσει τους διανοούμενους και τους λαούς της Ευρώπης και θα οδηγήσει στη δημιουργία του μικρού ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, οι συλλογές λαογραφικού υλικού στην Ευρώπη πυκνώνουν, όταν τα υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκά κράτη θα αναζητήσουν τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που τα προσδιορίζουν και τα οριοθετούν στην ιστορία, τη γλώσσα και τον λαϊκό πολιτισμό κάθε περιοχής. Η πρώτη συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, όπως είναι γνωστό, θα εκδοθεί στο Παρίσι από τον Fauriel (1824-1825) ενώ θ’ ακολουθήσει αυτή του Tomasseo στη Βενετία (1841-1842), με τον τίτλο Canti popolari Greci – Ilirici – Toscani – Corsi. Στη συγκεντρωτική συλλογή του ο Passow (Λειψία 1860) θα συμπεριλάβει εκτός των άλλων και τα τρία ποιήματα από την Καλαβρία που είχε ανακοινώσει ο Witte σαράντα χρόνια νωρίτερα.
To 1866 o Comparetti επανέρχεται αποφασιστικά με την πρώτη συλλογή ελληνόφωνων τραγουδιών από την Καλαβρία και το Σαλέντο.[4] Στόχος του, όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογό του, να προσφέρει γλωσσικό υλικό στους ειδικούς προκειμένου να συμβάλει στον διάλογο για την καταγωγή τους. Τα ερωτήματα τα θέτει ο ίδιος:
Ποιοι είναι αυτοί οι Έλληνες; Από ποιο μέρος της Ελλάδας ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ; Είναι άραγε απόγονοι της Μεγάλης Ελλάδας, όπως υποστηρίζει ο Niebuhr, Βυζαντινοί ή ακόμα πιο κοντινοί άποικοι που έφτασαν στα μέρη αυτά μετά το πέρας της βυζαντινής κυριαρχίας στην Κάτω Ιταλία;
Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα θελήσει να δώσει πρώτος ο Guiseppe Morosi.[5] Για τον σκοπό αυτό θα συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό τραγουδιών από το Σαλέντο (177 στο σύνολό τους, ταξινομημένα θεματικά και με αναφορά του τόπου προέλευσής τους), ενώ θα συμπεριλάβει και ένα μικρό τμήμα πρόζας (5 παραμύθια, 62 παροιμίες και 7 αινίγματα). Ακολουθεί η μελέτη του για τη γλώσσα των ελληνοφώνων, Della lingua dei testi qui raccolti, και για την καταγωγή τους, Dell’ origine di queste colonia.[6] Ωστόσο, παράλληλα με το κύριο μέλημά του, θ’ ασχοληθεί με σύντομο αλλά ουσιαστικό τρόπο με τη φιλολογική ανάλυση του υλικού του από πλευράς φόρμας και περιεχομένου, αναζητώντας ταυτόχρονα αλληλεπιδράσεις με την ιταλική και τη νεοελληνική δημώδη λογοτεχνία και έχοντας υπόψη του τις μέχρι τότε συλλογές (Fauriel, Tommasseo, Passow). Οι παρατηρήσεις του, όπως είπαμε ουσιαστικές, καταδεικνύουν τη μεγάλη επιστημονική του επάρκεια και τη σχολαστική επεξεργασία του υλικού του.
O Morosi, συνεχίζοντας την έρευνά του σχετικά με την καταγωγή των ελληνοφώνων, θα ασχοληθεί και με τις κοινότητες της Καλαβρίας. Στη μελέτη του που θα δημοσιευθεί στο Archivio glottologico italiano (1878), με τίτλο «I dialetti romaici del mandamento di Bova», θα εξετάσει με τον ίδιο ζήλο και την ίδια μεθοδικότητα τα γλωσσολογικά φαινόμενα της περιοχής. Μαζί με ένα μικρό λεξικό και τα συμπεράσματά του σχετικά με την καταγωγή των ελληνοφώνων της περιοχής, θα δημοσιευθούν για πρώτη φορά 40 τραγούδια τους και ένας μεγάλος αριθμός παροιμιών και γνωμικών (188 συνολικά). Στην προσφορά του Morosi θα προστεθεί αργότερα η συνεργασία του στην έκδοση του Mario Mandalari[7] με 15 τραγούδια από το Ροχούδι (τα 6 αδημοσίευτα και τα υπόλοιπα παραλλαγές των ήδη δημοσιευμένων τραγουδιών).
Ο Émile Légrand θα συμπεριλάβει ελληνόφωνα τραγούδια και παραμύθια από τη συλλογή του Morosi στις εργασίες του, που θα εκδοθούν με τίτλο Chansons et contes populaires de la Calabre (Παρίσι, 1870), και Recueil de contes populaires grecs (Παρίσι, 1874).
Ο Astorre Pellegrini, καθηγητής τότε στο Ρήγιο της Καλαβρίας, έχοντας σαν πρότυπο την εργασία του Morosi θα δημοσιεύσει σε συνέχειες στη Rivista di filologia d’istruzione classica (τ. IV, V, VII, Τορίνο 1873-1879) τη μελέτη του για την ελληνοκαλαβρέζικη διάλεκτο της Bova).[8] Σ’ αυτήν, εκτός των άλλων (επώνυμα και τοπωνύμια της περιοχής κλπ.), θα δημοσιευθούν 75 τραγούδια (τα 38 ανέκδοτα, 10 παροιμίες και 4 προσευχές από την Bova). O Pellegrini θα ολοκληρώσει την προσφορά του με μια νέα συλλογή 72 τραγουδιών, αυτή τη φορά από το Σαλέντο,[9] και ένα μικρό ετυμολογικό λεξικό 40 σελίδων από το λεξιλόγιο του Μαρτάνο.
Μπορούμε να πούμε ότι με το τέλος του 19ου αιώνα, μετά από μια πολύ γόνιμη περίοδο πενήντα περίπου χρόνων, ένα σημαντικό μέρος της προφορικής λογοτεχνίας των ελληνοφώνων είχε καταγραφεί από τον Comparetti, τον Morosi και τον Pellegrini. Ευτυχώς το έργο τους θα βρει συνεχιστές ανάμεσα σε ντόπιους λογίους, που είτε κατάγονταν από τα ελληνόφωνα χωριά και μιλούσαν τη διάλεκτο, όπως στο Σαλέντο, είτε, όπως στην Καλαβρία, από την ευρύτερη περιοχή της επαρχίας που ασχολήθηκαν με τη λαογραφική έρευνα.
Στο Σαλέντο ο V.D. Palumbo,[10] με μητρική γλώσσα την «grico», θα εργαστεί συστηματικά τριάντα χρόνια για την καταγραφή αντίστοιχου υλικού από το στόμα των κατοίκων των ελληνόφωνων χωριών. Με τις καταγραφές αυτές θα διασωθεί το μεγαλύτερο μέρος της προφορικής λογοτεχνίας του Σαλέντο. Το έργο του, με εξαίρεση ελάχιστες δημοσιεύσεις που ο ίδιος έκανε σε λογοτεχνικές εφημερίδες της εποχής του[11] ή στις βραχύβιες δικές του απόπειρες για την έκδοση ενός εντύπου –La Cultura Salentina, Helios, ΚΑΛΗΜΕΡΑ–, με στόχο την προβολή της γλώσσας και της κουλτούρας των ελληνοφώνων, θ’ αργήσει πολύ να δει το φως της δημοσιότητας. Ευτυχώς θα διασωθεί από τον Oronzo Parlangeli, καθηγητή γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Lecce, στον οποίο οι συγγενείς του εμπιστεύτηκαν τα χειρόγραφά του. Ένα μικρό μέρος των τετραδίων του εκδόθηκε με την επιμέλεια του αείμνηστου ελληνόφωνου καθηγητή Salvatore Sicurro, με καταγωγή από το Martano, το 1978. Περιλάμβανε θρησκευτικά τραγούδια και προσευχές, τραγούδια της αγάπης και μοιρολόγια από το Corigliano d’Otranto.[12]
Aργότερα, και μέσα από τις εκδόσεις του Πολιτιστικού Συλλόγου «Ghetonia», θα έρθει διαδοχικά στο φως το σύνολο του έργου του με τη φροντίδα και την επιμέλεια των του Salvatore Tommasi (1998),[13] του Salvatore Sicuro (1999),[14] της Francesca Licci (2015)[15] και των Luigi Tommasi – Γιάννη Σιδηροκαστρίτη (2020).[16]
Συγκαιρινοί του Palumbo, οι Brizio De Sanctis, οι αδερφoί Lefons (Vito, Antonio και Giuseppe), ο G. Gabrieli, οι Giusepe και Giannino Aprile και αργότερα άλλοι που θα συνεχίσουν το έργο τους (M. Cassoni, G. Gigli, D. Tonti), θα προσφέρουν και νέο υλικό αλλά και πληροφορίες που θα μας διαφωτίσουν για τη ζωή των κοινοτήτων, τα έθιμα του γάμου, τα ταφικά τους έθιμα κλπ.[17] Πολλοί απ΄ αυτούς θα γράψουν στην ελληνική διάλεκτο ποιήματα και πρόζα. Έτσι στο Σαλέντο η λογοτεχνική χρήση της γλώσσας, ως επώνυμη πλέον παραγωγή, θα συνεχιστεί χωρίς διακοπή μέχρι τις ημέρες μας., Οι λιγοστοί πια που την ομιλούν, θέλουν να την κρατήσουν ζωντανή με το τραγούδισμά της.
Στα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας δεν υπάρχει το αντίστοιχο ανθρώπινο δυναμικό. Μολαταύτα, με το έργο της καταγραφής θα ασχοληθούν επιφανείς διανοούμενοι από την ευρύτερη περιοχή που δεν ανήκουν στον κόσμο των ελληνοφώνων και δεν μιλούν τη γλώσσα τους αλλά θα θελήσουν να συνεισφέρουν σ’ αυτή την προσπάθεια, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του Comparetti, του Morosi και του Pelegrini.
Χάρη στις εργασίες του Ettore Capialbi και του Luigi Bruzzano θα δημοσιευθούν στο Avvenire Vibonese (1883) 10 παραμύθια και 6 τραγούδια από το Roccaforte. To 1885 θα εκδώσουν το υλικό τους σε ένα μικρό τεύχος, με τίτλο Racconti Greci di Roccaforte (Monteleone 1885).
O Luigi Bruzzano θα κυκλοφορήσει το 1888 το α´ τεύχος της λογοτεχνικής εφημερίδας Rivista di letteratura popolare: La Calabria. Η εφημερίδα θα εξακολουθήσει να εκδίδεται μέχρι τον θάνατο του ιδρυτή της, το 1902, και θα φιλοξενήσει πολλά έργα και μελέτες για την προφορική λογοτεχνία των κατωιταλικών αλβανόφωνων και ελληνόφωνων κοινοτήτων.
Το μεγαλύτερο εκδοτικό γεγονός που αφορά την ελληνική διάλεκτο της Καλαβρίας ήταν η δημοσίευση της εργασίας του Giuseppe Rossi Taibbi και του Girolamo Caracausi από το Istituto Siciliano di studi Bizantini e neoellenici, με τίτλο Testi neogreci di Calabria (TNC, Παλέρμο 1959, επαν. 1994). Το σύνολο των λογοτεχνικών μνημείων των ελληνοφώνων της Καλαβρίας συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση αυτή. Οι δύο μελετητές θα συγκεντρώσουν με εξαιρετική επιμέλεια το μέχρι τότε δημοσιευμένο υλικό από τις αυτόνομες εκδόσεις, τις δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής καθώς επίσης τη χειρόγραφη και αδημοσίευτη συλλογή του Luigi Borello (Bova 1874-1949) και υλικό που συνέλεξαν οι ίδιοι από τα ελληνόφωνα χωριά. Στο έργο αυτό θα ομογενοποιήσουν τις διαφορετικές επιλογές γραφής[18] των προηγούμενων συλλογέων, χρησιμοποιώντας ενιαίο κώδικα γραφής με βάση το λατινικό αλφάβητο και λίγα γράμματα από το ελληνικό (χ, θ, δ). Στον εκτεταμένο πρόλογο της έκδοσής τους, αναφέρονται αναλυτικά στις πηγές τους και αυτός αποτέλεσε τον σημαντικότερο οδηγό στην προσπάθειά μας να εντοπίσουμε τις σχετικές καταγραφές.[19]
Στο Σαλέντο μέσα από τις εργασίες νεότερων μελετητών θα προστεθεί νέο αθησαύριστο υλικό. Το 1978 θα εκδοθεί το περιοδικό Grecia Salentina: problemi e documenti. Στα δύο τεύχη που κυκλοφόρησαν φιλοξενήθηκαν δύο σχετικές εργασίες. Το α΄ τεύχος (σ. 47-114) περιέχει μια ενδιαφέρουσα ανθολογία της ποιήτριας Angela Campi-Colella, σε συνεργασία με τον Franco Corliano, γνωμικών, νανουρισμάτων και μικρών διηγημάτων που αφορούν τον κύκλο της γέννησης και το μεγάλωμα ενός παιδιού. Στο β΄ τεύχος (1980) δημοσιεύεται η εργασία των Maria R. Motinaro – Franco Corliano με παροιμίες των ελληνόφωνων χωριών του Σαλέντο (Cultura e tradizione nel proverbio Greco e Salentino, σ. 55-163), όπου παρουσιάζουν μια συλλογή παροιμιών στην ελληνική διάλεκτο και τη ρομανική τοπική διάλεκτο.
Το 1979 ο Paulo Stomeo θα παρουσιάσει μια συλλογή 31 παραμυθιών τα οποία έχουν συλλέξει φοιτητές και φοιτήτριές του από τη Sternatia.[20]
Μια έκδοση με τραγούδια της αγάπης και μοιρολόγια του Σαλέντο θα κυκλοφορήσει το 2000 με την υπογραφή του Brizio Mortinaro.[21] Στην εισαγωγή του μας δίνει μια πλήρη εικόνα για την «τελετουργία του πένθους» στο Σαλέντο. Περιλαμβάνει 44 μοιρολόγια (τα 16 στη ρομανική διάλεκτο) και 25 τραγούδια της αγάπης (τα 11 στη ρομανική διάλεκτο). Από αυτά, 15 μοιρολόγια και 17 τραγούδια της αγάπης τα συνέλεξε ο ίδιος τη δεκαετία του ᾽60 και του ᾽70 και ήταν ανέκδοτα, ενώ τα υπόλοιπα έχουν επιλεγεί από προηγούμενες εκδόσεις. Τον επόμενο χρόνο το βιβλίο θα εκδοθεί και στην Ελλάδα, με τη θαυμάσια μετάφραση του Σωτήρη Τριβιζά.[22]
Tέλος, τo 2010, o Franco Corliano –στιχουργός του γνωστού τραγουδιού «Άντρα μου πάει»– θα δημοσιεύσει παροιμίες της περιοχής του Σαλέντο στην ελληνική και τη ρομανική διάλεκτο. 430 παροιμίες (οι περισσότερες στην ρομανική τοπική διάλεκτο) θα δουν το φως της δημοσιότητας με την έκδοση αυτή, χωρισμένες σε 5 κατηγορίες, ανάλογα με το περιεχόμενό τους.
Αυτές ήταν οι κύριες καταγραφές της προφορικής λογοτεχνίας της Κάτω Ιταλίας, ίσως της πιο μελετημένης ελληνικής περιφερειακής διαλέκτου από Έλληνες και ξένους γλωσσολόγους.
Τελειώνοντας αυτήν τη σύντομη αναδρομή, θέλω να αναφερθώ σε δύο σημαντικούς επιστήμονες που αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στη μελέτη και την καταγραφή της: τον Γερμανό G. Rohlfs, υποστηρικτή της αρχαϊκής προέλευσης της γλώσσας των ελληνοφώνων, με πλούσιο επιστημονικό έργο,[23] συντάκτη του Ετυμολογικού Λεξικού και της Ιστορικής Γραμματικής των Ελληνοφώνων, και τον Αναστάσιο Καραναστάση, συντάκτη του πεντάτομου Ιστορικού Λεξικού των Ελληνικών Ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας (Ακαδημία Αθηνών, 1984-1992). Πρόκειται για ένα έργο ζωής που διέσωσε από τη λήθη αυτήν την ιστορική διάλεκτο, δίνοντας πολλά παραδείγματα της χρήσης κάθε λέξης στον προφορικό λόγο και στην προφορική λογοτεχνία και αποσαφηνίζοντας πλήρως τη σημασία της.
Εκτός από το έργο τους αυτό καθαυτό, με τη μακρόχρονη παρουσία τους στα χωριά αυτά και την καθημερινή συναναστροφή τους με τους κατοίκους–πληροφοριοδότες τους, βοήθησαν στη μεταστροφή της απαξιωτικής εικόνας που είχαν για τη γλώσσα τους.
Οι προσπάθειες για τη «σωτηρία» των υποτιμημένων και απαξιωμένων ελληνικών διαλέκτων του ιταλικού Νότου από τον οριστικό αφανισμό που τις απειλούσε θα ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του ᾽70. Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, πολλά από τα τραγούδια αυτών των καταγραφών θα έχουν μια δεύτερη ζωή, τραγουδισμένα από μουσικά σχήματα που αξιοποίησαν αυτήν την κληρονομιά. Επιπλέον έχουμε την παραγωγή νέων λογοτεχνικών έργων, συνήθως από μεγαλύτερους στην ηλικία ανθρώπους που είχαν ως μητρική γλώσσα την ελληνική διάλεκτο του τόπου τους. Θα θελήσουν με αυτόν τον τρόπο να εκφράσουν την αγωνία τους για την απώλεια του κόσμου μέσα στον οποίο μεγάλωσαν. Οι προσπάθειες να μη χαθεί η μάνια γλώσσα συνεχίζονται μέχρι σήμερα από νεότερους λογοτέχνες, που με τους κανόνες της προσωπικής πλέον δημιουργίας, συνθέτουν τα έργα τους στη γλώσσα των προγόνων τους.