Η ανώνυμη προφορική λογοτεχνία των ελληνόφωνων της Κάτω Ιταλίας

Σου μώδεσε’ μα μόδο τη καρδία
Πηγή: Βάνα Χαραλαμπίδου: «Στων Ελλήνων τις κοινότητες», Εξάντας 1995 (φωτ. Β. Κώνστας, Α. Στυλιανίδης, Β. Χαραλαμπίδου)
Πηγή: Βάνα Χαραλαμπίδου: «Στων Ελλήνων τις κοινότητες», Εξάντας 1995 (φωτ. Β. Κώνστας, Α. Στυλιανίδης, Β. Χαραλαμπίδου)



Οι συλλογές – συνοπτική παρουσίαση

Ηελληνική γλώσσα στον ιταλικό Νότο έχει πίσω της μια πορεία πολλών αιώνων, επιβιώνοντας μέχρι τις ημέρες μας στις δύο γλωσσικές νησίδες της Καλαβρίας και της Απουλίας,[1] όπου ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να την ακούσει από τα χείλη ενός ολοένα και πιο περιορισμένου αριθμού ομιλητών. Η πορεία αυτή αποτυπώνεται στις ελληνικές διαλέκτους των δύο περιοχών. Λέξεις των αρχαϊκών και των ελληνιστικών χρόνων, της βυζαντινής και της νεότερης περιόδου, μαζί με δάνεια από τις τοπικές ρομανικές διαλέκτους, μαρτυρούν αυτήν τη μακραίωνη ύπαρξη και τις διαδοχικές φάσεις της διαδρομής της. Οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξη ελληνόφωνου πληθυσμού στον ιταλικό Νότο στα νεότερα χρόνια από τον John Chetwode Eustace (1813)[2] και τον Karl Witte (1821)[3] πέρασαν απαρατήρητες. Θα χρειαστούν σαράντα χρόνια για ν’ αντιληφθεί η επιστημονική κοινότητα της εποχής την ύπαρξή τους με το άρθρο του D. Comparetti στο Spettatore Italiano (1859), με τον τίτλο «Intorno ad alcuni canti popolari greci raccolti in Calabria».
Έχει ασφαλώς προηγηθεί η Ελληνική Επανάσταση, που θα συγκινήσει τους διανοούμενους και τους λαούς της Ευρώπης και θα οδηγήσει στη δημιουργία του μικρού ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, οι συλλογές λαογραφικού υλικού στην Ευρώπη πυκνώνουν, όταν τα υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκά κράτη θα αναζητήσουν τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που τα προσδιορίζουν και τα οριοθετούν στην ιστορία, τη γλώσσα και τον λαϊκό πολιτισμό κάθε περιοχής. Η πρώτη συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, όπως είναι γνωστό, θα εκδοθεί στο Παρίσι από τον Fauriel (1824-1825) ενώ θ’ ακολουθήσει αυτή του Tomasseo στη Βενετία (1841-1842), με τον τίτλο Canti popolari Greci – Ilirici – Toscani – Corsi. Στη συγκεντρωτική συλλογή του ο Passow (Λειψία 1860) θα συμπεριλάβει εκτός των άλλων και τα τρία ποιήματα από την Καλαβρία που είχε ανακοινώσει ο Witte σαράντα χρόνια νωρίτερα.
To 1866 o Comparetti επανέρχεται αποφασιστικά με την πρώτη συλλογή ελληνόφωνων τραγουδιών από την Καλαβρία και το Σαλέντο.[4] Στόχος του, όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογό του, να προσφέρει γλωσσικό υλικό στους ειδικούς προκειμένου να συμβάλει στον διάλογο για την καταγωγή τους. Τα ερωτήματα τα θέτει ο ίδιος:

Ποιοι είναι αυτοί οι Έλληνες; Από ποιο μέρος της Ελλάδας ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ; Είναι άραγε απόγονοι της Μεγάλης Ελλάδας, όπως υποστηρίζει ο Niebuhr, Βυζαντινοί ή ακόμα πιο κοντινοί άποικοι που έφτασαν στα μέρη αυτά μετά το πέρας της βυζαντινής κυριαρχίας στην Κάτω Ιταλία;


Γαλετσιανό



Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα θελήσει να δώσει πρώτος ο Guiseppe Morosi.[5] Για τον σκοπό αυτό θα συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό τραγουδιών από το Σαλέντο (177 στο σύνολό τους, ταξινομημένα θεματικά και με αναφορά του τόπου προέλευσής τους), ενώ θα συμπεριλάβει και ένα μικρό τμήμα πρόζας (5 παραμύθια, 62 παροιμίες και 7 αινίγματα). Ακολουθεί η μελέτη του για τη γλώσσα των ελληνοφώνων, Della lingua dei testi qui raccolti, και για την καταγωγή τους, Dell’ origine di queste colonia.[6] Ωστόσο, παράλληλα με το κύριο μέλημά του, θ’ ασχοληθεί με σύντομο αλλά ουσιαστικό τρόπο με τη φιλολογική ανάλυση του υλικού του από πλευράς φόρμας και περιεχομένου, αναζητώντας ταυτόχρονα αλληλεπιδράσεις με την ιταλική και τη νεοελληνική δημώδη λογοτεχνία και έχοντας υπόψη του τις μέχρι τότε συλλογές (Fauriel, Tommasseo, Passow). Οι παρατηρήσεις του, όπως είπαμε ουσιαστικές, καταδεικνύουν τη μεγάλη επιστημονική του επάρκεια και τη σχολαστική επεξεργασία του υλικού του.
O Morosi, συνεχίζοντας την έρευνά του σχετικά με την καταγωγή των ελληνοφώνων, θα ασχοληθεί και με τις κοινότητες της Καλαβρίας. Στη μελέτη του που θα δημοσιευθεί στο Archivio glottologico italiano (1878), με τίτλο «I dialetti romaici del mandamento di Bova», θα εξετάσει με τον ίδιο ζήλο και την ίδια μεθοδικότητα τα γλωσσολογικά φαινόμενα της περιοχής. Μαζί με ένα μικρό λεξικό και τα συμπεράσματά του σχετικά με την καταγωγή των ελληνοφώνων της περιοχής, θα δημοσιευθούν για πρώτη φορά 40 τραγούδια τους και ένας μεγάλος αριθμός παροιμιών και γνωμικών (188 συνολικά). Στην προσφορά του Morosi θα προστεθεί αργότερα η συνεργασία του στην έκδοση του Mario Mandalari[7] με 15 τραγούδια από το Ροχούδι (τα 6 αδημοσίευτα και τα υπόλοιπα παραλλαγές των ήδη δημοσιευμένων τραγουδιών).
Ο Émile Légrand θα συμπεριλάβει ελληνόφωνα τραγούδια και παραμύθια από τη συλλογή του Morosi στις εργασίες του, που θα εκδοθούν με τίτλο Chansons et contes populaires de la Calabre (Παρίσι, 1870), και Recueil de contes populaires grecs (Παρίσι, 1874).
Ο Astorre Pellegrini, καθηγητής τότε στο Ρήγιο της Καλαβρίας, έχοντας σαν πρότυπο την εργασία του Morosi θα δημοσιεύσει σε συνέχειες στη Rivista di filologia d’istruzione classica (τ. IV, V, VII, Τορίνο 1873-1879) τη μελέτη του για την ελληνοκαλαβρέζικη διάλεκτο της Bova).[8] Σ’ αυτήν, εκτός των άλλων (επώνυμα και τοπωνύμια της περιοχής κλπ.), θα δημοσιευθούν 75 τραγούδια (τα 38 ανέκδοτα, 10 παροιμίες και 4 προσευχές από την Bova). O Pellegrini θα ολοκληρώσει την προσφορά του με μια νέα συλλογή 72 τραγουδιών, αυτή τη φορά από το Σαλέντο,[9] και ένα μικρό ετυμολογικό λεξικό 40 σελίδων από το λεξιλόγιο του Μαρτάνο.
Μπορούμε να πούμε ότι με το τέλος του 19ου αιώνα, μετά από μια πολύ γόνιμη περίοδο πενήντα περίπου χρόνων, ένα σημαντικό μέρος της προφορικής λογοτεχνίας των ελληνοφώνων είχε καταγραφεί από τον Comparetti, τον Morosi και τον Pellegrini. Ευτυχώς το έργο τους θα βρει συνεχιστές ανάμεσα σε ντόπιους λογίους, που είτε κατάγονταν από τα ελληνόφωνα χωριά και μιλούσαν τη διάλεκτο, όπως στο Σαλέντο, είτε, όπως στην Καλαβρία, από την ευρύτερη περιοχή της επαρχίας που ασχολήθηκαν με τη λαογραφική έρευνα.
Στο Σαλέντο ο V.D. Palumbo,[10] με μητρική γλώσσα την «grico», θα εργαστεί συστηματικά τριάντα χρόνια για την καταγραφή αντίστοιχου υλικού από το στόμα των κατοίκων των ελληνόφωνων χωριών. Με τις καταγραφές αυτές θα διασωθεί το μεγαλύτερο μέρος της προφορικής λογοτεχνίας του Σαλέντο. Το έργο του, με εξαίρεση ελάχιστες δημοσιεύσεις που ο ίδιος έκανε σε λογοτεχνικές εφημερίδες της εποχής του[11] ή στις βραχύβιες δικές του απόπειρες για την έκδοση ενός εντύπου –La Cultura Salentina, Helios, ΚΑΛΗΜΕΡΑ–, με στόχο την προβολή της γλώσσας και της κουλτούρας των ελληνοφώνων, θ’ αργήσει πολύ να δει το φως της δημοσιότητας. Ευτυχώς θα διασωθεί από τον Oronzo Parlangeli, καθηγητή γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Lecce, στον οποίο οι συγγενείς του εμπιστεύτηκαν τα χειρόγραφά του. Ένα μικρό μέρος των τετραδίων του εκδόθηκε με την επιμέλεια του αείμνηστου ελληνόφωνου καθηγητή Salvatore Sicurro, με καταγωγή από το Martano, το 1978. Περιλάμβανε θρησκευτικά τραγούδια και προσευχές, τραγούδια της αγάπης και μοιρολόγια από το Corigliano d’Otranto.[12]
Aργότερα, και μέσα από τις εκδόσεις του Πολιτιστικού Συλλόγου «Ghetonia», θα έρθει διαδοχικά στο φως το σύνολο του έργου του με τη φροντίδα και την επιμέλεια των του Salvatore Tommasi (1998),[13] του Salvatore Sicuro (1999),[14] της Francesca Licci (2015)[15] και των Luigi Tommasi – Γιάννη Σιδηροκαστρίτη (2020).[16]
Συγκαιρινοί του Palumbo, οι Brizio De Sanctis, οι αδερφoί Lefons (Vito, Antonio και Giuseppe), ο G. Gabrieli, οι Giusepe και Giannino Aprile και αργότερα άλλοι που θα συνεχίσουν το έργο τους (M. Cassoni, G. Gigli, D. Tonti), θα προσφέρουν και νέο υλικό αλλά και πληροφορίες που θα μας διαφωτίσουν για τη ζωή των κοινοτήτων, τα έθιμα του γάμου, τα ταφικά τους έθιμα κλπ.[17] Πολλοί απ΄ αυτούς θα γράψουν στην ελληνική διάλεκτο ποιήματα και πρόζα. Έτσι στο Σαλέντο η λογοτεχνική χρήση της γλώσσας, ως επώνυμη πλέον παραγωγή, θα συνεχιστεί χωρίς διακοπή μέχρι τις ημέρες μας., Οι λιγοστοί πια που την ομιλούν, θέλουν να την κρατήσουν ζωντανή με το τραγούδισμά της.
Στα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας δεν υπάρχει το αντίστοιχο ανθρώπινο δυναμικό. Μολαταύτα, με το έργο της καταγραφής θα ασχοληθούν επιφανείς διανοούμενοι από την ευρύτερη περιοχή που δεν ανήκουν στον κόσμο των ελληνοφώνων και δεν μιλούν τη γλώσσα τους αλλά θα θελήσουν να συνεισφέρουν σ’ αυτή την προσπάθεια, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του Comparetti, του Morosi και του Pelegrini.
Χάρη στις εργασίες του Ettore Capialbi και του Luigi Bruzzano θα δημοσιευθούν στο Avvenire Vibonese (1883) 10 παραμύθια και 6 τραγούδια από το Roccaforte. To 1885 θα εκδώσουν το υλικό τους σε ένα μικρό τεύχος, με τίτλο Racconti Greci di Roccaforte (Monteleone 1885).



Βούα. Πηγή: Βάνα Χαραλαμπίδου: «Στων Ελλήνων τις κοινότητες», Εξάντας, 1995 (φωτ. Β. Κώνστας, Α. Στυλιανίδης, Β. Χαραλαμπίδου)

O Luigi Bruzzano θα κυκλοφορήσει το 1888 το α´ τεύχος της λογοτεχνικής εφημερίδας Rivista di letteratura popolare: La Calabria. Η εφημερίδα θα εξακολουθήσει να εκδίδεται μέχρι τον θάνατο του ιδρυτή της, το 1902, και θα φιλοξενήσει πολλά έργα και μελέτες για την προφορική λογοτεχνία των κατωιταλικών αλβανόφωνων και ελληνόφωνων κοινοτήτων.
Το μεγαλύτερο εκδοτικό γεγονός που αφορά την ελληνική διάλεκτο της Καλαβρίας ήταν η δημοσίευση της εργασίας του Giuseppe Rossi Taibbi και του Girolamo Caracausi από το Istituto Siciliano di studi Bizantini e neoellenici, με τίτλο Testi neogreci di Calabria (TNC, Παλέρμο 1959, επαν. 1994). Το σύνολο των λογοτεχνικών μνημείων των ελληνοφώνων της Καλαβρίας συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση αυτή. Οι δύο μελετητές θα συγκεντρώσουν με εξαιρετική επιμέλεια το μέχρι τότε δημοσιευμένο υλικό από τις αυτόνομες εκδόσεις, τις δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής καθώς επίσης τη χειρόγραφη και αδημοσίευτη συλλογή του Luigi Borello (Bova 1874-1949) και υλικό που συνέλεξαν οι ίδιοι από τα ελληνόφωνα χωριά. Στο έργο αυτό θα ομογενοποιήσουν τις διαφορετικές επιλογές γραφής[18] των προηγούμενων συλλογέων, χρησιμοποιώντας ενιαίο κώδικα γραφής με βάση το λατινικό αλφάβητο και λίγα γράμματα από το ελληνικό (χ, θ, δ). Στον εκτεταμένο πρόλογο της έκδοσής τους, αναφέρονται αναλυτικά στις πηγές τους και αυτός αποτέλεσε τον σημαντικότερο οδηγό στην προσπάθειά μας να εντοπίσουμε τις σχετικές καταγραφές.[19] 
Στο Σαλέντο μέσα από τις εργασίες νεότερων μελετητών θα προστεθεί νέο αθησαύριστο υλικό. Το 1978 θα εκδοθεί το περιοδικό Grecia Salentina: problemi e documenti. Στα δύο τεύχη που κυκλοφόρησαν φιλοξενήθηκαν δύο σχετικές εργασίες. Το α΄ τεύχος (σ. 47-114) περιέχει μια ενδιαφέρουσα ανθολογία της ποιήτριας Angela Campi-Colella, σε συνεργασία με τον Franco Corliano, γνωμικών, νανουρισμάτων και μικρών διηγημάτων που αφορούν τον κύκλο της γέννησης και το μεγάλωμα ενός παιδιού. Στο β΄ τεύχος (1980) δημοσιεύεται η εργασία των Maria R. Motinaro – Franco Corliano με παροιμίες των ελληνόφωνων χωριών του Σαλέντο (Cultura e tradizione nel proverbio Greco e Salentino, σ. 55-163), όπου παρουσιάζουν μια συλλογή παροιμιών στην ελληνική διάλεκτο και τη ρομανική τοπική διάλεκτο.
Το 1979 ο Paulo Stomeo θα παρουσιάσει μια συλλογή 31 παραμυθιών τα οποία έχουν συλλέξει φοιτητές και φοιτήτριές του από τη Sternatia.[20]
Μια έκδοση με τραγούδια της αγάπης και μοιρολόγια του Σαλέντο θα κυκλοφορήσει το 2000 με την υπογραφή του Brizio Mortinaro.[21] Στην εισαγωγή του μας δίνει μια πλήρη εικόνα για την «τελετουργία του πένθους» στο Σαλέντο. Περιλαμβάνει 44 μοιρολόγια (τα 16 στη ρομανική διάλεκτο) και 25 τραγούδια της αγάπης (τα 11 στη ρομανική διάλεκτο). Από αυτά, 15 μοιρολόγια και 17 τραγούδια της αγάπης τα συνέλεξε ο ίδιος τη δεκαετία του ᾽60 και του ᾽70 και ήταν ανέκδοτα, ενώ τα υπόλοιπα έχουν επιλεγεί από προηγούμενες εκδόσεις. Τον επόμενο χρόνο το βιβλίο θα εκδοθεί και στην Ελλάδα, με τη θαυμάσια μετάφραση του Σωτήρη Τριβιζά.[22]
Tέλος, τo 2010, o Franco Corliano –στιχουργός του γνωστού τραγουδιού «Άντρα μου πάει»– θα δημοσιεύσει παροιμίες της περιοχής του Σαλέντο στην ελληνική και τη ρομανική διάλεκτο. 430 παροιμίες (οι περισσότερες στην ρομανική τοπική διάλεκτο) θα δουν το φως της δημοσιότητας με την έκδοση αυτή, χωρισμένες σε 5 κατηγορίες, ανάλογα με το περιεχόμενό τους.
Αυτές ήταν οι κύριες καταγραφές της προφορικής λογοτεχνίας της Κάτω Ιταλίας, ίσως της πιο μελετημένης ελληνικής περιφερειακής διαλέκτου από Έλληνες και ξένους γλωσσολόγους.
Τελειώνοντας αυτήν τη σύντομη αναδρομή, θέλω να αναφερθώ σε δύο σημαντικούς επιστήμονες που αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στη μελέτη και την καταγραφή της: τον Γερμανό G. Rohlfs, υποστηρικτή της αρχαϊκής προέλευσης της γλώσσας των ελληνοφώνων, με πλούσιο επιστημονικό έργο,[23] συντάκτη του Ετυμολογικού Λεξικού και της Ιστορικής Γραμματικής των Ελληνοφώνων, και τον Αναστάσιο Καραναστάση, συντάκτη του πεντάτομου Ιστορικού Λεξικού των Ελληνικών Ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας (Ακαδημία Αθηνών, 1984-1992). Πρόκειται για ένα έργο ζωής που διέσωσε από τη λήθη αυτήν την ιστορική διάλεκτο, δίνοντας πολλά παραδείγματα της χρήσης κάθε λέξης στον προφορικό λόγο και στην προφορική λογοτεχνία και αποσαφηνίζοντας πλήρως τη σημασία της.
Εκτός από το έργο τους αυτό καθαυτό, με τη μακρόχρονη παρουσία τους στα χωριά αυτά και την καθημερινή συναναστροφή τους με τους κατοίκους–πληροφοριοδότες τους, βοήθησαν στη μεταστροφή της απαξιωτικής εικόνας που είχαν για τη γλώσσα τους.
Οι προσπάθειες για τη «σωτηρία» των υποτιμημένων και απαξιωμένων ελληνικών διαλέκτων του ιταλικού Νότου από τον οριστικό αφανισμό που τις απειλούσε θα ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του ᾽70. Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, πολλά από τα τραγούδια αυτών των καταγραφών θα έχουν μια δεύτερη ζωή, τραγουδισμένα από μουσικά σχήματα που αξιοποίησαν αυτήν την κληρονομιά. Επιπλέον έχουμε την παραγωγή νέων λογοτεχνικών έργων, συνήθως από μεγαλύτερους στην ηλικία ανθρώπους που είχαν ως μητρική γλώσσα την ελληνική διάλεκτο του τόπου τους. Θα θελήσουν με αυτόν τον τρόπο να εκφράσουν την αγωνία τους για την απώλεια του κόσμου μέσα στον οποίο μεγάλωσαν. Οι προσπάθειες να μη χαθεί η μάνια γλώσσα συνεχίζονται μέχρι σήμερα από νεότερους λογοτέχνες, που με τους κανόνες της προσωπικής πλέον δημιουργίας, συνθέτουν τα έργα τους στη γλώσσα των προγόνων τους.





Μέςαπό τα φύddα τη γκαρdία: Η πληρότητα των συναισθημάτων

Οι εκδόσεις που προαναφέρθηκαν μας παρέδωσαν μια πλούσια παραγωγή που περιλαμβάνει όλες τις ειδολογικές κατηγορίες της ανώνυμης προφορικής λογοτεχνίας: τραγούδια, παροιμίες, παραμύθια-αφηγήσεις, προσευχές, μοιρολόγια, ταxταρίσματα. Μας ανοίγoυν ένα παράθυρο μέσα από το οποίο μπορούμε να δούμε και, σ’ έναν μεγάλο βαθμό, να κατανοήσουμε το παρελθόν αυτών των κοινωνιών και την κουλτούρα τους. Και, ασφαλώς, αποτελούν την αναγκαία συνθήκη χάρη στην οποία διατήρησαν τη γλώσσα τους και τη δική τους φωνή ανάμεσα στους αλλόγλωσσους πληθυσμούς με τους οποίους συγκατοίκησαν στη μακραίωνη διαδρομή τους.
Οι κοινότητες των ελληνοφώνων σ’ αυτούς τους αιώνες, αποτελούν πλέον μια γλωσσική μειονότητα, χωρίς επαφή με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, ούτε μεταξύ τους, αφού απέχουν μια τεράστια για την εποχή απόσταση η μια από την άλλη. Η κουλτούρα τους δεν αναπτύσσεται ανταγωνιστικά με την κουλτούρα του υπόλοιπου ιταλικού Νότου, αλλά σε μια οργανική συνύπαρξη μαζί του, αφού όλοι βιώνουν τις ίδιες σκληρές συνθήκες ζωής που επέβαλαν οι φεουδαλικές κοινωνικές δομές της εποχής, υπό την εξουσία ενός διαφορετικού κάθε φορά κατακτητή, στους τόσους που κυριάρχησαν διαδοχικά στον ιταλικό Νότο. Και, ασφαλώς, μοιράζονται την ίδια φύση, τον ίδιο ουρανό και τα κοινά χαρακτηριστικά του μεσογειακού πολιτισμού στη σκέψη τους, στα αισθήματά τους και στο τραγούδι τους. Μέσα σ᾽ αυτόν τον κόσμο η δική τους φωνή θα πάρει και θα δώσει στους γείτονές τους. Και ναι, θα «δανειστούν» τη φόρμα και τα μέτρα των γειτόνων τους για τα τραγούδια τους, όπως άλλωστε και πολλές λέξεις από τις δικές τους ρομανικές διαλέκτους, προκειμένου να συνεχίσουν να μιλούν και να τραγουδούν στη γλώσσα τους. Κράτησαν τη γλώσσα της ψυχής τους, τη μητρική τους γλώσσα, που μόνο αυτή μπορεί να μεταφέρει το ιδιαίτερο πολιτισμικό φορτίο κάθε λαού. Και μόνο μέσα από αυτήν μπορεί κανείς να εκφράσει με πληρότητα τα συναισθήματά του, «μές᾽ από τα φύddα τη᾽ γκαρdία».

«Καμία κουλτούρα δεν μπορεί να ζήσει ανεξάρτητα από τη δομή της φυσικής γλώσσας που την εκφράζει και καμία γλώσσα δεν μπορεί να ζήσει ανεξάρτητα από την κουλτούρα που της αντιστοιχεί». Το αξίωμα αυτό από τη θεωρία του πολιτισμού μας θυμίζει ο Ε.Γ. Καψωμένος στην ανακοίνωσή του με θέμα «Η συνάρτηση γλώσσας πολιτισμού στη νεοελληνική διάλεκτο της Καλαβρίας».[24]

Ένας άλλος σημαντικός ρόλος της προφορικής λογοτεχνίας στις αγροτοκτηνοτροφικές κοινωνίες, όπου απουσιάζουν οι οργανωμένες δομές εκπαίδευσης, εκτός από την κάλυψη της ανάγκης για συναισθηματική και καλλιτεχνική έκφραση, ήταν να μεταφέρει από γενιά σε γενιά, μαζί με τη γλώσσα, τις πεποιθήσεις, τα αξιακά πρότυπα, τη γνώση και την εμπειρία των προηγούμενων, ώστε να διατηρηθεί η γλωσσική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Πιστεύω ότι και στις δύο περιοχές, αν κρίνουμε από το υλικό των δημοσιευμένων καταγραφών, καλύπτονται με επάρκεια αυτές οι ανάγκες.
Η λογοτεχνική παραγωγή των ελληνοφώνων του Σαλέντο παρουσιάζεται πιο πλούσια στο τραγούδι τους από την παραγωγή της Καλαβρίας. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στο Σαλέντο ανάμεσα στις τάξεις των ελληνοφώνων έζησαν πρόσωπα που αντιλήφθηκαν έγκαιρα την αξία αυτών των καταγραφών, όπως είδαμε παραπάνω. Στην Καλαβρία, σημειωτέον, δεν έχει καταγραφεί κανένα μοιρολόι, σε αντίθεση με τα πολλά στο Σαλέντο, ενώ και η θρησκευτική ποίηση σχεδόν απουσιάζει.
Ας δούμε όμως από κοντά καθεμία από τις παραπάνω κατηγορίες.

Σαλέντο



_______
Π Α Ρ Α Μ Υ Θ Ι Α
______

Τα παραμύθια των ελληνοφώνων εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τους στόχους που αναφέραμε νωρίτερα. Πλούσια σε αριθμό και στις δύο περιοχές, αντλούν τα θέματά τους τόσο από τους διεθνείς παραμυθιακούς τύπους[25] και τα ιταλικά παραμύθια –μοτίβα που συναντάμε στη συλλογή ιταλικών παραμυθιών του Ίταλο Καλβίνο– όσο και από μοτίβα που απαντούν συχνά στα παραμύθια της ελληνικής υπαίθρου, με νεράιδες, ξωτικά και δράκους,[26] παραμύθια που αναφέρονται σε ιστορίες ζώων. Επίσης, αρκετά αντλούν από την αισώπεια παράδοση,[27] ενώ πολλές είναι και οι διηγήσεις με χιουμοριστικό ή διδακτικό περιεχόμενο.
Αυτό που χαρακτηρίζει τα παραμύθια και των δύο περιοχών είναι η ζωντάνια της αφήγησης, χάρη στους συχνούς διαλόγους, που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον, στα στοιχεία εντοπιότητας που εντάσσουν στη διήγησή τους, στη χάρη του λόγου τους και στην ευρηματική διασκευή των διαφόρων μοτίβων. Χάρη στην απολαυστική αφηγηματική δεινότητα των παραμυθάδων, η έκταση των παραμυθιών δεν κουράζει το ακροατήριό τους. Εξαιρετικές είναι οι σύντομες διηγήσεις, με το λιτό τους ύφος, και γοητευτική η διάλεκτος κάθε περιοχής. Οι αφηγήσεις δεν απευθύνονται μόνο στα παιδιά, αλλά τις απολαμβάνουν όλα μέλη της διευρυμένης τότε οικογένειας σε στιγμές χαλάρωσης και, βέβαια, ταυτόχρονα με την ψυχαγωγία, διδάσκουν στάσεις, ρόλους, αξίες, τρόπο σκέψης κλπ. Πρόκειται για έναν πλούσιο αφηγηματικό κόσμο που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις μεγαλύτερες πληθυσμιακά κοινωνίες. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που τελειώνει η αφήγηση πολλών παραμυθιών της Καλαβρίας, που ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη.
Εδώ δεν λένε «κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» αλλά τα εξής:

1. Τσαι ο ποβερόσε έμεινε πλούσο, τσαι εγώ είμαι ώδε, πεθαμένο άσσε πείνα τσαι άσσε σπριχάδα: Και ο φτωχούλης έγινε πλούσιος, κι εγώ εδώ, πεθαμένος από την πείνα και το κρύο.
2. Ότουσε επρανdρεύτει με τσείνο που ήτο σπάτζοντα τον δράκο, τσαι εκάμασι γα ‘φτό
3. ‘μέρες-ε φεστίνο, τσαι εμείσε εμείναμε ώδε σέντσα τίποτε: Έτσι αυτή παντρεύτηκε αυτόν που σκότωσε τον δράκο και κάμανε γιορτές για οχτώ μέρες, κι εμείς μείναμε εδώ χωρίς τίποτα.
4. Τσαί εγώ έμεινα ώδε, τρεμουλώντα άσσε σπριχάδα, με το στόμα σσούτο τσαι με τα χέρια έσπερα, σέντσα τίποτε: Κι εγώ έμεινα εδώ, τρεμουλιάζοντας από το κρύο, με το στόμα αδειανό και τα χέρια έρημα, χωρίς τίποτα.

    Προσγείωση στην σκληρή πραγματικότητά τους μόνον ή ταυτόχρονα και μια κραυγή διαμαρτυρίας για τις συνθήκες της ζωής τους;


    ______

    Π Α Ρ O I Μ Ι E Σ
    ______

    Ο παροιμιακός λόγος συγκεντρώνει, με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία στην έκφραση, τη συσσωρευμένη πείρα των κοινωνιών και αποτελεί τον πιο άμεσο τρόπο διδαχής και μετάδοσής της. Αλληγορικός τις περισσότερες φορές, φτάνει άμεσα στον στόχο του. Μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, με τη θεματική του να αντλεί από τη φύση, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις κοινωνικές αξίες, τις θρησκευτικές δοξασίες κλπ.
    Και στις κοινότητες των ελληνοφώνων ο αριθμός των παροιμιών είναι μεγάλος, ιδιαίτερα στην Καλαβρία. Στην Απουλία οι συλλογείς θεώρησαν καλό να εντάξουν και τις παροιμίες της ρομανικής διαλέκτου των χωριών τους, για να δείξουν «τη μεγάλη αλληλεπίδραση ανάμεσα στις δύο κουλτούρες» (M.R. Motinaro, F. Corliano). Οι ομοιότητές τους τόσο με τις ελληνικές όσο και με αυτές του ιταλικού Νότου είναι εκπληκτικές.[28]
    Ας απολαύσουμε μερικές, χωρίς ιδιαίτερη κατάταξη, για του λόγου το αληθές:

    ΣΑΛΕΝΤΟ

    1. Α’ την τσιοφαλή βρομεί ο τσάρι: Απ᾽ το κεφάλι βρομάει το ψάρι.
    2. Κούντου τσαντιάσει τρώει: Όπως φροντίσεις τρως.
    3. Κούντου π’ είναι το πουddi κάνει η φοddea: Όπως είναι το πουλί, κάνει τη φωλιά του.
    4. Εις που καλό κάνει, καλό βρίσκει.
    5. Το κουτάλι, τσέρει, τ’ έχει το τσουκάλι.
    6. Δε το καλό δε το κακό, στέ(κ)ει πάντα σ’ έναν τόπο.
    7. Ε γυναίκα κόμποσε ο δαιμόνι: Η γυναίκα δάμασε το δαιμόνι.
    8. Ε κάλιο τααγκουό σήμμερι, πι ε όρνισα αύρι: Κάλλιο σήμερα τα αβγό παρά αύριο την κότα.
    9. Εκεί που θωρεί πράματα ποddα, πάρε ο σάκκο κέτσι: Εκεί που βλέπεις πράγματα πολλά, κράτα μικρό σακούλι.
    10. Ο ένα εγια κανένα: Ένα ίσον κανένα.
    11
    . Τσωμί δανεικό, πρικό.
    12. Το τσερό τρώει το χλωρό.
    13. Ο κορντομένο (χορτάτος) ε πιστέει ου νηστικού.
    14. Ο λύκο το μαddi έχασι μα του μπιτσίου μακά: Ο λύκος το μαλλί έχασε αλλά το βίτσιο όχι.
    15. Ο ήλιο τίνο τωρεί τερμαίνει: Ο ήλιος εκείνον που θωρεί θερμαίνει.
    16. Εις που πλέον έχει, πλέο τέλει.
    17. Εις που κάνει ένα κοφίνι, κάννει ακατό (εκατό).
    18. Εις που ζει, ποddά θωρεί.
    19. Το τσωμίεν ε-στέει πάντα σε μια κοφίνα: Το ψωμί δεν μένει πάντα στην ίδια κοφίνα.
    20. Ε γλώσσα εν έχει στέατα τσαί στέατα κλάννει: Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα σπάει.
    21. Ατε να φάει ενα πολεμήσει: Αν θες να φας, πρέπει να δουλέψεις.

      ΚΑΛΑΒΡΙΑ

      1. Το απσάρι το μέγα τρώει το τσέντι: Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
      2. Το σσυddi (σκυλί) που αλυφτάει ποddύ, δαγκάνει λίγο: Το σκυλί που αλυχτάει πολύ, δαγκώνει λίγο.
      3. Τόσσο πάει η μπούμπολα στο νερό, φίνα που κλάννεται: Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μέχρι που σπάει.
      4. Το βούδι κρατ(ι)έται αν-ντό τσέρατο τσαι ο άνθρωπο αν-ντό λλόγο.
      5. Πλέ μεγάλη έναι η πόρτα, πλε καρφία θέλει.
      6. Πώς εο Άγιο, του άφτου τα τσερία: Όπως είναι ο Άγιος , τ᾽ ανάβουν τα κεριά του.
      7. Ψόφη(σ)ε, γάδαρο σήμιρο, τι αύρι του φέρρω χόρτο: Ψόφησε γάιδαρε σήμερα, κι αύριο σου φέρνω χόρτο.
      8. Σαν ο φτωχό τον πλούσο αφουδάει, ο πακιμένο (διάβολος) γελάει.
      9. Στου φτωχού βρέχει στον αλώνι.
      10. Άστρα του χειμώνα, τζιουραμέντι (διαβεβαιώσεις) τη ππουττάνα.
      11. Η πούddα κάνει τον αγκουό τσαι ο αλήκτορα καρκαράει: Η κότα κάνει το αβγό κι ο κόκορας κακαρίζει.
      12. Κάλλιο σήμερο το αγκουό κα αύρι τη πούddα: Κάλλιο σήμερα τ’ αβγό κι αύριο την κότα.
      13. Καρκαρίματα ποddα, λίγα αγκουά.
      14. Ο χορτάτο ᾽ε μπιστέει του νηστικού.
      15. Α θθέλει να φάει α-λαδικό, τσέντρα τ’ aggriddaτσι: Αν θες να φας λάδι, κέντρωσε την αγριελιά.
      16.Τσείνο που έχει να βίττσιο, τ’ αφήνει σαπεθαίνει: Εκείνος που έχει ένα βίτσιο, τ᾽ αφήνει σαν πεθαίνει.
      17. Η γλώσσα στέα (κόκκαλα) δεν έχει τσαι στέα κλάννει (σπάζει).
      18. Μόνατσοι, πρεβύτεροι τσαι συddία θέλουσι τρατταμέντο ατσε ταddiα: Μοναχοί, παπάδες και σκυλιά θέλουν κυνήγι με ραβδιά.
      19. Νερό του πρώτΙούνη, λουτσίζι για όλο τον κόζμο: Νερό την πρώτη του Ιούνη καταστροφή για όλον τον κόσμο.
      20. Ο ήλιο του Μαρτίου τρυπάει το τσέρατο του βουδίου.
      21. Πάσα πράξη στον τζαιρόν-του (καιρό της) πρέπει.
      22. Πε μου με τίνον πάει, τσαι σου λέγω ετσείνο τι κάννει.
      23. Το πόδι που ποddύ πορπατεί, πέττει τσαι κλάννεται: Το πόδι που πολύ περπατεί, πέφτει και σπάει.
      24. Ποίο σε θέλει καλό, σε κάνει τσαι κλαίει, ποίο κακό σε θέλει, σε κάνει τσαι γελάει.
      25. Μάρτη που μαρτίζει, μόττι τέλει εκαλοτσαιρίζει, μόττι που βοτά εκάννει χιόνια τσαι νερά: Μάρτης που μαρτίζει, όταν θέλει καλοκαιριάζει, όταν τα γυρίσει, φέρνει χιόνια και νερά.






      _________

      Τ Ο   Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι

      _________



      Τα τραγούδια της αγάπης αποτελούν την πιο πλούσια κατηγορία τραγουδιών και στις δύο ελληνόφωνες περιοχές, εξαντλώντας θα λέγαμε όλες τις σχετικές θεματικές (μοτίβα). Ένα μικρότερο μέρος περιλαμβάνει παιδικά τραγούδια και νανουρίσματα, σατιρικά τραγούδια, πειράγματα και ανταγωνισμούς μεταξύ των χωριών, παράπονα για τις συνθήκες της ζωής τους, ενώ ελάχιστα έχουν κάποια αναφορά στον γάμο. Απουσιάζει το ιστορικό-ηρωικό τραγούδι και από στις δύο περιοχές. Το θρησκευτικό τραγούδι εμφανίζεται πιο πλούσιο στο Σαλέντο, όπου έχει καταγραφεί και μεγάλος αριθμός μοιρολογιών.
      Το λεξιλόγιο και το ύφος των τραγουδιών, οι παραλλαγές που έχουν καταγραφεί και το γεγονός πως ήταν γνωστά σε περισσότερα από ένα χωριά κάθε περιοχής, επιβεβαιώνουν την λαϊκή τους προέλευση και λειτουργία.
      Τα τραγούδια, εκτός των θρησκευτικών και των μοιρολογιών, ακολουθούν την φόρμα της σικελικής οκτάβας, όπως και τα αντίστοιχα τραγούδια της μεσημβρινής Ιταλίας, σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο στίχο και με πλεκτή ομοιοκαταληξία. Στο Σαλέντο, σε πολλά τραγούδια, οι δύο τελευταίοι στίχοι ομοιοκαταληκτούν, έχοντας επηρεαστεί από τη στιχουργική της Τοσκάνης (ABABABCC).
      Ο Morosi θα καταγράψει τον ελληνικό πολιτικό στίχο σε λίγα δίστιχα του Σαλέντο:

      Βασιλικό πλατύφυddε μα τα σαράντα φύλλα,
      σαράντα σ΄αγαπήσανε,΄βώ ήρτα και σ΄επήρα.

      Πόσσε φτερούε (φτερά) τσαι σσίφαλα (πούπουλα) έχει το περιστέρι,
      τόσσες φορέ(ς) σε φίλησα τσ΄ ε μάνα σου το φσέρει (ξέρει).

      Αν απεσάνω αφέντη μου, χώσε-με ΄ς την αυλέddα-σου (αυλή σου),
      να με πατού τα πόδια-σου, να σου πονεί η φσυχέddα-σου (ψυχή σου)

      Άσκημη παράσκημη, φσωμί παρασσημμένο (ψωμί παραψημένο).
      Σου τόσσον είσαι άσκημη, τι εσένα ε θέλει ο γένο ( που δεν σε θέλει το γένος)

      Ένα τραγούδι από το Κοντοφούρι της Καλαβρίας εκτυλίσσεται σε τροχαϊκό οκτασύλλαβο και επτασύλλαβο στίχο, με πλεκτή ομοιοκαταληξία. Η χορευτική διάθεση δηλώνεται ευθύς εξαρχής (η μετάφραση των τραγουδιών είναι δική μου, εκτός αν σημειώνεται κάτι διαφορετικό):

      Φόρεπσ’ εσού, τι φορέω τσιόλα εγώ, Χόρεψε εσύ, και χορεύω κι εγώ
      Δώμ-μου το χέρι τσαι πάσσεσσε αππό’          δώσε μου το χέρι και πέρασε απ’ εδώ

      Και συνεχίζει:

      Αμ μπεθάνω στο χωράφι        Αν πεθάνω στο χωράφι
      να με ρίσπου στο γιαλό,                να με ρίξουν στον γιαλό (στο ποτάμι),
      να με φάει το μαύρο ασπάρι
             να με φάει το μαύρο ψάρι
      αν-ντο γλυτσίο νερό
      .                      από το γλυκό νερό.
      Αμ μπεθάνω στην οσσεία
                  Αν πεθάνω στο βουνό
      να με ρίσπου στο καφούνι
      ,          να με ρίξουν στο φαράγγι,
      να με φάει το μαύρο ασπάρι
             να με φάει το μαύρο ψάρι
      αν-ντο χείμαρρο μπιλό
      .                 απ' τον χείμαρρο τον θολό.
                      (TNC, σ. 271)

      Αν πεθάνω στο καράβι / ρίξτε με μες τον γιαλό / να με φάνε τα μαύρα ψάρια / και το αρμυρό νερό… λένε οι στίχοι ενός ρεμπέτικου τραγουδιού.

      Τα θρησκευτικά τραγούδια είναι συνήθως τετράστιχες συνθέσεις, ενώ το μέτρο ποικίλλει, με τον στίχο να έχει εφτά, οχτώ ή και περισσότερες συλλαβές. Το ίδιο συμβαίνει στα μοιρολόγια, όπου βέβαια πολλές φορές ένα επιφώνημα ή μια αναπνοή συμπληρώνει το μέτρο, όπως συχνά συμβαίνει στην προφορική λογοτεχνική δημιουργία. Ο δεύτερος και ο τέταρτος στίχος σχεδόν πάντα ομοιοκαταληκτούν.



      Πηγή: Βάνα Χαραλαμπίδου, «Στων Ελλήνων τις κοινότητες», Εξάντας, 1995 (φωτ. Β. Κώνστας, Α. Στυλιανίδης, Β. Χαραλαμπίδου)




      Τ Α   Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Α   Τ Η Σ   Α Γ Α Π Η Σ

      ≈≈≈

      Το ερωτικό τραγούδι είναι καθαρά αντρική υπόθεση. Σπάνια θ’ ακούσουμε σ’ αυτό κάποια γυναικεία φωνή. Και βέβαια είναι πρώτα απ’ όλα τραγούδι. Με τη συνοδεία συνήθως της τσαμπούνας και μ’ ένα μουσικό μοτίβο που ελάχιστα διαφέρει από χωριό σε χωριό, ο ερωτευμένος, ανάλογα με το πνεύμα του τραγουδιού, τον τόνο της φωνής του και το προσωπικό του ύφος, του προσδίδει και τον τελικό χαρακτήρα του. Τα τραγούδια της Καλαβρίας, πιο άμεσα, φτάνουν στον στόχο τους χωρίς να αναζητούν ή να κατακτούν μια υψηλή ποιητική αξία, σε κερδίζουν πάντως με τη ζωντάνια τους. Εδώ πολλά διαφορετικά μοτίβα έχουν τη θέση τους μέσα στο ίδιο οκτάστιχο, ενώ έντονο είναι το στοιχείο του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού.
      Στο ερωτικό τραγούδι εκφράζονται όλες οι όψεις της αγάπης, οι χαρές και οι αγωνίες της. Είναι το κατεξοχήν τραγούδι της ζωής, γι᾽ αυτό και είναι το πλουσιότερο στο ρεπερτόριο όλων των εποχών, όλων των κοινωνιών. Παινέματα της ομορφιάς, όρκοι παντοτινής αγάπης, παράπονα και ζήλιες, εκδηλώσεις παράφορου πάθους, αλλά και ο αυτοσαρκασμός και οι κατάρες έχουν τη θέση τους μέσα του. Ας τα παρακολουθήσουμε όλα αυτά, όπως καταγράφονται στα κατωιταλικά σχετικά τραγούδια.


      Π Α Ι Ν Ε Μ Α Τ Α   Τ Η Σ   Ο Μ Ο Ρ Φ Ι Α Σ
      ≈≈≈

      Η αγαπημένη, άσπρη σαν το χιόνι, αναστημένη μ’ όλες τις χάρες, τα στήθη της δυο μήλα ασημένια, ζωγραφισμένη από τους καλύτερους μαστόρους, πιο όμορφη κι απ’ τον ήλιο, που σαστίζει με την ομορφιά της και σταματά την πορεία του για να τη θαυμάσει.


      Ω Ρ Α Ι Ο Τ Η Τ Α
      ≈≈≈

      Άσπρον έ’ το χαρτίν, άσπρο το χιόνι_,
      άσπρο έ’ το χαλάζι τζαι άσπροι οι κρίνοι,
      άσπρο το σφόνδυλό σου τζ’ αι βραχιόνοι,

      στα μέσα ’ού πέττου δύου μήλα ’ύσε ασήμι.

      σε ’πινδζεύσανε δύον καλο
      μαστόροι,
      ’τζείνοι που ’σαν αι πλέο λεφτο
      τζαι φίνοι,
      τζαι σε ’πινδζεύσα’ τζαι σε ’κάμαν ώρηα,

      σε ’φίκανε στο κόσμον για μεμόρια.
                      (V.D. Palumbo, Τα τετράδια της Κωνσταντινούπολης)[29]

      Άσπρο είν’ το χαρτί, άσπρο το χιόνι,
      άσπρο το χαλάζι και άσπροι οι κρίνοι,
      άσπρος ο λαιμός, οι δυο σου ώμοι,
      στο στήθος σου δυο μήλα από ασήμι.
      Σε ζωγραφίσανε δύο καλοί μαστόροι,
      οι πιο λαμπροί τεχνίτες, οι πιο φίνοι,
      σε ζωγραφίσανε, σε πλάσανε ωραία
      και σ’ άφησαν γι’ ανάμνηση στον κόσμο πάντα νέα.

      Δεύτερο δείγμα:

      Είσε ’σά μενδουλέα της πριμαβέρα,
      μόττι τα ’γκαννουλέει’ τζείττα μαλλία
      .
      ’α βάλλει τζαι τα φτιάζει μα μανέρα

      που ’σα τζαι ’σένα ’έ τα βαστά καμμία
      .
      φέρμος εστάση ήλιο άνου στ’ αγγέρα

      κανονόντα τα ββιούνδη σου μαλλία
      .
      αν ηύσερε τί είνε ’υσὲ ματαύσι

      έμβιε μία σπιτταρέλλα να σα καύσει.
                      (Τα τετράδια της Κωνσταντινούπολης)

      Της άνοιξης μοιάζεις μυγδαλιά
      σαν κατσαρώνεις τα ωραία σου μαλλιά.
      Τα βάζεις και τα φτιάχνεις με μια τάξη
      που σαν εσένα δεν τα έχει άλλη καμιά.
      Ακίνητος στάθηκε ο ήλιος εκεί ψηλά
      για να θαυμάσει τα μαλλιά σου τα ξανθά.
      Αν ήξερε πως είν’ από μετάξι
      θενά ᾽στελνε μια σπίθα να σ’ τα κάψει.

      Φειδωλοί οι Καλαβροί στις αβρότητες:

      Μ’ ετούd’ αρτάμια μαύρα μ’ αμαγκέκβει,
      μ’ ετούντα χείλη ρούσα μου γελάει.

      Μ’ αυτά τα μαύρα μάτια με μαγεύεις,
      μ’ αυτά τα κόκκινα χείλη μου γελάς.
                      (TNC, σ. 355)

      Και:

      Σαν εσού φοραίνει τσαι γκουαίνει στο μάλι,
      ο ήλιο μένει να σε κανουνήσει.

      Σαν ντύνεσαι κι έξω βγαίνεις,
      ο ήλιος σταματά να σε θαυμάσει.
                      (TNC, σ. 488)

      Και:

      Σαν εγενάστεισ’ εσού, αίμα γλυτσίο
      στο σπίτισ-σου όλοι ετραγουδούσα,

      όλοι χριστιανοί εκουddίζαει μια φωνή,

      σαν εγενάστεισ’ εσού, μιτσέddα μάνιη.

      Στο πέττοσ-σου ένα άστρο αβλέπει,

      καλά να έχει η μάνα που σε έκαμε!

      Ποι’ σσου φιλάει εττούνο στώμα γλυτσίο,

      τσουμάται καλά τσαι γέρρεταιν’ κάλιο.

                      (TNC, σ. 14)

      Σαν γεννήθηκες εσύ, αίμα γλυκό,
      στο σπίτι σου όλοι τραγουδούσαν.
      Όλος ο κόσμος με μια φωνή,
      σαν γεννήθηκες εσύ, όμορφη μικρή.
      Στο στήθος σου ένα άστρο ανατέλλει,
      καλά να είναι η μάνα που σ’ έκαμε.
      Όποιος φιλάει αυτό το στόμα το γλυκό,
      κοιμάται καλά και σηκώνεται καλύτερα.



      Γαλετσιανό. Πηγή: Βάνα Χαραλαμπίδου, «Στων Ελλήνων τις κοινότητες», Εξάντας, 1995 (φωτ. Β. Κώνστας, Α. Στυλιανίδης, Β. Χαραλαμπίδου)



      Ο Ι   Τ Ο Π Ο Ι   Τ Η Σ   Γ Υ Ν Α Ι Κ Α Σ
      ≈≈≈

      Η πόρτα που κλείνει μέσα της την αγαπημένη, το παράθυρό της, ο αργαλειός όπου κάθεται και υφαίνει, η πηγή όπου πηγαίνει για νερό, είναι τα μέρη που υπάρχουν συχνά στο τραγούδι του ερωτευμένου άντρα. Κι όταν αυτός τύχει να τη δει κάπου αλλού, κρύβεται να μην τη συναντήσει μοναχή.

      Ω πόρτα, πόρτα, που για μένα κλείννει’,
      τζαι πόρτα που για μένα στέει’ κλειμμένη,
      γιατί ω πόρτα τη παδρούνα κλείννει’,
      που τέλει σκουπεράτα τζαι ’δομένη;
      ω πόρτα, πόρτα, που είσε όλη υσ’ ασήμι,
      τζαι πούρου αύσε κρουσάφι γιανομένη,
      άνοιυσο, πόρτα, σε παρακαλώ,
      άνοιυσο, τη παδρουνα μου να ’δω’.

                      (Τ.τ.Κ.)

      Αχ! πόρτα, πόρτα που για μένα κλείνεις,
      πόρτα που για με στέκεις κλειστή.

      Γιατί, αχ! πόρτα, την κυρά σου κρύβεις,
      που ελεύθερα της έπρεπε κανείς να τη θωρεί.
      Ω! πόρτα, πόρτα όλη απ’ ασήμι
      κι από χρυσάφι ατόφιο καμωμένη,
      άνοιξε πόρτα σε παρακαλώ,
      άνοιξε την κυρά μου για να δω.

      Και:

      Ώρηα μου μ’ είττον ώρηο σου ’ντελλέττο
      τζαι μ’ ηττην ὥρηα σου κανονησία,
      όσσο που πιάννει ’τζείττο ταλαρέττο,
      κα πώς τα λαουρέει’ ’τζείττα πουλλία;
      ’α κάννει’ που ’εν έου’ κανέν δεφέττο,
      ’ε τω’ μαγκέει άλλο πι αμηλία.
      Κάννει’ τη πριμαβέρα μα τους φιούρου
      άργουλου τζαι πουλλία τζαι καττζιατούρου.

                      (Τ.τ.Κ.)

      Ωραία μου με το ωραίο σου μυαλό,
      με τούτη την πανώρια τη ματιά.
      Σαν πιάνεις να σταθείς στον αργαλειό
      πώς τα δουλεύεις κείνα τα πουλιά!
      Τα κάνεις να μην έχουνε ψεγάδι,
      να μην τους λείπει παρά μόνο η μιλιά.
      Κάνεις την άνοιξη με τους ανθούς,
      τα δέντρα, τα πουλιά, τους κυνηγούς.

      Και:

      Στο κοραφάτζι σου έσσυανα λινάρι
      τζαι ’δερλάμπησε μέσα στο χλορό,
      σεκούνδου τάππου ’σκόννεται ’ο φεγγάρι,
      άττο γραττάτζι του, ώρηο παρευτό.
      Μ’ είδε’ τζαι ’κάησε κάου στα χωρτία,
      ’φαρήστη ναύρω σένα μανεχή.
      ’τάρασσα. Μα, σο λέω μα τη καρδία,
      ’απόγια ’πήαν αμβρό, τ’ αμμάδια ’μπί.

                      (Τ.τ.Κ.)

      Στο χωραφάκι σου μάζευα λινάρι
      κι έφεγγες μέσα στο χλωρό,
      σαν όταν βγαίνει το φεγγάρι
      απ’ το κρεβάτι του το πλουμιστό.
      Κρύφτηκες σαν με είδες στο χορτάρι,
      μόνη να μη σε συναντήσω.
      Έφυγα, μα σου το λέω με την καρδιά μου,
      τα πόδια πήγαιναν μπροστά, τα μάτια πίσω.

      Και στην ΚΑΛΑΒΡΙΑ:

      Καttσεddα τ’ είσαι στη πόρτα καθημένη,
      γιομώνει μασούργια τσαι γελάει,
      απόει πάει στ’ αργαλειό τσαι ᾽φαίνει
      τσαι τσείντα μάνια τραβούδια τραβουδάει.

                      (TNC, σ. 339)

      Η μικρούλα που είναι στην πόρτα καθισμένη,
      γεμίζει τα μασούρια και γελάει,
      μετά πάει στον αργαλειό και υφαίνει
      κι αυτά τα όμορφα τραγούδια, τραγουδάει.

      Kαι:

      Καttσεddα τ’ είσαι ᾽ ταπάνου καθημένη,
      είσαι πλέον άσπρη κα τι έναι το χιόνι.

                      (TNC, σ. 338)

      Μικρούλα εκεί επάνω καθισμένη,
      πιο άσπρη είσαι κι από το χιόνι.

      Kαι:

      Καttσεddα, τι για τσύλα πάντα πάει,
      μεθέσου πήρε πάντα συννοδεία.

                      (TNC, σ. 342)

      Μικρούλα, που για ξύλα πας,
      μαζί σου πάντα έχεις συνοδεία.


      Kαι:

      Οι κασπέddε που ᾽γαπούσι τα παιδία,
      πάσι στη φφουντάνα να κανοννηθούσι.

      Και συνεχίζει:

      Γιομώννουσι το πέττο άσσε στουπία
      να τα παιδία άσσε αύτε λιμπιστούσι.
      Το βάddουσι ποddέ στη φφαντασία΄
      σύρμα σύρμα θε’ να παντρευτούσι.
      Α σσόρτα τες αφουδάει τσαι η φιλία
      Το πιάννουσι το ασπάρι τσαι γελούσι.

                      (TNC, σ. 5)

      Οι κοπέλες που αγαπούνε οι νεαροί,
      πάνε στην πηγή για να τις δούνε.
      Γεμίζουνε το στήθος με στουπιά,
      τ’ αγόρια να τις λιμπιστούνε.
      Κι εάν το βάλουν μέσα στο μυαλό,
      θέλουνε γρήγορα να παντρευτούνε.
      Η τύχη αν τις βοηθήσει και η φιλία,
      το πιάνουνε το ψάρι και γελούνε.


      Τ Α   Β Α Σ Α Ν Α   Τ Η Σ   Α Γ Α Π Η Σ
      (παράπονα, ζήλιες, εκδηλώσεις παράφορου πάθους)

      ≈≈≈

      Όποιος αγαπάει παιδεύει, λέμε, αλλά προπαντός παιδεύεται. Ο ερωτευμένος άντρας δεν έχει καμιά συστολή να τραγουδήσει δημόσια αυτά που αισθάνεται. Παράπονα και εκκλήσεις προς την αγαπημένη του, ζήλιες και αμφιβολίες, ενώ συχνά το ερωτικό του πάθος εμφανίζεται με τέτοια ένταση, που η ζωή του χάνει κάθε νόημα. Το στοιχείο της υπερβολής πλούσιο στο τραγούδι του. Χωρίς την αγάπη της νιώθει νεκρός. Εκλιπαρεί για έναν λόγο της που θα τον ξαναφέρει στη ζωή, αλλά δεν σταματά εδώ. Τον βασανίζει η σκέψη για τη στάση της όταν θα εγκαταλείψει τον μάταιο τούτον κόσμο. Δεν αντέχει να την αποχωριστεί, της ζητά να τον κηδέψει με όλες τις τιμές, να τον κλάψει ξεχτένιστη μέσα στην αυλή και στον χρόνο επάνω να τον ακολουθήσει στην τελευταία του κατοικία. Αυτός θα την αγαπά κι απ’ τον άλλον κόσμο, τα κόκαλά του μετά από χρόνια θα χτυπήσουν την πόρτα της, γυρεύοντας να τη δουν.

      ΣΑΛENTO


      Σου μώδεσε’ μα μόδο τη καρδία
      τί ρως τι ζήσω πάντα πάω δεμένο,
      μα ένα λάτσον άττη φερραδία
      τζαι ολο αύσε μετάλλον γιανομένο.
      Ήσονε όλη κράουνα τζαι φωτία
      τζαι να σε γγίσω ᾽βώ, να πάω καμένο.
      Τζαι μούττη πιάγα πώχω στη καρδία
      όλο το γένο μού λέει τί πεσένω.

      (Τ.τ.Κ.)

      Με τέτοιον τρόπο μου ᾽χεις δέσει την καρδιά
      που όσο ζω, για πάντα θα ᾽μαι δεμένος.
      Σιδερένια έχεις κάνει τη θηλιά,
      φτιαγμένη από μέταλλα σκληρά.
      Φωτιά και λάβρα, κάρβουνο αναμμένο,
      αν σ’ αγγίξω ο δόλιος πάω χαμένος.
      Τώρα τριγυρνώ με την καρδιά μου πληγωμένη,
      ο κόσμος με κοιτά και λέει: Αυτός πεθαίνει!

      Και:

      Μόττα ’σού με τωρεί, μέεις εσταννού,
      τζαι μότταν δεν, εσού μὲ λημονά,
      μα το πενσιέρι σου σού στέει αλλού,
      τί τέλει ’τζείνο που τωρεί’ πιυνά.
      Τζαι ’βώ φτεχούλλι ’έν είμο μάϊ ’τού .
      μα τί καρδία το λέει τί μ’ αγαπά;
      Κα ε αγάπη έ’ ’σά τον ήλιο φυτομένη.
      Κα ο ήλιο ’τζείνο που τωρεί τερμένει.

                  (Τ.τ.Κ.)

      Όταν με βλέπεις, μ’ έχεις στο νου,
      κι όταν δε με βλέπεις, με ξεχνάς.
      Η σκέψη σου τότε είναι αλλού,
      σ’ αυτόν που βλέπεις πιο συχνά.
      Κι εγώ ο δόλιος πάντα μακριά σου,
      το λες αλήθεια μ’ αγαπάς με την καρδιά σου;
      Η αγάπη είναι σαν τον ήλιο καμωμένη,
      εκείνον που θωρεί, εκείνον και θερμαίνει.

      Και:

      Αγάπη τέλει σέντσα κουμπανία,
      τζαι να ’γαπήσῃς ένα μανεχό.
      ’τζεινού νού δόης όλη τη καρδία
      τζαι μην δόη κουνφιδέντσια τως αλλώ.
      Αγάπη στέει σουδζέττα ’δζελουσία,
      τζαι ’τζεί ’νωρίζεται αγαπητικό.
      Τί, α πάης όλα τζαι δύου να τα μετρήση,
      έν’ ίσα ε δζελουσία μα τ’ αγαπήση.

      (Τ.τ.Κ.)

      Η αγάπη δεν θέλει συνοδεία,
      ν’ αγαπήσεις έναν μοναχά.
      Σ’ αυτόν να δώσεις την καρδιά σου,
      εμπιστοσύνη αλλού μη δείξεις πια.
      Η αγάπη αχώριστη είναι με τη ζήλια,
      έτσι καταλαβαίνεις αν κάποιος αγαπά.
      Κι αν κανείς τα δυο αυτά μετρήσει,
      η ζήλια, την αγάπη ισοφαρίζει.

      Και:

      Λέου τι πατέουνε ουάητα αι καπουττζίνοι!
      ουάητα πατέομε ’μείς αι σβεντουράοι.
      ’Πέ’ μου, τί πενιτέντσια κάννου ’τζείνοι;
      τί στέουνε ’τζι’ στη τζέλλα ρετιράοι;
      στράταν ’ε κάννουν δε μακρύο καμίνι,
      τζαι μάγκου άττην αγάπη εί’ κουνσουμάοι.
      ’ώ ’ναμουράτος έ’ πενιτέντσια βέρα,
      που ’ὲέ πλόννουνε ’δε ’η νύφταν δε ’ήν εμέρα.

      (Τ.τ.Κ.)

      Λένε πως βάσανα πολλά περνούν οι καλογέροι!
      Μα από βάσανα, ο ερωτευμένος μόνο ξέρει.
      Πες μου, σαν τι τραβούν αυτοί απ’ την μεριά τους,
      νύχτα και μέρα αραχτοί μες στα κελιά τους;
      Δρόμους δεν κάνουν, δεν περπατάνε,
      αγάπης σκέψεις και καημοί, αυτούς δεν κυνηγάνε.
      Ω! τους ερωτευμένους πρέπει να λυπούνται,
      που τα μερόνυχτα κυλούν, δίχως να κοιμούνται.

      Και στην ΚΑΛΑΒΡΙΑ:

      Ήλιο που για όλο τον γκόζμο πορπατεί,
      που άνdo λεβάντη στο πονέντη πάει,
      ετσείνη που γκαπάω εγκώ ᾽σου τη θωρεί,
      χαιρέτα μού τη τσαι βρε ά σου γελάει.
      Αν ετσείνη για ᾽μμένα σ’ αρωτήσει,
      πέτη τι εγώ πατέγκβω ποddά γκουάι.
      Αν ετσείνη που δε σ’ αρωτήσει,
      πέτη τι καλό ᾽εν έχει μάι.

                      (TNC, σ. 325)

      Ήλιε, που σ’ όλον τον κόσμο περιπατείς,
      κι απ’ τον πουνέντε στον λεβάντε φτάνεις,
      εκείνη π’ αγαπάω εγώ, εάν τη δεις,
      χαιρέτα την και δες αν σου γελάσει.
      Αν εκείνη για μένα σε ρωτήσει,
      πες της πως περνάω μεγάλες συμφορές.
      Κι αν για εκείνη για μένα δεν ρωτήσει,
      πες της καλοσύνη να μη βρει ποτέ.

      Και :

      Το σσέρω, το σσέρω τ’ ᾽ε με ᾽γαπάει,
      ᾽σου με τους άddου παίζει τσαι γελάει.

                      (TNC, σ. 292)

      Το ξέρω, το ξέρω πως δεν μ’ αγαπάς,
      με τους άλλους παίζεις και γελάς.


      Και:

      Mιραβιλιέγκβω πως ετσούνdo βίζο,
      έχει ετούνdη καρdία τόσο τυρράνο.

                      (TNC, σ. 345)

      Απορώ πως αυτό το προσωπάκι
      έχει αυτήν την τυραννική καρδιά.

      Ο ερωτευμένος νιώθει πως πεθαίνει:

      Εσού κασπέddα που έκλειε τ’ αφτία
      κανούνα τσαι βρε ποις αμπρόσσου πάει
      ρίτσε του ᾽να λλόγο aνdήν γκαρdία
      τι ε’ ππεθαμένο τσ’ εσού τον γερτάει
      κάμετο αν τον ᾽γαπάει: μα αμαρτία!
      Σιπόρεσε τι πλέν ᾽εν ντου διαφάει.
      Βρε τι του παίρουσι στην ανγκλησία
      σ’ ετσείνη τρύπα που τόσσου χωράει.

                      (TNC, σ. 284)

      Εσύ μικρούλα που κρατάς κλειστά τ’ αφτιά,
      κοίτα να δεις μπροστά σου ποιος πηγαίνει.
      Πες του ένα λόγο μέσ’ απ’ την καρδιά,
      γιατί ΄ναι πεθαμένος κι αυτός τον ανασταίνει.
      Κάμε το αν τον αγαπάς, μα αμαρτία!
      Να ξέρεις πως γι’ αυτόν δεν ξημερώνει πια.
      Δες πως τον παίρνουνε στην εκκλησία,
      σ’ αυτήν τρύπα, που τόσους μέσα της χωρά.

      Αλλά και ο θάνατος δεν πρέπει να τους χωρίσει:

      Αν πεθάνω, θέλω να με κλάφσει
      σκαπιddάτα αμμές την αυλή.
      Τσαι σύρε τα μαddιά σου ‘φσε ματάξι
      τσαι κκούμπαμού-τα πάνου ‘ς τη φσυχή.
      Τσαι πόι ‘ς το χρόνο πέ-μμου τη λουτρία
      Τσαι πόι ‘ς δύου κανέ’ Παdρημό
      Τσαι ά-που όλα του(τ)α ήσο γιανομένα
      νοίφσε το ννήμα τα’ έμπα ετσεί μα μένα.

                      (Morosi)

      Αν πεθάνω, θέλω να με κλάψεις
      ξεχτένιστη μες στην αυλή.
      Και κόψε τα μαλλιά σου από μετάξι
      κι ακούμπα μου τα πάνω στο κορμί.
      Και σ’ ένα χρόνο κάμε λειτουργία,
      σε δύο πες μου μερικά Πατερημών,
      κι αφού όλα τούτα έχεις καμωμένα,
      άνοιχ’ το μνήμα κι έμπα εκεί μ’ εμένα.
                      (Μτφρ. Σ. Τριβιζάς)

      Κι αν δεν πάει αυτή, θα πάει αυτός να τη βρει:

      Δώδεκα χρόνου ντόπου απεσαμμένο
      πούρου έχω, κέκκια-μου, να σ’ αγαπήσω,
      τσαι α τσείτο ννήμα που στέκκω χωμένο
      έρχομαι αμπόστα να σε ναζητήσω.
      Έρχομαι αμπί ‘ς τες πόρτε-σου τσαι μένω
      Τσαι τουζζεύω τι ε σσώζω ν’ ομιλήσω,
      Τσαι αν αρωντήσει οι τούζζοι τι ε’ ννα πούνε
      ― Άσκα τ’ ούττα στέατα να σε δούνε.

                      (M. Montinaro)

      Δώδεκα χρόνους που είμαι πεθαμένος
      κι ακόμα, μικρή μου, σε αγαπώ.
      Κι από το μνήμα που είμαι χωμένος
      θα ’ρθω γυρεύοντας για να σε βρω.
      Θα ’ρθω στην πόρτα σου να περιμένω
      και θα χτυπάω, τι δεν θα μπορώ να μιλώ.
      Και αν ρωτήσεις οι χτύποι τι θέλουν να πούνε
      «Σήκω: αυτά τα κόκαλα για να σε δούνε!»
                      (Μτφρ. Σ. Τριβιζάς)

      Μπόβα Μαρίνα, 1980. Φωτ. Ν. Διονυσόπουλος - Αρχείο Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος. Πηγή: εφ. «Η Καθημερινή/Επτά Ημέρες», τόμ. Στ΄, «Ο Ελληνισμός της διασποράς/Καλαβρία», 1996



      Ο Ρ Κ Ο Ι   Π Α Ν Τ Ο Τ Ι Ν Η Σ   Α Γ Α Π Η Σ
      ≈≈≈

      Η αγάπη γεννά αμφιβολίες. Οι όρκοι που χρησιμοποιούνται για να τις σκορπίσουν πρέπει να είναι ισχυροί. Επιστρατεύονται, λοιπόν, σχήματα αδυνάτου για να πειστεί η αγαπημένη, αφού αυτός θα την αρνηθεί «σάμπου ο ήλιο χάνει το ράι».

      ΣΑΛΕΝΤΟ

      Όσσο τωρεί’ τη τάλασσα, καρδία,
      που εεσσηκκέει τζ’ ’έν έχει πλέο νερό,
      τζαι τη λατρέου’ τζ’ ’ή κάννου καλαρία,
      τζαι ᾽τζέσσου νάρτη ο κάμπο δυνατό.
      Τζ’ αἱ ’πεσαμμένοι νάρτουνε σ’ αγεία,
      τζαι ’ώς καρτζεράτω’ λιββερτάν αλώ.
      Τόσσο που όλα τούα τάχει’ ’δομένα,
      ’βώ τόα ᾽ββανδουνέω, τζαι μαλεππένα.

                      (Τ.τ.Κ.)

      Όταν θα δεις τη θάλασσα, καρδιά μου,
      να ξεραθεί και να μην έχει πια νερό,
      να την οργώνουν, κάμπο να την κάνουν,
      μέσα της για να δέσει τον καρπό,
      τους πεθαμένους στη ζωή να ᾽ρθούνε,
      τους σκλάβους όλους να λευτερωθούνε,
      σαν όλ’ αυτά θα τα ᾽χεις ιδωμένα,
      τότε κι εγώ θα παρατήσω εσένα.

      Και:

      Σώζει σχιστή το μάρμαρον για ’μβίδδια,
      τζαι να μουτεύσῃ, ε γη τί ’βώ ’έ μουτέω.
      Όλο το γένο να γιουρήση αφύδια
      τζ’ όλα ’πάνου σε ’μένα τί ’έ μουτέω.
      Με ’σώζαν βάλειν ε’ μέ’ στα υσαλίδια,
      κόμματα να με κάμου, τί ’ε κιτέω.
      με ’σώζα’ κάμει’ πούργουλα τζαι χώμα,
      τί ’βώ ’έ το ’ββανδουνέω ουττ’ ώρηο σώμα.

                      (Τ.τ.Κ.)

      Μπορεί το μάρμαρο να σπάσει από τη ζήλια
      κι η γη ν’ αλλάξει, εγώ δεν αλλάζω.
      Μπορεί οι άνθρωποι να γίνουν φίδια,
      πάνω μου να ᾽ρθουν, εγώ δεν αλλάζω.
      Μπορεί να με πετάξουν στα ψαλίδια,
      κομμάτια να με κάνουν, εγώ δεν αλλάζω.
      Σκόνη να με κάνουνε και χώμα,
      δεν το αφήνω εγώ αυτό τ’ ωραίο σώμα.

      Και στην ΚΑΛΑΒΡΙΑ:

      Εγώ σε ᾽γαπάω τσ’ ᾽ε σ’ αφήνω μάι, Εγώ σ αγαπώ και δεν θα σ΄ αφήσω ποτέ,
      σ’ αφήνω τότε, πότε ο κόσζμο φινέγκβει. θα σ’ αφήσω, όταν ο κόσμος τελειώσει.

                       (ΤNC, σ. 345)

      Τούτη αγάπη πότε μάι φινέγκβει; Τούτη η αγάπη πότε θα τελειώσει;
      Σάμπου ο ήλιο χάνει το ράι. Όταν ο ήλιος χάσει το φως του.

                       (ΤNC, σ. 355)

      Τσ’ αμ μπιζονέττσει το αίμα να το χύσω, Κι αν χρειαστεί το αίμα μου να χύσω,
      με όλη την καρδία για ᾽σσε το κάννω μ’ όλη μου την καρδιά για σένα θα το κάνω.

                      (ΤNC, σ. 345)



      Μ Ε Τ Α Μ Ο Ρ Φ Ω Σ Ε Ι Σ   Τ Ο Υ   Ε Ρ Ω Τ Ε Υ Μ Ε Ν Ο Υ...
      ...Ή, η αφόρητη επιθυμία να είσαι δίπλα της με οποιονδήποτε τρόπο.
      Μια επιθυμία που παράγει ανέφικτες ευχές:

      ≈≈≈

      Κριστό, να σούμο’ κορφογουνελλό.
      Τζαι αν δε ποδαία τί σούμο’ πλέον ακάτου.
      Αν δε να σούμο’ σκάρπα τού ποδό,
      τ’ ήμο παδρούναν όλου τού σωμάτου.
      Τζαι τα πωρνά να ’γέναμο νερό,
      να πλήνω τ’ ώρηα κρέατα τα ’δικά σου.
      Ήτελα όλα τούα γεττεί’, παδρούνα,
      τζαι άττο γράττι σου να γεττώ, πλαούνα.

                      (Τ.τ.Κ.)

      Χριστέ μου! Να ᾽μουν το πανωφόρι σου
      κι αν όχι, η ποδιά σου, για να σταθώ πιο κάτω.
      Κι αν όχι, παπούτσι να ᾽μουν του ποδιού σου
      κι αφέντης όλου του κορμιού σου.
      Και κάθε αυγή να γίνομαι νερό
      το όμορφο κορμί σου εγώ να πλένω.
      Ήθελα να ᾽μουν όλ’ αυτά και κάτι ακόμη,
      στο κρεβατάκι σου να είμαι το σεντόνι.

      Αντίστοιχα στην ΚΑΛΑΒΡΙΑ:

      Τι να΄μμο χούμα τσ΄εσού να μ’ επάτε
      τσαι veramente να σου΄μμο η σόλα!
      Να΄μμο βαρέddι τα’ εσού να μ’ εκράτε
      τσαι για νερό να πήγαμεν κάθ’ ώρα!
      Veramente να σου ΄μμον ντο (ι)μάτι
      τσαι να σου διπλωθώ μέσα στα πόδια,
      να ΄κανα εσσένα να μη ΄πορπάτε
      τι senz’ εμένα εν έστετσε μ(ι)αν ώρα!

                      (TNC, σ. 364)

      Αχ να ’μουν χώμα κι εσύ να με πατείς
      στ’ αλήθεια να ’μουν του παπουτσιού σου η σόλα!
      Να ’μουν βαρέλι κι εσύ να με κρατείς
      και για νερό να τρέχαμε όλη την ώρα!
      Στ’ αλήθεια να ’μουν το ρούχο που φορείς,
      να διπλωνόμουν μέσα στα όμορφά σου πόδια,
      χωρίς εμένα να μην μπορείς να περπατείς,
      χωρίς εμένα να μην έκανες ούτε ώρα!

      Αλλά μεγάλη πέραση έχει και ο ψύλλος, που μπορεί απολαμβάνει το κορμί της αγαπημένης και στα πιο απόκρυφα σημεία του:

      Ήσελα ν΄ ήμο φσύddο εττουρτέα
      τσ’ είχα να ρεμπατεύσω σαν γεράτσι.
      Τσ’ είχα να σου πιστίζω ‘ιττ’ οριο κρέα
      Ρίσπου κάλες τη χέρα να με πιάκει.
      Τσ’ είχα να πριντσιπιεύσω μία φωddέα
      στον τόπο που βαστά το πλέο μαddάι
      Είχα να σου τη κάω σα κρυβιτούρι,
      ρίσπου σκανκέει το πόα μα με κατουρεί.

                      (S. Sicuro, Itela na su po, σ. 268)

      Ήθελα να ’μαι ψύλλος απ’ αυτό το σόι,
      με τα φτερά μου δυνατά σαν το γεράκι.
      Να σου τσιμπάω αυτό τ’ ωραίο σώμα,
      κι εσύ το χεράκι σου ν’ απλώνει να με πιάσεις.
      Και ήθελα να κάνω μια φωλιά
      στα μέρη της τα πλέον τριχωτά.
      Ήθελα εκεί μέσα να ’χω κρυφτεί,
      ν’ ανοίγει τα πόδια της και να με κατουρεί

      Τον τυχερό ψύλλο τον έχει υμνήσει βέβαια και η δημοτική ποίηση της Ελλάδας. Όπως, για παράδειγμα, σε μια μαντινάδα που δημοσίευσε ο Νικολό Τομμαζέο:

      Απ’ όλα τα πετούμενα ο ψύλλος έχει χάρη,
      στων κορασίδων τα βυζιά πάγει και σουλατσάρει.

      _________
      Σ Υ Μ Β Ο Υ Λ Ε Σ - Γ Ν Ω Μ Ι Κ Α

      ________

      Αγάπησον, α τέλη’ ν’ αγαπήση,
      μία κιατερέλλαν είκοσι χρονώ’.
      Αν έ’ ’κοσιπέντε, μη τη τελήση,
      ’πεσ’ τη’ τί εν διαβεμμένος ο τζαιρό.
      Α τέ’ να πιάη, το ρόδο να μυρίση,
      μούτσα το μόττι έν’ ήμισο νοιφτό.
      Τί αν έναι σπουλιατσά τον ’έν δουλέει,
      τζ’ ’έν έ’ καμμία να το δεσιδερέη.

                      (Τ.τ.Κ.)

      Αγάπησε, αν θέλεις ν’ αγαπήσεις,
      μια κοπελίτσα είκοσι χρονώ.
      Αν είναι είκοσι πέντε μην τη θελήσεις,
      πες της πως πέρασε πια ο καιρός.
      Αν λαχταράς το ρόδο να μυρίσεις,
      πιάσ’ το σαν είν’ μισανοιχτό.
      Αν είναι ανοιχτό κι έχει μαδήσει,
      ποτέ κανείς μην το επιθυμήσει.


      _________

      Σ Κ Ω Π Τ Ι Κ Α   Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Α

      _________

      Οι έρωτες δεν τελειώνουν πάντα καλά. Όσο γλυκά είναι τα λόγια της αγάπης, τόσο σκληρές οι αποδοκιμασίες που ακολουθούν τον χωρισμό.

      Τι έ’ να μου ’πής εμένα, μαύρο κρακάλι,
      κασάρα πίντα τζ’ όλη φρατζιδούσα;
      Κα ’πάνου σου ’έν έει’ καμμία χάρη,
      σέρου πέκουρα πάττζια τζαι μουκκούσα.
      Αβέρτα ούτα λόγια που σού λέω.
      Σου κάννω ’ό μοῦσο ’σά κακκάι παλαίο.
      Αβέρτα ’ά λόγια που σώχω ’πημένα.
      σού κάννω ’ό μούσο ’σά κουττζία φτημένα.

                      (Τ.τ.Κ.)

      Τι θα μου πεις εμένα, μαύρο βατράχι,
      ρε φίδι κολοβό και παλιοσιχαμένο;
      Επάνω σου δεν έχεις καμία χάρη
      παλιοπροβάτα, τομάρι αρρωστημένο.
      Πρόσεχε τι λέω, δεν σ’ το λέω πάλι,
      τη μούρη θα σου κάνω σαν παλιοτσουκάλι.
      Πρόσεχε αυτά που σου ᾽χω ειπωμένα,
      τη μούρη θα σ’ την κάνω σαν κουκιά ψημένα.

      Και:

      Κρατεί’ τί ’βώ για σένα πεσηνήσκω,
      τζαί, ’βώ ’έ πεσηνήσκω ’δε πατέω.
      Τ ’σα τζαι ’σένα πεντακόσχιαι ’ββρίσκω,
      τζαι ’με’ σταις πεντακόσχιαι μίαν γιαλλέω.
      Έστονε χίλιους χρόνου’ στον αββύσσο,
      τζαι χίλιους πεντακόσχιου, τὶ ’έ κιτέω.
      Έστονε χίλιους χρόνου παλλικάρι,
      να μη σού ’μβιεύσω ’σένα ’ό μανδατάρη.

                      (Τ.τ.Κ.)

      Θαρρείς πως για σένα θα πεθάνω;
      Ούτε θα πεθάνω ούτε υποφέρω.
      Σαν κι εσένα πεντακόσιες βρίσκω
      κι από τις πεντακόσιες μία διαλέγω.
      Χίλιους χρόνους να μείνω στο σκοτάδι
      και χίλιους πεντακόσιους, εσένα δεν κοιτάω.
      Καλύτερα χίλιους χρόνους παλικάρι
      παρά σε σένα να στείλω μαντατάρη.

      _________
      Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Α    Δ Ι Α Φ Ο Ρ Α

      ______


      Τα τραγούδια της αγάπης κυριαρχούν, όπως είπαμε, στο ρεπερτόριο των ελληνοφώνων αλλά δεν το εξαντλούν. Η σάτιρα για την ακαμάτρα γυναίκα, θέμα διαδεδομένο και στον ελληνικό χώρο, τα τραγούδια διαμαρτυρίας για τη μοίρα τους, και η επιθυμία για καλύτερη ζωή, οι ανταγωνισμοί και τα πειράγματα ανάμεσα στα χωριά, είναι μερικά από τα θέματα που έχουν την θέση τους στο τραγούδι τους.

      Της ακαμάτρας γυναίκας

      ΣΑΛΕΝΤΟ

      ᾽ην Δευτέρα τσαι ᾽η Τρίτη κάσσιονε.
      ᾽η Τετράδη μη πολεμήσει.
      Στη Πέφτη άμο στη κιάτσα.
      ᾽η Παρασσεγκουή κάμε κούνdoυ σου φαίνεται.
      ᾽ ο Σάμπα σ’ το λιτρό.
      τσαι ᾽η Κιουριατσή ᾽α πολεμήσου, πολέμα.
      Ανdέ dεπόι κάησω.

                      (S. Sicuro, Itela na su po, σ. 420)

      Την Δευτέρα και την Τρίτη κάθισε.
      Την Τετάρτη μη δουλέψεις.
      Την Πέμπτη βγες στην πιάτσα.
      Την Παρασκευή κάνε ό,τι θέλεις.
      Το Σαββάτο κάνε μπάνιο.
      Και την Κυριακή αν δουλεύουν, δούλεψε.
      Αν όχι, κάθισε κι εσύ.

      Και στην ΚΑΛΑΒΡΙΑ:

      Βιάτα ννέθω, βιάτα ννέθω,
      πόσον είχα, τόσον έχω.
      Τη Δευτέρα λευκατίdζω,
      την Τρίτη δε ντο ᾽γγίζω,
      την Τετράδη εν’ αργία
      τσαι την Μπέφτη κάνω τσωμία
      το Παρασοκβή dzυμώνω
      τσαι το Σάββατο μπαddώνω.

                      (TNC, σ. 368)

      Πάντα γνέθω, πάντα γνέθω,
      όσον είχα, τόσο έχω.
      Τη Δευτέρα λεκατίζω,
      την Τρίτη δεν τ’ αγγίζω.
      Την Τετάρτη είναι γιορτή,
      και την Πέμπτη κάνω το ψωμί.
      Την Παρασκευή ζυμώνω,
      και το Σάββατο μπαλώνω.

      Φτώχεια - Επιθυμίες - Διαμαρτυρίες

      ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ

      Ήρτε το Πάσχα, μάλη αλοχαρία
      ’ς ὅλο το γένο, τζαι όλοι αι κριστιανοί.
      Πόσσοι που τρών’ βιτέλλαι, τζαι τις αρνία,
      εβώ κρίσινον έχω - ν’ αφσωμί.
      Πόσσοι που πά’ ’νδυμένοι αφσέ παννία,
      τζαὶ μένα ε σόρτα μου έντησε πρική.
      Πόσσοι που πάν ’νδυμένοι τζαι παράτοι,
      εβώ ’φσέ μόνστρο ’έν έχω ένα μάτι.
      Τζαι πόσσοι που ’βαστού’ τη στιβαλέττα,
      τζαι ’βώ βαστώ μία μίσερη καυζέττα.
      Φέρετέ μου εναν βρούλλο να την δέσω,
      τ’ είμαι φτεχούλλι τζαι καλόν ’έν έχω.

                         (Τ.τ.Κ.)

      Ήρθε το Πάσχα, μεγάλη είναι χαρά
      για όλο το γένος, όλους τους χριστιανούς.
      Πόσοι τρώνε μοσχάρι, πόσοι αρνί
      κι εγώ ο φτωχούλης κρίθινο ψωμί.
      Πόσοι ντυμένοι είναι με ρούχα ωραία,
      εμένα μ’ έντυσε η τύχη μου η πικρή.
      Πόσοι που ντυμένοι πάν’ στην τρίχα,
      κι εγώ ένα ρούχο πάνω μου δεν είχα.
      Πόσοι που ολοκαίνουρια παπούτσια φορούν
      κι εμένα απ’ τις τρύπες τα πόδια μου πονούν.
      Φέρτε μου ένα βούρλο να τα δέσω,
      γιατί είμαι φτωχαδάκι και καλό δεν έχω.

      ΟΥΤΕ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΝΟΙΑΖΟΝΤΑΙ

      Βρέτε τι έναι bρούττο τούνdο παΐζι
      Μάνκο τσωμί δεν έχου για να φάσι
      εν΄όλοι τόσο τόσο φαμιλιούζι
      μάνκο χόρτα χορούσι για να βράσει!
      Πάσι στου πισκόπου να το dώει ΄ναν ντορνίζι.
      Τσ’ ’εν ντος το δώνει για μη κάμει ντερέσι.
      Γιατί ότου ε-θέλεια οι πλούσοι
      για το μαλαπάσκα να του κκαθαρίσει.
                      (TNC, σ. 367)

      Για δείτε πόσο άσχημο είναι τούτο το χωριό,
      ούτε ψωμί δεν έχουν για να φάνε,
      κι είναι τόσο πολλές οι φαμελιές,
      που μήτε χόρτα δεν έχουν για να βράσουν!
      Πάνε στον επίσκοπο να του γυρέψουν μια δεκάρα
      και δεν τους δίνει μην και ανοίξει νιτερέσα.
      Γιατί έτσι οι πλούσιοι έχουν θελήσει,
      το μαύρο Πάσχα να τους καθαρίσει.


      ΜΟΝΟ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΙΚΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΤΟ ΨΩΜΙ

      Καλά χορτάτοι που έναι όλοι οι μασσάροι,
      μbέννου χαραπηνένοι στην δουλεία.
      Πάσσι να κάννου μάνιο το κουράδι,
      η γυναίκα να φάει και τα παιδία.
      Δελέgουονdο ένα βιάτζο το βdομάδι
      βιάτα χορτάτην έχου την τσοιλία.
      Τσαι αν ο Θιό τω δδώνει τσαι σιτάρι,
      Τσιουμούνdαι σκουετεμμένοι τη ββραδία.

                      (TNC, σ. 288)

      Καλά χορτάτοι που είναι οι επιστάτες,
      χαρούμενοι πηγαίνουν στην δουλειά.
      Πάνε για να κάνουν μπόλικο ψωμί,
      να φάει η γυναίκα και τα παιδιά.
      Γυρνάνε μια φορά την εβδομάδα,
      πάντα χορτάτη έχουν την κοιλιά.
      Κι αν ο Θεός τούς δώσει και σιτάρι,
      ξένοιαστοι κοιμούνται τη βραδιά.

      ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

      Τι να ΄χα δύο θούμενα σιτάρι,
      πόσσο να gουάλω τούνdη μαύρη χειμωνία.
      Ήθελα να ’χω ένα καλό κασσάρι,
      γα να κάνω μυdζήθρε τσαι τυρία.
      Ήθελα να ’χω ένα καλό μαγιάλι,
      να κάμω αφφέddια τσαι αρτυσία.
      Ήθελα να ΄χω μιαν καλή τσοddούνα,
      τη σπέρα να μου κάνει συννοδεία.

                      (TNC, σ. 365)

      Ήθελα να ’χω δυο σακιά σιτάρι,
      αυτόν τον μαύρο χειμώνα για να βγάλω.
      Ήθελα να’χω ένα καλό υποστατικό,
      μυζήθρες και τυριά πολλά να κάμω.
      Ήθελα να ’χω κι ένα καλό χοιρίδι
      λαρδί να κάμω και αρτυσία.
      Ήθελα να ’χω μια καλή μικρούλα
      να μου κρατά το βράδυ συντροφιά.

      ΟΛΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΛΑΨΑΝΕΣ ΚΑΙ ΡΑΠΑΝΙΔΕΣ

      Όλο το χχρόνο ράττσε τσαι λαττσάνε!
      Λουτσίζι που να καύτσει το dζουρgούνι!
      Το τυρί που έχει στο κασσάρι
      το αφφέddι δεν ντο κόφτει ο πατρούνη.
      Το φάβα που έχει στην Γκοτρώνη
      στον Άγιο Λαυρέντη δεν έχει βασούλι.
      Πιάνω πατσέντσια τι δεν έχω τι κάμει
      οι αλαί(ε) μ΄εκάμασι ραχούνη.

                      (TNC, σ. 353)

      Όλο τον χρόνο αγριοράπανα και λαψάνες!
      Φωτιά να κάψει τ αδειανό καλάθι!
      Το τυρί το κρατάει στην αποθήκη,
      το λαρδί δεν το κόβει ο αφέντης.
      Τι ωραία φάβα που έχει στον Κρότωνα!
      Στον Άγιο Λαυρέντη ούτε φασόλι.
      Υπομονεύω, άλλο τίποτα δεν έχω για να κάμω,
      οι πολλές ελιές με έχουν αρρωστήσει.

      ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΧΩΡΙΩΝ

      Ω! βλογημένοι να ’ναι οι Βουνιτάνοι,
      μπαίννουσι αρρισολούτοι στην δουλεία.
      Πάουσι να κάμουν το μαύρο κουράδι,
      τσαι οι πρεβύτεροι τους κκάννου τα παιδία.

                      (TNC, σ. 290)

      Ω! ευλογημένοι να είναι οι Βουνιτάνοι,
      με όρεξη μεγάλη μπαίνουν στην δουλειά.
      Πάνε για να κάνουν το μαύρο το ψωμί,
      και οι παπάδες τους κάνουν τα παιδιά.
                      (Βουνί: το χωριό Roccaforte)

      Και:

      Άθρωπο του Ριφούδι σέντσα σκόρνο,
      ήθελε παρεντέλα με Βουτάνου.
      Οι Βουτάνοι έναι τσε ρισπέτου, όλοι το τσέρου,
      δε θθέλου παρεντέλα κραπάρου.

                      (Ριφούδι: το ελληνόφωνο χωριό Ροχούδι)
                       (TNC, σ. 309)

      Άνθρωποι από το Ροχούδι χωρίς ντροπή
      γυρεύουν συγγένειες με τους Βουτάνους.
      Οι Βουτάνοι είναι σεβάσμιοι, όλοι το ξέρουν,
      δεν θέλουν συγγένειες με γιδοβοσκούς.
                      (Βουτάνοι: κάτοικοι της Χώρας του Βούα, Bova)


      ________
      Ν A N O Y Ρ Ι Σ M A T Α

      ________


      Ί
      σως η πιο γλυκιά μουσική που ακούει ο άνθρωπος στη ζωή του. Ιδού μερικά από τα νανουρίσματα που επέλεξε να αποστείλει στον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης ο V.D. Palumpo:

      Νινά νινά νινά
      πέντε τζικόραι τζαι πέντε ουά,
      τζαι μίαν βότσα κρασί.
      Ε κυατέρα μου πάει καλ’α.

                      (τζικόραι: ραδίκια· ουά: αβγά· βότσα: φλασκί· κυατέρα: θυγατέρα)
      Νινάνα νινάνα νινάνα
      Δεκατρία να κάμη ε μάνα.
      Δεκατρεί’ μασσαρίαι,
      νώ’ δόη μία πού γιάνα.

                      (μασσαρία: μεγάλη γεωργική έκταση, με υποστατικά, στάβλους κλπ.· νώ’ δόη μία πού γιάνα: να δώσει μία στον καθένα)
      Νινί νινί νινί
      κασχητήλλα μώ κλειδί.
      Τζαί νάν’ γομάη τσακκίνου
      ’ό παιδί μου νούς κρατή.

      Ο τελευταίος στίχος σε παραλλαγή:

      ε κυατέρα μου νους κρατή.
                      (κασχητήλλα: κασελάκι· μώ: με· γομάη: γεμάτη· τσακκίνου: νομίσματα· νούς: νά τους)

      Νινί νινί νινί
      Κάλλιο κυατέρα, πί νά’ παιδί.
      ’ο παιδί ’πάει ’τού ’μβρό’,
      κάννει λίται’ μούς κριστιανού’.

                      (πί: παρά· παιδί: αγόρι· ’μβρό’: έξω (στην αγορά)· λίται [litigio]: καβγάδες, τσακωμοί· μούς κριστιανού: με τον κόσμο)
      Νινό νινό νινό
      Πατέρα κανόνικο να τον ’δώ.
      Κανόνικο τή’ Ρεδζήνα,
      Ββονσιννιόρο στο Τερεντό.

                      (πατέρα κανόνικο: τίτλος ιερατικός (παπάς)· Ρεδζήνα [Regina]: βασίλισσα· Ββονσιννιόρο [Μοnsignore]: ανώτερος ιερατικός τίτλος· Τερεντό [Otranto]: αρχιεπισκοπική έδρα της περιοχής)


      _______
      Τ Ο    Θ Ρ Η Σ Κ Ε Υ Τ Ι Κ Ο   Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι

      ______


      Το θρησκευτικό συναίσθημα, όπως εκφράζεται μέσα από τις προσευχές, τους ύμνους και το τραγούδι, παρουσιάζεται σχετικά πλούσιο στο Σαλέντο, ενώ δύο όλες κι όλες είναι οι σχετικές καταγραφές στην Καλαβρία, παρουσιάζουν ωστόσο εξαιρετικό ενδιαφέρον.

      ΚΑΛΑΒΡΙΑ

      Mια ομολογία πίστης στην αιώνια παρουσία και την τριαδικότητα του Θεού φαίνεται πως αποτελούν οι παρακάτω στίχοι:

      Ο Γέρο, που ’εν έχει γερουσία,
      νύφταν ημέρα πάντα το’ λλοτέγκβω.
      Εν’ ένα μαναχό, σώματα τρία,
      Ετσείνο κράddζω τσαι ’τσείνο πιστέγκβω.
      Έναι δύο που του κάννου συννοδεία,
      πάντα γονατιστή τον αντορέγκβω.
      Κράddζοντα την Άγιο Α-παναγία,
      σε δάφτη τη ττσυχή ρακουμανdέγκβω.

      Τον Κύριο, που δεν γερνά ποτέ,
      νύχτα και μέρα, πάντα Τον δοξάζω.
      Είναι ένας μοναχά, σώματα τρία,
      Εκείνον καλώ, σ’ Αυτόν πιστεύω.
      Είναι δύο που του κάνουν συνοδεία,
      πάντα γονατιστή, Αυτόν λατρεύω.
      Καλώντας την Αγία Παναγία,
      σ’ Εκείνη την ψυχή μου εμπιστεύομαι.

      Και μια άλλη προσευχή έφτασε μέχρι τις μέρες μας, αφού εκτός από τις καταγραφές του Comparetti και του Borrelo, παρέμεινε ζωντανή στη μνήμη των ελληνοφώνων. Την άκουσα από το στόμα των γεροντότερων στα χωριά της Καλαβρίας στις αρχές του αιώνα μας. Στίχους από την ίδια προσευχή έχει καταγράψει και ο Morosi στην Απουλία, ενώ τη συναντάμε και σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

      —Ω, Μαρία Μιddαλινή,         —  Ω, Μαρία Μαγδαληνή
      πώ τσιουμάσαι μαναχή;       πώς κοιμάσαι μοναχή;
      Εν γκιουμάμαι μαναχή,    —    Δεν κοιμάμαι μοναχή,
      τι έχω Πέτρο τσ’ έχω Παύλο         έχω Πέτρο, έχω Παύλο,
      τσ’ έχω δώδεκ’ αποστόλου…           δώδεκ’ αποστόλους έχω…

      Και συνεχίζει σαν νανούρισμα: 

      Νγύρι, νγύρι του σπιτίου,                          Γύρω γύρω του σπιτιού,
      ννάκα, ννάκα του παιδίου.                         νάκα νάκα του παιδιού.
      Τ’ αγρο πίτσιουνα πειννούσι                     Τ’ αγριοπίτσουνα πεινούν
      στην άγιο θαλασσία.                                         στην αγία θαλασσία.
      Η Μάρτα τσ’ η Μαρία,                                 Η Μάρθα και η Μαρία,
      ο Χριστό στην ανgλησία,                            ο Χριστός στην εκκλησία, 
      που λέγει την μάνιη λουτουγεία,               λέει την ωραία λειτουργία,
      το βανgέλειο εν’ ανοιφτό,                           το ευαγγέλιο είν’ ανοιχτό,
      τι το μελετάει ο Χριστό,
                                    το διαβάζει ο Χριστός,
      ο Χριστό το μελετάει,                                   ο Χριστός το μελετάει,
      τσ’ η Πατρούνα μας αυλογάει…                και η Παναγιά μας ευλογάει…

      Για να συνεχίσει σαν φόρμουλα ξεματιάσματος (;):

      Η στράτα η μακρία                           Η στράτα η μακριά,
      η Πατρούνα η γλυτσεία,              η Παναγία η γλυκιά,
      η στράτα η κοντή,                          η στράτα η κοντή,
      η Πατρούνα η χρυσή,                   η Παναγιά η χρυσή,
      η στράτα η λάρgη,                          η στράτα η φαρδιά,
      η Πατρούνα η παραμάνιη,          η λαμπρή η Παναγιά,
      η στράτα με το μέλι,                       η στράτα με το μέλι,
      η Πατρούνα τσιόλα το θέλει.       η Παναγιά κιόλας το θέλει.

      Και στο Σαλέντο, ανάμεσα στους στίχους μιας δέησης, όπως τους έχει καταγράψει ο Morosi, διαβάζουμε: Δούλευσα η α’ Ματαλανή / τσείνη πο ’ναι μανεχή / μα τους δώδεκ’ αποστόλου: Πανηγύρισα (;) την αγία Μαγδαληνή, / εκείνη που είναι μοναχή / με τους δώδεκα αποστόλους.
      Παρηγοριά λοιπόν η συντροφιά των αγίων στην ερημιά της Μαγδαληνής. Μήπως αντίστοιχα και για τις γυναίκες ξωμάχους, που συχνά έπρεπε να περάσουν τη νυχτιά σ’ ένα πρόχειρο καλύβι στην εξοχή για να σηκωθούν ώρες πριν χαράξει η μέρα, να μαζέψουν τα καπνά ή τα γιασεμιά, πριν τα δει πολλή ώρα το φως του ήλιου;

      ΣΑΛΕΝΤΟ

      Προσευχές, ύμνοι προς την Παναγία και τους αγίους, αποδοκιμασίες για την προδοσία του Ιούδα, θρήνοi πάνω στο μνήμα του Χριστού, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων στις σχετικές καταγραφές στο Σαλέντο. Ο ελληνόφωνοι θα υιοθετήσουν ύμνους της Καθολικής Eκκλησίας (Stabat Mater, Dies irae, il Miserere), που θα τους μεταφέρουν στην γλώσσα τους, χαρισματικά θα λέγαμε, ενώ θα κρατήσουν και θρησκευτικά τραγούδια και προσευχές της δικής τους παράδοσης. Αυτή είναι άλλωστε η λειτουργία της «οργανικής συμβίωσης», που έχουμε ήδη επισημάνει.
      Φαίνεται ότι στο Σαλέντο δεν έλειπαν τα αγερμικά τραγούδια, που τα τραγουδούσαν από πόρτα σε πόρτα, ενήλικοι εδώ, σε εορταστικές περιόδους, όπως τουλάχιστον μας επιτρέπει να συμπεράνουμε η σχετική καταγραφή από το Corigliano d’Otranto στα τετράδια του V.D. Palumpo (S.Sicuro, Itela na sou po, σ. 285). Το σχετικό τραγούδι αφορά την περίοδο των Χριστουγέννων και τον ερχομό του νέου έτους:

       
      Άρτε που έστασα εις τούτη μμασσαρία,
      ‘βλοώ τη στράτα με το λιμπιτάρι,
      ‘βλοώ τη’ μμάμα με τα παιδία,
      Τσαί α-πόι το’ τσιούρη που ‘ναι ο τζενεράλη.
      βλοώ το’ τόπο που έκαμε σιτάρι,
      τριακόσσια τούμενα τσαι τρία να κάμει.
      Μότε ες ‘ι’ καμπάνια ηπάει καλά,
      Όσσε ο στέσσο πατρούνα σ’ αγαπά.

      Τώρα που έφτασα σ αυτήν τη μασαρία (αγρόκτημα),
      ευλογώ τον δρόμο και το κατώφλι,
      ευλογώ τη μάνα και τα παιδιά,
      και μετά τον κύρη, που είναι ο αρχηγός
      Ευλογώ τον τόπο που σπέρνετε σιτάρι,
      Τριακόσια τούμενα και τρία να κάμει.
      Όταν τα χωράφια πάνε καλά,
      μέχρι και τ’ αφεντικό σε αγαπά.

      Στα επόμενα δέκα τετράστιχα, ο καλαντιστής, σαν άλλος ιερέας, ευλογεί την αυλή, τα αγροτικά εργαλεία, τα χωράφια για την καλή σοδειά, τους ανθρώπους που ήταν στην δούλεψη του αφεντικού, τα υποστατικά. Στο τέλος ζητάει φιλοδώρημα για τον κόπο του.
      Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τραγούδι των Παθών του Χριστού, «Canto della Passione», «Πασσιούνα» στη δική τους γλώσσαή «Santo Lazzaro», όπως ονομάζεται στην τοπική ρομανική διάλεκτο. Πρόκειται για την εξιστόρηση των Παθών του Χριστού, με τη σειρά που αυτά καταγράφονται στα Ευαγγέλια και με τον τρόπο που τα νιώθει και τα εκφράζει ο απλός λαός. Κυρίαρχος ο αβάσταχτος πόνος της Παναγιάς, που βλέπει τον γιο της να βασανίζεται και να υποφέρει. Το τραγούδι, που φαίνεται ότι είναι γνωστό μόνον στα χωριά των ελληνοφώνων, έχει πολλές αναλογίες με το «Καταλόγι ή Μοιρολόι της Παναγιάς», όπως παρουσιάζεται με πληθώρα παραλλαγών στην παράδοση του ελληνικού κόσμου. Ανάλογα τραγούδια των Παθών ασφαλώς υπάρχουν και στη λαϊκή παράδοση του ιταλικού Νότου, που συνοδεύονταν συχνά από αναπαραστάσεις του Θείου Δράματος.
      Το Σάββατο του Λαζάρου, και για όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, συνήθως δύο ενήλικοι, με τον ήχο της τσαμπούνας ή ενός ακορντεόν αργότερα να τους συνοδεύει, τραγουδούσαν την «Πασσιούνα», γυρίζοντας πόρτα-πόρτα σε όλα τα ελληνόφωνα χωριά. Μαζί τους κι ένας τρίτος, που κρατούσε ένα μεγάλο κλαδί ελιάς, στολισμένο με χρωματιστά μαντιλάκια. Μπορεί επίσης πάνω του να κρέμονταν ζωγραφισμένες κάποιες σκηνές από τα Θεία Πάθη. Οι τραγουδιστές εναλλάσσονταν στο τραγούδι, λέγοντας καθένας μερικές στροφές κάθε φορά, στον μονότονο σκοπό του τραγουδιού, ίδιο σε όλη τη διάρκειά του, που δεν ήταν καθόλου σύντομη. Εβδομήντα πέντε τετράστιχα του τραγουδιού έχουν καταγραφεί στο Μαρτάνο. Με κινήσεις των χεριών και την έκφραση του προσώπου τους προσπαθούσαν να κρατήσουν το ενδιαφέρον των ακροατών και να μεταδώσουν τη συγκίνηση από την τραγικότητα των περιγραφών τους. Στο τέλος ζητούσαν το σχετικό φιλοδώρημα, που συνήθως ήταν αβγά άβαφα ή άλλα προϊόντα, που τα έβαζαν στο καλάθι τους. Τελευταία και χρήματα. Ήταν γνώριμοι στα χωριά γι αυτήν τους την ιδιότητα, που συνήθως τη συνέχιζαν μέλη της οικογένειας τους. Οι τελευταίοι έφτασαν μέχρι τις μέρες μας και ξανατραγούδησαν όχι από πόρτα σε πόρτα πλέον, αλλά στις οργανωμένες παρουσιάσεις του τραγουδιού, που διοργανώνονται κάθε χρόνο τη Μεγάλη Πέμπτη, αρκετά χρόνια τώρα, έξω από την εκκλησία ενός ελληνόφωνου χωριού, από τους πολιτιστικούς συλλόγους τους και με μεγάλη συμμετοχή του κόσμου. Μια νέα γενιά πήρε από τα χέρια τους τη σκυτάλη και συνεχίζει την παράδοση.
      Ο Morosi, που κατέγραψε τριάντα τρεις στροφές του τραγουδιού στο Μαρτάνο, παρατηρεί πως «αυτό τραγούδι, όπως και το “Mοιρολόι πάνω στον τάφο του Χριστού” από το Corigliano, έχουν το προνόμιο να είναι πολύ παλιά, όπως προκύπτει από μερικές λέξεις που συναντούμε σ’ αυτά : afsio (αξιόω), cataghihoscheo (καταγιγνώσκω), vuli (βουλή) στο πρώτο και selene (σελήνη), vasilia (βασιλεία), cirio (Κύριος) στο δεύτερο. Οι λέξεις αυτές ίσως είναι κατάλοιπα από παλαιές συνθέσεις της ελληνικής Εκκλησίας, που ο λαός στο διάστημα των αιώνων μετέφερε στη γλώσσα του». Το σχετικό απόσπασμα από το Μαρτάνο:

      Vuli ecama cini Ebrei
      Na mas piacu tom prico
      Ce Anna o cataghinoschei
      Na pesani ‘s to stavro.
                      (Morosi, La passione di Cristo)

      Ο O. Parlahgeli, σε σχετική μελέτη του έναν σχεδόν αιώνα αργότερα, διερευνώντας την πιθανή προέλευση του τραγουδιού, παρατηρεί ότι τα καρφιά της σταύρωσης εδώ δεν τα έκαμαν οι Τσιγγάνοι, όπως στην ελληνική παράδοση του τραγουδιού. Επιπλέον, ο πόνος της Παναγιάς δεν φαίνεται να κυριαρχεί στο τραγούδι. Από την άλλη, στα αντίστοιχα ιταλικά τραγούδια, σημαντικό μέρος καταλαμβάνουν διηγήσεις που απουσιάζουν παντελώς από τα τραγούδια των ελληνοφώνων.
      Πρόκειται για τετράστιχα με πλεκτή ομοιοκαταληξία και με συλλαβές που ποικίλλουν από οχτώ έως και έντεκα. Στο τραγούδισμα βεβαια οι διαφορές αυτές καλύπτονται, με τις τεχνικές που γνωρίζουν καλά λαϊκοί τραγουδιστές.
      Ας δούμε όμως κάποια μέρη του τραγουδιού, όπως τα κατέγραψε ο V.D. Palumpo στο Corigliano:

      Καλημέρα να σας είπω,                           Καλημέρα να σας πω,
      να σας κουντέτσω τη’ Πασσιούνα,      να σας διηγηθώ την Πασιούνα,
      πόσα πάτετσε ο Χριστό,                          πόσα έπαθε ο Χριστός,
      κούσετέα με ντεβοτσιούνα.                   ακούστε τα με ευλάβεια.

      Μας ‘ον αμπίετσε ο Παddρετέρνο,     Μας τον έστειλε ο Αιώνιος Πατέρας,
      να μας σαλβέτσει τη’ τσυχή,                  για να μας σώσει την ψυχή,
      να μη’ π-πάμε εις ‘ον Ανφιέρνο,            να μην πάμε στην κόλαση,
      τι αμμεριτέαμο όλοι εμεί.                        που αξίζαμε όλοι εμείς.

      Η Μαντόνα εις ‘ην ορατσιούνα,            Η Παναγία στη λειτουργία,
      ινκουτάμπλε το παιδί,                              θαύμαζε το Παιδί της,
      της ε’να ‘χει τη’ φουρτούνα,                   που Εκείνη είχε την τύχη
      εις ‘η τσοιλία ν’ ανκαρνεφτεί.                στην κοιλιά της να ενσαρκωθεί.

      Άρτε ε’ λλέομε πλέο ππ’ αττού,            Τώρα δεν μιλάμε πια γι’ αυτό,
      πασσιοένα ε’ να πενσέτσει,                     καθένας μας έχει να σκεφτεί,
      πόσα έκαμα του Χριστού,                        πόσα έκαμαν του Χριστού
      τη’ τσυχή να μας σαλβέτσει.                   που ήρθε να μας σώσει την ψυχή.

      Τσείνοι σκύddοι, οι Τούρκοι Αμπραίοι,        Εκείνοι οι σκύλοι, οι Τούρκοι Εβραίοι,
      ηπήαν γιουρεύοντα το’ Μ-μεσσία.                πήγαν για να ’βρουν τον Μεσσία.
      Ο Γιούντα π’ όκανε τι κλαίει,                            Ο Ιούδας που έκανε πως κλαίει,
      τσείνο δούλετσε για σπία.                                 εκείνος έκανε την προδοσία.

      Και συνεχίζει με τη σύλληψη του Χριστού, την άρνησή του από τον Πέτρο, την οδύνη της Παναγιάς, την προσαγωγή του Ιησού στον Πιλάτο, τα μαρτύρια που υπέστη, το ακάνθινο στεφάνι που έσφιξαν στο κεφάλι του, την Παναγιά που δεν αντέχει να τον βλέπει να υποφέρει και λιποθυμάει:

      Ηπήε τρέχοντα η Μαρία,                          Τρέχοντας πήγαινε η Μαρία.
      άρτε απ’ ότε, άρτε απού τσει,                  πότε από εδώ, πότε από εκεί,
      σέντζα καμμά’ κκουμπανία,                     μόνη, χωρίς καμιά συντροφιά,
      το Παιτάτσι τη να δει.                                 Το Παιδάκι της για να δει.

      Ήρτε η Μάρτα τσαι η Ματαλένα,         Ήρθαν η Μάρθα και η Μαγδαληνή,
      γα κουνφόρτο της Μαρία,                         για να της σταθούν,
      να μη’ ππιάκει τόσση ππένα,                   να μη ζήσει τόσο πόνο,
      σέντζα καμμάν αβησία.                             δίχως καμιά βοήθεια.

      Τσαι διαβαίννοντα ο σφουρτουνάο        Και ενώ περνούσε ο δυστυχής
      έτραμε η μάνα του να τον δει.                  έτρεξε η μάνα Του για να Τον δε.
      Άνου ‘εμ βάστα σενό ο δέρμα                  Πάνω του έμεινε μόνον το δέρμα,
      Τσαι αντραμούρτετσε η πικρή                και λιποθύμησε η δυστυχισμένη.

      Ακολουθεί η εξιστόρηση μέχρι τον σταυρικό θάνατο, και στο τέλος οι τραγουδιστές ζητούν το σχετικό φιλοδώρημα από τους ακροατές τους:

      Ε γλώσσα ε σσώζει πλέο μιλήσει,          Η γλώσσα μου δεν μπορεί πια να μιλήσει,
      σε κουντεύσει πλέο ο λαιμό,
                         δεν αντέχει άλλο ο λαιμός,
      δώκετέ-μου ‘να τουρνίσι                               δώστε μου καμιά δεκάρα,
      αν δε, δώκετ΄εν΄αγκουό.                             αν όχι, κανένα αβγό.

      Σε ένα άλλο τραγούδι, αποσπάσματα του οποίου μας δίνει ο Morosi με τον τίτλο, «Τραγούδι των Βαΐων», συμφύρονται πολλά, η Πασιούνα, οι τρεις μάγους και άλλα, ο δε τραγουδιστής ξεκινά λέγοντας: «Εγώ σας αφήνω τώρα θυγατέρες, / πάω περπατώντας στην τύχη, / πάω περπατώντας με το Βάι, / πάω λέγοντας την Πασιούνα. / Ήρθε πρώτα ο Λάζαρος / που πέθανε και τον έχωσαν, / τρεις μέρες στάθηκε εκεί / και τον ανέστησε ο Χριστός». Και συνεχίζει με στροφές από την Πασιούνα και τ’ άλλα θέματα.
      Το κλαδί της ελιάς, στολισμένο με χρωματιστές κορδέλες και ο αγερμικός χαρακτήρας του τραγουδιού από πόρτα σε πόρτα, με το καλάθι που θα συγκεντρώσει τις προσφορές, μου δίνουν την αίσθηση πως ίσως αυτά αντιστοιχούσαν σε τραγούδια και έθιμα του Λαζάρου, που ξεχάστηκαν με τον καιρό.
      Αξίζει να αναφερθεί ένα άλλο έθιμο, που το αναβιώνουν την Κυριακή των Βαΐων στον Βούα (Bova) της Καλαβρίας, άγνωστο στην υπόλοιπη επαρχία. Κατασκευάζουν, μέρες πριν, με μεγάλη μαεστρία γυναικείες φιγούρες με κλαδιά ελιάς πάνω σ’ έναν σκελετό από καλάμι. Άλλες μεγάλες κι άλλες μικρές, σαν μητέρας και κόρης, που τις στολίζουν με χρωματιστές κορδέλες, ανοιξιάτικα λουλούδια και φρούτα της εποχής. Την Κυριακή των Βαΐων οι κάτοικοι του χωριού θα τις φέρουν όλοι μαζί, σαν σε λιτανεία, στην εκκλησία του προστάτη τους San Leo, για να τις ευλογήσει ο ιερέας. Στη συνέχεια θα μοιραστούν αυτά τα κλαδιά. Άλλα θα τα κρεμάσουν στα δέντρα τους και άλλα θα τα φυλάξουν στο σπίτι, χρήσιμα σε περίπτωση βασκανίας ή άλλης κακοτυχίας. Όσα περισσέψουν θα καούν. Είναι προφανές ότι τα στολισμένα κλαδιά της ελιάς συμβολίζουν την ανάσταση της φύσης και τη γονιμότητα που οι χωρικοί μ’ αυτόν τον τρόπο επιζητούν να φέρει η επερχόμενη άνοιξη. Ανάλογα έθιμα, όπως είναι γνωστό, αφθονούσαν στη χώρα μας μέχρι πρόσφατα. Στην Κύπρο συνηθίζουν την παραμονή της Κυριακής των Βαΐων να πηγαίνουν κλαδιά ελιάς στην εκκλησία, τα οποία θα παραμείνουν εκεί για σαράντα μέρες, «για να λειτουργηθούν» όπως λένε. Κατόπιν τα φύλλα της ελιάς θα χρησιμοποιηθούν αντί για λιβάνι. Μ’ αυτά ευλογούν το σπίτι τις αποθήκες και τους ανθρώπους, ενώ τα χρησιμοποιούν και για «ξεμάτιασμα» (Λαογραφία, ΔΕΛΕ, τόμ. ΙΖ, Αθήνα, 1957-1958, σ. 283).



      Φωτ. Φώτη Καζάζη (Μάνη, Αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)

      ______
      Μ Ο Ι Ρ Ο Λ Ο Ϊ

      ______

      Πάντα νύφτα σκοτεινή

      Αν το ερωτικό τραγούδι είναι κατά κύριο λόγο έργο των ανδρών, το μοιρολόι ανήκει αποκλειστικά στον κόσμο των γυναικών. Άφθονες είναι οι καταγραφές του είδους στο Σαλέντο, ενώ στην Καλαβρία, παρότι υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξή του μέχρι πρόσφατα, δεν υπάρχει καμία σχετική καταγραφή.
      Δεν χρειάζεται παρά μια απλή ανάγνωση για να καταλάβει κανείς ότι πρόκειται για έναν κόσμο ολωσδιόλου ελληνικό. Καμία μεταφυσική θεώρηση, καμία προσδοκία ανάστασης και εδώ. Η χριστιανική πίστη, όπως και στην Ελλάδα, δεν μπόρεσε ν’ αλλάξει τη βαθύτερη παγανιστική αντίληψή του κόσμου όταν μοιρολογεί τα αγαπημένα του πρόσωπα. Ο θάνατος, η μαύρη γη, ο Κάτω Κόσμος εμφανίζονται σαν το απόλυτο κακό, «πάντα νύφτα σκοτεινή».
      Για τα έθιμα του πένθους και της απόδοσης τιμών στον νεκρό υπογραμμίαζει ο M.Montinaro: « Όταν πέθαινε κάποιος-α, άνοιγαν τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού. Σκέπαζαν αμέσως τους καθρέφτες (…) και τοποθετούσαν το λείψανο με τα πόδια στραμμένα προς την έξοδο του σπιτιού. (…) Κατά τη διάρκεια της αγρύπνιας ενθυμούνταν και εγκωμίαζαν τα έργα του/της εκλιπόντος. (...) Παρέμβαση (επί πληρωμή) όσο τ0 δυνατόν περισσότερων μοιρολογιστρών για τους θρήνους. Επιμήκυνση της διαδρομής της νεκρικής πομπής, προκειμένου ο νεκρός να αποχαιρετήσει τα μέρη που σύχναζε. Την περίοδο του πένθους η οικογένεια του νεκρού δεν έπρεπε ν’ ανάψει φωτιά για μια εβδομάδα, κάποτε και για έναν μήνα. Οι συγγενείς, οι φίλοι και οι γείτονες της οικογένειας φρόντιζαν στο διάστημα αυτό για το «πένθιμο γεύμα» που εκ περιτροπής ετοίμαζαν γι’ αυτούς, το έθιμο της «παραζομία» όπως ονομαζόταν. Οι γυναίκες, για ένα διάστημα μικρότερο ή μεγαλύτερο, ανάλογα με τον βαθμό της συγγένειας με τον νεκρό, φορούσαν μαύρα, ενώ οι άντρες έμεναν αξύριστοι για σαράντα μέρες. Την τρίτη και την έβδομη μέρα μετά από τον θάνατο γινόταν «βίζιτα», δηλαδή η οικογένεια δεχόταν φίλους και συγγενείς για να θρηνήσουν πάλι τον εκλιπόντα όπως και την ημέρα της ταφής». Έθιμα γνώριμα σε όλους εμάς, αφού τα ίδια περίπου υπήρχαν -μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον- και στη χώρα μας.
      Ο μοναχός M. Cassoni[30] αναφέρει πως το 1620 ο αρχιεπίσκοπος της Υδρούντος (Otranto) απαγόρευσε με την απειλή του αφορισμού όσους θα συνέχιζαν να τοποθετούν ένα νόμισμα στο στόμα του νεκρού ή ένα κυδώνι στα χέρια του ,όπως και τις γυναίκες που έκοβαν τα μαλλιά τους για να τα βάλουν στον τάφο μαζί με τον νεκρό, ενώ ένα τσουχτερό πρόστιμο περίμενε τους ιερείς που θα ανέχονταν αυτέ τις παγανιστικές πρακτικές.
      Όπως γράφει ο S. Sicuro, στο δωμάτιο της έκθεσης του λειψάνου παρευρίσκονταν οι μαυροφορεμένες γυναίκες για να τον θρηνήσουν, μέχρι τη στιγμή που ερχόταν ο ιερέας για να τον πάρει στην εκκλησία. Εκεί τον συνόδευαν μόνον οι άντρες, αφού, σύμφωνα με απόφαση του επισκόπου του Nardo από το 1565, απαγορευόταν στις γυναίκες ν’ ακολουθήσουν. Αυτές παρέμεναν στο σπίτι, προφανώς σε μια προσπάθεια της εκκλησίας να αποκλείσει εκδηλώσεις αντίθετες προς τα εκκλησιαστικά ήθη.
      Στο Σαλέντο οι μοιρολογίστρες, «Le prefiche», συχνά ονομάζονταν «Le Greche» και ήταν αυτές που με κάποια ανταμοιβή θα πρωταγωνιστούσαν στην αγρύπνιας στο σπίτι του νεκρού, μαζί με τις υπόλοιπες συγγενείς, γειτόνισσες και άλλες γυναίκες του ευρύτερου κύκλου της οικογένειας.
      Αυτό που κατά τη γνώμη μας διαφοροποιεί το μοιρολόι του Σαλέντο από το μοιρολόι του υπόλοιπου ιταλικού Νότου, όσο τουλάχιστον μπορέσαμε να το εποπτεύσουμε, είναι πως αποτελεί έναν οργανωμένο σε μεγάλο βαθμό θρήνο με συγκεκριμένους «στόχους»:

      «Εμπρός, σ’ αυτή τη βίζιτα / να μην κάθεται καμία. / Θέλουμε μοιρολογίστρες / κι όχι θρήνο μ’ αταξία» λέει ένα μοιρολόι που μας θυμίζει ο M. Montinaro.

      Θρήνος λοιπόν με τέτοιον τρόπο που θα εκτονώσει σ’ έναν βαθμό τη βαθιά οδύνη για την απώλεια, θα προφυλάξει από πιθανούς σοβαρούς αυτοτραυματισμούς που μπορεί να επιφέρει η αβάσταχτη θλίψη και η απελπισία, ενώ στη συνέχεια θα κάνει όσο το δυνατόν σαφέστερο πως δεν υπάρχει επιστροφή από τον οριστικό χωρισμό που μοιραία επιφέρει ο θάνατος και πως η ζωή πρέπει να συνεχιστεί.
      Οι μοιρολογίστρες είχαν ασφαλώς την εμπειρία και ένα μεγάλο ρεπερτόριο από στίχους και φόρμουλες, που τις προσάρμοζαν κάθε φορά, ανάλογα με την περίσταση, για να καθοδηγήσουν τον θρήνο. Μπαίνοντας στο δωμάτιο όπου γινόταν η πρόθεση του νεκρού με λυμένα και αχτένιστα μαλλιά κάθονταν δίπλα στο προσκέφαλό του και άρχιζαν τον κοπετό τραβώντας τα μαλλιά τους και χτυπώντας με δύναμη τα πόδια και το στήθος με τα χέρια τους, ανάμεσα σε αναστεναγμούς και ουρλιαχτά. Στη συνέχεια τραβούσαν από το στήθος τους ένα μαντίλι και κρατώντας το ψηλά με τα δυο τους χέρια το κουνούσαν ρυθμικά δεξιά κι αριστερά, σαν να αποχαιρετούσαν τον νεκρό, ξεκινώντας το μοιρολόι.[31] Θέλοντας να παρακινήσουν και τις άλλες γυναίκες, άρχιζαν με στιχουργικές φόρμουλες που τις συναντάμε συχνά, όπως οι εξής:

      «Ποιος κλαίει, ποιος κλαίει στη βίζιτα, ποια περισσότερο θρηνεί; Εκείνη που έχασε το γένος της και της ξεριζώθηκε η ψυχή.» (Morosi)
      «Τώρα κλάψτε, όλες κλαίμε, όλες έχουμε τι να πούμε: κάποια έχασε τη μάνα, κάποια τον κύρη, κάποια την ακριβή της αδερφή.» (Montinaro)

      Άλλες φορές υποδύονταν τον νεκρό που καλούσε ο ίδιος να τον κλάψουν. Μια τεχνική που τη χρησιμοποιούν συχνά στα μοιρολόγια του Σαλέντο είναι ο διάλογος ανάμεσα στον νεκρό και μέλη της οικογένειάς του. Με αυτό τον τρόπο κορυφώνεται η τραγικότητα των στιγμών. Εδώ ένας άντρας νεκρός φέρεται να λέει στην γυναίκα του:

      «Κλάψε, κλάψε, πρώτη μου αγάπη, για τον μεγάλο σου πόνο. Γιατί το κλάμα σου για μένα είναι καλό, το ξέρουν όλοι. Γιατί σε καίει μια μεγάλη φωτιά.» (V.D. Palumpo)

      Σε ένα άλλο, ο νεκρός πατέρας ζητάει από την κόρη του να σταματήσει τα κλάματα: :

      «Θυγατέρα της καρδιάς μου, γιατί τραβάς με πόνο τα μαλλιά σου; Την ψυχή και την καρδιά, μου ξεσχίζεις, το ξέρεις. Σταμάτα να κλαίς, σε παρακαλώ». (V.D. Palumpo)

      Στον τόπο του μοιρολογιού θα ζητήσουν το μερτικό τους και άλλες χαροκαμένες γυναίκες:

      «Έμαθα πως είναι βίζιτα,
      γιορτή αν ήταν δεν θα ’ρχόμουν.
      Έμαθα πως εδώ κλαις
      κι ήρθα για το μερτικό μου.
      Όπου βλέπω να κάνουν βίζιτα
      νομίζω πως ακούω μουσική.
      Όπου βλέπω να κάνουν βίζιτα
      πονάει η καρδιά μου κι η ψυχή».        
                      (Montinaro, μτφρ. Σ. Τριβιζάς)

      Ανάλογα με την απώλεια, υπάρχουν μοιρολόγια για τον νεκρό σύζυγο και πατέρα ή τη μάνα, για το νεκρό παιδί, ακόμα και για το ορφανό, που έμεινε πια μόνο, χωρίς στήριγμα στη ζωή:

      Τ’ ορφανό, τ’ ορφανό
      σ’ αυτόν τον κόσμο, στέκει πάντα μοναχό.
      Τον χτυπούν, τα πουλιά και ο αέρας,
      το χαλάζι και το νερό.
      Σαν βγει από το σπίτι του
      μήτε να καθίσει κάπου, δεν καταφέρνει,
      σηκώνεται ξάφνου ένα σύννεφο,
      ούτε ο ήλιος δεν το ζεσταίνει.
                      (Morosi)

      Το επόμενο μοιρολόι είναι για τον θάνατο μιας κόρης, όπως το κατέγραψε ο D. Tondi στο Τζολίνο από την έκδοση του Montinaro (η μετάφραση του Σ. Τριβιζά):

      Κυατερέddα, κυατερέddα-μου,         ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΣΤΡΑ   Θυγατέρα, θυγατέρα μου,
      τόσσον ώρια γενομένη,                                                               τόσο ωραία γινομένη,
      τί καρdία που κάννει η μάνα-σου                                            τι καρδιά να κάμει η μάνα σου
      να σε δει απεσαμμένη!                                                                βλέποντάς σε πεθαμένη!

      —Τις σ’ ασκώνει, κυατερέddα-μου,                      ΜΑΝΑ   Ποιος θα σε ξυπνάει, κόρη,
      σάττη η μέρα εν’ απσηλή;                                                           Σαν η μέρα είναι ψηλά;
      Ιττακάου εν’ πάντα αν ύπουνο                                  ΚΟΡΗ  Εδώ πάντα είναι ύπνος,
      Πάντα νύφτα σκοτεινή.                                                               πάντα νύχτα, σκοτεινιά.

      Άρτε πού σε χώσαν, κέκκια-μου,                            ΜΑΝΑ  Τώρα που με θάψαν, κόρη μου,
      τις σου στρώνει ο κροβαττάτσι;                                                 ποιος σου στρώνει το κρεβάτι;
      Μου το στρώνει ο μαύρο Θάνατο                         ΚΟΡΗ   Μου το στρώνει ο μαύρος Θάνατος
      Για μια νύφτα ποddύ μάλη.                                                          για μια νύχτα πιο μεγάλη.

      Τις σου φτιάτζει τα καπετάλια                                     ΜΑΝΑ   Ποιος σου φτιάχνει τα μαξιλάρια
      ν’άει να πλώσει τρυφερά;                                                               να κοιμάσαι τρυφερά;
      Μου τα φτιάτζει ο μαύρο Θάνατο                           ΚΟΡΗ  Μου τα στρώνει ο μαύρος Θάνατος
      μ’α λισάρια τα ξερά.                                                                          με λιθάρια μυτερά.

      Συνεχίζει με τα παινέματα της μάνας για την κόρη της, για να τελειώσει με τις εκκλήσεις της για να επιστρέψει:

      Μη το κάμει, κυατερέddα-μου,                ΜΑΝΑ  Και κάμε, θυγατέρα μου
      μη το κάει να μη γυουρίσει:                                            και κάμε να γυρίσεις.
      έχει ν’άρτει εις τούττην μάνασ-σου,                 Έχεις να ‘ρθεις στη μάνα σου
      ν’ άχει να την ναζητήσει!                                                        Και να την συναντήσεις!

      Μη το κάμει,κυατερέddα- μου,                                    Και κάμε, θυγατέρα μου,
      μη το κάει να μην γυουρίσει:                                          και κάμε να γυρίσεις.
      έχει ν’άρτει εις τούττην μάνασ-σου,                           Έχεις να ‘ρθεις στη μάνα σου,
      τόσσον να την χαιρετήσει!                                               Και να την χαιρετήσεις!

      ‘Βώ σε πρακαλώ, μάνα μου,                            ΚΟΡΗ   Παρακαλώ σε, μάνα μου
      Εις την πόρτα μη’ κκαϊσει;                                                στην πόρτα μην καθίσεις.
      Τι τωρεί όλε τες ίσε-μου,                                                         Θα δεις όλες τις φίλες μου.
      τσαι αρχινιάς να μορολοήσει.                                          και θα μοιρολογήσεις.

      ‘βώ σε παρακαλώ, μάνα μου,                                           Παρακαλώ σε, μάνα μου,
      Στο χορεύσει να μη’ ππάει;                                               στον μπάλο να μην πας.
      ‘κεί, ΄κεί που κάννουν βίζετο,                                           Εκεί που κάνουν βίζιτα,
      ‘κεί έχει να στραπάει.                                                                  εκεί έχεις να πας.

      Μη με μένει πλέο, μάνα μου,                                           Μη με περιμένεις, μάνα,
      μάι, μάι κανέα τσαιρό,                                                                σε κανέναν πια καιρό.
      γιατί ιττόσου που με βάλανε,                                                 Εδώ κάτω που με βάλαν
      ιτττού κούει καταλυμό.                                                       και το λεν καταλυμό.

      Μη με μένει πλέο μάνα μου,                                             Μη με περιμένεις, μάνα,
      δε χειμώνα δε καλοτσαίρ                                                          ή χειμώνα ή καλοκαίρι,
      γιατί ιττόσου που με βάλανε,                                            εδώ κάτω που με βάλαν
      ττού με κλείσαν μ’ ο μορτιέρι!                                          Κι όπου μ’ έχτισε ένα χέρι!

      Ο θάνατος, πάντα σκληρός, άλλοτε με το δρεπάνι του το κοφτερό, άλλοτε σαν ριπή ανέμου, δεν θα κάνει τη χάρη σε κανέναν να τον αφήσει στη ζωή. Όσοι είναι γραμμένοι στο τεφτέρι του πρέπει να τον ακολουθήσουν:

      Κλάψτε μάνες που έχετε παιδία,
      κλάψτε με πόνο δυνατό,
      μέσ’ από τα φύλλα της καρδιάς,
      γιατί θα σας αφήσουν πριν έρθει ο καιρός.
      Έρχεται ο θάνατος , που τίποτα δεν λογαριάζει,
      με το δρεπάνι του το κοφτερό,
      να πάρει, όσους στο χαρτί του έχει γράψει.

      Και πιο κάτω:

      Έλα θάνατε, γύρνα πίσω,
      πήγαινε σε κανένα γέρο που σε περιμένει .
      —Πρέπει να ’ρθεις μαζί μου,
      ό,τι κι αν κάνεις, η ώρα σου σημαίνει.
      —Θάνατε, δεν ήρθε η ώρα να πεθάνω,

      πιάστηκα από τ’ αγκίστρι,

      που ο ψαράς τραβάει επάνω.

      Ο κύρης και η μάνα μου δεν θέλουν να τους αφήσω.

      —Αυτό δεν γίνεται ακόμα κι αν το θελήσω,

      γρήγορα πρέπει να ’ρθεις με μένα

      —Τι μπορώ να κάνω; θα σ’ ακολουθήσω. Oϊμένα!

      — Και τώρα εγώ θ’ αφανίσω εσένα.
              
                      (Morosi)

      Είχα αμμές το χωράφι μου                 Είχα μέσα στον χωράφι
      μιαν ώρια ρουτέα.                                  Μίαν όμορφη ροδιά.
      Ήρτε άνεμο τσαι ‘ην έριφσε              Ήρθε άνεμος, την πήρε
      τσαι την επήρε μακρέα.                       Και την έριξε μακριά.
                      (Montinaro, μτφρ. Σ. Τριβιζάς)

      Όπως ήδη είπαμε, ο Κάτω Κόσμος δεν έχει τίποτα το μεταφυσικό καμιά προσδοκία επιστροφή. Εδώ είναι πάντα νύχτα σκοτεινή, καμιά χαρά:

      Ποιος σε ξυπνάει, θυγατέρα μου
      σαν η μέρα είναι ψηλά;
      Εδώ κάτω, πάντα είναι ύπνος
      πάντα νύχτα, σκοτεινιά.        
                      (Morosi)

      Συχνό μοτίβο και η αναμονή τυχόν επιστροφής στον επάνω κόσμο, μέχρι να οριστικοποιηθεί η μονιμότητα της απώλειας:

      ΚΟΡΗ:
      Σε περιμένω, μάνα μου,
      ένα λεπτάκι κάθε μέρα
      για να σου λέω τον πόνο μου,
      πώς περνάω την κάθε μέρα.
      Σε περιμένω, εσένα, μάνα μου,
      σε περιμένω μέχρι τις οχτώ.
      Σαν δω ότι δεν έρχεσαι,
      τα κλάματα αρχινώ.
      Σε περιμένω, μάνα μου,
      μέχρι τις εννιά
      κι αν δω ότι δεν έρχεσαι.
      μαυρίζω σαν την καπνιά.
      Σαν δω ότι δεν έρχεσαι,
      στις δέκα αν δεν σε δω.
      Στις δέκα χώμα γίνομαι.
      Χώμα για να με σπείρεις.

      ΜΑΝΑ:

      Μη με περιμένεις ποτέ,
      ούτε για καλό ούτε για κακό.
      Αυτή η πλάκα είναι από μάρμαρο,
      και η πόρτα σιδερένια,
      εγώ, εδώ έχω πια το σπιτάκι μου,
      από εδώ κανείς δεν βγαίνει.
      Μη με περιμένεις πλέον, θυγατέρα μου,
      ποτέ, ποτέ, με κανέναν πια καιρό,
      εδώ που με κατέβασαν
      το λεν καταλυμό.
      Που όλοι οι νέοι σαπίζουνε,
      και σαπίζω κι εγώ.
                      (Morosi)

      Τα μήλα και τα κυδώνια, διαχρονικά σύμβολα, γνωστά από τα ελληνικά μοιρολόγια, θα τα συναντήσουμε και εδώ. Όπως σε ένα μοιρολόι από την συλλογή του παπά Μάουρο, όπως αποκαλούσαν οι ελληνόφωνοι τον Βενεδικτίνο μοναχό M. Cassoni, που συμπεριέλαβε ο Montinaro στην έκδοσή του (στη μετάφραση του Σωτήρη Τριβιζά):

      ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΓΙΟ

      Τι ηον’ καλούddι ο παιδάι-μου                 Πόσο ωραίο το παιδάκι μου
      μόττι κάητζε στον καντούνα!                   σαν καθότανε στο τζάκι!
      Όλο ο σπίτι-μου λούστρε                         Έλαμπε όλο το σπίτι
      σα κα είχε ένα λαμπιούνα.                         Σαν να είχε ένα φωσάκι.

      Μήλα, μήλα δώδεκα,                                  Μήλα, μήλα δώδεκα,
      τσυδώνια δεκατρία                                      κυδώνια δεκατρία
      του δίομε ου παιδίο-μου
                                 θα δώσω στο παιδάκι μου
      να τα πάρει εις την φσενία.                       να πάρει στην ξενιτιά.

      Τσαι μήλα,μήλα δώδεκα                            Και μήλα, μήλα δώδεκα
      τσυδώνια δέκα-πέντε                                 κυδώνια δεκαπέντε
      τα δίομε ου παιδίο-μου                               θα δώσω στο παιδάκι μου,
      να τα πάρει στες παρέντε.                         να τα πάρει σ’ όλο το σόι.

      Τσαι μήλα, μήλα δώδεκα                            Και μήλα, μήλα δώδεκα,
      τσυδώνια δεκαττά                                         κυδώνια δεκαεφτά
      του δίομε ου παιδίο-μου                             θα δώσω στο παιδάκι μου,
      να μη το μήνουμε μακά.                              να μην το καρτερούνε πια.




      Φωτ. Γιάννη Βουρλίτη (Μάνη, Αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)




      ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: