Πώς τα βγάζει κανείς πέρα με τα τραγούδια; Εθνογραφία και δημοτικό τραγούδι


Ει­σα­γω­γή

Στα χρό­νια της δι­κής μου επι­τό­πιας έρευ­νας, στην εθνο­γρα­φία ο λα­ο­γρά­φος/αν­θρω­πο­λό­γος -ερευ­νη­τής/τρια μπαί­νει και «παί­ζει» στο πε­δίο μο­να­χι­κός/ική και άγνω­στος/η, όσο και αν έχει κά­ποια επί­ση­μα δια­πι­στευ­τή­ρια που βε­βαιώ­νουν ότι του επι­τρέ­πε­ται να πραγ­μα­το­ποιεί αυ­τή τη δου­λειά. Κα­θώς δεν υπάρ­χει κά­ποια σχε­τι­κή προ­ερ­γα­σία, ει­δο­ποί­η­ση ή συ­νεν­νό­η­ση άνω­θεν για την άφι­ξη και τη δου­λειά του ερευ­νη­τή/τριας στο εκά­στο­τε πε­δίο, ενα­πό­κει­ται στους ίδιους να εξη­γή­σουν τι γυ­ρεύ­ουν στον τό­πο και να πεί­σουν τους κα­τοί­κους για τη δου­λειά τους.
Πέ­ραν αυ­τών, ο/η εθνο­γρά­φος ερευ­νη­τής/τρια γί­νε­ται στο πε­δίο άν­θρω­πος-ορ­χή­στρα. Χω­ρίς συ­νή­θως (του­λά­χι­στον στην πε­ρί­πτω­σή μου και στα χρό­νια που ανα­φέ­ρο­μαι στο πα­ρόν κεί­με­νο) κά­ποια συ­γκε­κρι­μέ­νη εξει­δί­κευ­ση, πρέ­πει ως εθνο­γρά­φος να εί­ναι ικα­νός φω­το­γρά­φος, ηχο­λή­πτης, ει­κο­νο­λή­πτης, σχε­δια­στής, εν τέ­λει performer, να δί­νει, δια­λε­κτι­κά, «πα­ρά­στα­ση» κά­θε στιγ­μή. Επί­σης να έχει γνώ­σεις μου­σι­κο­λο­γί­ας, θε­α­τρο­λο­γί­ας, ψυ­χο­λο­γί­ας, αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, πο­λε­ο­δο­μί­ας, ια­τρι­κής, ξυ­λουρ­γι­κής, με­ταλ­λο­τε­χνί­ας κ.λπ., εν γέ­νει γνώ­σεις που θα του επι­τρέ­ψουν να κα­τα­νο­ή­σει και να κα­τα­γρά­ψει ό,τι αφο­ρά τον ονο­μα­ζό­με­νο «λαϊ­κό βίο», συμ­βο­λι­κό, πνευ­μα­τι­κό, κοι­νω­νι­κό, συ­ναι­σθη­μα­τι­κό, υλι­κό.
Στα πρώ­τα χρό­νια της δι­κής μου έρευ­νας πε­δί­ου τη δε­κα­ε­τία του 1970, να δώ­σω στους συ­νο­μι­λη­τές και τις το­πι­κές κοι­νω­νί­ες να κα­τα­λά­βουν τι ζη­τάω στο εκά­στο­τε χω­ριό, να χω­νέ­ψουν το πώς μια νέα γυ­ναί­κα άφη­σε τον άντρα και τα μι­κρά παι­διά της μό­νους (για­τί τα προ­σω­πι­κά δε­δο­μέ­να γί­νο­νται αμέ­σως γνω­στά) και πή­ρε τα βου­νά και τους κά­μπους, τρι­γυρ­νά­ει μό­νη, χω­ρίς δι­κό της με­τα­φο­ρι­κό μέ­σο, για μέ­ρες στα χω­ριά, στα σπί­τια και μά­λι­στα στα κα­φε­νεία, στα χω­ρά­φια, στις στά­νες και στ’ απο­μα­κρυ­σμέ­να βο­σκο­τό­πια, στα ξω­κλή­σια, με κά­τι τε­τρά­δια στα χέ­ρια, ρω­τώ­ντας για τα πιο απί­θα­να πράγ­μα­τα. Μυ­στή­ριο! Και τι πε­ρί­ερ­γα μη­χα­νή­μα­τα εί­ναι αυ­τά που κου­βα­λά­ει; Μή­πως εί­ναι κα­τά­σκο­πος ή κλέ­φτρα; Και τι δου­λειά έχει να συμ­με­τέ­χει μό­νη της στα πα­νη­γύ­ρια ή να μα­ζεύ­ει τους άντρες στο κα­φε­νείο και να τους ρω­τά­ει, να τους βά­ζει μά­λι­στα και να τρα­γου­δά­νε; Μή­πως εί­ναι «αρ­τί­στα» και σκο­πεύ­ει να τους ξε­μυα­λί­σει; Και όλ’ αυ­τά τι θα τα κά­νει; Για­τί τα μα­ζεύ­ει; Και πώς πλη­ρώ­νε­ται και πό­σο; Μή­πως εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται για προ­σω­πι­κό κέρ­δος τους δι­κούς τους «θη­σαυ­ρούς»;
Και όλ’ αυ­τά και άλ­λα πολ­λά να πρέ­πει ο ερευ­νη­τής/τρια να τα εξη­γεί κά­θε μέ­ρα της πα­ρα­μο­νής στο χω­ριό, κα­τά πε­ρί­στα­ση, σε κά­θε συ­νο­μι­λη­τή και συ­νο­μι­λή­τρια, με υπο­μο­νή και χα­μό­γε­λο, για­τί όλοι δι­καιού­νται να μά­θουν και να ξέ­ρουν, κα­θώς και ο ερευ­νη­τής/τρια ρω­τά­ει και ζη­τά­ει να μά­θει από όλους. Με­τά την πρώ­τη αμη­χα­νία και τους δι­σταγ­μούς, αρ­χί­ζουν και οι αντα­γω­νι­σμοί, οι ζή­λιες, εμπλέ­κουν τον ερευ­νη­τή/τρια, ανα­λό­γως, στις το­πι­κές και τις προ­σω­πι­κές δια­φο­ρές και τις συ­γκρού­σεις. Για­τί συ­νο­μί­λη­σε με αυ­τούς και όχι με τους άλ­λους, τι του εί­παν εκεί­νοι και τι οι άλ­λοι, μή­πως του απο­κά­λυ­ψαν πράγ­μα­τα κρυ­φά και προ­σω­πι­κά, οι­κο­γε­νεια­κά ή συλ­λο­γι­κά μυ­στι­κά, ποιους θε­ω­ρεί πιο κα­λούς συ­νο­μι­λη­τές, ενώ ταυ­τό­χρο­να του προ­τεί­νουν ποιους θε­ω­ρούν αυ­τοί κα­τάλ­λη­λους. Βά­ζουν οι ίδιοι αλ­λά και μπαί­νει και ο ερευ­νη­τής/τρια ανα­γκα­στι­κά στα σπί­τια τους, συ­χνά τρώ­ει και κοι­μά­ται σε αυ­τά, μα­ζί τους, όταν δεν υπάρ­χει ξε­νο­δο­χείο, επί­σης στα χτή­μα­τα, στα χω­ρά­φια, στα βο­σκο­τό­πια, στον βίο, στις δου­λειές, στις σχέ­σεις τους, συ­γκρου­σια­κές ή μη, προ­σπα­θώ­ντας να πα­ρα­τη­ρή­σει δια­λε­κτι­κά και ν’ «ακού­σει» όχι μό­νο τα φα­νε­ρά, τα ομο­λο­γού­με­να, αλ­λά και τ΄ ανο­μο­λό­γη­τα, αυ­τά που κρύ­βο­νται ή υπο­λαν­θά­νουν πί­σω από τα φα­νε­ρά λό­για και τις συ­μπε­ρι­φο­ρές. Και, κυ­ρί­ως, να κρα­τή­σει ισορ­ρο­πί­ες, όρια. Να εί­ναι τό­σο ανοι­χτός/ή και δο­τι­κός/ή σε άντρες και γυ­ναί­κες ώστε να εμπι­στεύ­ο­νται και να του/ης ανοί­γουν την καρ­διά και τα σπί­τια τους και ταυ­τό­χρο­να απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νος/η τό­σο, ώστε να κρα­τά την ατο­μι­κό­τη­τα απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­να από τις προ­σω­πι­κές πί­στει­ςκαι την αντι­κει­με­νι­κό­τη­τά του/ης νη­φά­λια στο πε­δίο, απο­φεύ­γο­ντας ταυ­τί­σεις, τις πα­ρε­ξη­γή­σεις, εξι­σορ­ρο­πώ­ντας τις επι­κίν­δυ­νες ή συ­γκρου­σια­κές κα­τα­στά­σεις.
Για τις γυ­ναί­κες ερευ­νή­τριες πε­δί­ου, οι ισορ­ρο­πί­ες εί­ναι κα­τε­ξο­χήν δύ­σκο­λες με τους άντρες συ­νο­μι­λη­τές (και έμ­με­σα με τις γυ­ναί­κες), δε­δο­μέ­νων και των σε ισχύ τό­τε των πα­τριαρ­χι­κών δο­μών και των έμ­φυ­λων δια­κρί­σε­ων όσο και εξαι­τί­ας της ανα­πτυσ­σό­με­νης οι­κειό­τη­τας και της μο­να­χι­κής τους πα­ρου­σί­ας στο πε­δίο, κα­θώς τις θε­ω­ρούν (σε συ­νάρ­τη­ση και με τη μορ­φή, την ηλι­κία, τη συ­μπε­ρι­φο­ρά τους) σε­ξι­στι­κά και φαλ­λο­κρα­τι­κά «δε­δο­μέ­νες» και «δια­θέ­σι­μες», ακό­μα και στο πλαί­σιο της διά­δρα­σης, της ανταλ­λα­γής, «do ut des», δί­νω για να πά­ρω. Από τα πα­ρα­πά­νω γί­νε­ται φα­νε­ρό ότι στην εθνο­γρα­φι­κή έρευ­να η σχέ­ση ερευ­νη­τή/τριας-πα­ρα­τη­ρού­με­νου εί­ναι σχέ­ση εξάρ­τη­σης του πρώ­του από τον δεύ­τε­ρο και όχι σχέ­ση εξου­σί­ας.
Υπό αυ­τές τις συν­θή­κες, ως αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη ο/η εθνο­γρά­φος, ενί­ο­τε, όσο και αν θέ­λει να εί­ναι αντι­κει­με­νι­κός και απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νος, εί­ναι δυ­να­τόν να εμπλα­κεί σε προ­σω­πι­κό, συ­ναι­σθη­μα­τι­κό επί­πε­δο με πρό­σω­πα του ερευ­νη­τι­κού πε­δί­ου υπό συ­γκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες, ιδιαί­τε­ρα στο πλαί­σιο γλε­ντιού, μου­σι­κής και τρα­γου­διών, ει­δι­κά όταν εί­ναι πρω­τό­πει­ρος στην έρευ­να, και να «κρι­μα­τι­στεί» ως προς την επι­στη­μο­νι­κή και ηθι­κή δε­ο­ντο­λο­γία της έρευ­νας, με βρα­χυ­πρό­θε­σμες ή και πιο μα­κρο­χρό­νιες συ­νέ­πειες στο πε­δίο όσο και τον ίδιο/α ερευ­νη­τή/τρια…


Ημε­ρο­λο­για­κή κα­τά­θε­ση επι­τό­πιας έρευ­νας [από­σπα­σμα], 22-24 Αυ­γού­στου 1976
22/8/76 Άφι­ξη-εγκα­τά­στα­ση στο πε­δίο

…Κου­βα­λώ­ντας προ­σω­πι­κά, οι­κο­γε­νεια­κά και άλ­λα πά­θη εκεί­νο τον και­ρό (και ταυ­τό­χρο­να πο­λύ μα­κριά τους, ξαφ­νι­κά) στε­κό­μουν μα­ζί με τις απο­σκευ­ές μου και τα ερ­γα­λεία της δου­λειάς (λί­γες μό­λις ημέ­ρες με­τά τα τρια­κο­στά μου γε­νέ­θλια) στην άκρη της ασφάλ­του όπου με άφη­σε το λε­ω­φο­ρείο, σ΄ ένα έρη­μο λό­γω της με­ση­με­ρια­νής σιέ­στας χω­ριό, να μην ξέ­ρω σε ποιον ν’ απευ­θυν­θώ, πού να πάω, με αγω­νία για το τι θα επα­κο­λου­θή­σει, αν θα κα­τα­φέ­ρω και πώς να ει­σχω­ρή­σω στον κό­σμο του, να το προ­σεγ­γί­σω, να το με­λε­τή­σω, στην πρώ­τη μου επι­τό­πια έρευ­να σε άγνω­στο χω­ριό. Το άγ­χος της πρώ­της επα­φής με το ερευ­νη­τι­κό πε­δίο, που δεν σ’ αφή­νει πο­τέ έκτο­τε, ωσάν το τρακ του ηθο­ποιού που βγαί­νει στη σκη­νή. Φορ­τώ­θη­κα, παίρ­νο­ντας βα­θιά ανά­σα, τις απο­σκευ­ές μου και ξε­κί­νη­σα προς ανα­ζή­τη­ση του Πρό­ε­δρου της Κοι­νό­τη­τας, να πα­ρου­σια­στώ υπη­ρε­σια­κά και να ζη­τή­σω βο­ή­θεια ή και φι­λο­ξε­νία.
Για κα­λή μου τύ­χη το σπί­τι του Πρό­ε­δρου, όπως με πλη­ρο­φό­ρη­σαν στο απέ­να­ντι κα­φε­νείο, ήταν εκεί δί­πλα. Ηλι­κιω­μέ­νος, συ­ντα­ξιού­χος δά­σκα­λος ο Πρό­ε­δρος, έμε­νε με τη γυ­ναί­κα του σε ένα σχε­τι­κά νε­ό­χτι­στο διώ­ρο­φο σπί­τι, δω­μά­τια του οποί­ου, όπως με πλη­ρο­φό­ρη­σε, τα νοί­κια­ζε ως ξε­νο­δο­χείο! Εγκα­τα­στά­θη­κα εκεί πα­νευ­τυ­χής για την ανε­ξαρ­τη­σία κι­νή­σε­ων που θα μου πα­ρεί­χε το «ξε­νο­δο­χείο» και τις στοι­χειώ­δεις ανέ­σεις του (βα­σι­κά εσω­τε­ρι­κή τουα­λέ­τα και τρε­χού­με­νο νε­ρό), ενώ ταυ­τό­χρο­να θα ήταν σαν να συ­γκα­τοι­κώ με τον Πρό­ε­δρο και τη γυ­ναί­κα του, οπό­τε θα εί­χα δύο συ­μπα­θη­τι­κούς και ση­μα­ντι­κούς, εκ πρώ­της όψε­ως, συ­νο­μι­λη­τές. Αρ­χί­ζω λοι­πόν από το ίδιο, το πρώ­το από­γευ­μα της άφι­ξής μου στο χω­ριό δου­λειά, συ­νο­μι­λώ­ντας με τον Πρό­ε­δρο, τη γυ­ναί­κα του και με κά­τι γει­τό­νισ­σες, στην αυ­λή του σπι­τιού-«ξε­νο­δο­χεί­ου». 

23/8/76 Συ­νε­ντεύ­ξεις-συ­νο­μι­λί­ες

Την άλ­λη μέ­ρα το πρωί οι σπι­το­νοι­κο­κυ­ραί­οι μού προ­τεί­νουν να επι­σκε­φθώ έναν ηλι­κιω­μέ­νο κτη­νο­τρό­φο, τον μπαρ­μπα-Κ. Τον προ­τεί­νουν ως άρι­στο γνώ­στη και επι­τε­λε­στή πα­ρα­δο­σια­κών τρα­γου­διών ―αν τον κα­τα­φέ­ρω να μου τα τρα­γου­δή­σει― και γνώ­στη του εμπό­ριου αλό­γων και της κτη­νο­τρο­φί­ας. Το σπί­τι του εί­ναι πο­λύ κο­ντά, απέ­να­ντι σχε­δόν, στο «ξε­νο­δο­χείο» και ξε­κι­νάω για εκεί. Βρί­σκω τον μπαρ­μπα-Κ. κα­θι­σμέ­νο μέ­σα στο κρε­ο­πω­λείο του γιου του, ο οποί­ος απου­σιά­ζει. Συ­στή­νο­μαι και δί­νω τις απα­ραί­τη­τες εξη­γή­σεις της πα­ρου­σί­ας μου εκεί. Απο­δει­κνύ­ε­ται άν­θρω­πος γλυ­κός και έξυ­πνος, με αρ­κε­τά ανοι­χτό μυα­λό και πρό­θυ­μος συ­νο­μι­λη­τής. Μας παίρ­νει το με­ση­μέ­ρι συ­νο­μι­λώ­ντας, κα­θώς μου δί­νει πλη­ρο­φο­ρί­ες για την κτη­νο­τρο­φία, τα για­τρο­σό­φια των προ­βά­των, για τα άλο­γα, τα εί­δη, τη φρο­ντί­δα τους και το εμπό­ριό τους, με τρυ­φε­ρό­τη­τα και αγά­πη για αυ­τά, αφού, όπως μου εί­πε, εί­χε υπάρ­ξει ένας από τους κα­λύ­τε­ρους κα­τό­χους και ζω­έ­μπο­ρους αλό­γων στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή. Κα­τα­λα­βαί­νω ότι έχει μια ακα­τά­λυ­τη σχέ­ση με τα ζώα και ιδιαί­τε­ρα με τα άλο­γα, που φαί­νε­ται να μην τα ξε­χω­ρί­ζει από τους αν­θρώ­πους, από την οι­κο­γέ­νειά του, ότι έζη­σε με αυ­τά και τον έζη­σαν.
Στά­θη­κε αδύ­να­τον να πεί­σω τον μπαρ­μπα-Κ. να μη με πά­ρει μα­ζί του, στο σπί­τι του για φα­γη­τό. Το θε­ω­ρού­σε άλ­λω­στε προ­σβο­λή και ντρο­πή να αφή­σει μια γυ­ναί­κα μό­νη να ψά­χνει για φα­γη­τό σε ένα χω­ριό χω­ρίς εστια­τό­ριο. Ανε­βή­κα­με μα­ζί στο σπί­τι. Η γυ­ναί­κα του, η θεια-Τ., γλυ­κύ­τα­τη και όμορ­φη, αρ­χο­ντι­κή γε­ρό­ντισ­σα, πα­ρό­λο που μπή­κα στο σπί­τι της ανα­πά­ντε­χη μου­σα­φί­ρισ­σα, με υπο­δέ­χε­ται θερ­μά και με πε­ρι­ποιεί­ται με ό,τι της βρί­σκε­ται, με τον μο­να­δι­κό τρό­πο που έχουν οι νοι­κο­κυ­ρές στα χω­ριά να γί­νο­νται φι­λό­ξε­νες οι­κο­δέ­σποι­νες με ό,τι τους βρε­θεί, έχο­ντας ωστό­σο πά­ντα πρό­χει­ρα αυ­γά και, κα­τά την πε­ρί­στα­ση, και που­λε­ρι­κά για να «θυ­σιά­σουν» για κά­θε ξέ­νο που θα προ­σπέ­σει στην πόρ­τα τους.
Σαν απο­φά­γα­με, και ενώ ο μπαρ­μπα-Κ απο­σύρ­θη­κε να πά­ρει έναν με­ση­με­ρια­νό υπνά­κο, τα λέ­με με τη θεια-Τ., που απο­δει­κνύ­ε­ται επί­σης πρό­θυ­μη πλη­ρο­φο­ρή­τρια για τα «γυ­ναι­κεία» ζη­τή­μα­τα. Η κου­βέ­ντα, που μας εξοι­κεί­ω­σε σαν από χρό­νια γνω­στές, έρ­χε­ται και στο πα­νη­γύ­ρι για τα «Εν­νιά­με­ρα» της Πα­να­γί­ας που ήταν εκεί­νη την ημέ­ρα, 23 Αυ­γού­στου, σε κο­ντι­νό μο­να­στή­ρι. Εγώ το βρί­σκω εξαι­ρε­τι­κή ευ­και­ρία για την επι­τό­πια έρευ­να, να συμ­με­τέ­χω σε πα­νη­γύ­ρι, και ρω­τάω πώς μπο­ρώ να πάω εκεί. Προ­θυ­μο­ποιού­νται, μα­ζί με τον μπαρ­μπα-Κ. που εί­χε ση­κω­θεί εντω­με­τα­ξύ, να με­σο­λα­βή­σουν στον από­ντα εκεί­νες τις ημέ­ρες πρω­το-γιο τους, τον Κ., ο οποί­ος όπως μου εί­παν εί­χε φορ­τη­γό και σκό­πευε να με­τα­φέ­ρει εκεί­νο το βρά­δυ που θα επέ­στρε­φε στο χω­ριό, συγ­γε­νείς και γεί­το­νες στο πα­νη­γύ­ρι, αλ­λά όχι στο πιο μα­κρι­νό χω­ριό Κ. για τη γιορ­τή της Πα­να­γί­ας αλ­λά σε ένα γει­το­νι­κό χω­ριό για το πα­νη­γύ­ρι του αγί­ου Διο­νυ­σί­ου, πα­ρα­μο­νή της γιορ­τής του, στις 24/8.
Ελ­λεί­ψει δι­κού μου με­τα­φο­ρι­κού μέ­σου και της ανυ­παρ­ξί­ας (της έτσι κι αλ­λιώς πο­λύ αραι­ής) συ­γκοι­νω­νί­ας κα­τά τις νυ­χτε­ρι­νές ώρες, φυ­σι­κά και δεν εί­χα αντίρ­ρη­ση για το δεύ­τε­ρο πα­νη­γύ­ρι, κα­θώς μά­λι­στα με δια­βε­βαί­ω­σαν ότι θα μπο­ρού­σα να κα­τα­γρά­ψω και πολ­λά τρα­γού­δια. Ήμουν μά­λι­στα εν­θου­σια­σμέ­νη με την προ­ο­πτι­κή ότι με το που άρ­χι­σα την έρευ­να θα εί­χα την ευ­και­ρία να πα­ρα­κο­λου­θή­σω και να κα­τα­γρά­ψω τρα­γού­δια (που ήταν και η ει­δι­κό­τη­τά μου στη δου­λειά) σε ζω­ντα­νή επι­τέ­λε­ση σε πα­νη­γύ­ρι και όχι μό­νο κα­τά «πα­ραγ­γε­λία», όπως εί­χε συμ­βεί τον προη­γού­με­νο χρό­νο της πρώ­της επι­τό­πιας έρευ­νάς μου στο χω­ριό κα­τα­γω­γής μου. Νω­ρίς το από­γευ­μα (το «με­ση­με­ρια­νό» γεύ­μα γί­νε­ται κυ­ριο­λε­κτι­κά το με­ση­μέ­ρι) τους άφη­σα με θερ­μές ευ­χα­ρι­στί­ες να ξε­κου­ρα­στούν και γύ­ρι­σα στο ξε­νο­δο­χείο.
Ήμουν ικα­νο­ποι­η­μέ­νη από τη μό­λις μιας ημέ­ρας «ψα­ριά» μου, οι σε­λί­δες του τε­τρά­διου κα­τα­γρα­φής εί­χαν αρ­χί­σει να γε­μί­ζουν. Ένιω­θα σαν να εί­χα αρ­χί­σει να ξα­να­μπαί­νω σε έναν κό­σμο οι­κείο από τα παι­δι­κά μου χρό­νια, ως τέ­κνο της επαρ­χί­ας και εγώ, όμως κά­πως μα­κρι­νό πια και ξε­χα­σμέ­νο, και που τον έβρι­σκα τώ­ρα μπρο­στά μου ολο­ζώ­ντα­νο. Από τις συ­νο­μι­λί­ες που εί­χα πραγ­μα­το­ποι­ή­σει, ανα­κα­λύ­πτω με ικα­νο­ποί­η­ση ότι οι άν­θρω­ποι ανοί­γο­νται, με εμπι­στεύ­ο­νται. Η επα­φή μα­ζί τους με συ­ναρ­πά­ζει, ενώ ταυ­τό­χρο­να με με­λαγ­χο­λεί κά­πως μια αί­σθη­ση πως συμ­με­τέ­χω ως πα­ρα­τη­ρη­τής σε ένα κό­σμο που σι­γά-σι­γά φεύ­γει, χά­νε­ται μέ­σα στις αλ­λα­γές της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας.
Ξά­πλω­σα λί­γο ν’ ανα­παυ­θώ, κα­θώς το χω­ριό ήταν σιω­πη­λό, πα­ρα­δο­μέ­νο στον με­ση­με­ρια­νό ύπνο και στο μο­νό­το­νο τρα­γού­δι των τζι­τζι­κιών. Ωστό­σο η ανα­στά­τω­ση για την επι­κεί­με­νη με­τά­βα­ση στο πα­νη­γύ­ρι όπου θα κα­τέ­γρα­φα και τρα­γού­δια, πι­θα­νό­τα­τα και με συ­νο­δεία ορ­γα­νι­κής μου­σι­κής, δεν με άφη­σε να απο­κοι­μη­θώ. Έλεγ­ξα πά­λι τις ση­μειώ­σεις μου, προ­ε­τοί­μα­σα το με­γά­λο, επαγ­γελ­μα­τι­κό μα­γνη­τό­φω­νo με μπο­μπί­νες που θα χρη­σι­μο­ποιού­σα για πρώ­τη φο­ρά για κα­τα­γρα­φή, τις μα­γνη­το­ται­νί­ες, ενώ κα­τάρ­τι­ζα και σχέ­δια και ερω­τή­σεις για τις επό­με­νες ημέ­ρες της έρευ­νας, μέ­χρι να ακού­σω θο­ρύ­βους στο σπί­τι και στο χω­ριό και να βγω έξω. Σκο­πεύω να ξα­να­πάω στον μπαρ­μπα-Κ., να συ­νε­χί­σου­με σή­με­ρα την κου­βέ­ντα μας, τώ­ρα που εί­ναι «ζε­στή» ακό­μα, φο­βού­με­νη μή­πως κο­πεί η συ­νέ­χεια της επα­φής, μή­πως κο­πεί το νή­μα της επι­κοι­νω­νί­ας που εί­χα­με γνέ­σει εκεί­νο το πρωί με­τα­ξύ μας και που εί­χε εξυ­φά­νει τό­σο εν­δια­φέ­ρου­σες πλη­ρο­φο­ρί­ες.
Βρί­σκω τον μπαρ­μπα-Κ. και πά­λι μέ­σα στο κρε­ο­πω­λείο του γιου του. Στον αέ­ρα πλα­νιέ­ται αυ­τή η απο­τρό­παιη, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή των κρε­ο­πω­λεί­ων, μυ­ρω­διά του αί­μα­τος και της ωμής σάρ­κας, που δεν με ενο­χλεί τώ­ρα τό­σο πο­λύ όσο όταν πρω­το­μπή­κα στο μα­γα­ζί, κά­πως εξοι­κειω­μέ­νη πλέ­ον (όσο μπο­ρεί κα­νείς να εξοι­κειω­θεί με αυ­τή τη μυ­ρω­διά) από την πο­λύ­ω­ρη πα­ρα­μο­νή μου εκεί το πρωί. Με πε­ρι­μέ­νει και εκεί­νος ανυ­πό­μο­να, όπως μου εί­πε («κα­λώς τη­νε! πού εί­σαι βρε κο­ρί­τσι μου; σε πε­ρι­μέ­νω εδώ και ώρα!»), να συ­νε­χί­σου­με την κου­βέ­ντα μας.
Ωστό­σο, δεν εί­ναι μό­νος μέ­σα στο μα­γα­ζί. Στο βά­θος, ακου­μπη­μέ­νος με την πλά­τη πά­νω στον πά­γκο με τη ζυ­γα­ριά, στέ­κε­ται ένας νέ­ος, πο­λύ με­λα­χρι­νός άντρας, μέ­τριου προς ψη­λό ανα­στή­μα­τος. Έχει σκού­ρα, αε­τί­σια μά­τια και έντο­νο, δια­πε­ρα­στι­κό βλέμ­μα. Απο­πνέ­ει μια σο­βα­ρή αρ­ρε­νω­πό­τη­τα, σχε­δόν αγριά­δα, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και μια αί­σθη­ση απο­κο­τιάς, ανε­με­λιάς, ελευ­θε­ρί­ας. Αυ­τή την αί­σθη­ση ανε­με­λιάς, σε έντο­νη μά­λι­στα αντί­θε­ση με την αρ­ρε­νω­πή αγριά­δα του και το σκού­ρο δέρ­μα του, ενί­σχυε η λάμ­ψη ενός χρυ­σού δα­χτυ­λι­διού με κόκ­κι­νη πέ­τρα πά­νω στο μι­κρό του δά­χτυ­λο. Κυ­ρί­ως όμως η αντί­φα­ση γι­νό­ταν έντο­νη από το ότι «πά­λευε» στα χέ­ρια του ένα αντι­κεί­με­νο γυα­λι­στε­ρό, φτιαγ­μέ­νο με πο­λύ­χρω­μες χά­ντρες που φέγ­γι­ζαν μέ­σα στο πε­ριο­ρι­σμέ­νο φως του μα­γα­ζιού. Έμοια­ζε να εί­ναι ένα από εκεί­να τα φα­ντα­χτε­ρά, πο­λύ­χρω­μα στο­λί­δια που κρε­μά­νε στα φορ­τη­γά, και μά­λι­στα οι Ρο­μά. Το έντο­νο βλέμ­μα του εί­ναι καρ­φω­μέ­νο πά­νω μου, χω­ρίς να στα­μα­τά­ει να «παί­ζει» ταυ­τό­χρο­να με το λα­μπε­ρό αυ­τό στο­λί­δι.
Ο μπαρ­μπα-Κ. κά­νει τις συ­στά­σεις και πλη­ρο­φο­ρού­μαι ότι αυ­τός ο άντρας εί­ναι ο γιος του, ο Κ., ο ιδιο­κτή­της του μα­γα­ζιού και του φορ­τη­γού που θα πή­γαι­νε τον κό­σμο στο πα­νη­γύ­ρι. Συ­μπλη­ρώ­νω τις πλη­ρο­φο­ρί­ες για το άτο­μό μου και προ­σπα­θώ να του εξη­γή­σω όσο κα­λύ­τε­ρα μπο­ρώ ποια εί­μαι, τι κά­νω εκεί με τον πα­τέ­ρα του και για ποιο λό­γο θέ­λω να με συ­μπε­ρι­λά­βει σε αυ­τούς που θα με­τέ­φε­ρε με το φορ­τη­γό στο πα­νη­γύ­ρι. Δεν ξέ­ρω τι κα­τά­λα­βε από όσα εί­πα, δεί­χνει πά­ντως αδιά­φο­ρος για τις πλη­ρο­φο­ρί­ες μου, ωστό­σο συμ­φω­νεί να με συ­μπε­ρι­λά­βει σε αυ­τούς που θα με­τα­φέ­ρει στο πα­νη­γύ­ρι και υπό­σχε­ται να με ει­δο­ποι­ή­σει όταν θα έρ­θει η ώρα να φύ­γου­με.
Ο Κ., ο γιος, φεύ­γει και μέ­νου­με οι δυο μας με τον μπαρ­μπα-Κ., συ­νε­χί­ζο­ντας την κου­βέ­ντα μας. Έχω την αί­σθη­ση ότι ο γιος του μάλ­λον θα ξε­χά­σει να με ει­δο­ποι­ή­σει, ενώ ξαφ­νι­κά θέ­λω ακό­μα πιο έντο­να να πάω στο πα­νη­γύ­ρι, για λό­γους επαγ­γελ­μα­τι­κούς, σκέ­φτη­κα, μια που εί­χα βρει τον τρό­πο και το μέ­σο και δεν ήθε­λα να μην μπο­ρέ­σω τώ­ρα να πάω. Ο μπαρ­μπα-Κ. εί­ναι κα­λός πλη­ρο­φο­ρη­τής και φαί­νε­ται να τον κι­νη­το­ποιεί το ότι και εγώ του δεί­χνω τη χα­ρά μου για την προ­θυ­μία του και την ικα­νο­ποί­η­σή μου για τις πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες του. Φαί­νε­ται μά­λι­στα ότι κα­τα­λα­βαί­νει κά­πως και το σκο­πό της δου­λειάς μου και κο­λα­κεύ­ε­ται που μια νέα κο­πέ­λα, επι­στή­μο­νας, ασχο­λεί­ται με τον ίδιο και «τα δι­κά τους» πράγ­μα­τα, τα «πα­λιά», τα «κα­τα­φρο­νε­μέ­να» πλέ­ον από τον σύγ­χρο­νο πο­λι­τι­σμό, και μά­λι­στα το ότι τα κα­τα­γρά­φει «για να μεί­νου­νε», «να μη χα­θού­νε», όπως λέ­ει. Εί­ναι η δι­κή του ζωή, όσο και η ζωή των γο­νιών και των παπ­πού­δων του που ανα­θυ­μά­ται και ανα­πα­ρι­στά τώ­ρα σαν αφη­γη­τής και που την νιώ­θει να φεύ­γει σι­γά-σι­γά. Σου­ρου­πώ­νει με την κου­βέ­ντα και αφή­νω τον μπαρ­μπα-Κ., με την πα­ρά­κλη­ση να υπεν­θυ­μί­σει στον γιο του να μη με ξε­χά­σει και φύ­γουν οι πα­νη­γυ­ριώ­τες χω­ρίς εμέ­να.
Στο δω­μά­τιό μου ετοι­μά­ζω τα ερ­γα­λεία της δου­λειάς που θα πά­ρω μα­ζί μου. Σκέ­φτο­μαι ότι δεν ξέ­ρω ακρι­βώς πού πέ­φτει το χω­ριό που θα πά­με, ού­τε πό­σο μα­κριά εί­ναι, αλ­λά εμπι­στεύ­ο­μαι τη γνώ­ση του οδη­γού και των άλ­λων πα­νη­γυ­ρι­στών. Κα­τε­βαί­νω στην αυ­λή έτοι­μη, να πε­ρι­μέ­νω την ει­δο­ποί­η­ση, και πιά­νου­με και κου­βέ­ντα με τον Πρό­ε­δρο και τη γυ­ναί­κα του που δρο­σί­ζο­νται εκεί. Ωστό­σο η ώρα περ­νά­ει, έχει σου­ρου­πώ­σει πια για τα κα­λά και δεν φαί­νε­ται κα­νείς. Στε­νο­χω­ριέ­μαι, νιώ­θο­ντας να επα­λη­θεύ­ε­ται ο φό­βος μου ότι θα με ξε­χά­σουν, ιδιαί­τε­ρα ο οδη­γός, πο­λύ πι­θα­νόν μά­λι­στα και να μην ήθε­λε να μπλέ­ξει και με ξέ­νους, άγνω­στους στην πα­ρέα του. Ωστό­σο δεν έβλε­πα και κά­ποια κί­νη­ση από κό­σμο προς το σπί­τι του μπαρ­μπα-Κ. και στο μα­γα­ζί.
Η γυ­ναί­κα του Προ­έ­δρου, βλέ­πο­ντας τη στε­νο­χώ­ρια μου, με συ­νο­δεύ­ει ―μια που εί­ναι νύ­χτα λέ­ει, αλ­λά την ήθε­λα κι εγώ ενι­σχυ­τι­κά μα­ζί μου― στο σπί­τι του μπαρ­μπα-Κ. να δού­με τι γί­νε­ται. Εμπρός στο μα­γα­ζί εί­ναι σταθ­μευ­μέ­νο ένα φορ­τη­γό με την κα­ρό­τσα κλει­στή, σκε­πα­σμέ­νη με λευ­κό μου­σα­μά. «Νά το φορ­τη­γό του Κ.», λέ­ει η προ­ε­δρί­να. Άρα δεν έφυ­γαν ακό­μα, ανα­θαρ­ρώ εγώ, ή μή­πως μα­ταιώ­θη­κε η πα­νη­γυ­ριώ­τι­κη εξόρ­μη­ση; βυ­θί­ζο­μαι. Φω­νά­ζου­με, βγαί­νει ο Κ., φεύ­γει η προ­ε­δρί­να. Λέω «τι γί­νε­ται; για­τί δεν με φω­νά­ξα­τε; πού εί­ναι οι άλ­λοι; Πό­τε θα φύ­γου­με;» γε­λα­στά και πα­ρα­κλη­τι­κά. «Ποιοι άλ­λοι;» απα­ντά­ει, σαν έκ­πλη­κτος, «α, για το πα­νη­γύ­ρι; δεν θα έρ­θει κα­νέ­νας, μάλ­λον δεν θα πά­με», συ­μπλή­ρω­σε αδιά­φο­ρα, σαν να το εί­χε ξε­χά­σει εντε­λώς. «Μα, ακούω απ’ το πρωί και δεν εί­πες και συ ο ίδιος τώ­ρα το από­γευ­μα, ότι θα πά­τε διά­φο­ροι; Τι έγι­νε; Κρί­μα, κι εγώ ετοι­μά­στη­κα να κα­τα­γρά­ψω τρα­γού­δια και πε­ρι­μέ­νω να με φω­νά­ξε­τε, εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό για τη δου­λειά μου!», εί­πα στε­νο­χω­ρη­μέ­νη, σχε­δόν απελ­πι­σμέ­νη.
Με κοί­τα­ξε για λί­γο με ύφος αδιά­φο­ρο (ποιος ξέ­ρει τι στε­νο­χω­ρη­μέ­νο ύφος εί­χα ή προ­σπα­θώ­ντας να με ψα­ρέ­ψει, να κα­τα­λά­βει για­τί ήθε­λα τό­σο να πάω, πό­σο ψώ­νιο εί­μαι, αμ­φέ­βαλ­λα αν εί­χε αντι­λη­φθεί τί­πο­τα από όσα εί­χα πει για τη δου­λειά μου). «Και δεν πά­με εμείς;» μου λέ­ει, «τι τους θέ­λου­με τους άλ­λους;» Εγώ, νιώ­θο­ντας και οι­κο­γε­νεια­κά οι­κεία μα­ζί του κα­τά έναν τρό­πο, με­τά την ημέ­ρα που εί­χα πε­ρά­σει με τους γο­νείς του, «ε, όχι και να πας ει­δι­κά για μέ­να!» απά­ντη­σα. Και χω­ρίς να σκε­φτώ, «εμέ­να βέ­βαια, με κό­σμο ή χω­ρίς, δεν με πει­ρά­ζει», συ­νέ­χι­σα, «αρ­κεί να κά­νω τη δου­λειά μου, και ήταν κα­λή ευ­και­ρία, αλ­λά δεν θέ­λω να το κά­νεις μό­νο για εμέ­να, δεν πει­ρά­ζει, τι να γί­νει, άλ­λη φο­ρά!» «Κοί­τα να δεις», μου λέ­ει σο­βα­ρά, «έτσι κι αλ­λιώς εγώ θα πάω στο πα­νη­γύ­ρι και μό­νος μου,και αν θέ­λεις έλα και συ για τη δου­λειά σου, εκτός κι αν δεν έχεις εμπι­στο­σύ­νη!» «Μα τι λες, αυ­τό έλει­πε», απά­ντη­σα, «να μην έχω εμπι­στο­σύ­νη ύστε­ρα από όσα έκα­ναν σή­με­ρα οι γο­νείς σου για μέ­να! Απλά φο­βά­μαι ότι θα το κά­νεις μό­νο και μό­νο για να με εξυ­πη­ρε­τή­σεις, επει­δή το εί­χες πει και δεν θέ­λω να σε βά­λω σε κό­πο ει­δι­κά για τη δι­κή μου δου­λειά!» «Αφού σου λέω θα πάω έτσι κι αλ­λιώς, μάλ­λον δεν έχεις εμπι­στο­σύ­νη», εί­πε, «αφού λες ότι εί­ναι τό­σο σπου­δαίο για τη δου­λειά σου». «Τό­τε κα­λά», εί­πα, αφού θα πας έτσι κι αλ­λιώς, θα μου κά­νεις χά­ρη να με πά­ρεις και μέ­να, εί­ναι ση­μα­ντι­κό, για­τί δεν θα προ­λά­βω εφέ­τος άλ­λο πα­νη­γύ­ρι!»

Πη­γαί­νο­ντας στο πα­νη­γύ­ρι

Σε λί­γο βρέ­θη­κα μα­ζί του στην ευ­ρύ­χω­ρη κα­μπί­να του φορ­τη­γού, να πη­γαί­νου­με προς το πα­νη­γύ­ρι, χω­ρίς να ξέ­ρω και προς ποια κα­τεύ­θυν­ση ακρι­βώς πη­γαί­να­με και μά­λι­στα μέ­σα στη νύ­χτα. Δεν εί­χα ξα­να­μπεί σε φορ­τη­γό στη ζωή μου (και γε­νι­κά λί­γο τό­τε σε αυ­το­κί­νη­το, εκτός από τα μέ­σα μα­ζι­κής με­τα­φο­ράς) και δυ­σκο­λεύ­τη­κα να σκαρ­φα­λώ­σω στην κα­μπί­να. Κα­θώς το κά­θι­σμα ήταν ψη­λό, τα πό­δια μου κρε­μό­ντου­σαν, σκο­ντά­φτο­ντας στο μα­γνη­τό­φω­νο και τις τσά­ντες μου που ήταν στο πά­τω­μα. Έξω η νύ­χτα ήσυ­χη, υγρή, σκο­τει­νή.
Ο Κ. οδη­γού­σε σιω­πη­λός, χει­ρι­ζό­με­νος το τε­ρά­στιο τι­μό­νι χα­λα­ρά, με άνε­ση, προ­ση­λω­μέ­νος στο δρό­μο. Από αμη­χα­νία τού έπια­σα κου­βέ­ντα, εξη­γώ­ντας και πά­λι τα σχε­τι­κά με τη δου­λειά μου που με έφε­ρε στο χω­ριό και ώς το φορ­τη­γό του και ευ­χα­ρι­στώ­ντας τον και πά­λι για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση. Εκεί­νος ήρε­μος, σο­βα­ρός. Ο έντο­νος θό­ρυ­βος της μη­χα­νής σκέ­πα­ζε τη φω­νή μου και έπρε­πε να μι­λάω κά­πως δυ­να­τά. Η κου­βέ­ντα ήρ­θε βέ­βαια και στα οι­κο­γε­νεια­κά μας.
Ξαφ­νι­κά ένιω­σα ασφα­λής και προ­στα­τευ­μέ­νη δί­πλα σε αυ­τόν τον στι­βα­ρό νέο άν­θρω­πο, σαν να τον ήξε­ρα χρό­νια, σαν να ήταν πα­λιός φί­λος μου που θα με βοη­θού­σε και θα με προ­στά­τευε από κά­θε δυ­σκο­λία. Μέ­σα στη ζε­στα­σιά του κου­βού­κλιου, εφη­συ­χα­σμέ­νη και από το γε­γο­νός ότι ήταν πα­τέ­ρας και μά­λι­στα κο­ρι­τσιών και από το ότι εί­χα γί­νει φί­λη και με τους γο­νείς του, ένιω­σα οι­κεία και ξέ­νοια­στα κου­βε­ντιά­ζο­ντας με έναν άγνω­στό μου μέ­χρι πριν ελά­χι­στες ώρες άν­δρα, και μά­λι­στα χα­σά­πη και ζω­έ­μπο­ρο, μέ­σα σε ένα φορ­τη­γό που δεν ήξε­ρα κα­λά-κα­λά πού πά­ει. Πα­ρα­δό­ξως μά­λι­στα μειω­νό­ταν και το άγ­χος μου για τη δου­λειά που έπρε­πε να γί­νει. Δεν μου περ­νού­σε στιγ­μή κα­κό από τον νου που να κλο­νί­ζει την άνε­ση μα­ζί του και τη φι­λι­κή μου διά­θε­ση. Αντί­θε­τα, όσο περ­νού­σε η ώρα ένιω­θα όλο και πιο άνε­τη και ασφα­λής.
Σε μια από­το­μη στρο­φή, αι­σθάν­θη­κα να έρ­χο­νται από πί­σω, από την κα­ρό­τσα, κά­τι πε­ρί­ερ­γα τρα­ντάγ­μα­τα. Μου εξή­γη­σε άνε­τα ότι το φορ­τη­γό ήταν φορ­τω­μέ­νο με αρ­νιά, που θα τα πή­γαι­νε την άλ­λη μέ­ρα για σφά­ξι­μο! Τρε­λά­θη­κα! Μου φά­νη­κε συμ­βο­λι­κό και απο­τρό­παιο να πη­γαί­νω στο πα­νη­γύ­ρι πα­ρέα με πρό­βα­τα «επί σφα­γήν» (κα­κός οιω­νός, σκέ­φτη­κα ει­ρω­νι­κά). Και πά­λι όμως το επε­ξερ­γά­στη­κα λο­γι­κά και το βρή­κα φυ­σιο­λο­γι­κό, αφού αυ­τή ήταν η δου­λειά του, ενώ από την άλ­λη κι εγώ, όπως σχε­δόν όλοι εξάλ­λου, ήθε­λα να τρώω αρ­νί­σιο κρέ­ας και κά­ποιος, αθέ­α­τος για μέ­να μέ­χρι τό­τε, έπρε­πε να κά­νει τη «βρω­μο­δου­λειά», εκτός του ότι μπο­ρού­σα να πά­ρω και πλη­ρο­φο­ρί­ες για το «ανί­ε­ρο/ιε­ρό» αυ­τό επάγ­γελ­μα.
Φτά­σα­με στον προ­ο­ρι­σμό μας. Το χω­ριό ήταν πο­λύ ήσυ­χο και τί­πο­τα δεν πρό­δι­δε την ύπαρ­ξη πα­νη­γυ­ριού. Και όντως, ρω­τώ­ντας ο Κ. σε ένα κα­φε­νείο που ήταν ανοι­χτό, μά­θα­με ότι δεν εί­χε όρ­γα­να και γλέ­ντι, υπέ­θε­σα για­τί ήταν η πα­ρα­μο­νή της γιορ­τής και φαί­νε­ται δεν εί­χαν φέ­ρει ακό­μα τους ορ­γα­νο­παί­κτες ή για κά­ποιο άλ­λο λό­γο. «Κρί­μα, άδι­κος κό­πος», εί­πα όταν ξα­να­μπή­κε στο αυ­το­κί­νη­το, «πά­με να επι­στρέ­ψου­με στο χω­ριό, με συγ­χω­ρείς που σε πα­ρα­κί­νη­σα σε τέ­τοια τα­λαι­πω­ρία», συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας ότι δεν λυ­πά­μαι μό­νο για τη δου­λειά αλ­λά και για το τέ­λος της πα­ρέ­ας μας.
Ο Κ. όμως εί­χε άλ­λη γνώ­μη. «Αφού ξε­κί­νη­σες, πρέ­πει να γί­νει η δου­λειά σου», μου λέ­ει απο­φα­σι­στι­κά, «να βρεις τρα­γού­δια, μην τα πα­ρα­τάς»! «Και πώς θα γί­νει, πού θα βρω τρα­γού­δια;» του λέω γε­λώ­ντας, θε­ω­ρώ­ντας ότι αστειεύ­ε­ται. «Λί­γο πα­ρα­κά­τω υπάρ­χει ένα άλ­λο χω­ριό [πρώ­τη φο­ρά το άκου­γα] και εκεί έχει σί­γου­ρα πα­νη­γύ­ρι, για­τί γιορ­τά­ζει σή­με­ρα, της Πα­να­γί­ας, και φέρ­νει πά­ντα και πο­λύ κα­λά όρ­γα­να, άντε, πά­με», μου λέ­ει. «Ε, όχι δα, να μη σε τα­λαι­πω­ρή­σω άλ­λο», του λέω, «πά­με να φύ­γου­με, άλ­λω­στε εί­ναι αρ­γά, ώσπου να πά­με θα έχει τε­λειώ­σει». «Αυ­τοί, αν δεν ξη­με­ρώ­σει δεν τε­λειώ­νου­νε, πά­με, θα κά­νεις πο­λύ κα­λή δου­λειά εκεί», επι­μέ­νει και βά­ζει μπρος τη μη­χα­νή. «Όχι, εί­ναι αρ­γά, ας γυ­ρί­σου­με», λέω, «πού θα κου­βα­λάς και τ’ αρ­νιά»! «Μη σε νοιά­ζει εσέ­να για τ’ αρ­νιά, ξέ­ρω εγώ, θα κά­νεις δου­λειά εκεί σου λέω και θέ­λω κι εγώ να πάω να γλε­ντή­σω, εί­μα­στε πα­ρέα ή δεν εί­μα­στε;» «Πα­ρέα εί­μα­στε, δε λέω, και ξέ­ρω πως και για το χα­τί­ρι μου εί­σαι εδώ, αλ­λά πού εί­ναι αυ­τό το χω­ριό, μή­πως εί­ναι μα­κριά;» εί­πα εγώ. «Κο­ντά εί­ναι, λί­γο πα­ρα­κά­τω, πά­με, θα δεις, θα εί­ναι ό,τι πρέ­πει για σέ­να».
Προ­χω­ρή­σα­με έτσι προς άγνω­στη εντε­λώς για μέ­να κα­τεύ­θυν­ση. Σε λί­γο μια ψι­λή, πο­τι­στι­κή βρο­χή άρ­χι­σε ν’ ακού­γε­ται να χτυ­πά­ει πά­νω στην ορο­φή του κου­βού­κλιου. «Μη σε νοιά­ζει, μπό­ρα εί­ναι, θα στα­μα­τή­σει σε λί­γο», εί­πε με επι­τα­κτι­κή σι­γου­ριά ο Κ., προ­λα­βαί­νο­ντας την αντίρ­ρη­σή μου να προ­χω­ρή­σου­με μέ­σα στη βρο­χή. Η βρο­χού­λα συ­νέ­χι­ζε να χτυ­πά­ει μου­σι­κά τη λα­μα­ρί­να της σκε­πής του κου­βού­κλιου, τα φω­τά­κια στο κα­ντράν της κα­μπί­νας φώ­τι­ζαν τα δια­κο­σμη­τι­κά πο­λύ­χρω­μα μπι­χλι­μπί­δια (σαν αυ­τό που έφτια­χνε όταν τον πρω­το­α­ντί­κρι­σα) που στο­λί­ζουν το παρ­μπρίζ και που λα­μπύ­ρι­ζαν χο­ρεύ­ο­ντας από τα τρα­ντάγ­μα­τα του φορ­τη­γού κι εμείς μι­λού­σα­με χα­λα­ρά, σαν φί­λοι από και­ρό. Σε κά­ποια δύ­σκο­λη στρο­φή, χρειά­στη­κε να κα­τε­βώ και να κά­νω χρέη συ­νο­δη­γού, δί­νο­ντας οδη­γί­ες. Κα­τε­βαί­νο­ντας εί­δα ότι ήμα­σταν μέ­σα σε άγνω­στό μου πυ­κνό δά­σος. Πα­ρ’ όλ’ αυ­τά, ένιω­θα ασφα­λής. Εί­χα την αί­σθη­ση του και­νού­ριου, της πε­ρι­πέ­τειας. Κά­νο­ντας τη δου­λειά μου, ζού­σα ταυ­τό­χρο­να κα­τα­στά­σεις πε­ρί­ερ­γες, πρω­τό­γνω­ρες για μέ­να, που χω­ρίς και την ασπί­δα της δεν υπήρ­χε πε­ρί­πτω­ση να αφε­θώ να ζή­σω.
Πη­γαί­να­με, πη­γαί­να­με, μι­λού­σα­με για τα οι­κο­γε­νεια­κά μας, για τη δι­κή μου δου­λειά αλ­λά και για τη δου­λειά του, το εμπό­ριο ζώ­ων, τις οι­κο­νο­μι­κές ανταλ­λα­γές, τα σφα­γεία, το εμπό­ριο κρέ­α­τος, τις δυ­σκο­λί­ες, τα ρί­σκα. Στην κου­βέ­ντα μας μπή­καν ευ­νό­η­τα και τα πα­νη­γύ­ρια. Από τα λε­γό­με­νά του κα­τά­λα­βα ότι ήταν γλεν­τζές, ξε­νύ­χτης, ορ­κι­σμέ­νος πα­νη­γυ­ριώ­της, «περ­πα­τιά­ρης», που δεν άφη­νε πα­νη­γύ­ρι για πα­νη­γύ­ρι σε όλη την πε­ριο­χή και όχι μό­νο, και λό­γω επαγ­γέλ­μα­τος. Βρι­σκό­μουν λοι­πόν στα «κα­τάλ­λη­λα» χέ­ρια, κα­θώς μά­λι­στα τον άκου­γα με έκ­πλη­ξη να εί­ναι λα­λί­στα­τος, κα­λός αφη­γη­τής, πε­ριε­κτι­κός, έξυ­πνος, κρι­τι­κός, με επε­ξερ­γα­σμέ­νη κα­τά έναν τρό­πο την εμπει­ρία του.
Από ένα ση­μείο και με­τά, ο δρό­μος ήταν πιο δύ­σβα­τος, ανη­φο­ρι­κός, όλο στρο­φές, το φορ­τη­γό αγκο­μα­χού­σε, ορει­νοί όγκοι δια­γρά­φο­νταν αμυ­δρά μέ­σα στο σκο­τά­δι. Ωστό­σο δεν ανη­συ­χού­σα. Το ύψος του φορ­τη­γού, ο όγκος του, ο τρό­πος που χει­ρι­ζό­ταν ο Κ. το τι­μό­νι ωσάν να ήταν προ­έ­κτα­ση των χε­ριών του, η σι­γου­ριά και η άνε­σή του στην οδή­γη­ση, με έκα­ναν να νιώ­θω ασφα­λής (έτσι κι αλ­λιώς δεν εί­χα τό­τε εμπει­ρία από άλ­λους οδη­γούς και αυ­το­κί­νη­τα). Ωστό­σο εί­χα την αί­σθη­ση ότι εί­χε πε­ρά­σει πολ­λή ώρα αφό­του ξε­κι­νή­σα­με.

Φωτ. αρ­χείο Γ.Β. Μο­νεμ­βα­σί­τη


Στο πα­νη­γύ­ρι, τρα­γού­δι-χο­ρός

Όταν άρ­χι­σα πλέ­ον να υπο­ψιά­ζο­μαι ανή­συ­χη ότι μάλ­λον δεν υπήρ­χε χω­ριό, φτά­σα­με στον προ­ο­ρι­σμό μας. Τα σπί­τια του χω­ριού δεν κα­λο-ξε­χώ­ρι­ζαν μέ­σα στο σκο­τά­δι, ωστό­σο μας προ­ϋ­πά­ντη­σε ο αχός του πα­νη­γυ­ριού. Στην πλα­τεία, πί­σω από την εκ­κλη­σία και κά­τω από έναν πε­λώ­ριο πλά­τα­νο εί­χε στη­θεί το πάλ­κο με τους μου­σι­κούς στο ύπαι­θρο. Μια συ­νή­θης λαϊ­κή, πα­νη­γυ­ριώ­τι­κη ορ­χή­στρα εκεί­νης της επο­χής με κλα­ρί­νο, κι­θά­ρα, συν­θε­σάι­ζερ, κρου­στά, όλα ενι­σχυ­μέ­να ηλε­κτρι­κά ώστε να βγά­ζουν δυ­να­τό ήχο και να κά­νουν ένα εί­δος αντή­χη­σης. Και βέ­βαια με τρα­γου­δι­στές, διά­ση­μους ή όχι. Αν­δρι­κή φω­νή που μπο­ρεί να ήταν ταυ­τό­χρο­να και ένας από τους ορ­γα­νο­παί­χτες και την απα­ραί­τη­τη και εντυ­πω­σια­κή, κα­τά το σε­ξι­στι­κό πρό­τυ­πο, ως προς τη μορ­φή και το ντύ­σι­μο, ωραία «τρα­γου­διά­ρα», συ­χνά (κα­τά πε­ρί­στα­ση και ανά­λο­γα με το κύ­ρος του πα­νη­γυ­ριού και την οι­κο­νο­μι­κή δυ­να­τό­τη­τα των γλεν­τζέ­δων) ανε­ξάρ­τη­τα από την κα­λή ή όχι φω­νή που αυ­τή διέ­θε­τε.
Κό­σμος κα­θό­ταν ακό­μα στα τρα­πέ­ζια, ενώ μια πο­λυ­με­λής πα­ρέα χό­ρευε. Κα­τέ­βη­κα πα­σι­χα­ρής. Σε τέ­τοιο πα­νη­γύ­ρι εί­χα να πα­ρευ­ρε­θώ από τα παι­δι­κά μου χρό­νια, στο χω­ριό. Κα­θί­σα­με οι δυο μας σε ένα τρα­πέ­ζι και εγώ έστη­σα το μα­γνη­τό­φω­νο και τα μι­κρό­φω­να. Ήξε­ρα ότι η «πα­ρέα» μας τρα­βά­ει την προ­σο­χή όχι μό­νο σαν «ύπο­πτο» ζευ­γά­ρι αλ­λά και με όλα αυ­τά τα «μα­ρα­φέ­τια» που με­τέ­φε­ρα (και μά­λι­στα μια γυ­ναί­κα), άγνω­στα μάλ­λον στους χω­ρια­νούς. Ο Κ. ωστό­σο κα­θό­ταν μέ­χρι να τα το­πο­θε­τή­σω στο τρα­πέ­ζι άνε­τος, σχε­δόν βα­ριε­στη­μέ­νος και πα­ράγ­γει­λε ψη­τό και μπί­ρα, έτσι κι αλ­λιώς δεν σέρ­βι­ραν άλ­λο πο­τό. Του εξή­γη­σα ότι τα έξο­δα θα ήταν δι­κά μου, της δου­λειάς δη­λα­δή, και με κοί­τα­ξε με βλέμ­μα δο­λο­φο­νι­κό, που δε σή­κω­νε κου­βέ­ντα. Σύ­ντο­μα κα­τά­λα­βα ότι ήταν πο­λύ γνω­στός και αγα­πη­τός στο χω­ριό, από τα κε­ρά­σμα­τα με μπί­ρες που έρ­χο­νταν αστα­μά­τη­τα στο τρα­πέ­ζι μας από τα άλ­λα τρα­πέ­ζια και που το γέ­μι­σαν, σε ση­μείο που το γκαρ­σό­νι τις άφη­νε και κά­τω, στο χώ­μα, δε­δο­μέ­νου και του χώ­ρου που κα­τα­λάμ­βα­νε το με­γά­λο εκεί­νο μα­γνη­τό­φω­νο.
Εγώ ασχο­λού­μαι με την ηχο­γρά­φη­ση, τσι­μπάω λί­γο κρέ­ας και κα­θώς απε­χθά­νο­μαι την μπί­ρα, δεν πί­νω. «Πιες και χαι­ρέ­τη­σε στην υγειά σας αυ­τούς που μας κερ­νά­νε» μου λέ­ει επι­τα­κτι­κά ο Κ,. κά­νο­ντάς το και ο ίδιος. «Δεν την μπο­ρώ την μπί­ρα, δεν πί­νω πο­τέ», λέω. «Εί­μα­στε πα­ρέα;» με ρω­τά­ει λα­κω­νι­κά. «Εί­μα­στε». «Πιες λοι­πόν και χαι­ρέ­τα, όπως σου λέω. Δεν γί­νε­ται να κερ­νά­νε και να μην πί­νεις!» Νιώ­θο­ντας ότι πα­ρα­βιά­ζω όχι μό­νο την υπό­γεια σχέ­ση και συμ­μα­χία μας αλ­λά και το τε­λε­τουρ­γι­κό τυ­πι­κό του κε­ρά­σμα­τος και της φι­λο­ξε­νί­ας, έβα­λα τα δυ­να­τά μου να επα­νορ­θώ­σω. Με­τά από λί­γο έπι­να τις μπί­ρες σαν να ήταν το αγα­πη­μέ­νο μου πο­τό και χαι­ρε­τού­σα τους κε­ρα­στές σαν να τους γνώ­ρι­ζα χρό­νια. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν να επι­σκέ­πτο­μαι συ­χνά μια άθλια τουα­λέ­τα, έναν «από­πα­το» πί­σω από το μα­γα­ζί. Πα­ρ’ όλ’ αυ­τά η δου­λειά πή­γαι­νε κα­λά. Η ορ­χή­στρα έπαι­ζε πα­λιά δη­μο­τι­κά, επι­τρα­πέ­ζια και χο­ρευ­τι­κά τρα­γού­δια, με τον πα­νη­γυ­ριώ­τι­κο τρό­πο, κα­τά πα­ραγ­γε­λία των χο­ρευ­τών, που χό­ρευαν με τη σει­ρά ανά οι­κο­γέ­νεια, και οι ται­νί­ες γέ­μι­ζαν. Ευ­γνω­μο­νού­σα τον Κ. που εί­χε επι­μεί­νει να έρ­θου­με.
Κα­θώς η νύ­χτα προ­χω­ρού­σε, ο κό­σμος αραί­ω­νε. Στα τρα­πέ­ζια εί­χαν απο­μεί­νει μό­νον αντρο­πα­ρέ­ες γλεν­τζέ­δων που ήταν με­ρα­κλω­μέ­νοι και με­θυ­σμέ­νοι. Ήμουν σχε­δόν η μό­νη γυ­ναί­κα πλέ­ον εκεί. Ο Κ. δεν έδει­χνε διά­θε­ση να φύ­γει, ού­τε εγώ ήθε­λα άλ­λω­στε, ήμουν μα­γε­μέ­νη με την ατμό­σφαι­ρα του πα­νη­γυ­ριού, πό­σο μάλ­λον που γέ­μι­ζαν και οι ται­νί­ες. Κά­ποια στιγ­μή ο Κ., που κα­θό­ταν όλη αυ­τή την ώρα βα­ρύς και ατά­ρα­χος στη θέ­ση του, σαν λαϊ­κός άρ­χο­ντας, ανταλ­λάσ­σο­ντας μό­νο ευ­χές και χαι­ρε­τι­σμούς, ση­κώ­νε­ται και πλη­σιά­ζει την ορ­χή­στρα. Φά­νη­κε να έχει με­γά­λη οι­κειό­τη­τα με τους ορ­γα­νο­παί­χτες. Κά­τι λέ­ει στον κλα­ρι­τζή (τον κλα­ρι­νί­στα) και η ορ­χή­στρα άρ­χι­σε να παί­ζει την ει­σα­γω­γή σε ένα κλέ­φτι­κο τρα­γού­δι. Με έκ­πλη­ξή μου εί­δα τον Κ. να παίρ­νει το μι­κρό­φω­νο σαν ήταν αυ­το­νό­η­το, και, χω­ρίς να ανέ­βει επά­νω στο πάλ­κο, να τρα­γου­δά­ει: «Τι έχουν της Μά­νης τα βου­νά –μω­ρ’ Αρά­πη, Σού­φη καη­μέν΄ Αρά­πη– και στέ­κουν δα­κρυ­σμέ­να; / Ο Σουφ-Αρά­πης πο­λε­μά­ει με δυο με τρεις χι­λιά­δες…» κ.λπ., ένα μο­ρα­ΐ­τι­κο, δη­μο­φι­λέ­στα­το κλέ­φτι­κο τρα­γού­δι, που αφη­γεί­ται μια μά­χη των Μα­νια­τών και των Οθω­μα­νών, κα­τά τη διάρ­κεια της Ελ­λη­νι­κής Επα­νά­στα­σης. Η φω­νή του όμορ­φη, αντρί­κεια, βα­θιά και αι­σθα­ντι­κή, με μια γλυ­κιά βρα­χνά­δα στο βά­θος-βά­θος. Ο τρό­πος που τρα­γου­δά­ει λε­βέ­ντι­κος, σύμ­φω­νος και με το τρα­γι­κό πε­ριε­χό­με­νο του τρα­γου­διού. Το τρα­γού­δι του προ­κα­λεί εν­θου­σια­σμό, όχι μό­νο στις αντρο­πα­ρέ­ες, που του φω­νά­ζουν «γεια σου Κ.!» και πα­ρό­μοιες επευ­φη­μί­ες, αλ­λά και στην ορ­χή­στρα. Ο κλα­ρι­τζής αλ­λά και η «τρα­γου­διά­ρα» τον επευ­φη­μούν από το μι­κρό­φω­νο. Εν­θου­σιά­ζο­μαι και εγώ και ενώ το μα­γνη­τό­φω­νο ηχο­γρα­φεί τα πά­ντα, σι­γο­μουρ­μου­ρί­ζω, από μέ­σα μου σχε­δόν, τη με­λω­δία.
Όταν τε­λεί­ω­σε το τρα­γού­δι, ο Κ. δεν κά­θι­σε αλ­λά συ­νέ­χι­σε με ένα ερω­τι­κό τρα­γού­δι, το: «Σή­με­ρα βγή­κα να χα­ρώ, ποιον έδει­ρα ποιον αδι­κώ/ τί­νους εκα­κο­μί­λη­σα, τί­νους γυ­ναί­κα εφί­λη­σα/ όποιαν εφί­λη­σ’ ας το ει­πεί, δι­κή της θα ’ναι η ντρο­πή…» Αυ­τό ξε­σή­κω­σε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο τις αντρο­πα­ρέ­ες. Τρα­γου­δώ­ντας το, ο Κ. κοί­τα­ζε επί­μο­να εμέ­να και εγώ, ακού­γο­ντας και τα λό­για του, ανα­ρω­τιό­μουν αν διά­λε­ξε τυ­χαία αυ­τό το τρα­γού­δι ή αν ήθε­λε κά­τι να υπο­νο­ή­σει. Αλ­λά και μή­πως ο εν­θου­σια­σμός των άλ­λων εί­χε να κά­νει και με το ότι ίσως ο Κ. «μο­στρα­ρι­ζό­ταν» στο χώ­ρο του γλε­ντιού έμ­με­σα, μέ­σα από αντρι­κό «κώ­δι­κα», ως πα­ρά­νο­μος ερω­τι­κός σύ­ντρο­φός μου, αφού υπέ­θε­τα ότι θα γνώ­ρι­ζαν πως εί­ναι πα­ντρε­μέ­νος. Κα­θώς τον έβλε­πα και μι­σο­με­θυ­σμέ­νο, με­ρα­κλω­μέ­νο, να τρα­γου­δά­ει με πά­θος, μπή­κε για πρώ­τη φο­ρά στο μυα­λό μου η υπο­ψία μή­πως με έβλε­πε ερω­τι­κά, αν και η μέ­χρι τό­τε συ­μπε­ρι­φο­ρά του δεν εί­χε εκ­δη­λώ­σει, φα­νε­ρά του­λά­χι­στον, κά­τι τέ­τοιο. Όση ώρα τρα­γου­δού­σε, χό­ρευε στην πί­στα μια με­γά­λη αντρο­πα­ρέα, σε με­γά­λα κέ­φια. Όταν ο Κ. τε­λεί­ω­σε το τρα­γού­δι, η ορ­χή­στρα συ­νέ­χι­σε με άλ­λο και η πα­ρέα συ­νέ­χι­σε το χο­ρό.
Ο Κ. πλη­σί­α­σε στο τρα­πέ­ζι μας με όχι και τό­σο στα­θε­ρό βή­μα, και πριν προ­λά­βω να τον συγ­χα­ρώ για το τρα­γού­δι­σμά του, «σή­κω να χο­ρέ­ψου­με», μου λέ­ει επι­τα­κτι­κά, τρα­βώ­ντας με, προ­σε­χτι­κά αλ­λά και με οι­κειό­τη­τα, από το χέ­ρι. «Μα, δεν μπο­ρώ, ηχο­γρα­φώ, του λέω και επι­πλέ­ον, δεν χο­ρεύω». «Σή­κω που σου λέω», με διέ­κο­ψε απο­φα­σι­στι­κά, «εί­μα­στε πα­ρέα ή δεν εί­μα­στε;» «Εί­μα­στε». «Τό­τε σή­κω, τι, μό­νος μου θα χο­ρέ­ψω;» Ση­κώ­θη­κα, δεν μπο­ρού­σα να απο­φύ­γω το «τε­λε­τουρ­γι­κό» και πά­λι, αφή­νο­ντας το μα­γνη­τό­φω­νο να γρά­φει, εί­χε εξάλ­λου πολ­λή ται­νία ακό­μα. Εί­χα πολ­λά-πολ­λά χρό­νια να χο­ρέ­ψω σε πα­νη­γύ­ρι, από μι­κρή στο χω­ριό. Νό­μι­ζα μά­λι­στα ότι δεν θυ­μό­μουν καν να χο­ρεύω «δη­μο­τι­κούς» χο­ρούς, κα­θώς χο­ρεύ­α­με πλέ­ον μό­νο «μο­ντέρ­νους». Μπή­κα­με στον κύ­κλο του χο­ρού, δεν ήταν άλ­λη γυ­ναί­κα. Ο Κ., αφού άφη­σε χρή­μα­τα στα όρ­γα­να, μπή­κε μπρο­στά, χο­ρεύ­ο­ντας λε­βέ­ντι­κα ένα τσά­μι­κο, με φι­γού­ρες και τσα­λί­μια, ξε­ση­κώ­νο­ντας και πά­λι τις επευ­φη­μί­ες των συν-χο­ρευ­τών. Εγώ ήμουν μα­γκω­μέ­νη, δι­στα­κτι­κή στην αρ­χή, προ­σπα­θού­σα να βά­λω το σώ­μα μου στο ρυθ­μό, αρ­κε­τά ζα­λι­σμέ­νη από τις μπί­ρες, άλ­λω­στε. Λί­γο-λί­γο χα­λά­ρω­σα, με συ­νε­πή­ρε η μου­σι­κή και ο ρυθ­μός, το σώ­μα μου «μπή­κε» μέ­σα του, τα πό­δια μου βρή­καν τα βή­μα­τα. Ένιω­θα στα χέ­ρια μου κά­τι πε­ρί­ερ­γα σφι­ξί­μα­τα, όλο υπο­νο­ού­με­να, από τα χέ­ρια αυ­τών που κρα­τιό­μουν, αλ­λά δεν έδι­να ση­μα­σία.
Ο Κ., με­τά το τέ­λος του τρα­γου­διού που εί­χε χο­ρέ­ψει ως πρω­το­χο­ρευ­τής, ήρ­θε απο­φα­σι­στι­κά, πιε­στι­κά και, πα­ρά τις αντιρ­ρή­σεις μου, με έβα­λε μπρο­στά, να σύ­ρω το χο­ρό, πα­ραγ­γέλ­λο­ντας ένα κα­λα­μα­τια­νό στην ορ­χή­στρα. Με «κρά­τη­σε» εκεί­νος, για να χο­ρέ­ψω, δί­νο­ντάς μου το χέ­ρι του να στη­ρι­χτώ κρα­τη­μέ­νη από ένα μα­ντί­λι. Αν και ήμουν αρ­κε­τά ζα­λι­σμέ­νη, ή μάλ­λον γι’ αυ­τό, τε­λι­κά τα έδω­σα όλα στο χο­ρό. Πε­τού­σα, το σώ­μα μου έγι­νε ανά­λα­φρο, χό­ρευα σαν να ήμουν πά­ντα μέ­σα σε κύ­κλους χο­ρών, μέ­χρι φι­γού­ρες και στρο­φές θυ­μή­θη­κα να κά­νω. Ο Κ., κρα­τώ­ντας με, φαι­νό­ταν κα­τά­πλη­κτος και εν­θου­σια­σμέ­νος ταυ­τό­χρο­να, δεν πε­ρί­με­νε φαί­νε­ται να χο­ρεύω τό­σο κα­λά. Έδει­χνε πε­ρή­φα­νος, τον εί­χε βγά­λει ασπρο­πρό­σω­πο στην πα­ρέα η «πε­ρί­ερ­γη» με τα μη­χα­νή­μα­τα, η «πρω­τευου­σιά­να», η «μορ­φω­μέ­νη»! Επευ­φη­μού­σε μα­ζί με τους άλ­λους «ώπα», «μπρά­βο κο­πε­λά­ρα μου», πα­ρά­ται­ρα εν­θου­σιώ­δης σε σχέ­ση με τη μέ­χρι τώ­ρα «σο­βα­ρή» συ­μπε­ρι­φο­ρά του, εκ­φρά­ζο­ντας την επι­δο­κι­μα­σία του και δί­νο­ντάς μου θάρ­ρος, αν και εγώ πλέ­ον φτε­ρο­κο­πού­σα. 

Η επι­στρο­φή

Το ξη­μέ­ρω­μα βρή­κε την πα­ρέα μας ακό­μα να χο­ρεύ­ει, τη μο­να­δι­κή εξάλ­λου που εί­χε απο­μεί­νει. Στα­μα­τή­σα­με απο­κα­μω­μέ­νοι, μα­ζί και τα όρ­γα­να. Μά­ζε­ψα το μα­γνη­τό­φω­νο και τα άλ­λα πράγ­μα­τα, πή­γα για τε­λευ­ταία φο­ρά στην υπο­τι­θέ­με­νη «τουα­λέ­τα», που ήταν πλέ­ον σε άθλια κα­τά­στα­ση, απο­χαι­ρέ­τη­σα όσους εί­χαν απο­μεί­νει, κα­λη­με­ρί­ζο­ντάς τους πλέ­ον. Σκαρ­φά­λω­σα στο φορ­τη­γό με δυ­σκο­λία, ζα­λι­σμέ­νη και με το κε­φά­λι μου να βουί­ζει, τα­κτο­ποιώ­ντας τα πράγ­μα­τα κά­τω από τα πό­δια μου και πά­λι. Ο Κ., που εί­χε απο­μα­κρυν­θεί για την ανά­γκη του, επέ­στρε­φε πα­ρα­πα­τώ­ντας και κα­θυ­στε­ρού­σε ν’ ανέ­βει, με τους απο­χαι­ρε­τι­σμούς. Δεν εί­χε πε­ρά­σει καν ού­τε από το δι­κό μου μυα­λό ού­τε από του Κ., φαί­νε­ται, πό­σο επι­κίν­δυ­νο θα ήταν να φύ­γου­με εκεί­νη την ώρα και να οδη­γή­σει σε τέ­τοια κα­τά­στα­ση, και μά­λι­στα σε τέ­τοιο άσχη­μο δρό­μο. Τε­λι­κά ανέ­βη­κε στο φορ­τη­γό.
Πριν καν κλεί­σει την πόρ­τα, ρί­χτη­κε πά­νω μου, με άρ­πα­ξε και με φί­λη­σε! Εγώ, κα­τά­πλη­κτη και κε­ραυ­νο­βο­λη­μέ­νη, κα­θώς δεν το πε­ρί­με­να, και μά­λι­στα εκεί­νη τη στιγ­μή, τον απώ­θη­σα με όση δύ­να­μη εί­χα, θυ­μί­ζο­ντάς του ότι μας βλέ­πει και ο κό­σμος, αν και την αντρο­πα­ρέα δεν έδει­χνε να την απα­σχο­λεί το ζή­τη­μα. Εκεί­νος, σαν να μη με άκου­σε, ξα­να­χί­μη­ξε, αλ­λά αυ­τή τη φο­ρά πρό­λα­βα να τον απω­θή­σω. Αντί να κα­τέ­βω από το αυ­το­κί­νη­το και να πω να του κά­νουν κα­φέ να ξε­με­θύ­σει, ντρε­πό­μου­να και τους αν­θρώ­πους στο χω­ριό, άρ­χι­σα να του μι­λάω αυ­στη­ρά να συ­γκε­ντρω­θεί, να στα­μα­τή­σει, να μη γι­νό­μα­στε και θέ­α­μα, κα­θώς εί­χε φω­τί­σει πια για τα κα­λά, και να ξε­κι­νή­σου­με για το χω­ριό. Συ­νέ­χι­σε απτό­η­τος τις επι­θέ­σεις, χω­ρίς όμως να κα­τα­φέρ­νει να με ξα­να­φι­λή­σει κα­θώς εγώ τον απω­θού­σα, και με τα πολ­λά, πα­ρά­τη­σε την προ­σπά­θεια και βλα­στη­μώ­ντας μέ­σα στο με­θύ­σι του, ξε­κί­νη­σε.
Σε λί­γο το με­τά­νιω­σα που τον άφη­σα να ξε­κι­νή­σει, για­τί στο φως πλέ­ον της ημέ­ρας έβλε­πα πό­σο άσχη­μος ήταν ο χω­μα­τό­δρο­μος, τον γκρε­μό που έχα­σκε στη μια πλευ­ρά του και πώς το φορ­τη­γό, φορ­τω­μέ­νο με αρ­νιά που με­τα­κι­νού­νταν, με­τε­ω­ρι­ζό­ταν πά­νω του, οδη­γού­με­νο άτσα­λα από τον Κ. Κά­θε λί­γο έσκυ­βε έξω από το πα­ρά­θυ­ρό του να κά­νει εμε­τό και στο εν­διά­με­σο, κρα­τώ­ντας το τι­μό­νι με το ένα του χέ­ρι, με το άλ­λο προ­σπα­θού­σε να με χου­φτώ­σει, ενώ εγώ στρι­μω­χνό­μουν πά­νω στην πόρ­τα της πλευ­ράς μου για να μη με φτά­νει. Ήταν ένας άλ­λος άν­θρω­πος. Άρ­χι­σα να του φω­νά­ζω να στα­μα­τή­σει να κα­τε­βού­με, να ξε­με­θύ­σει λί­γο και με­τά να συ­νε­χί­σου­με, μη σκο­τω­θού­με και αφή­σου­με ορ­φα­νά τα παι­διά μας, αλ­λά δεν άκου­γε τί­πο­τα. Δεν επέ­με­να και πο­λύ, για­τί φο­βό­μουν ότι αν κα­τε­βαί­να­με θα ήθε­λε μάλ­λον να με βιά­σει κι εγώ πού θα έτρε­χα μέ­σα στα βου­νά να γλι­τώ­σω; Ού­τε ήξε­ρα και πού βρι­σκό­μα­σταν. Του­λά­χι­στον εδώ μέ­σα οδη­γού­σε και δεν μπο­ρού­σε να με αρ­πά­ξει. Συ­νει­δη­το­ποιού­σα τώ­ρα πό­σο απε­ρί­σκε­πτα εί­χα φερ­θεί να πάω μ’ έναν ξέ­νο άν­θρω­πο στο πα­νη­γύ­ρι εξαι­τί­ας του οποί­ου, πέ­ρα από την ερω­τι­κή του επι­θε­τι­κό­τη­τα, να κιν­δυ­νεύ­ει τώ­ρα και η ζωή μου, έτσι που οδη­γού­σε με­θυ­σμέ­νος. Σαν να μη με άκου­γε, συ­νέ­χι­ζε να οδη­γεί, όπως μπο­ρού­σε να οδη­γεί πα­ρα­ζα­λι­σμέ­νος, με το ένα του χέ­ρι, ενώ με το άλ­λο να επι­μέ­νει να προ­σπα­θεί να με χου­φτώ­σει.
Αφού κα­τά­λα­βα ότι δεν έπια­νε η αγριά­δα μου και οι ηθι­κο­λο­γί­ες μου πε­ρί γά­μου, παι­διών κ.λπ., αλ­λά ού­τε και ο κίν­δυ­νος του θα­νά­του, και μάλ­λον γε­λοία του φαι­νό­μουν, άρ­χι­σα να του μι­λάω ήρε­μα και τον ρί­χνω στο φι­λό­τι­μο. Πως τον εί­χα εμπι­στευ­τεί, ότι ήμα­σταν «πα­ρέα», όπως έλε­γε, ότι εί­χα­με πε­ρά­σει τό­σο κα­λά πριν αρ­χί­σει να κά­νει αυ­τά που έκα­νε, ότι αυ­τός εί­χε την ευ­θύ­νη να με πά­ει πί­σω στο χω­ριό σώα και αβλα­βή, ότι θα ανη­συ­χού­σε ο Πρό­ε­δρος και μά­λι­στα οι γο­νείς του που δεν εί­χα­με εμ­φα­νι­στεί ακό­μα, και τέ­τοια, βά­ζο­ντας όλη την πει­θώ μου.
Σι­γά-σι­γά, θες για­τί ξε­με­θού­σε, θες για­τί κου­ρά­στη­κε, θες για­τί τον έπει­θα, άρ­χι­σε να ηρε­μεί και να συ­γκε­ντρώ­νε­ται στην οδή­γη­ση, χω­ρίς να κά­νει γιου­ρού­σια πά­νω μου, και πε­ρά­σα­με το πιο δύ­σκο­λο κομ­μά­τι της δια­δρο­μής σώ­οι τε­λι­κά. Τό­τε άρ­χι­σε να μου λέ­ει ήρε­μα και σο­βα­ρά πια πό­σο του αρέ­σω, πό­σο με θέ­λει και με κά­νει κέ­φι. Εγώ του έλε­γα πως μι­λά­ει το με­θύ­σι και πως όταν συ­νέλ­θει δεν θα θυ­μά­ται τί­πο­τα απ’ όλ’ αυ­τά. Μου δή­λω­σε ότι απο­κλεί­ε­ται να γυ­ρί­σου­με στο χω­ριό χω­ρίς να με έχει φι­λή­σει! Του εί­πα ότι κά­τι τέ­τοιο δεν πρό­κει­ται να γί­νει και ότι τώ­ρα κα­τα­λά­βαι­να ότι μάλ­λον επί­τη­δες εί­χε απο­τρέ­ψει τους άλ­λους να μην έρ­θουν στο υπο­τι­θέ­με­νο πα­νη­γύ­ρι, ότι ήξε­ρε πως δεν εί­χαν στο κο­ντι­νό χω­ριό για να πά­με μό­νοι οι δυο μας μα­κριά και ότι με κο­ρόι­δευε όταν προ­σποιού­νταν ότι θα πή­γαι­νε και μό­νος του στο πα­νη­γύ­ρι… Δεν μου έδι­νε ση­μα­σία. 

24/8/76

Εί­χε μό­λις ανα­τεί­λει ο ήλιος και ο δρό­μος, ασφαλ­το­στρω­μέ­νος τώ­ρα, περ­νού­σε μέ­σα από πα­νέ­μορ­φο, πυ­κνό δά­σος, μάλ­λον αυ­τό που εί­χα­με πε­ρά­σει και το προη­γού­με­νο βρά­δυ υπέ­θε­σα, μι­σο­σκό­τει­νο ακό­μα. Κά­ποια στιγ­μή ο Κ. έστρι­ψε το αυ­το­κί­νη­το σε ένα χω­μα­τό­δρο­μο και βρε­θή­κα­με σε μια κά­πως ερη­μι­κή γε­φυ­ρο­πλά­στιγ­γα. Μου ζή­τη­σε να κα­τέ­βω να τον βοη­θή­σω να ζυ­γί­σει τα αρ­νιά (!) και βλέ­πο­ντας το απελ­πι­σμέ­νο/αγριε­μέ­νο βλέμ­μα μου, υπο­σχέ­θη­κε ότι δεν θα με πει­ρά­ξει και ότι με­τά θα γυ­ρί­ζα­με στο χω­ριό. Τον βο­ή­θη­σα απλώ­νο­ντας τα χέ­ρια και κα­τευ­θύ­νο­ντας τα αρ­νιά να ανε­βαί­νουν στην πλά­στιγ­γα, ενώ ο Κ., ξε­μέ­θυ­στος πια, χει­ρι­ζό­ταν τη ζυ­γα­ριά μα­ζί με τον ιδιο­κτή­τη. Με­τά από όσα εί­χαν προη­γη­θεί μου φαι­νό­ταν πο­λύ αστείο αυ­τό που γι­νό­ταν και μου ερ­χό­ταν να βά­λω τα γέ­λια. Δεν τον φο­βό­μουν πια.
Ξα­να­φορ­τώ­σα­με τα αρ­νιά σε αγα­στή συ­νερ­γα­σία και ξα­να­πή­ρα­με το δρό­μο μας. Ο ήλιος εί­χε ανέ­βει τώ­ρα για τα κα­λά πά­νω από τις αιω­νό­βιες δρυς του δά­σους και έκα­νε ζέ­στη, ενώ τα τζι­τζί­κια εί­χαν αρ­χί­σει το τρα­γού­δι. Πα­ρ’ όλη την κού­ρα­ση, την αϋ­πνία, την αγω­νία και το θυ­μό μου, δεν μπο­ρού­σα να μην επη­ρε­α­στώ από τη μα­γεία αυ­τού του απέ­ρα­ντου δά­σους, που έμοια­ζε ατε­λεί­ω­το. Κα­θώς ο Κ. μου εί­χε πει στο δρό­μο χτες που ερ­χό­μα­σταν (εντυ­πω­σιά­ζο­ντάς με θε­τι­κά) ότι μέ­χρι πριν πέ­ντε-έξι χρό­νια κυ­κλο­φο­ρού­σε μό­νο κα­βά­λα πά­νω σε άλο­γο, λό­γω και της οι­κο­γε­νεια­κής του πα­ρά­δο­σης, και ότι μό­νο στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 εί­χε πά­ρει μη­χα­νά­κι, κα­τό­πιν αγρο­τι­κό και πο­λύ πρό­σφα­τα, τώ­ρα τε­λευ­ταία, το φορ­τη­γό, ένιω­σα ωσάν κό­ρη αρ­παγ­μέ­νη από κέ­νταυ­ρο! Δεν του εί­πα τι σκε­φτό­μουν βέ­βαια και γύ­ρι­σα και τον κοί­τα­ξα, να δω τις δια­θέ­σεις του.
Έδει­χνε απο­κα­μω­μέ­νος και νυ­σταγ­μέ­νος, ωστό­σο οδη­γού­σε τώ­ρα στα­θε­ρά και ήρε­μα, κοι­τώ­ντας μπρο­στά του. Ουφ, του πέ­ρα­σε, ευ­τυ­χώς, σκέ­φτη­κα. Όμως εκεί­νος ένιω­σε πως τον εί­δα, και γύ­ρι­σε, με κοί­τα­ξε μ’ ένα βλέμ­μα βα­θύ, δια­πε­ρα­στι­κό με τα αε­τί­σια μά­τια του και μου χα­μο­γέ­λα­σε πο­νη­ρά, απλώ­νο­ντας και πά­λι το χέ­ρι του να με χου­φτώ­σει. Εγώ απο­τρα­βή­χτη­κα ξα­νά στην πόρ­τα, αγριε­μέ­νη. «Σε θέ­λω και δε θα σ’ αφή­σω να μου φύ­γεις», εί­πε ήρε­μα και στα­θε­ρά, «εί­σαι δι­κή μου εσύ, τι χο­ρός ήταν αυ­τός!» Του εί­πα να σο­βα­ρευ­τεί πια και να κοι­τά­ει το δρό­μο. Σώ­πα­σε αλ­λά ένιω­θα την επι­θυ­μία του να πλημ­μυ­ρί­ζει το κου­βού­κλιο, πα­ρ’ όλα τα ανοι­χτά πα­ρά­θυ­ρα, και έβλε­πα την επι­μο­νή του, σί­γου­ρα δεν θα το έβα­ζε κά­τω. Η αμε­σό­τη­τα της ερω­τι­κής διεκ­δί­κη­σης αυ­τού του άντρα που δεν φο­βό­ταν να χι­μή­ξει πά­νω μου, να με αρ­πά­ξει, αψη­φώ­ντας το ότι ήμα­σταν και οι δύο πα­ντρε­μέ­νοι, με παι­διά, το κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον (για­τί στο χω­ριό που ήμα­σταν τον γνώ­ρι­ζαν όλοι και τον εί­χαν δει να με φι­λά­ει μέ­σα στο φορ­τη­γό), όσο και τη δου­λειά μου και την εμπι­στο­σύ­νη που του εί­χα δεί­ξει, με σό­κα­ρε, δεν ήξε­ρα πώς να το χει­ρι­στώ.
Ο στι­βα­ρός, διεκ­δι­κη­τι­κός, άγριος και ταυ­τό­χρο­να γλυ­κός, ήρε­μος τώ­ρα, ωσάν αφο­πλι­σμέ­νος, άντρας που εί­χα αυ­τή την ώρα δί­πλα μου, που τον εί­χα εμπι­στευ­τεί χω­ρίς να βά­λω κα­κό με το νου μου, ήταν ένα εί­δος αν­θρώ­που που πρώ­τη φο­ρά ερ­χό­μουν σε τό­σο στε­νή επα­φή και μά­λι­στα κά­τω από τέ­τοιες εξαι­ρε­τι­κές συν­θή­κες. Χω­ρίς να έχω προ­κα­τα­λή­ψεις για τους αν­θρώ­πους που σχε­τί­ζο­μαι, οι συν­θή­κες της ζω­ής μου και οι στρα­τη­γι­κές ζω­ής όπου εί­χα εντα­χθεί, με εί­χαν κά­νει να απο­μα­κρυν­θώ εντε­λώς από το αγρο­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον της παι­δι­κής μου ηλι­κί­ας, όταν πή­γαι­να στο χω­ριό των παπ­πού­δων μου και ερ­χό­μουν σε στε­νή επα­φή, ζού­σα μέ­σα σε αυ­τό, ανά­με­σα σε αγρό­τες, συγ­γε­νείς και χω­ρια­νούς, αν­θρώ­πους του εί­δους του δη­λα­δή.
Ο συ­νο­δοι­πό­ρος μου, αγρό­της, ζω­έ­μπο­ρος και χα­σά­πης ―το τε­λευ­ταίο ό,τι πιο «μια­ρό» και απα­ξιω­μέ­νο ως επάγ­γελ­μα κοι­νω­νι­κά―, μάλ­λον από­φοι­τος δη­μο­τι­κού, ήταν για μέ­να μια απο­κά­λυ­ψη. Η αμε­σό­τη­τα και το από­λυ­το της ερω­τι­κής διεκ­δί­κη­σής του, χω­ρίς τους ηθι­κούς φραγ­μούς που του πρό­βα­λα μά­λι­στα εγώ για να τον απο­τρέ­πω, με έφερ­ναν μπρο­στά σε μια και­νού­ρια για μέ­να πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Εκ­πλησ­σό­με­νη δε με τον εαυ­τό μου, ένιω­θα ότι αυ­τό που έκα­νε, σαν να μην ήταν για τον δι­κό του αντρι­κό κώ­δι­κα ανή­θι­κο, δεν διεκ­δι­κού­σε ωμά το κορ­μί μου, ήταν σαν να θε­ω­ρού­σε τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του φυ­σιο­λο­γι­κή και ως ανα­πό­τρε­πτη κα­τά­λη­ξη της δι­κής μου προ­σέγ­γι­σης προς αυ­τόν, το ότι με με­τέ­φε­ρε στο φορ­τη­γό του, της κου­βέ­ντας μας, της «πα­ρέ­ας» μας, του γλε­ντιού που εί­χε προη­γη­θεί, των τρα­γου­διών που εί­χε τρα­γου­δή­σει (λά­βαι­να τώ­ρα και το μή­νυ­μα που μου εί­χε στεί­λει με το δεύ­τε­ρο τρα­γού­δι του , «… ποιον έδει­ρα ποιον αδι­κώόποιαν εφί­λη­σ’ ας το πει, δι­κή της θα ’ναι η ντρο­πή…»), του χο­ρού που εί­χα χο­ρέ­ψει στη­ριγ­μέ­νη στο χέ­ρι του, το ότι εί­χε εκτε­θεί μα­ζί μου στο πα­νη­γύ­ρι σαν να εί­μα­στε «ζευ­γά­ρι». Επη­ρε­α­σμέ­νη και από την επαγ­γελ­μα­τι­κή αρ­ρώ­στια μου (και υπο­χρε­ω­μέ­νη) σε σχέ­ση με τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια, και μη μπο­ρώ­ντας πα­ρ’ όλ’ αυ­τά να ξε­φύ­γω από το σκο­πό της πα­ρου­σί­ας μου εκεί, ανα­ρω­τιό­μουν τώ­ρα αν και το πρώ­το τρα­γού­δι που εί­χε πει εί­χε κά­ποιο μή­νυ­μα.
Μή­πως δη­λα­δή, συ­νει­δη­τά ή όχι, πέ­ρα από την ιστο­ρι­κή μνή­μη, τη γε­νι­κό­τε­ρη αί­σθη­ση ανταρ­σί­ας, απο­κο­τιάς και λε­βε­ντιάς που ήθε­λε να προ­βά­λει ως προς τον εαυ­τό του για το αν­δρι­κό κοι­νό που τον άκου­γε, όσο και για μέ­να, μή­πως ήθε­λε ταυ­τό­χρο­να να εκ­φρά­σει και την πά­λη που γι­νό­ταν μέ­σα του, τη νι­κη­φό­ρα μά­χη που εί­χε πλέ­ον απο­φα­σί­σει (για τους δι­κούς του, προ­σω­πι­κούς λό­γους, που εί­χαν εν τω με­τα­ξύ δια­μορ­φω­θεί) να δώ­σει για την κα­τά­κτη­σή μου. Ένιω­θα ότι εί­χα μπει σε έναν κώ­δι­κα του οποί­ου δεν γνώ­ρι­ζα τους κα­νό­νες, σε ένα παι­χνί­δι επι­κίν­δυ­νο, βά­ζο­ντας μό­νο τους δι­κούς μου όρους, που ωστό­σο δεν ίσχυαν και από την άλ­λη πλευ­ρά. Όμως δεν θα μπο­ρού­σα να εί­χα βρε­θεί σε αυ­τή την κα­τά­στα­ση για δι­κούς μου, προ­σω­πι­κούς λό­γους πα­ρά μό­νο λό­γω της δου­λειάς και καί­ριο κομ­μά­τι της έρευ­νας ήταν να κα­τα­νο­ή­σω αυ­τούς τους όρους απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­να, έστω κι αν τους βί­ω­να πά­νω στο πε­τσί μου.
Μα­κριά από τις δι­κές μου αν­θρω­πο­λο­γι­κές ανα­λύ­σεις και τις ηθι­κές μου ανα­στο­λές, ο Κ., αρ­ρε­νω­πός, στι­βα­ρός, λε­βέ­ντης, απο­λαμ­βά­νο­ντας ρι­ψο­κίν­δυ­να τα θα­λε­ρά νιά­τα του που πάλ­λο­νταν από υγεία και ζω­ντά­νια, δεί­χνο­ντας ταυ­τό­χρο­να (όταν ήταν ξε­μέ­θυ­στος) σο­βα­ρός, ώρι­μος, «ψη­μέ­νος» στη ζωή, «περ­πα­τη­μέ­νος» ως προς το ερω­τι­κό κυ­νή­γι (απ’ ό,τι δια­πί­στω­να και προ­σω­πι­κά), πλά­νη­τας και λό­γω επαγ­γέλ­μα­τος, μου φαι­νό­ταν σαν ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι αυ­τού του δά­σους και του όλου αγρο­τι­κού το­πί­ου, κα­θώς οδη­γού­σε προ­ση­λω­μέ­νος στο δρό­μο. Πα­ράλ­λη­λα, η απο­κο­τιά στις πρά­ξεις, το «ανί­ε­ρο» επάγ­γελ­μά του, η απο­τρό­παιη σχέ­ση του με σφα­γές, αί­μα και ωμά κρέ­α­τα, η υπέ­ρο­χη αντρί­κεια φω­νή του, το τρα­γού­δι και ο χο­ρός του, ο τρό­πος που γλε­ντού­σε, ο αρ­σε­νι­κός ερω­τι­σμός που απέ­πνεε συ­μπλή­ρω­ναν αντι­θε­τι­κά την ει­κό­να του. 

Γλέ­ντι στο κα­φε­νείο - Πώς τα βγά­ζει κα­νείς πέ­ρα με τα τρα­γού­δια;

Στο με­τα­ξύ φά­νη­καν τα σπί­τια ενός χω­ριού. «Στα­μά­τα εδώ να κα­τέ­βω», του λέω, «θα βρω από δω κά­ποιο μέ­σον να πάω στο χω­ριό!» «Μην κά­νεις έτσι, ρε», μου λέ­ει αδιά­φο­ρα, «εδώ εί­ναι το πρώ­το χω­ριό που ήρ­θα­με χτες βρά­δυ, θα στα­μα­τή­σω έτσι κι αλ­λιώς για να πά­ρω τον συ­μπέ­θε­ρό μου, τον πε­θε­ρό της αδελ­φής μου». Ησύ­χα­σα. Στα­μα­τή­σα­με μπρο­στά στο κα­φε­νείο από όπου ακου­γό­ντου­σαν φω­νές και φα­σα­ρία και κα­τέ­βη­κε για να πά­ρει τον συ­μπέ­θε­ρό του. Οι πε­ρα­στι­κοί με κοί­τα­ζαν πε­ρί­ερ­γα, ποια να εί­ναι άρα­γε αυ­τή που κά­θε­ται μέ­σα στο φορ­τη­γό;
Εκεί­νος επι­στρέ­φει αμέ­σως ζω­η­ρός, σαν ανα­ζω­ο­γο­νη­μέ­νος, και «ετοί­μα­σε τα ερ­γα­λεία», μου λέ­ει εν­θου­σια­σμέ­να, «και κα­τέ­βα! Εδώ θα γρά­ψεις τα κα­λύ­τε­ρα τρα­γού­δια!» «Τρε­λά­θη­κες;» του λέω. «Για δου­λειά δεν ήρ­θες;» μου λέ­ει απο­φα­σι­στι­κά, «μέ­σα γί­νε­ται γλέ­ντι για το πα­νη­γύ­ρι, εί­ναι μα­ζε­μέ­νοι πα­λιοί τρα­γου­δι­στές από χτες το βρά­δυ και πί­νου­νε και τρα­γου­δά­νε, μα­ζί και ο συ­μπέ­θε­ρος, και δε θέ­λει να φύ­γει ακό­μα, κα­τέ­βα σου λέω, θα γρά­ψεις πολ­λά τρα­γού­δια!» Τα ξέ­χα­σα αμέ­σως όλα και εν­θου­σια­σμέ­νη με την προ­ο­πτι­κή της κα­τα­γρα­φής και άλ­λων τρα­γου­διών, «σο­βα­ρο­λο­γείς;» του λέω, «κα­τε­βαί­νω αμέ­σως!» Πή­ρα τα «ερ­γα­λεία» και, με τη βο­ή­θειά του στη με­τα­φο­ρά, μπή­κα­με μα­ζί στο κα­φε­νείο.
Μια με­γά­λη πα­ρέα από με­σή­λι­κους και κυ­ρί­ως γέ­ρο­ντες άντρες με τα κα­θη­με­ρι­νά τους ρού­χα κα­θό­ντου­σαν με­ρα­κλω­μέ­νοι, στο τσα­κίρ κέ­φι, γύ­ρω από ένα τρα­πέ­ζι γε­μά­το με­ζέ­δες, πο­τή­ρια και κα­νά­τια με κρα­σί. Μας υπο­δέ­χτη­καν εν­θου­σιω­δώς, με φω­νές και κα­λω­σο­ρί­σμα­τα, κά­νο­ντάς μας θέ­ση να κα­θί­σου­με. Εμείς αντα­πο­δώ­σα­με χαι­ρε­τώ­ντας, λέ­γο­ντας «χρό­νια πολ­λά το πα­νη­γύ­ρι σας» (ήταν ανή­με­ρα του αγί­ου Διο­νυ­σί­ου πλέ­ον), εγώ λέ­γο­ντας το ονο­μα­τε­πώ­νυ­μό μου και την ιδιό­τη­τά μου κ.λπ., αν και δεν έδω­σαν ση­μα­σία. Φαί­νε­ται ότι ο Κ. ήταν πο­λύ γνω­στός και σε αυ­τό το χω­ριό και ιδιαί­τε­ρα αγα­πη­τός μά­λι­στα, κα­θώς του φώ­να­ζαν «βρε κα­λώς το λε­βέ­ντη μας, έλα, κά­θι­σε να πιεις», χω­ρίς να δεί­χνουν να εκ­πλήσ­σο­νται από τη δι­κή μου πα­ρου­σία, ού­τε καν ο συ­μπέ­θε­ρος, ένας ψη­λός, σω­μα­τώ­δης γέ­ρο­ντας με γε­λα­στό πρό­σω­πο, όπως τον κα­τά­λα­βα από τον τρό­πο που μί­λη­σε στον Κ. Δεν έκα­ναν ερω­τή­σεις, ακό­μα και όταν άρ­χι­σα να το­πο­θε­τώ το μα­γνη­τό­φω­νο και τα μι­κρό­φω­να πά­νω στο τρα­πέ­ζι. Ήταν τό­σο με­ρα­κλω­μέ­νοι που ήταν το λι­γό­τε­ρο που τους εν­διέ­φε­ρε εκεί­νη την ώρα. Συ­νέ­χι­σαν απτό­η­τοι τα γέ­λια, τα πει­ράγ­μα­τα με­τα­ξύ τους και με τον Κ., και ξα­νάρ­χι­σαν το τρα­γού­δι που εί­χε δια­κό­ψει η άφι­ξή μας.
Ηχο­γρα­φού­σα πα­νευ­τυ­χής, χω­ρίς να νιώ­θω ού­τε κού­ρα­ση ού­τε νύ­στα με­τά την αγρυ­πνία και την τα­λαι­πω­ρία μου. Ζω­ντα­νό γλέ­ντι σε κα­φε­νείο, ήταν πρω­τό­γνω­ρο και πο­λύ­τι­μο ως ερευ­νη­τι­κή εμπει­ρία για μέ­να και ήθε­λα να μη μου ξε­φύ­γει τί­πο­τα. Τα τρα­γού­δια που έλε­γαν ήταν πα­λιά, πα­ρα­δο­σια­κά, της τά­βλας. Πα­ρ’ όλη τη με­γά­λη ηλι­κία των πε­ρισ­σό­τε­ρων, ήταν τρα­γου­δι­σμέ­να σω­στά, απ’ όσο μπο­ρού­σα να κρί­νω τό­τε, και τρα­γου­δι­σμέ­να αντι­φω­νι­κά, σύμ­φω­να με την τε­λε­τουρ­γία στο επι­τρα­πέ­ζιο γλέ­ντι. Και μά­λι­στα, πα­ρ’ όλη την οχλα­γω­γία, αφού άλ­λοι τρα­γου­δού­σαν, άλ­λοι γε­λού­σαν, άλ­λοι σχο­λί­α­ζαν, άλ­λοι έδι­ναν πα­ραγ­γε­λί­ες στη νέα χή­ρα κα­φε­τζού (και η οποία φαι­νό­ταν να γνω­ρί­ζει κα­λά τον Κ.), ενώ μπαι­νό­βγαι­νε και άλ­λος κό­σμος στο μα­γα­ζί. Εί­χα ξε­χά­σει τα πά­ντα και πα­ρα­σύρ­θη­κα από το κέ­φι και τη ζω­ντά­νια τους.
Η πα­ρου­σία μου φά­νη­κε να τους ερε­θί­ζει. Μια γυ­ναί­κα νέα, άγνω­στη, μο­να­χή και ταυ­τό­χρο­να «πε­ρί­ερ­γη» με όλα αυ­τά τα μη­χα­νή­μα­τα, δεν ήταν κά­τι κα­θη­με­ρι­νό, υπέ­θε­τα. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που γνώ­ρι­ζαν, βε­βαί­ως, ότι δεν εί­χα κά­ποια συγ­γε­νι­κή σχέ­ση με τον Κ., ενώ από τον τρό­πο που αυ­τός εί­χε κα­θί­σει δί­πλα μου και το πώς με κοί­τα­ζε, μη χά­νο­ντας ευ­και­ρία να με ακου­μπή­σει, να με πε­ρι­ποι­η­θεί, μη μου λεί­ψει φα­γη­τό ή πο­τό, και ταυ­τό­χρο­να από τη δι­κή μου, κα­τά το δυ­να­τόν, προ­σπά­θεια απο­στα­σιο­ποί­η­σης, σί­γου­ρα κα­τα­λά­βαι­ναν τι έτρε­χε με­τα­ξύ μας, κα­τά­στα­ση που έδω­σε νέα πνοή στο γλέ­ντι. Πή­ραν φυ­σι­κά το μέ­ρος του στην υπο­βό­σκου­σα ερω­τι­κή διελ­κυ­στίν­δα ανά­με­σα στον Κ. και σε μέ­να και με υπο­νο­ού­με­να, μα­τιές, σχό­λια και κα­τάλ­λη­λα τρα­γού­δια άρ­χι­σαν να στη­ρί­ζουν τη διεκ­δί­κη­σή του, να τον «αβα­ντά­ρουν», μέ­σα από έναν αντρι­κό κώ­δι­κα αλ­λη­λο­ϋ­πο­στή­ρι­ξης που δεν γνώ­ρι­ζα ώς εκεί­νη την ώρα. Προς κα­τά­πλη­ξή μου, στο όλο επι­κοι­νω­νια­κό «παι­χνί­δι» λά­βαι­νε μέ­ρος και ο πε­θε­ρός της αδελ­φής του, ο συ­μπέ­θε­ρος.
Σε λί­γο άρ­χι­σαν να θυ­μού­νται και τρα­γού­δια ερω­τι­κά ή κλέ­φτι­κα που έχουν σχέ­ση και με το όνο­μά μου, το «Ελέ­νη», και να μου το απευ­θύ­νουν άμε­σα ή έμ­με­σα, ενώ ο Κ., σε κά­θε τέ­τοιο τρα­γού­δι με «κα­θη­σύ­χα­ζε», υπο­τί­θε­ται, λέ­γο­ντάς μου «δε λέ­ει για σέ­να, μω­ρέ, για άλ­λη Ελέ­νη λέ­ει!», ενώ τα μά­τια του έλε­γαν το αντί­θε­το.
Με εντυ­πω­σί­α­σε η οι­κειό­τη­τα που εί­χε ο Κ. με τους γέ­ρο­ντες, ως επί το πλεί­στον, συν­δαι­τυ­μό­νες. Το πό­σο τον κα­μά­ρω­ναν και θαύ­μα­ζαν τα νιά­τα του, που αυ­τοί δεν εί­χαν πλέ­ον, και που σαν να τα ξα­να­ζού­σαν μέ­σα από αυ­τόν. Τον πα­ρό­τρυ­ναν όλοι να τρα­γου­δή­σει. Όπως και από όλους που τρα­γου­δού­σαν, ζή­τη­σα και από τον Κ., αφού θα τρα­γου­δού­σε, να πει τα στοι­χεία του πριν αρ­χί­σει για να κα­τα­γρα­φούν στο μα­γνη­τό­φω­νο, σαν τεκ­μη­ρί­ω­ση, να ση­μειώ­νε­ται ποιος τρα­γου­δά­ει. Εί­πε το ονο­μα­τε­πώ­νυ­μό του, ότι ήταν 37 ετών και ότι ήταν από­φοι­τος τρί­της Γυ­μνα­σί­ου. Το τε­λευ­ταίο, και από την αντί­δρα­ση των άλ­λων όταν το εί­πε, δεν το πί­στε­ψα, υπέ­θε­σα ότι ήθε­λε να ανα­βαθ­μι­στεί στα μά­τια μου ως «μορ­φω­μέ­νος», ωστό­σο δεν το πα­ρά­κα­νε να πει ότι εί­χε τε­λειώ­σει όλο το Γυ­μνά­σιο, και μου ήρ­θε να γε­λά­σω αλ­λά κρα­τή­θη­κα και φυ­σι­κά δεν το αμ­φι­σβή­τη­σα. Τα 37 χρό­νια του, δε­δο­μέ­νης της έναρ­ξης των ευ­θυ­νών στην αγρο­τι­κή ζωή από μι­κρή ηλι­κία, δι­καιο­λο­γού­σαν την ωρι­μό­τη­τα που εί­χα δια­κρί­νει στις κου­βέ­ντες του, ενώ μου έδει­χναν ότι βρι­σκό­ταν στον κο­λο­φώ­να της νιό­της του, με­στός εμπει­ρί­ας και ζω­ής.
Άρ­χι­σε και ο Κ. το τρα­γού­δι. Η οι­κεία ήδη σε μέ­να από το πα­νη­γύ­ρι φω­νή του, βα­ριά, αντρί­κεια, βα­θιά, σω­στή, με­λω­δι­κή, όμως λί­γο πιο βρα­χνή τώ­ρα από το ξε­νύ­χτι και την τα­λαι­πω­ρία, μια βρα­χνά­δα γλυ­κιά, που ήταν σαν λί­γω­μα, τρύ­πω­σε στα σω­θι­κά μου, ενώ κα­θώς κα­θό­ταν σχε­δόν ακου­μπη­μέ­νος πά­νω μου, ένιω­θα τους παλ­μούς του κορ­μιού του, της επι­θυ­μί­ας του, να σπά­νε πά­νω μου σαν κύ­μα­τα. Ξε­θε­ω­μέ­νος, ξε­νυ­χτι­σμέ­νος, με τον πό­θο του να με­γα­λώ­νει, γι­νό­ταν όλο και πιο ερω­τι­κός, εκ­μαυ­λι­στι­κός: «…Χί­λιοι τρα­κό­σοι ν-άρ­χο­ντες αντά­μα τρων και πί­νουν / μά ’χαν και ’να κα­λό κρα­σί κι ένα κα­λό κο­ρί­τσι / κέρ­να μας Ρή­να κέρ­να μας όσο να ξη­με­ρώ­σει»[1], ήταν το επι­τρα­πέ­ζιο, του γλε­ντιού, τρα­γού­δι που εί­πε, σκια­γρα­φώ­ντας ποι­η­τι­κά και μου­σι­κά την κα­τά­στα­ση που ζού­σα­με και με «γύ­ρι­σμα» στο τέ­λος που υπο­ψια­ζό­μουν ότι εί­χε αρ­χί­σει να με αφο­ρά…. Η χή­ρα κα­φε­τζού φώ­να­ξε «γεια σου Κ., αη­δό­νι!», οι υπό­λοι­ποι σφύ­ρι­ζαν, επευ­φη­μού­σαν και τον συ­νέ­κρι­ναν με του γε­ρο-πα­τέ­ρα του την τρα­γου­δι­στι­κή δει­νό­τη­τα, ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι που η πα­ρά­δο­ση συ­νε­χί­ζε­ται, και που εγώ, αν και εί­χα και από τον Πρό­ε­δρο πλη­ρο­φο­ρία για την καλ­λι­φω­νία του μπαρ­μπα-Κ., του πα­τέ­ρα του, δεν τον εί­χα ακού­σει ακό­μα να τρα­γου­δά­ει.
Ο Κ., αντα­πο­δί­δο­ντας μάλ­λον τα εν­θου­σιώ­δη σχό­λια της χή­ρας κα­φε­τζούς, τρα­γού­δη­σε: «…Μω­ρέ της χή­ρας το μπαλ­κό­νι ν’ ανά­ψει να κα­εί –αμάν αμάν– ν’ ανά­ψει να κα­εί / να γκρε­μι­στεί να πέ­σει με την κυ­ρά μα­ζί –με την κυ­ρά μα­ζί, / κι η δού­λα να γλι­τώ­σει για­τί την αγα­πώ –για­τί την αγα­πώ…, κά­νο­ντάς με ν’ ανα­ρω­τη­θώ με ποιαν τά­χα να ταύ­τι­ζε την «αγα­πη­μέ­νη» δού­λα. Με­τά έπια­σε το: «…Μώ­ρε πέ­ντε λε­βέ­ντες εί­μα­στε –μω­ρέ Κ.– / οι τέσ­σε­ρ’ ήταν αδερ­φοί κι ο Κ. ήταν ξέ­νος –ξέ­νος και ξε­νι­τε­μέ­νος / Γί­νε­σαι Τούρ­κος γί­νε­σαι –μω­ρέ Κ. – την πί­στη σου ν’ αλ­λά­ξεις τη ζωή σου να μη χά­σεις; / Ν-εγώ Τούρ­κος δε γί­νου­μαι, την πί­στη δεν αλ­λά­ζω, τη ζωή μου ας τη χά­σω. / Bγά­λε τα πα­που­τσά­κια σου –μω­ρέ Κ.– τα χρυ­σο­κε­ντη­μέ­να, να μη βου­τη­χτούν στο αί­μα…», θέ­λο­ντας μάλ­λον να προ­βά­λει και πά­λι στην ομή­γυ­ρη –και σε μέ­να– και ονο­μα­στι­κά, μέ­σα από αυ­τό το τρα­γού­δι, την ταυ­τό­τη­τά του ως πε­ρή­φα­νου, ανυ­πό­τα­κτου λε­βέ­ντη, που προ­τι­μά­ει το θά­να­το από την υπο­χώ­ρη­ση.
Οι συν­δαι­τυ­μό­νες, πιο ήσυ­χοι, σαν να τους έχει υπο­βά­λει αυ­τό το τρα­γού­δι, ψι­λο­κά­νουν σι­γό­ντο, απο­λαμ­βά­νο­ντας το άκου­σμα. Τό­τε ένας από τους με­γα­λύ­τε­ρους της πα­ρέ­ας, έχο­ντας πιά­σει το όλο «παι­χνί­δι» ανά­με­σα στον Κ. και σε μέ­να, λέ­ει το: «..Ώρε ν-ο Δή­μαρ­χος κι ανα­κρι­τής –την Ελέ­νη, αμάν αμάν Ελέ­νη– εξε­τά­ζαν την Ελέ­νη. / Άι­ντε ν-Ελέ­νη τι τον έκα­νες –μω­ρή Ελέ­νη– τον πρώ­το σου τον άντρα –αμάν αμάν Ελέ­νη – / Ώρε στρα­τιώ­τες τον επιά­σα­νε –την Ελέ­νη– στη φυ­λα­κή τον πά­νε...» (ένα επί­σης δη­μο­φι­λέ­στα­το μο­ρα­ΐ­τι­κο τρα­γού­δι), μέ­σα σε φω­νές και γέ­λια, επευ­φη­μί­ες για το «υπο­νού­με­νο»!
Ο γε­ρο-συ­μπέ­θε­ρος, με­ρα­κλω­μέ­νος, εν­θου­σιά­ζε­ται τό­σο πο­λύ που βγά­ζει ένα πι­στό­λι άσφαι­ρο, πυ­ρο­βο­λεί ένα μά­τσο χι­λιά­ρι­κα που έβγα­λε από την τσέ­πη του και μα­ζί με τον εκ­κω­φα­ντι­κό κρό­το (που έκα­νε το μα­γνη­τό­φω­νο ν’ ανα­πη­δή­σει, πα­ρά το βά­ρος του) φω­νά­ζει «θα τα κά­ψω τα ρη­μά­δια τα λε­φτά και θα πάω να πά­ρω γυ­ναί­κα Ελέ­νη, για­τί έχει πολ­λά τρα­γού­δια!», ξε­ση­κώ­νο­ντας νέα γέ­λια και εν­θου­σια­σμό. «Δε λέ­ει για σέ­να», μου διευ­κρι­νί­ζει και πά­λι ο Κ., με νό­η­μα. Κα­τα­γρά­φο­νται τα πά­ντα στο μα­γνη­τό­φω­νο.
Όταν κα­τα­λά­για­σαν λί­γο τα πράγ­μα­τα, ένας άλ­λος γέ­ρο­ντας, σαν σε συ­νέ­χεια της προη­γη­θεί­σας πι­στο­λιάς, πιά­νει το κλέ­φτι­κο τρα­γού­δι: «…Ώρε τι κα­πε­τά­νιος εί­σ’ εσύ, δε ρί­χνεις δυο ντου­φέ­κια / να μα­ζευ­τεί τ’ ασκέ­ρι σου να ιδού­με ποιος μας λεί­πει, / μας λεί­πει ο Διά­κος από χτες…», ενώ τον συ­νο­δεύ­ουν σι­γά-σι­γά, μουρ­μου­ρι­στά, και οι υπό­λοι­ποι. Η φω­νή του ψι­λή, γε­ρο­ντι­κή, με τρέ­μου­λο, ωστό­σο σω­στή και με μια υφή νο­σταλ­γί­ας, ενός πα­ρά­πο­νου. Δεν τα κα­τα­φέρ­νει όμως και τό­σο στις πε­ρί­τε­χνες μου­σι­κές εξάρ­σεις των στί­χων, οπό­τε τον βοη­θά­ει ο Κ. Το πά­θος με το οποίο το τρα­γου­δά­ει ο Κ., με μια χροιά οδύ­νης, απώ­λειας, με κά­νει να σκε­φτώ ότι ίσως ταυ­τί­ζει τον εαυ­τό του με «τον χα­μέ­νο από χτες» του τρα­γου­διού. Υπο­ψία που μου την ενι­σχύ­ει το τρα­γού­δι που επέ­λε­ξε να πει ο ίδιος γέ­ρο­ντας, μπαί­νο­ντας κα­λύ­τε­ρα από μέ­να στο μυα­λό του Κ., κα­τά έναν τρό­πο, ωσάν για να τον προει­δο­ποι­ή­σει για αυ­τό που εί­ναι φα­νε­ρό ότι επι­χει­ρεί να κά­νει: «Τρία που­λά­κια παν ψη­λά και τ’ άλ­λο χα­μπη­λώ­νει / κι εκεί­νο που χα­μπή­λω­νε του Γιάν­νου πά­ει και λέ­ει: / Ν-ευ­τού που μπαί­νεις –Γιάν­νο μου– και φι­λείς, φι­λείς τα μαύ­ρα μά­τια, / φυ­λά­ξου μη σε πιά­σου­νε στη φυ­λα­κή σε πά­νε…», με σα­φές υπο­νο­ού­με­νο.
Ένας άλ­λος γέ­ρο­ντας πιά­νει άλ­λο τρα­γού­δι: «Κί­νη­σαν τα σα­ρά­ντα ρέ­μα­τα –τη Θο­δώ­ρα αμάν αμάν Θο­δώ­ρα― και φέρ­νουν τα λα­γκά­δια / άι­ντε φέρ­νουν κορ­μά­δες ρι­ζα­μιά –τη Θο­δώ­ρα, αμάν αμάν Θο­δώ­ρα― δέ­ντρα ξε­ρι­ζω­μέ­να, / άι­ντε φέρ­νουν και μια λέ­ει φέρ­νουν και μια γλυ­κο­μη­λιά –τη Θο­δώ­ρα αμάν αμάν Θο­δώ­ρα― τα μή­λα φορ­τω­μέ­νη…». Ο Κ. «έπια­σε» το θέ­μα της μη­λιάς και με φω­νή όλο πα­ρά­πο­νο τρα­γού­δη­σε: «Ανέ­βη­κα σε μια μη­λιά να κό­ψω ένα μή­λο μα η μη­λιά δε μ’ άφη­σε να κό­ψω ού­τ’ ένα φύλ­λο ―τέ­τοια μή­λα δεν ξα­νά­δα να’ χουν τέ­τοια νο­στι­μά­δα―/ βλέ­πω τα μή­λα σου μη­λιά και άλ­λο δεν αντέ­χω πού ’χου­νε μέ­σα ζά­χα­ρη και το φαρ­μά­κι απέ­ξω…». Κά­ποιος άλ­λος, απα­ντώ­ντας κα­τά έναν τρό­πο στο τε­λευ­ταίο τρα­γού­δι του Κ. με τη «μη­λιά» που αντι­στά­θη­κε και δεν τον άφη­σε να της κό­ψει ού­τε ένα «μή­λο», πιά­νει το κλέ­φτι­κο: «Ν-όλες οι κα­πε­τά­νισ­σες –Ελέ­νη κι Ελε­νιώ– οι κα­πε­τα­νο­πού­λες / όλες την Άρ­τα κί­νη­σαν στα Γιάν­νε­να να πά­νε / μα η Ελε­νιώ δεν πέ­ρα­σε –Δε­σπού­λα κι Ελε­νιώ-…» και στο γύ­ρι­σμα: «το πί­νει, το πί­νει ο γέ­ρος το κρα­σί / το πί­νει το πί­νει και στά­λα δεν αφή­νει…»
Οι φω­νές όλο και πιο βρα­χνές, κα­θώς η ώρα προ­χω­ρά­ει και οι γέ­ρο­ντες εί­ναι εκεί και γλε­ντά­νε από το προη­γού­με­νο βρά­δυ. Ο Κ., φα­νε­ρά κα­τα­βε­βλη­μέ­νος τώ­ρα, με πιέ­ζει να πί­νω, εγώ αντι­στέ­κο­μαι, του μι­λάω από­το­μα, απα­ντά­ει βλα­στη­μώ­ντας μέ­σα από τα δό­ντια του «την Πα­να­γία μου», αι­σθά­νο­μαι ότι έχει αρ­χί­σει να φτά­νει στα όριά του. Ωστό­σο εγώ, όσο βλέ­πω ότι έχουν διά­θε­ση για τρα­γού­δι, δεν κου­νιέ­μαι από τη θέ­ση μου. Ο γέ­ρο­ντας συ­νε­χί­ζει, υπο­βοη­θού­με­νος από τους άλ­λους και πά­ντα στο πλαί­σιο ενός εί­δους αντι­φω­νι­κής «συ­νο­μι­λί­ας» με τον Κ. και έμ­με­σα με μέ­να, σαν να υπο­ψια­ζό­ταν τι νύ­χτα εί­χα­με πε­ρά­σει, με το ερω­τι­κό τρα­γού­δι: «Σαν τού­τ’ τη νύ­χτα ―Χαϊ­δού­λα μ’― κι άλ­λη μια να σαν όλες οι νύ­χτες / με κά­λε­σε η αγά­πη μου να πά’ την αντα­μώ­σω / σαν πή­γα και την ηύ­ρη­κα στο κρε­βά­τι να κοι­μά­ται / να τη ρα­ντί­σω με νε­ρό φο­βά­μαι μην κρυώ­σει / να τη ρα­ντί­σω με κρα­σί φο­βά­μαι μη με­θύ­σει…» Ψι­λο­τρα­γου­δάω κι εγώ το τέ­λος του τρα­γου­διού και εν­θου­σιά­ζο­νται, ξαφ­νια­σμέ­νοι που το ξέ­ρω.
O Κ. απα­ντά­ει με ένα τρα­γού­δι που το λέ­νε συ­νή­θως ως τρα­γού­δι της νύ­φης, το ξη­μέ­ρω­μα της πρώ­της νύ­χτας του γά­μου με­τά την ερω­τι­κή της συ­νεύ­ρε­ση με τον γα­μπρό, ται­ρια­στό ωστό­σο και με την «υπό­θε­ση» του «δρά­μα­τος» που εκτυ­λισ­σό­ταν μέ­σα στο κα­φε­νείο: «Κά­του στα δα­σά τα πλα­τά­νια στη γκρυό­βρυ­ση –Δια­μα­ντού­λα- στη γκρυό­βρυ­ση / κά­θο­νταν δυο πα-να-λι­κά­ρια και μια λυ­γε­ρή –Δια­μα­ντού­λα μ’– και μια λυ­γε­ρή / κά­θο­νταν και τρώ­γαν και πί­ναν και τη ρώ­τα­γαν –Δια­μα­ντού­λα μ’- και τη ρώ- τη ρώ­τα­γαν / Δια­μα­ντού­λα τι ν-εί­σαι τέ­τοια, τέ­τοια κί­τρι­νη –Δια­μα­ντού­λα μ’– τι ’σαι κί- βρε κί­τρι­νη; / Μην ο ίσκιος σου σε πα­τά­ει μή­νε φά­ντα­σμα –Δια­μα­ντού­λα μ’– μή­νε φά- βρε φά­ντα­σμα; / Μή­δ’ ο ήσκιος δε με πα­τά­ει μή­τ’ αφά­ντια­σμα / έρ­χε­τ’ ένα πα-να-λι­κά­ρι τα με­σά­νυ­χτα –Δια­μα­ντού­λα– τα με­σά­νυ­χτα…» Σκε­φτό­μουν μά­λι­στα ότι και η δι­κή μου όψη δεν πρέ­πει να διέ­φε­ρε και πο­λύ από αυ­τή της «κί­τρι­νης» Δια­μα­ντού­λας, με­τά τη νύ­χτα που εί­χα πε­ρά­σει με το «πα­λι­κά­ρι» στο πα­νη­γύ­ρι και με­τά…
Κά­ποια στιγ­μή ο Κ., σαν να εί­χε έρ­θει το πλή­ρω­μα του χρό­νου, στρέ­φε­ται προς εμέ­να, και αρ­χί­ζει με βα­ριά, πλην με­λω­δι­κό­τα­τη, παλ­λό­με­νη και πα­θια­σμέ­νη σπα­ρα­κτι­κά φω­νή να τρα­γου­δά­ει, κοι­τώ­ντας με βα­θιά στα μά­τια, ενώ εγώ, ακού­γο­ντας τις πρώ­τες λέ­ξεις του τρα­γου­διού και μη αντέ­χο­ντας αυ­τό το βλέμ­μα απέ­στρε­ψα το δι­κό μου, κά­νο­ντας ότι ελέγ­χω το μα­γνη­τό­φω­νο: «Αχ σή­κω Λε­νιώ μου κι άνοι­ξε –άεντ’ ωρέ Λε­νιώ μου– κι άνοι­ξε και στρώ­σε μου να πέ­σω / μέ­να Λε­νιώ μ΄ με λά­βω­σαν στο χέ­ρι και στο πό­δι / σύ­ρε Λε­νιώ μ’ για τους για­τρούς, για­τρούς και νο­σο­κό­μες / για να μου γειά­νουν –άεντ’ ωρέ Λε­νιώ μου– την πλη­γή…». Και σαν να μην έφτα­νε αυ­τό, συ­νέ­χι­σε απο­λο­γη­τι­κά, με μια με­λω­δία σαν ψαλ­μω­δία, με το γύ­ρι­σμα: «Αα­αχ, συ­μπά­θη­σέ με γει­το­νιά πού ’ρ­θα να τρα­γου­δή­σω / για μια κο­πέ­λα π’ αγα­πώ κ’ ήρ­θα να της μι­λή­σω. / Ξύ­πνα περ­δι­κο­μά­τα μου να ’ρ­θώ στην αγκα­λιά σου..», για όποιον δεν κα­τά­λα­βε, που λέ­νε. Αμέ­σως με­τά το γύ­ρι­σε και με φω­νή όλο πα­ρά­πο­νο τρα­γού­δη­σε: «Ανέ­βη­κα σε μια μη­λιά να κό­ψω ένα μή­λο μα η μη­λιά δε μ’ άφη­σε να κό­ψω ού­τ’ ένα φύλ­λο…» Όσο τρα­γου­δού­σε, ήταν ωσάν να ορ­κί­ζε­ται ενώ­πιον της «γε­ρο­ντι­κής» τον έρω­τά του. Σή­κω­σα τα μά­τια μου και τον κοί­τα­ξα. Εί­δα τα δι­κά του μά­τια να βγά­ζουν φω­τιές, το βλέμ­μα του να τρυ­πά­ει την ψυ­χή μου.
Οι γέ­ρο­ντες που τον εί­χαν ακού­σει κρα­τώ­ντας του μουρ­μου­ρι­στά σι­γό­ντο, κα­τα­λα­βαί­νο­ντας το όριο, την κρί­σι­μη στιγ­μή, σιω­πούν κρυ­φο­γε­λώ­ντας. Εί­χα την από­λυ­τη επί­γνω­ση, με τα δι­κά μου προ­σω­πι­κά όσο και εθνο­γρα­φι­κά κρι­τή­ρια, ότι βί­ω­να κά­τι μο­να­δι­κό, που μια φο­ρά μό­νο μπο­ρεί να συμ­βεί στη ζωή του ερευ­νη­τή. Για όσους δεν εί­ναι μυ­η­μέ­νοι ή ευαί­σθη­τοι στην κοι­νω­νι­κή και επι­κοι­νω­νια­κή λει­τουρ­γία των δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών όπως αυ­τά επι­τε­λού­νται ζω­ντα­νά, συλ­λο­γι­κά, στο πλαί­σιο κά­ποιας κοι­νω­νι­κής ή θρη­σκευ­τι­κής πε­ρί­στα­σης, εί­ναι δύ­σκο­λο να γί­νει αντι­λη­πτό ότι δεν εί­ναι δυ­να­τόν να με­τα­φέ­ρω εδώ γρα­πτά εκεί­νη τη μα­γεία της μου­σι­κής επι­τέ­λε­σης των τρα­γου­διών που λέ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρα κι από τα λό­για. Να ανα­πα­ρα­στή­σω εκεί­νη τη φα­νε­ρή, τη δη­λω­μέ­νη όσο και την άρ­ρη­τη, υπό­γεια επι­κοι­νω­νία που δια-πλε­κό­ταν τό­ση ώρα ανά­με­σα στους γέ­ρο­ντες με­τα­ξύ τους, στους γέ­ρο­ντες και τον Κ., στους γέ­ρο­ντες και σε μέ­να, στον Κ. και σε μέ­να και σε όλους με­τα­ξύ μας, συν­δυα­στι­κά και με τα βλέμ­μα­τα, τις χει­ρο­νο­μί­ες και με άλ­λους, φα­νε­ρούς ή μη, πα­ρά­γο­ντες που επι­δρού­σαν ταυ­τό­χρο­να σε αυ­τή την επι­κοι­νω­νία μέ­σα στο χώ­ρο του συ­γκε­κρι­μέ­νου κα­φε­νεί­ου, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη επι­τέ­λε­ση, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­στα­ση.
Ήμουν μα­γε­μέ­νη, συ­νε­παρ­μέ­νη, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που εγώ απο­τε­λού­σα το σιω­πη­λό ερέ­θι­σμα, σαν η πα­ρου­σία μου να ήταν ένα εί­δος ζω­ντα­νού «αγάλ­μα­τος» προς το οποίο απευ­θυ­νό­ταν και ταυ­τό­χρο­να εξαι­τί­ας του οποί­ου εξυ­φαι­νό­ταν αντι­φω­νι­κά αυ­τή η ερω­τι­κή μου­σι­κή μυ­στα­γω­γία μέ­σα στο γλέ­ντι. Έχο­ντας μά­λι­στα και την τύ­χη να φέ­ρω όνο­μα ερω­τι­κά «σε­ση­μα­σμέ­νο», «που έχει πολ­λά τρα­γού­δια», όπως εί­χε βρο­ντο­φω­νά­ξει και ο συ­μπέ­θε­ρος, εί­χαν όλοι τη δυ­να­τό­τη­τα να εκ­φρα­στούν με­τα­φο­ρι­κά μεν ως προς την πε­ρί­στα­ση αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και να μη μου αφή­σουν κα­μιά αμ­φι­βο­λία, εμ­μέ­σως πλην σα­φώς, ότι με αφο­ρού­σε προ­σω­πι­κά το τρα­γού­δι­σμα.
Για να μην αντι­λη­φθούν οι άλ­λοι, και κυ­ρί­ως ο Κ., αυ­τά που μου προ­κά­λε­σε το τρα­γού­δι­σμά του, για να λύ­σω τα μά­για, σαν σπα­σί­κλας ερευ­νη­τής, ζή­τη­σα, ωστό­σο ασυ­ναί­σθη­τα, μη μπο­ρώ­ντας τε­λι­κά να ξε­φύ­γω από το ερω­τι­κά μα­γε­μέ­νο κλί­μα της στιγ­μής, να μου ξα­να­πούν το τρα­γού­δι της «Μά­γισ­σας» που εί­χαν τρα­γου­δή­σει όταν πρω­το­μπή­κα­με στο μα­γα­ζί και δεν εί­χε κα­τα­γρα­φεί ολό­κλη­ρο στο μα­γνη­τό­φω­νο.
Το τρα­γού­δη­σε με μπρίο και με στε­ντό­ρεια φω­νή ο γε­ρο-συ­μπέ­θε­ρος, ο οποί­ος με εί­χε κα­τα­πλή­ξει με την άνε­ση που συμ­με­τεί­χε στον «αν­δρι­κό κώ­δι­κα» που υπο­στή­ρι­ζε τον Κ., πα­ρ’ όλη την εξ αγ­χι­στεί­ας συγ­γε­νι­κή σχέ­ση τους, όσο βέ­βαια και ο ίδιος ο Κ., που δεν φαι­νό­ταν να ανη­συ­χεί για πι­θα­νή «προ­δο­σία» εκ μέ­ρους του, για τα κα­μώ­μα­τά του, στην οι­κο­γέ­νεια. Ωστό­σο και αυ­τό το τρα­γού­δι εντά­χθη­κε κα­τά έναν τρό­πο στο σε­νά­ριο, στο «μύ­θο» που δια­δρα­μα­τι­ζό­ταν όλη αυ­τή την ώρα μέ­σα στο κα­φε­νείο: «Στό ει­πα και στο –Βα­σί­λω μου– σ’ τό ει­πα και σ’ το πα­ράγ­γει­λα και μες στο γράμ­μα σ’ το ΄γρα­ψα / σ’ τό ει­πα να πας –Βα­σί­λω μου– σ’ τό ει­πα να πας να πα­ντρευ­τείς και μέ­να να μην καρ­τε­ρείς / εμέ­να με μα­γέ­ψα­νε στα ξέ­να με πα­ντρέ­ψα­νε / μου δώ­σαν μά­γισ­σας τσου­πί για να μην κά­νω προ­κο­πή…» Έχει γού­στο, σκε­φτό­μουν, να λέ­νε και Βα­σί­λω τη γυ­ναί­κα του Κ., δε­δο­μέ­νου ότι μό­λις πριν λί­γο με εί­χε κα­τά έναν τρό­πο, μέ­σω των τρα­γου­διών, «αρ­ρα­βω­νια­στεί» επί­ση­μα, ενώ­πιον των γε­ρό­ντων, κα­θώς μά­λι­στα αρ­κε­τά από τα τρα­γού­δια που εί­χαν πει, εί­ναι και γα­μή­λια και αυ­τό ήταν σε υπο­λαν­θά­νου­σα γνώ­ση τους…
Ο Κ. σιω­πη­λός εντω­με­τα­ξύ, στον κό­σμο του, πα­ρ’ όλη την πα­ρεμ­βο­λή του τρα­γου­διού της «Μά­γισ­σας», ή ίσως ακό­μα και εξαι­τί­ας του, επι­μέ­νει, γί­νε­ται όλο και πιο σπα­ρα­χτι­κά ερω­τι­κός, απελ­πι­σμέ­να κα­λε­στι­κός, θυ­σια­στι­κός, ζώ­ντας μέ­σα στο με­θύ­σι το δρά­μα του και συ­νε­χί­ζει με το τρα­γού­δι: «Άα­αχ βα­ρέ­θη­κα τα νιά­τα μου και την πα­λι­κα­ριά μου / κι από­ψε θα μα­χαι­ρω­θώ στην πόρ­τα τη δι­κή σου / να πά­ει το αί­μα μου νε­ρό το αί­μα μου πο­τά­μι. / Πιά­σε και βά­ψε –αχ ρού­σα μου- τα μαλ­λιά…» Τρα­γού­δι που εγώ, πα­ρ’ όλη την τα­ρα­χή μου και τη δρα­μα­τι­κό­τη­τα της πε­ρί­στα­σης, δεν μπο­ρώ να μη σκε­φτώ πό­σο δε­μέ­νο εί­ναι με το θυ­σια­στι­κό επάγ­γελ­μά του. Και αμέ­σως με­τά, απελ­πι­σμέ­να, συ­νε­χί­ζει, με άλ­λο τρα­γού­δι: «Άα­αχ να πέ­θαι­να – να πέ­θαι­να και να ’βρε­χε, ν’ αρ­γή­σουν να με θά­ψουν / αχ να ιδώ κι όλους τους φί­λους μου ποιος δά­κρυ­σε για μέ­να / να ιδώ και την αγά­πη μου αν θα φο­ρέ­σει μαύ­ρα…»
Τε­λειώ­νο­ντας, ση­κώ­νε­ται από­το­μα και ση­μαί­νει ανα­χώ­ρη­ση, σκου­ντώ­ντας με στο το χέ­ρι. Και οι γέ­ρο­ντες εί­χαν απο­κά­μει, αρ­κε­τοί εί­χαν φύ­γει ήδη, το γλέ­ντι σχό­λα­σε. Μα­ζεύω το μα­γνη­τό­φω­νο σκο­τι­σμέ­νη, τα­ραγ­μέ­νη, μη μπο­ρώ­ντας και μη θέ­λο­ντας εκεί­νη τη στιγ­μή να δια­χω­ρί­σω το προ­σω­πι­κό μου βί­ω­μα και την ερω­τι­κή μου ζά­λη από τη συμ­με­το­χή του ερευ­νη­τή, από τη χα­ρά της κα­τα­γρα­φής των τρα­γου­διών, την εμπει­ρία μιας ζω­ντα­νής επι­τέ­λε­σης γλε­ντιού και τη λει­τουρ­γία των τρα­γου­διών μέ­σα σε αυ­τό, πρώ­τη μου φο­ρά ως ερευ­νή­τρια. Εκεί­νη την ώρα όμως υπε­ρί­σχυε όλων το να νιώ­θω ότι εί­χα την τύ­χη να γί­νω μύ­στης ενός τε­λε­τουρ­γι­κού ερω­τι­κού κώ­δι­κα πρω­τό­γνω­ρου για μέ­να, από έναν «κυ­νη­γό» που ξέ­ρει πώς να στή­νει τα ξό­βερ­γά του μα­στο­ρι­κά για να πιά­σει το θή­ρα­μα, επί­μο­νος, ευ­ρη­μα­τι­κός, πα­θια­σμέ­νος, ακα­τα­πό­νη­τος… Ένιω­θα ότι κι εγώ, σαν την «πέρ­δι­κα που καυ­χιό­τα­νε σ’ ανα­το­λή και δύ­ση / πως δεν ευ­ρέ­θη κυ­νη­γός για να την κυ­νη­γή­σει…», κιν­δύ­νευα να πια­στώ στο ερω­τι­κό του δό­κα­νο, όσο κι αν συ­νει­δη­το­ποιού­σα ότι το κυ­νή­γι ήταν τρό­πος ζω­ής για τον Κ. Από τα όσα έβλε­πα και βί­ω­να, υπέ­θε­τα ότι δεν θα ήμουν η μό­νη που κυ­νη­γού­σε, αλ­λά ότι αυ­τή τη στιγ­μή ήμουν για εκεί­νον ένα εξαι­ρε­τι­κά επι­θυ­μη­τό και ευά­λω­το θή­ρα­μα, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που έβλε­πε ότι αντι­στέ­κο­μαι, ότι έπρε­πε να κα­τα­βά­λει όλη την τέ­χνη του για να με «πιά­σει». Πό­σο μάλ­λον που εγώ ήμου­να ευά­λω­τη παί­ζο­ντας στη δι­κή του «έδρα», πρω­τά­ρα στην επι­τό­πια έρευ­να, για να έχω απο­κτή­σει ακό­μα ισχυ­ρά αντι­σώ­μα­τα.
Μου ήρ­θε στο νου το ακρι­τι­κό τρα­γού­δι «Ο Κων­στα­ντής κι ο μαύ­ρος του» (το άλο­γό του δη­λα­δή), τό­σο ται­ρια­στό στην πε­ρί­στα­ση που ζού­σα, που της έδι­νε με την ποι­η­τι­κή υπερ­βο­λή του και υπερ­βα­τι­κό νό­η­μα: 

Κα­λό­τυ­χη, κα­λό­μοι­ρη του Κων­στα­ντί­νου η μά­να
οπό­χει Κώ­σταν όμορ­φο με γρί­βα παι­γνι­διά­ρη,

κα­βα­λι­κεύ­ει χαί­ρε­ται, πε­ζεύ­ει κα­μα­ρώ­νει.
Χί­λιοι κρα­τούν το γρί­βα του, χί­λιοι τον καλ­λι­γώ­νουν
κι άλ­λοι χί­λιοι πα­ρα­κα­λούν «αφέ­ντη κα­βα­λί­κα»
κι αυ­τός δεν κα­τα­δέ­χε­ται τη σκά­λα να πα­τή­σει
κι η σκά­λα ήταν μά­λα­μα, αγνό μαρ­γα­ρι­τά­ρι,
κι όσα κο­ρί­τσια κι αν τον δουν, όλα φι­λί του δί­νουν.
Χί­λια κο­ρί­τσια φί­λη­σε, μυ­ριά­δες πα­ντρε­μέ­νες
και πέ­ντε δέ­κα πα­πα­διές και τρεις κα­λο­γριο­πού­λες
κι ένα κο­ρί­τσι όμορ­φο δε μπο­ρεί να το γε­λά­σει.
Αν ξό­δια­σε κι αν ξό­δια­σε χί­λια τρα­κό­σα γρό­σια
στη σκά­λα της κα­τα­σκα­λής εν­νιά πύρ­γους ασή­μι
και άλ­λους έξι μά­λα­μα και τρεις μαρ­γα­ρι­τά­ρι.
Και φό­ντας τ’ απο­ξό­δια­σε, βγή­κε στο πα­ρα­θύ­ρι.
«Κώ­στα μου μην ξο­διά­ζε­σαι, μη χά­νεις και το βιο σου!»
Και πά­η­σε για μα­γιό­γα­λο την κό­ρη να μα­γέ­ψει.
Φό­ντας την απο­μά­γε­ψε κί­νη­σε για κο­ντά του.
«’Θε­λα σε ρί­ξω στο θεό και κεΙ στην Πα­να­γία.
Να κά­νεις όρ­κο και σταυ­ρό μην έχ’ς άλ­λη γυ­ναί­κα».
«Όρ­κο κά­νω στο γκόλ­φι μου κι όρ­κο στο χαϊ­μα­λί μου.
Άλ­λην γυ­ναί­κα δεν έχω άλ­λην από τ’ εσέ­να».
Κι ο γρί­βας απο­κρί­θη­κε απ’ τον ντα­βλά δε­μέ­νος
―Xί­λια κο­ρί­τσια φί­λη­σε, μυ­ριά­δες πα­ντρε­μέ­νες
και πέ­ντε δέ­κα πα­πα­διές και τρεις κα­λο­γριο­πού­λες”[2]

Φύ­γα­με και μπαί­νο­ντας στο φορ­τη­γό μα­ζί και με τον συ­μπέ­θε­ρο, συ­νήλ­θα, ξα­να­βρέ­θη­κα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, λύ­θη­καν τα μά­για…»

Επί­λο­γος

Η πα­ρα­πά­νω εθνο­γρα­φι­κή και προ­σω­πι­κή συ­νά­μα αφή­γη­ση που κα­τα­τί­θε­ται εδώ ασχο­λί­α­στη, εγεί­ρει πολ­λά ζη­τή­μα­τα σχε­τι­κά με όσα έχουν ανα­φερ­θεί πα­ρα­πά­νω στην Ει­σα­γω­γή και άλ­λα. Ταυ­τό­χρο­να ανα­δει­κνύ­ει τη λει­τουρ­γία των πα­ρα­δο­σια­κών τρα­γου­διών μέ­σα σε συ­γκε­κρι­μέ­νη γλε­ντι­κή πε­ρί­στα­ση: το πώς οι τρα­γου­δι­στές-φο­ρείς της το­πι­κής μου­σι­κής πα­ρά­δο­σης αλ­λη­λε­πι­δρούν εμπνε­ό­με­νοι από τα ερε­θί­σμα­τα της συ­γκυ­ρί­ας και πώς αντλώ­ντας από τα μνη­μο­νι­κά απο­θέ­μα­τα τρα­γου­διών που δια­θέ­τουν, δρα­μα­το­ποιούν την πε­ρί­στα­ση επι­τε­λε­στι­κά, στο πλαί­σιο του εορ­τα­στι­κού γλε­ντιού και ανε­πα­νά­λη­πτα, επΙ­τό­που. Όσο για τον εθνο­γρά­φο ερευ­νη­τή, ευ­ρι­σκό­με­νο συ­νε­χώς κα­τά την ευαί­σθη­τη επι­τό­πια ερ­γα­σία του «σε κρί­ση», πα­ρα­θέ­τω τα εξής απο­σπά­σμα­τα:

«Αυ­τή η αλ­λα­γή στις συ­νή­θειες επέρ­χε­ται βαθ­μιαία και εί­ναι υπο­χρε­ω­τι­κή. Μπο­ρεί να αφο­ρά τους βιο­λο­γι­κούς ρυθ­μούς του ερευ­νη­τή, κα­θώς συ­χνά κα­λεί­ται να ξε­νυ­χτή­σει, να ξυ­πνή­σει νω­ρίς ή να ξα­γρυ­πνή­σει, υιο­θε­τώ­ντας ρυθ­μούς της κοι­νό­τη­τας που δεν εί­ναι απα­ραί­τη­τα δι­κοί του. Δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­το ότι ο κα­θέ­νας από εμάς συ­νη­θί­ζει γε­νι­κό­τε­ρα να ξη­με­ρώ­νε­ται χο­ρεύ­ο­ντας (και πί­νο­ντας) –ή μοι­ρο­λο­γώ­ντας, στον αντί­πο­δα–, ή ότι ξυ­πνά­ει αξη­μέ­ρω­τα για να πά­ει (νη­στι­κός) να προ­σκυ­νή­σει μέ­σα από δύ­σβα­τα μο­νο­πά­τια, ή ότι απο­τρα­βιέ­ται από τις 8-9 το βρά­δυ για­τί στα­μα­τά­ει η δη­μό­σια ζωή της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, κ.ο.κ.[3] […] Aυ­τή η «τα­λά­ντω­ση» με­τα­ξύ δύο κό­σμων, […], στα­θε­ρο­ποιεί­ται ως επι­τό­πιος βη­μα­τι­σμός στο πε­δίο της εθνο­γρα­φι­κής έρευ­νας τη στιγ­μή που ο ερευ­νη­τής πε­δί­ου συ­νει­δη­το­ποιεί ότι ο ίδιος στέ­κει ανά­με­σα, όπως ο ηθο­ποιός στη σκη­νή και το κα­μα­ρί­νι του, με τη συ­νει­δη­τό­τη­τα της επι­τε­λε­στι­κής πα­ρου­σί­ας και του κοι­νω­νι­κού ρό­λου που αυ­τή συ­νε­πά­γε­ται. Πρό­κει­ται για μια με­τα­μόρ­φω­ση, η οποία συ­ντε­λεί­ται με με­γά­λο βαθ­μό ει­λι­κρί­νειας από την πλευ­ρά του εθνο­γρά­φου και την οποία δεν θα μπο­ρού­σε σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση και κα­νείς να χα­ρα­κτη­ρί­σει “υπο­κρι­τι­κή”, κα­θώς μα­θαί­νει το ίδιο το σώ­μα να συμ­με­τέ­χει στα κοι­νά της εθνο­γρα­φι­κής έρευ­νας...»[4]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: