Πώς τα βγάζει κανείς πέρα με τα τραγούδια; Εθνογραφία και δημοτικό τραγούδι


Εισαγωγή

Στα χρόνια της δικής μου επιτόπιας έρευνας, στην εθνογραφία ο λαογράφος/ανθρωπολόγος -ερευνητής/τρια μπαίνει και «παίζει» στο πεδίο μοναχικός/ική και άγνωστος/η, όσο και αν έχει κάποια επίσημα διαπιστευτήρια που βεβαιώνουν ότι του επιτρέπεται να πραγματοποιεί αυτή τη δουλειά. Καθώς δεν υπάρχει κάποια σχετική προεργασία, ειδοποίηση ή συνεννόηση άνωθεν για την άφιξη και τη δουλειά του ερευνητή/τριας στο εκάστοτε πεδίο, εναπόκειται στους ίδιους να εξηγήσουν τι γυρεύουν στον τόπο και να πείσουν τους κατοίκους για τη δουλειά τους.
Πέραν αυτών, ο/η εθνογράφος ερευνητής/τρια γίνεται στο πεδίο άνθρωπος-ορχήστρα. Χωρίς συνήθως (τουλάχιστον στην περίπτωσή μου και στα χρόνια που αναφέρομαι στο παρόν κείμενο) κάποια συγκεκριμένη εξειδίκευση, πρέπει ως εθνογράφος να είναι ικανός φωτογράφος, ηχολήπτης, εικονολήπτης, σχεδιαστής, εν τέλει performer, να δίνει, διαλεκτικά, «παράσταση» κάθε στιγμή. Επίσης να έχει γνώσεις μουσικολογίας, θεατρολογίας, ψυχολογίας, αρχιτεκτονικής, πολεοδομίας, ιατρικής, ξυλουργικής, μεταλλοτεχνίας κ.λπ., εν γένει γνώσεις που θα του επιτρέψουν να κατανοήσει και να καταγράψει ό,τι αφορά τον ονομαζόμενο «λαϊκό βίο», συμβολικό, πνευματικό, κοινωνικό, συναισθηματικό, υλικό.
Στα πρώτα χρόνια της δικής μου έρευνας πεδίου τη δεκαετία του 1970, να δώσω στους συνομιλητές και τις τοπικές κοινωνίες να καταλάβουν τι ζητάω στο εκάστοτε χωριό, να χωνέψουν το πώς μια νέα γυναίκα άφησε τον άντρα και τα μικρά παιδιά της μόνους (γιατί τα προσωπικά δεδομένα γίνονται αμέσως γνωστά) και πήρε τα βουνά και τους κάμπους, τριγυρνάει μόνη, χωρίς δικό της μεταφορικό μέσο, για μέρες στα χωριά, στα σπίτια και μάλιστα στα καφενεία, στα χωράφια, στις στάνες και στ’ απομακρυσμένα βοσκοτόπια, στα ξωκλήσια, με κάτι τετράδια στα χέρια, ρωτώντας για τα πιο απίθανα πράγματα. Μυστήριο! Και τι περίεργα μηχανήματα είναι αυτά που κουβαλάει; Μήπως είναι κατάσκοπος ή κλέφτρα; Και τι δουλειά έχει να συμμετέχει μόνη της στα πανηγύρια ή να μαζεύει τους άντρες στο καφενείο και να τους ρωτάει, να τους βάζει μάλιστα και να τραγουδάνε; Μήπως είναι «αρτίστα» και σκοπεύει να τους ξεμυαλίσει; Και όλ’ αυτά τι θα τα κάνει; Γιατί τα μαζεύει; Και πώς πληρώνεται και πόσο; Μήπως εκμεταλλεύεται για προσωπικό κέρδος τους δικούς τους «θησαυρούς»;
Και όλ’ αυτά και άλλα πολλά να πρέπει ο ερευνητής/τρια να τα εξηγεί κάθε μέρα της παραμονής στο χωριό, κατά περίσταση, σε κάθε συνομιλητή και συνομιλήτρια, με υπομονή και χαμόγελο, γιατί όλοι δικαιούνται να μάθουν και να ξέρουν, καθώς και ο ερευνητής/τρια ρωτάει και ζητάει να μάθει από όλους. Μετά την πρώτη αμηχανία και τους δισταγμούς, αρχίζουν και οι ανταγωνισμοί, οι ζήλιες, εμπλέκουν τον ερευνητή/τρια, αναλόγως, στις τοπικές και τις προσωπικές διαφορές και τις συγκρούσεις. Γιατί συνομίλησε με αυτούς και όχι με τους άλλους, τι του είπαν εκείνοι και τι οι άλλοι, μήπως του αποκάλυψαν πράγματα κρυφά και προσωπικά, οικογενειακά ή συλλογικά μυστικά, ποιους θεωρεί πιο καλούς συνομιλητές, ενώ ταυτόχρονα του προτείνουν ποιους θεωρούν αυτοί κατάλληλους. Βάζουν οι ίδιοι αλλά και μπαίνει και ο ερευνητής/τρια αναγκαστικά στα σπίτια τους, συχνά τρώει και κοιμάται σε αυτά, μαζί τους, όταν δεν υπάρχει ξενοδοχείο, επίσης στα χτήματα, στα χωράφια, στα βοσκοτόπια, στον βίο, στις δουλειές, στις σχέσεις τους, συγκρουσιακές ή μη, προσπαθώντας να παρατηρήσει διαλεκτικά και ν’ «ακούσει» όχι μόνο τα φανερά, τα ομολογούμενα, αλλά και τ΄ ανομολόγητα, αυτά που κρύβονται ή υπολανθάνουν πίσω από τα φανερά λόγια και τις συμπεριφορές. Και, κυρίως, να κρατήσει ισορροπίες, όρια. Να είναι τόσο ανοιχτός/ή και δοτικός/ή σε άντρες και γυναίκες ώστε να εμπιστεύονται και να του/ης ανοίγουν την καρδιά και τα σπίτια τους και ταυτόχρονα αποστασιοποιημένος/η τόσο, ώστε να κρατά την ατομικότητα αποστασιοποιημένα από τις προσωπικές πίστειςκαι την αντικειμενικότητά του/ης νηφάλια στο πεδίο, αποφεύγοντας ταυτίσεις, τις παρεξηγήσεις, εξισορροπώντας τις επικίνδυνες ή συγκρουσιακές καταστάσεις.
Για τις γυναίκες ερευνήτριες πεδίου, οι ισορροπίες είναι κατεξοχήν δύσκολες με τους άντρες συνομιλητές (και έμμεσα με τις γυναίκες), δεδομένων και των σε ισχύ τότε των πατριαρχικών δομών και των έμφυλων διακρίσεων όσο και εξαιτίας της αναπτυσσόμενης οικειότητας και της μοναχικής τους παρουσίας στο πεδίο, καθώς τις θεωρούν (σε συνάρτηση και με τη μορφή, την ηλικία, τη συμπεριφορά τους) σεξιστικά και φαλλοκρατικά «δεδομένες» και «διαθέσιμες», ακόμα και στο πλαίσιο της διάδρασης, της ανταλλαγής, «do ut des», δίνω για να πάρω. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι στην εθνογραφική έρευνα η σχέση ερευνητή/τριας-παρατηρούμενου είναι σχέση εξάρτησης του πρώτου από τον δεύτερο και όχι σχέση εξουσίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ως ανθρώπινη ύπαρξη ο/η εθνογράφος, ενίοτε, όσο και αν θέλει να είναι αντικειμενικός και αποστασιοποιημένος, είναι δυνατόν να εμπλακεί σε προσωπικό, συναισθηματικό επίπεδο με πρόσωπα του ερευνητικού πεδίου υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ιδιαίτερα στο πλαίσιο γλεντιού, μουσικής και τραγουδιών, ειδικά όταν είναι πρωτόπειρος στην έρευνα, και να «κριματιστεί» ως προς την επιστημονική και ηθική δεοντολογία της έρευνας, με βραχυπρόθεσμες ή και πιο μακροχρόνιες συνέπειες στο πεδίο όσο και τον ίδιο/α ερευνητή/τρια…


Ημερολογιακή κατάθεση επιτόπιας έρευνας [απόσπασμα], 22-24 Αυγούστου 1976
22/8/76 Άφιξη-εγκατάσταση στο πεδίο

…Κουβαλώντας προσωπικά, οικογενειακά και άλλα πάθη εκείνο τον καιρό (και ταυτόχρονα πολύ μακριά τους, ξαφνικά) στεκόμουν μαζί με τις αποσκευές μου και τα εργαλεία της δουλειάς (λίγες μόλις ημέρες μετά τα τριακοστά μου γενέθλια) στην άκρη της ασφάλτου όπου με άφησε το λεωφορείο, σ΄ ένα έρημο λόγω της μεσημεριανής σιέστας χωριό, να μην ξέρω σε ποιον ν’ απευθυνθώ, πού να πάω, με αγωνία για το τι θα επακολουθήσει, αν θα καταφέρω και πώς να εισχωρήσω στον κόσμο του, να το προσεγγίσω, να το μελετήσω, στην πρώτη μου επιτόπια έρευνα σε άγνωστο χωριό. Το άγχος της πρώτης επαφής με το ερευνητικό πεδίο, που δεν σ’ αφήνει ποτέ έκτοτε, ωσάν το τρακ του ηθοποιού που βγαίνει στη σκηνή. Φορτώθηκα, παίρνοντας βαθιά ανάσα, τις αποσκευές μου και ξεκίνησα προς αναζήτηση του Πρόεδρου της Κοινότητας, να παρουσιαστώ υπηρεσιακά και να ζητήσω βοήθεια ή και φιλοξενία.
Για καλή μου τύχη το σπίτι του Πρόεδρου, όπως με πληροφόρησαν στο απέναντι καφενείο, ήταν εκεί δίπλα. Ηλικιωμένος, συνταξιούχος δάσκαλος ο Πρόεδρος, έμενε με τη γυναίκα του σε ένα σχετικά νεόχτιστο διώροφο σπίτι, δωμάτια του οποίου, όπως με πληροφόρησε, τα νοίκιαζε ως ξενοδοχείο! Εγκαταστάθηκα εκεί πανευτυχής για την ανεξαρτησία κινήσεων που θα μου παρείχε το «ξενοδοχείο» και τις στοιχειώδεις ανέσεις του (βασικά εσωτερική τουαλέτα και τρεχούμενο νερό), ενώ ταυτόχρονα θα ήταν σαν να συγκατοικώ με τον Πρόεδρο και τη γυναίκα του, οπότε θα είχα δύο συμπαθητικούς και σημαντικούς, εκ πρώτης όψεως, συνομιλητές. Αρχίζω λοιπόν από το ίδιο, το πρώτο απόγευμα της άφιξής μου στο χωριό δουλειά, συνομιλώντας με τον Πρόεδρο, τη γυναίκα του και με κάτι γειτόνισσες, στην αυλή του σπιτιού-«ξενοδοχείου». 

23/8/76 Συνεντεύξεις-συνομιλίες

Την άλλη μέρα το πρωί οι σπιτονοικοκυραίοι μού προτείνουν να επισκεφθώ έναν ηλικιωμένο κτηνοτρόφο, τον μπαρμπα-Κ. Τον προτείνουν ως άριστο γνώστη και επιτελεστή παραδοσιακών τραγουδιών ―αν τον καταφέρω να μου τα τραγουδήσει― και γνώστη του εμπόριου αλόγων και της κτηνοτροφίας. Το σπίτι του είναι πολύ κοντά, απέναντι σχεδόν, στο «ξενοδοχείο» και ξεκινάω για εκεί. Βρίσκω τον μπαρμπα-Κ. καθισμένο μέσα στο κρεοπωλείο του γιου του, ο οποίος απουσιάζει. Συστήνομαι και δίνω τις απαραίτητες εξηγήσεις της παρουσίας μου εκεί. Αποδεικνύεται άνθρωπος γλυκός και έξυπνος, με αρκετά ανοιχτό μυαλό και πρόθυμος συνομιλητής. Μας παίρνει το μεσημέρι συνομιλώντας, καθώς μου δίνει πληροφορίες για την κτηνοτροφία, τα γιατροσόφια των προβάτων, για τα άλογα, τα είδη, τη φροντίδα τους και το εμπόριό τους, με τρυφερότητα και αγάπη για αυτά, αφού, όπως μου είπε, είχε υπάρξει ένας από τους καλύτερους κατόχους και ζωέμπορους αλόγων στην ευρύτερη περιοχή. Καταλαβαίνω ότι έχει μια ακατάλυτη σχέση με τα ζώα και ιδιαίτερα με τα άλογα, που φαίνεται να μην τα ξεχωρίζει από τους ανθρώπους, από την οικογένειά του, ότι έζησε με αυτά και τον έζησαν.
Στάθηκε αδύνατον να πείσω τον μπαρμπα-Κ. να μη με πάρει μαζί του, στο σπίτι του για φαγητό. Το θεωρούσε άλλωστε προσβολή και ντροπή να αφήσει μια γυναίκα μόνη να ψάχνει για φαγητό σε ένα χωριό χωρίς εστιατόριο. Ανεβήκαμε μαζί στο σπίτι. Η γυναίκα του, η θεια-Τ., γλυκύτατη και όμορφη, αρχοντική γερόντισσα, παρόλο που μπήκα στο σπίτι της αναπάντεχη μουσαφίρισσα, με υποδέχεται θερμά και με περιποιείται με ό,τι της βρίσκεται, με τον μοναδικό τρόπο που έχουν οι νοικοκυρές στα χωριά να γίνονται φιλόξενες οικοδέσποινες με ό,τι τους βρεθεί, έχοντας ωστόσο πάντα πρόχειρα αυγά και, κατά την περίσταση, και πουλερικά για να «θυσιάσουν» για κάθε ξένο που θα προσπέσει στην πόρτα τους.
Σαν αποφάγαμε, και ενώ ο μπαρμπα-Κ αποσύρθηκε να πάρει έναν μεσημεριανό υπνάκο, τα λέμε με τη θεια-Τ., που αποδεικνύεται επίσης πρόθυμη πληροφορήτρια για τα «γυναικεία» ζητήματα. Η κουβέντα, που μας εξοικείωσε σαν από χρόνια γνωστές, έρχεται και στο πανηγύρι για τα «Εννιάμερα» της Παναγίας που ήταν εκείνη την ημέρα, 23 Αυγούστου, σε κοντινό μοναστήρι. Εγώ το βρίσκω εξαιρετική ευκαιρία για την επιτόπια έρευνα, να συμμετέχω σε πανηγύρι, και ρωτάω πώς μπορώ να πάω εκεί. Προθυμοποιούνται, μαζί με τον μπαρμπα-Κ. που είχε σηκωθεί εντωμεταξύ, να μεσολαβήσουν στον απόντα εκείνες τις ημέρες πρωτο-γιο τους, τον Κ., ο οποίος όπως μου είπαν είχε φορτηγό και σκόπευε να μεταφέρει εκείνο το βράδυ που θα επέστρεφε στο χωριό, συγγενείς και γείτονες στο πανηγύρι, αλλά όχι στο πιο μακρινό χωριό Κ. για τη γιορτή της Παναγίας αλλά σε ένα γειτονικό χωριό για το πανηγύρι του αγίου Διονυσίου, παραμονή της γιορτής του, στις 24/8.
Ελλείψει δικού μου μεταφορικού μέσου και της ανυπαρξίας (της έτσι κι αλλιώς πολύ αραιής) συγκοινωνίας κατά τις νυχτερινές ώρες, φυσικά και δεν είχα αντίρρηση για το δεύτερο πανηγύρι, καθώς μάλιστα με διαβεβαίωσαν ότι θα μπορούσα να καταγράψω και πολλά τραγούδια. Ήμουν μάλιστα ενθουσιασμένη με την προοπτική ότι με το που άρχισα την έρευνα θα είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω και να καταγράψω τραγούδια (που ήταν και η ειδικότητά μου στη δουλειά) σε ζωντανή επιτέλεση σε πανηγύρι και όχι μόνο κατά «παραγγελία», όπως είχε συμβεί τον προηγούμενο χρόνο της πρώτης επιτόπιας έρευνάς μου στο χωριό καταγωγής μου. Νωρίς το απόγευμα (το «μεσημεριανό» γεύμα γίνεται κυριολεκτικά το μεσημέρι) τους άφησα με θερμές ευχαριστίες να ξεκουραστούν και γύρισα στο ξενοδοχείο.
Ήμουν ικανοποιημένη από τη μόλις μιας ημέρας «ψαριά» μου, οι σελίδες του τετράδιου καταγραφής είχαν αρχίσει να γεμίζουν. Ένιωθα σαν να είχα αρχίσει να ξαναμπαίνω σε έναν κόσμο οικείο από τα παιδικά μου χρόνια, ως τέκνο της επαρχίας και εγώ, όμως κάπως μακρινό πια και ξεχασμένο, και που τον έβρισκα τώρα μπροστά μου ολοζώντανο. Από τις συνομιλίες που είχα πραγματοποιήσει, ανακαλύπτω με ικανοποίηση ότι οι άνθρωποι ανοίγονται, με εμπιστεύονται. Η επαφή μαζί τους με συναρπάζει, ενώ ταυτόχρονα με μελαγχολεί κάπως μια αίσθηση πως συμμετέχω ως παρατηρητής σε ένα κόσμο που σιγά-σιγά φεύγει, χάνεται μέσα στις αλλαγές της νεωτερικότητας.
Ξάπλωσα λίγο ν’ αναπαυθώ, καθώς το χωριό ήταν σιωπηλό, παραδομένο στον μεσημεριανό ύπνο και στο μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών. Ωστόσο η αναστάτωση για την επικείμενη μετάβαση στο πανηγύρι όπου θα κατέγραφα και τραγούδια, πιθανότατα και με συνοδεία οργανικής μουσικής, δεν με άφησε να αποκοιμηθώ. Έλεγξα πάλι τις σημειώσεις μου, προετοίμασα το μεγάλο, επαγγελματικό μαγνητόφωνo με μπομπίνες που θα χρησιμοποιούσα για πρώτη φορά για καταγραφή, τις μαγνητοταινίες, ενώ κατάρτιζα και σχέδια και ερωτήσεις για τις επόμενες ημέρες της έρευνας, μέχρι να ακούσω θορύβους στο σπίτι και στο χωριό και να βγω έξω. Σκοπεύω να ξαναπάω στον μπαρμπα-Κ., να συνεχίσουμε σήμερα την κουβέντα μας, τώρα που είναι «ζεστή» ακόμα, φοβούμενη μήπως κοπεί η συνέχεια της επαφής, μήπως κοπεί το νήμα της επικοινωνίας που είχαμε γνέσει εκείνο το πρωί μεταξύ μας και που είχε εξυφάνει τόσο ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Βρίσκω τον μπαρμπα-Κ. και πάλι μέσα στο κρεοπωλείο του γιου του. Στον αέρα πλανιέται αυτή η αποτρόπαιη, χαρακτηριστική των κρεοπωλείων, μυρωδιά του αίματος και της ωμής σάρκας, που δεν με ενοχλεί τώρα τόσο πολύ όσο όταν πρωτομπήκα στο μαγαζί, κάπως εξοικειωμένη πλέον (όσο μπορεί κανείς να εξοικειωθεί με αυτή τη μυρωδιά) από την πολύωρη παραμονή μου εκεί το πρωί. Με περιμένει και εκείνος ανυπόμονα, όπως μου είπε («καλώς τηνε! πού είσαι βρε κορίτσι μου; σε περιμένω εδώ και ώρα!»), να συνεχίσουμε την κουβέντα μας.
Ωστόσο, δεν είναι μόνος μέσα στο μαγαζί. Στο βάθος, ακουμπημένος με την πλάτη πάνω στον πάγκο με τη ζυγαριά, στέκεται ένας νέος, πολύ μελαχρινός άντρας, μέτριου προς ψηλό αναστήματος. Έχει σκούρα, αετίσια μάτια και έντονο, διαπεραστικό βλέμμα. Αποπνέει μια σοβαρή αρρενωπότητα, σχεδόν αγριάδα, αλλά ταυτόχρονα και μια αίσθηση αποκοτιάς, ανεμελιάς, ελευθερίας. Αυτή την αίσθηση ανεμελιάς, σε έντονη μάλιστα αντίθεση με την αρρενωπή αγριάδα του και το σκούρο δέρμα του, ενίσχυε η λάμψη ενός χρυσού δαχτυλιδιού με κόκκινη πέτρα πάνω στο μικρό του δάχτυλο. Κυρίως όμως η αντίφαση γινόταν έντονη από το ότι «πάλευε» στα χέρια του ένα αντικείμενο γυαλιστερό, φτιαγμένο με πολύχρωμες χάντρες που φέγγιζαν μέσα στο περιορισμένο φως του μαγαζιού. Έμοιαζε να είναι ένα από εκείνα τα φανταχτερά, πολύχρωμα στολίδια που κρεμάνε στα φορτηγά, και μάλιστα οι Ρομά. Το έντονο βλέμμα του είναι καρφωμένο πάνω μου, χωρίς να σταματάει να «παίζει» ταυτόχρονα με το λαμπερό αυτό στολίδι.
Ο μπαρμπα-Κ. κάνει τις συστάσεις και πληροφορούμαι ότι αυτός ο άντρας είναι ο γιος του, ο Κ., ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και του φορτηγού που θα πήγαινε τον κόσμο στο πανηγύρι. Συμπληρώνω τις πληροφορίες για το άτομό μου και προσπαθώ να του εξηγήσω όσο καλύτερα μπορώ ποια είμαι, τι κάνω εκεί με τον πατέρα του και για ποιο λόγο θέλω να με συμπεριλάβει σε αυτούς που θα μετέφερε με το φορτηγό στο πανηγύρι. Δεν ξέρω τι κατάλαβε από όσα είπα, δείχνει πάντως αδιάφορος για τις πληροφορίες μου, ωστόσο συμφωνεί να με συμπεριλάβει σε αυτούς που θα μεταφέρει στο πανηγύρι και υπόσχεται να με ειδοποιήσει όταν θα έρθει η ώρα να φύγουμε.
Ο Κ., ο γιος, φεύγει και μένουμε οι δυο μας με τον μπαρμπα-Κ., συνεχίζοντας την κουβέντα μας. Έχω την αίσθηση ότι ο γιος του μάλλον θα ξεχάσει να με ειδοποιήσει, ενώ ξαφνικά θέλω ακόμα πιο έντονα να πάω στο πανηγύρι, για λόγους επαγγελματικούς, σκέφτηκα, μια που είχα βρει τον τρόπο και το μέσο και δεν ήθελα να μην μπορέσω τώρα να πάω. Ο μπαρμπα-Κ. είναι καλός πληροφορητής και φαίνεται να τον κινητοποιεί το ότι και εγώ του δείχνω τη χαρά μου για την προθυμία του και την ικανοποίησή μου για τις πολύτιμες πληροφορίες του. Φαίνεται μάλιστα ότι καταλαβαίνει κάπως και το σκοπό της δουλειάς μου και κολακεύεται που μια νέα κοπέλα, επιστήμονας, ασχολείται με τον ίδιο και «τα δικά τους» πράγματα, τα «παλιά», τα «καταφρονεμένα» πλέον από τον σύγχρονο πολιτισμό, και μάλιστα το ότι τα καταγράφει «για να μείνουνε», «να μη χαθούνε», όπως λέει. Είναι η δική του ζωή, όσο και η ζωή των γονιών και των παππούδων του που αναθυμάται και αναπαριστά τώρα σαν αφηγητής και που την νιώθει να φεύγει σιγά-σιγά. Σουρουπώνει με την κουβέντα και αφήνω τον μπαρμπα-Κ., με την παράκληση να υπενθυμίσει στον γιο του να μη με ξεχάσει και φύγουν οι πανηγυριώτες χωρίς εμένα.
Στο δωμάτιό μου ετοιμάζω τα εργαλεία της δουλειάς που θα πάρω μαζί μου. Σκέφτομαι ότι δεν ξέρω ακριβώς πού πέφτει το χωριό που θα πάμε, ούτε πόσο μακριά είναι, αλλά εμπιστεύομαι τη γνώση του οδηγού και των άλλων πανηγυριστών. Κατεβαίνω στην αυλή έτοιμη, να περιμένω την ειδοποίηση, και πιάνουμε και κουβέντα με τον Πρόεδρο και τη γυναίκα του που δροσίζονται εκεί. Ωστόσο η ώρα περνάει, έχει σουρουπώσει πια για τα καλά και δεν φαίνεται κανείς. Στενοχωριέμαι, νιώθοντας να επαληθεύεται ο φόβος μου ότι θα με ξεχάσουν, ιδιαίτερα ο οδηγός, πολύ πιθανόν μάλιστα και να μην ήθελε να μπλέξει και με ξένους, άγνωστους στην παρέα του. Ωστόσο δεν έβλεπα και κάποια κίνηση από κόσμο προς το σπίτι του μπαρμπα-Κ. και στο μαγαζί.
Η γυναίκα του Προέδρου, βλέποντας τη στενοχώρια μου, με συνοδεύει ―μια που είναι νύχτα λέει, αλλά την ήθελα κι εγώ ενισχυτικά μαζί μου― στο σπίτι του μπαρμπα-Κ. να δούμε τι γίνεται. Εμπρός στο μαγαζί είναι σταθμευμένο ένα φορτηγό με την καρότσα κλειστή, σκεπασμένη με λευκό μουσαμά. «Νά το φορτηγό του Κ.», λέει η προεδρίνα. Άρα δεν έφυγαν ακόμα, αναθαρρώ εγώ, ή μήπως ματαιώθηκε η πανηγυριώτικη εξόρμηση; βυθίζομαι. Φωνάζουμε, βγαίνει ο Κ., φεύγει η προεδρίνα. Λέω «τι γίνεται; γιατί δεν με φωνάξατε; πού είναι οι άλλοι; Πότε θα φύγουμε;» γελαστά και παρακλητικά. «Ποιοι άλλοι;» απαντάει, σαν έκπληκτος, «α, για το πανηγύρι; δεν θα έρθει κανένας, μάλλον δεν θα πάμε», συμπλήρωσε αδιάφορα, σαν να το είχε ξεχάσει εντελώς. «Μα, ακούω απ’ το πρωί και δεν είπες και συ ο ίδιος τώρα το απόγευμα, ότι θα πάτε διάφοροι; Τι έγινε; Κρίμα, κι εγώ ετοιμάστηκα να καταγράψω τραγούδια και περιμένω να με φωνάξετε, είναι πολύ σημαντικό για τη δουλειά μου!», είπα στενοχωρημένη, σχεδόν απελπισμένη.
Με κοίταξε για λίγο με ύφος αδιάφορο (ποιος ξέρει τι στενοχωρημένο ύφος είχα ή προσπαθώντας να με ψαρέψει, να καταλάβει γιατί ήθελα τόσο να πάω, πόσο ψώνιο είμαι, αμφέβαλλα αν είχε αντιληφθεί τίποτα από όσα είχα πει για τη δουλειά μου). «Και δεν πάμε εμείς;» μου λέει, «τι τους θέλουμε τους άλλους;» Εγώ, νιώθοντας και οικογενειακά οικεία μαζί του κατά έναν τρόπο, μετά την ημέρα που είχα περάσει με τους γονείς του, «ε, όχι και να πας ειδικά για μένα!» απάντησα. Και χωρίς να σκεφτώ, «εμένα βέβαια, με κόσμο ή χωρίς, δεν με πειράζει», συνέχισα, «αρκεί να κάνω τη δουλειά μου, και ήταν καλή ευκαιρία, αλλά δεν θέλω να το κάνεις μόνο για εμένα, δεν πειράζει, τι να γίνει, άλλη φορά!» «Κοίτα να δεις», μου λέει σοβαρά, «έτσι κι αλλιώς εγώ θα πάω στο πανηγύρι και μόνος μου,και αν θέλεις έλα και συ για τη δουλειά σου, εκτός κι αν δεν έχεις εμπιστοσύνη!» «Μα τι λες, αυτό έλειπε», απάντησα, «να μην έχω εμπιστοσύνη ύστερα από όσα έκαναν σήμερα οι γονείς σου για μένα! Απλά φοβάμαι ότι θα το κάνεις μόνο και μόνο για να με εξυπηρετήσεις, επειδή το είχες πει και δεν θέλω να σε βάλω σε κόπο ειδικά για τη δική μου δουλειά!» «Αφού σου λέω θα πάω έτσι κι αλλιώς, μάλλον δεν έχεις εμπιστοσύνη», είπε, «αφού λες ότι είναι τόσο σπουδαίο για τη δουλειά σου». «Τότε καλά», είπα, αφού θα πας έτσι κι αλλιώς, θα μου κάνεις χάρη να με πάρεις και μένα, είναι σημαντικό, γιατί δεν θα προλάβω εφέτος άλλο πανηγύρι!»

Πηγαίνοντας στο πανηγύρι

Σε λίγο βρέθηκα μαζί του στην ευρύχωρη καμπίνα του φορτηγού, να πηγαίνουμε προς το πανηγύρι, χωρίς να ξέρω και προς ποια κατεύθυνση ακριβώς πηγαίναμε και μάλιστα μέσα στη νύχτα. Δεν είχα ξαναμπεί σε φορτηγό στη ζωή μου (και γενικά λίγο τότε σε αυτοκίνητο, εκτός από τα μέσα μαζικής μεταφοράς) και δυσκολεύτηκα να σκαρφαλώσω στην καμπίνα. Καθώς το κάθισμα ήταν ψηλό, τα πόδια μου κρεμόντουσαν, σκοντάφτοντας στο μαγνητόφωνο και τις τσάντες μου που ήταν στο πάτωμα. Έξω η νύχτα ήσυχη, υγρή, σκοτεινή.
Ο Κ. οδηγούσε σιωπηλός, χειριζόμενος το τεράστιο τιμόνι χαλαρά, με άνεση, προσηλωμένος στο δρόμο. Από αμηχανία τού έπιασα κουβέντα, εξηγώντας και πάλι τα σχετικά με τη δουλειά μου που με έφερε στο χωριό και ώς το φορτηγό του και ευχαριστώντας τον και πάλι για την εξυπηρέτηση. Εκείνος ήρεμος, σοβαρός. Ο έντονος θόρυβος της μηχανής σκέπαζε τη φωνή μου και έπρεπε να μιλάω κάπως δυνατά. Η κουβέντα ήρθε βέβαια και στα οικογενειακά μας.
Ξαφνικά ένιωσα ασφαλής και προστατευμένη δίπλα σε αυτόν τον στιβαρό νέο άνθρωπο, σαν να τον ήξερα χρόνια, σαν να ήταν παλιός φίλος μου που θα με βοηθούσε και θα με προστάτευε από κάθε δυσκολία. Μέσα στη ζεστασιά του κουβούκλιου, εφησυχασμένη και από το γεγονός ότι ήταν πατέρας και μάλιστα κοριτσιών και από το ότι είχα γίνει φίλη και με τους γονείς του, ένιωσα οικεία και ξένοιαστα κουβεντιάζοντας με έναν άγνωστό μου μέχρι πριν ελάχιστες ώρες άνδρα, και μάλιστα χασάπη και ζωέμπορο, μέσα σε ένα φορτηγό που δεν ήξερα καλά-καλά πού πάει. Παραδόξως μάλιστα μειωνόταν και το άγχος μου για τη δουλειά που έπρεπε να γίνει. Δεν μου περνούσε στιγμή κακό από τον νου που να κλονίζει την άνεση μαζί του και τη φιλική μου διάθεση. Αντίθετα, όσο περνούσε η ώρα ένιωθα όλο και πιο άνετη και ασφαλής.
Σε μια απότομη στροφή, αισθάνθηκα να έρχονται από πίσω, από την καρότσα, κάτι περίεργα τραντάγματα. Μου εξήγησε άνετα ότι το φορτηγό ήταν φορτωμένο με αρνιά, που θα τα πήγαινε την άλλη μέρα για σφάξιμο! Τρελάθηκα! Μου φάνηκε συμβολικό και αποτρόπαιο να πηγαίνω στο πανηγύρι παρέα με πρόβατα «επί σφαγήν» (κακός οιωνός, σκέφτηκα ειρωνικά). Και πάλι όμως το επεξεργάστηκα λογικά και το βρήκα φυσιολογικό, αφού αυτή ήταν η δουλειά του, ενώ από την άλλη κι εγώ, όπως σχεδόν όλοι εξάλλου, ήθελα να τρώω αρνίσιο κρέας και κάποιος, αθέατος για μένα μέχρι τότε, έπρεπε να κάνει τη «βρωμοδουλειά», εκτός του ότι μπορούσα να πάρω και πληροφορίες για το «ανίερο/ιερό» αυτό επάγγελμα.
Φτάσαμε στον προορισμό μας. Το χωριό ήταν πολύ ήσυχο και τίποτα δεν πρόδιδε την ύπαρξη πανηγυριού. Και όντως, ρωτώντας ο Κ. σε ένα καφενείο που ήταν ανοιχτό, μάθαμε ότι δεν είχε όργανα και γλέντι, υπέθεσα γιατί ήταν η παραμονή της γιορτής και φαίνεται δεν είχαν φέρει ακόμα τους οργανοπαίκτες ή για κάποιο άλλο λόγο. «Κρίμα, άδικος κόπος», είπα όταν ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, «πάμε να επιστρέψουμε στο χωριό, με συγχωρείς που σε παρακίνησα σε τέτοια ταλαιπωρία», συνειδητοποιώντας ότι δεν λυπάμαι μόνο για τη δουλειά αλλά και για το τέλος της παρέας μας.
Ο Κ. όμως είχε άλλη γνώμη. «Αφού ξεκίνησες, πρέπει να γίνει η δουλειά σου», μου λέει αποφασιστικά, «να βρεις τραγούδια, μην τα παρατάς»! «Και πώς θα γίνει, πού θα βρω τραγούδια;» του λέω γελώντας, θεωρώντας ότι αστειεύεται. «Λίγο παρακάτω υπάρχει ένα άλλο χωριό [πρώτη φορά το άκουγα] και εκεί έχει σίγουρα πανηγύρι, γιατί γιορτάζει σήμερα, της Παναγίας, και φέρνει πάντα και πολύ καλά όργανα, άντε, πάμε», μου λέει. «Ε, όχι δα, να μη σε ταλαιπωρήσω άλλο», του λέω, «πάμε να φύγουμε, άλλωστε είναι αργά, ώσπου να πάμε θα έχει τελειώσει». «Αυτοί, αν δεν ξημερώσει δεν τελειώνουνε, πάμε, θα κάνεις πολύ καλή δουλειά εκεί», επιμένει και βάζει μπρος τη μηχανή. «Όχι, είναι αργά, ας γυρίσουμε», λέω, «πού θα κουβαλάς και τ’ αρνιά»! «Μη σε νοιάζει εσένα για τ’ αρνιά, ξέρω εγώ, θα κάνεις δουλειά εκεί σου λέω και θέλω κι εγώ να πάω να γλεντήσω, είμαστε παρέα ή δεν είμαστε;» «Παρέα είμαστε, δε λέω, και ξέρω πως και για το χατίρι μου είσαι εδώ, αλλά πού είναι αυτό το χωριό, μήπως είναι μακριά;» είπα εγώ. «Κοντά είναι, λίγο παρακάτω, πάμε, θα δεις, θα είναι ό,τι πρέπει για σένα».
Προχωρήσαμε έτσι προς άγνωστη εντελώς για μένα κατεύθυνση. Σε λίγο μια ψιλή, ποτιστική βροχή άρχισε ν’ ακούγεται να χτυπάει πάνω στην οροφή του κουβούκλιου. «Μη σε νοιάζει, μπόρα είναι, θα σταματήσει σε λίγο», είπε με επιτακτική σιγουριά ο Κ., προλαβαίνοντας την αντίρρησή μου να προχωρήσουμε μέσα στη βροχή. Η βροχούλα συνέχιζε να χτυπάει μουσικά τη λαμαρίνα της σκεπής του κουβούκλιου, τα φωτάκια στο καντράν της καμπίνας φώτιζαν τα διακοσμητικά πολύχρωμα μπιχλιμπίδια (σαν αυτό που έφτιαχνε όταν τον πρωτοαντίκρισα) που στολίζουν το παρμπρίζ και που λαμπύριζαν χορεύοντας από τα τραντάγματα του φορτηγού κι εμείς μιλούσαμε χαλαρά, σαν φίλοι από καιρό. Σε κάποια δύσκολη στροφή, χρειάστηκε να κατεβώ και να κάνω χρέη συνοδηγού, δίνοντας οδηγίες. Κατεβαίνοντας είδα ότι ήμασταν μέσα σε άγνωστό μου πυκνό δάσος. Παρ’ όλ’ αυτά, ένιωθα ασφαλής. Είχα την αίσθηση του καινούριου, της περιπέτειας. Κάνοντας τη δουλειά μου, ζούσα ταυτόχρονα καταστάσεις περίεργες, πρωτόγνωρες για μένα, που χωρίς και την ασπίδα της δεν υπήρχε περίπτωση να αφεθώ να ζήσω.
Πηγαίναμε, πηγαίναμε, μιλούσαμε για τα οικογενειακά μας, για τη δική μου δουλειά αλλά και για τη δουλειά του, το εμπόριο ζώων, τις οικονομικές ανταλλαγές, τα σφαγεία, το εμπόριο κρέατος, τις δυσκολίες, τα ρίσκα. Στην κουβέντα μας μπήκαν ευνόητα και τα πανηγύρια. Από τα λεγόμενά του κατάλαβα ότι ήταν γλεντζές, ξενύχτης, ορκισμένος πανηγυριώτης, «περπατιάρης», που δεν άφηνε πανηγύρι για πανηγύρι σε όλη την περιοχή και όχι μόνο, και λόγω επαγγέλματος. Βρισκόμουν λοιπόν στα «κατάλληλα» χέρια, καθώς μάλιστα τον άκουγα με έκπληξη να είναι λαλίστατος, καλός αφηγητής, περιεκτικός, έξυπνος, κριτικός, με επεξεργασμένη κατά έναν τρόπο την εμπειρία του.
Από ένα σημείο και μετά, ο δρόμος ήταν πιο δύσβατος, ανηφορικός, όλο στροφές, το φορτηγό αγκομαχούσε, ορεινοί όγκοι διαγράφονταν αμυδρά μέσα στο σκοτάδι. Ωστόσο δεν ανησυχούσα. Το ύψος του φορτηγού, ο όγκος του, ο τρόπος που χειριζόταν ο Κ. το τιμόνι ωσάν να ήταν προέκταση των χεριών του, η σιγουριά και η άνεσή του στην οδήγηση, με έκαναν να νιώθω ασφαλής (έτσι κι αλλιώς δεν είχα τότε εμπειρία από άλλους οδηγούς και αυτοκίνητα). Ωστόσο είχα την αίσθηση ότι είχε περάσει πολλή ώρα αφότου ξεκινήσαμε.

Φωτ. αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη


Στο πανηγύρι, τραγούδι-χορός

Όταν άρχισα πλέον να υποψιάζομαι ανήσυχη ότι μάλλον δεν υπήρχε χωριό, φτάσαμε στον προορισμό μας. Τα σπίτια του χωριού δεν καλο-ξεχώριζαν μέσα στο σκοτάδι, ωστόσο μας προϋπάντησε ο αχός του πανηγυριού. Στην πλατεία, πίσω από την εκκλησία και κάτω από έναν πελώριο πλάτανο είχε στηθεί το πάλκο με τους μουσικούς στο ύπαιθρο. Μια συνήθης λαϊκή, πανηγυριώτικη ορχήστρα εκείνης της εποχής με κλαρίνο, κιθάρα, συνθεσάιζερ, κρουστά, όλα ενισχυμένα ηλεκτρικά ώστε να βγάζουν δυνατό ήχο και να κάνουν ένα είδος αντήχησης. Και βέβαια με τραγουδιστές, διάσημους ή όχι. Ανδρική φωνή που μπορεί να ήταν ταυτόχρονα και ένας από τους οργανοπαίχτες και την απαραίτητη και εντυπωσιακή, κατά το σεξιστικό πρότυπο, ως προς τη μορφή και το ντύσιμο, ωραία «τραγουδιάρα», συχνά (κατά περίσταση και ανάλογα με το κύρος του πανηγυριού και την οικονομική δυνατότητα των γλεντζέδων) ανεξάρτητα από την καλή ή όχι φωνή που αυτή διέθετε.
Κόσμος καθόταν ακόμα στα τραπέζια, ενώ μια πολυμελής παρέα χόρευε. Κατέβηκα πασιχαρής. Σε τέτοιο πανηγύρι είχα να παρευρεθώ από τα παιδικά μου χρόνια, στο χωριό. Καθίσαμε οι δυο μας σε ένα τραπέζι και εγώ έστησα το μαγνητόφωνο και τα μικρόφωνα. Ήξερα ότι η «παρέα» μας τραβάει την προσοχή όχι μόνο σαν «ύποπτο» ζευγάρι αλλά και με όλα αυτά τα «μαραφέτια» που μετέφερα (και μάλιστα μια γυναίκα), άγνωστα μάλλον στους χωριανούς. Ο Κ. ωστόσο καθόταν μέχρι να τα τοποθετήσω στο τραπέζι άνετος, σχεδόν βαριεστημένος και παράγγειλε ψητό και μπίρα, έτσι κι αλλιώς δεν σέρβιραν άλλο ποτό. Του εξήγησα ότι τα έξοδα θα ήταν δικά μου, της δουλειάς δηλαδή, και με κοίταξε με βλέμμα δολοφονικό, που δε σήκωνε κουβέντα. Σύντομα κατάλαβα ότι ήταν πολύ γνωστός και αγαπητός στο χωριό, από τα κεράσματα με μπίρες που έρχονταν ασταμάτητα στο τραπέζι μας από τα άλλα τραπέζια και που το γέμισαν, σε σημείο που το γκαρσόνι τις άφηνε και κάτω, στο χώμα, δεδομένου και του χώρου που καταλάμβανε το μεγάλο εκείνο μαγνητόφωνο.
Εγώ ασχολούμαι με την ηχογράφηση, τσιμπάω λίγο κρέας και καθώς απεχθάνομαι την μπίρα, δεν πίνω. «Πιες και χαιρέτησε στην υγειά σας αυτούς που μας κερνάνε» μου λέει επιτακτικά ο Κ,. κάνοντάς το και ο ίδιος. «Δεν την μπορώ την μπίρα, δεν πίνω ποτέ», λέω. «Είμαστε παρέα;» με ρωτάει λακωνικά. «Είμαστε». «Πιες λοιπόν και χαιρέτα, όπως σου λέω. Δεν γίνεται να κερνάνε και να μην πίνεις!» Νιώθοντας ότι παραβιάζω όχι μόνο την υπόγεια σχέση και συμμαχία μας αλλά και το τελετουργικό τυπικό του κεράσματος και της φιλοξενίας, έβαλα τα δυνατά μου να επανορθώσω. Μετά από λίγο έπινα τις μπίρες σαν να ήταν το αγαπημένο μου ποτό και χαιρετούσα τους κεραστές σαν να τους γνώριζα χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν να επισκέπτομαι συχνά μια άθλια τουαλέτα, έναν «απόπατο» πίσω από το μαγαζί. Παρ’ όλ’ αυτά η δουλειά πήγαινε καλά. Η ορχήστρα έπαιζε παλιά δημοτικά, επιτραπέζια και χορευτικά τραγούδια, με τον πανηγυριώτικο τρόπο, κατά παραγγελία των χορευτών, που χόρευαν με τη σειρά ανά οικογένεια, και οι ταινίες γέμιζαν. Ευγνωμονούσα τον Κ. που είχε επιμείνει να έρθουμε.
Καθώς η νύχτα προχωρούσε, ο κόσμος αραίωνε. Στα τραπέζια είχαν απομείνει μόνον αντροπαρέες γλεντζέδων που ήταν μερακλωμένοι και μεθυσμένοι. Ήμουν σχεδόν η μόνη γυναίκα πλέον εκεί. Ο Κ. δεν έδειχνε διάθεση να φύγει, ούτε εγώ ήθελα άλλωστε, ήμουν μαγεμένη με την ατμόσφαιρα του πανηγυριού, πόσο μάλλον που γέμιζαν και οι ταινίες. Κάποια στιγμή ο Κ., που καθόταν όλη αυτή την ώρα βαρύς και ατάραχος στη θέση του, σαν λαϊκός άρχοντας, ανταλλάσσοντας μόνο ευχές και χαιρετισμούς, σηκώνεται και πλησιάζει την ορχήστρα. Φάνηκε να έχει μεγάλη οικειότητα με τους οργανοπαίχτες. Κάτι λέει στον κλαριτζή (τον κλαρινίστα) και η ορχήστρα άρχισε να παίζει την εισαγωγή σε ένα κλέφτικο τραγούδι. Με έκπληξή μου είδα τον Κ. να παίρνει το μικρόφωνο σαν ήταν αυτονόητο, και, χωρίς να ανέβει επάνω στο πάλκο, να τραγουδάει: «Τι έχουν της Μάνης τα βουνά –μωρ’ Αράπη, Σούφη καημέν΄ Αράπη– και στέκουν δακρυσμένα; / Ο Σουφ-Αράπης πολεμάει με δυο με τρεις χιλιάδες…» κ.λπ., ένα μοραΐτικο, δημοφιλέστατο κλέφτικο τραγούδι, που αφηγείται μια μάχη των Μανιατών και των Οθωμανών, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Η φωνή του όμορφη, αντρίκεια, βαθιά και αισθαντική, με μια γλυκιά βραχνάδα στο βάθος-βάθος. Ο τρόπος που τραγουδάει λεβέντικος, σύμφωνος και με το τραγικό περιεχόμενο του τραγουδιού. Το τραγούδι του προκαλεί ενθουσιασμό, όχι μόνο στις αντροπαρέες, που του φωνάζουν «γεια σου Κ.!» και παρόμοιες επευφημίες, αλλά και στην ορχήστρα. Ο κλαριτζής αλλά και η «τραγουδιάρα» τον επευφημούν από το μικρόφωνο. Ενθουσιάζομαι και εγώ και ενώ το μαγνητόφωνο ηχογραφεί τα πάντα, σιγομουρμουρίζω, από μέσα μου σχεδόν, τη μελωδία.
Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Κ. δεν κάθισε αλλά συνέχισε με ένα ερωτικό τραγούδι, το: «Σήμερα βγήκα να χαρώ, ποιον έδειρα ποιον αδικώ/ τίνους εκακομίλησα, τίνους γυναίκα εφίλησα/ όποιαν εφίλησ’ ας το ειπεί, δική της θα ’ναι η ντροπή…» Αυτό ξεσήκωσε ακόμα περισσότερο τις αντροπαρέες. Τραγουδώντας το, ο Κ. κοίταζε επίμονα εμένα και εγώ, ακούγοντας και τα λόγια του, αναρωτιόμουν αν διάλεξε τυχαία αυτό το τραγούδι ή αν ήθελε κάτι να υπονοήσει. Αλλά και μήπως ο ενθουσιασμός των άλλων είχε να κάνει και με το ότι ίσως ο Κ. «μοστραριζόταν» στο χώρο του γλεντιού έμμεσα, μέσα από αντρικό «κώδικα», ως παράνομος ερωτικός σύντροφός μου, αφού υπέθετα ότι θα γνώριζαν πως είναι παντρεμένος. Καθώς τον έβλεπα και μισομεθυσμένο, μερακλωμένο, να τραγουδάει με πάθος, μπήκε για πρώτη φορά στο μυαλό μου η υποψία μήπως με έβλεπε ερωτικά, αν και η μέχρι τότε συμπεριφορά του δεν είχε εκδηλώσει, φανερά τουλάχιστον, κάτι τέτοιο. Όση ώρα τραγουδούσε, χόρευε στην πίστα μια μεγάλη αντροπαρέα, σε μεγάλα κέφια. Όταν ο Κ. τελείωσε το τραγούδι, η ορχήστρα συνέχισε με άλλο και η παρέα συνέχισε το χορό.
Ο Κ. πλησίασε στο τραπέζι μας με όχι και τόσο σταθερό βήμα, και πριν προλάβω να τον συγχαρώ για το τραγούδισμά του, «σήκω να χορέψουμε», μου λέει επιτακτικά, τραβώντας με, προσεχτικά αλλά και με οικειότητα, από το χέρι. «Μα, δεν μπορώ, ηχογραφώ, του λέω και επιπλέον, δεν χορεύω». «Σήκω που σου λέω», με διέκοψε αποφασιστικά, «είμαστε παρέα ή δεν είμαστε;» «Είμαστε». «Τότε σήκω, τι, μόνος μου θα χορέψω;» Σηκώθηκα, δεν μπορούσα να αποφύγω το «τελετουργικό» και πάλι, αφήνοντας το μαγνητόφωνο να γράφει, είχε εξάλλου πολλή ταινία ακόμα. Είχα πολλά-πολλά χρόνια να χορέψω σε πανηγύρι, από μικρή στο χωριό. Νόμιζα μάλιστα ότι δεν θυμόμουν καν να χορεύω «δημοτικούς» χορούς, καθώς χορεύαμε πλέον μόνο «μοντέρνους». Μπήκαμε στον κύκλο του χορού, δεν ήταν άλλη γυναίκα. Ο Κ., αφού άφησε χρήματα στα όργανα, μπήκε μπροστά, χορεύοντας λεβέντικα ένα τσάμικο, με φιγούρες και τσαλίμια, ξεσηκώνοντας και πάλι τις επευφημίες των συν-χορευτών. Εγώ ήμουν μαγκωμένη, διστακτική στην αρχή, προσπαθούσα να βάλω το σώμα μου στο ρυθμό, αρκετά ζαλισμένη από τις μπίρες, άλλωστε. Λίγο-λίγο χαλάρωσα, με συνεπήρε η μουσική και ο ρυθμός, το σώμα μου «μπήκε» μέσα του, τα πόδια μου βρήκαν τα βήματα. Ένιωθα στα χέρια μου κάτι περίεργα σφιξίματα, όλο υπονοούμενα, από τα χέρια αυτών που κρατιόμουν, αλλά δεν έδινα σημασία.
Ο Κ., μετά το τέλος του τραγουδιού που είχε χορέψει ως πρωτοχορευτής, ήρθε αποφασιστικά, πιεστικά και, παρά τις αντιρρήσεις μου, με έβαλε μπροστά, να σύρω το χορό, παραγγέλλοντας ένα καλαματιανό στην ορχήστρα. Με «κράτησε» εκείνος, για να χορέψω, δίνοντάς μου το χέρι του να στηριχτώ κρατημένη από ένα μαντίλι. Αν και ήμουν αρκετά ζαλισμένη, ή μάλλον γι’ αυτό, τελικά τα έδωσα όλα στο χορό. Πετούσα, το σώμα μου έγινε ανάλαφρο, χόρευα σαν να ήμουν πάντα μέσα σε κύκλους χορών, μέχρι φιγούρες και στροφές θυμήθηκα να κάνω. Ο Κ., κρατώντας με, φαινόταν κατάπληκτος και ενθουσιασμένος ταυτόχρονα, δεν περίμενε φαίνεται να χορεύω τόσο καλά. Έδειχνε περήφανος, τον είχε βγάλει ασπροπρόσωπο στην παρέα η «περίεργη» με τα μηχανήματα, η «πρωτευουσιάνα», η «μορφωμένη»! Επευφημούσε μαζί με τους άλλους «ώπα», «μπράβο κοπελάρα μου», παράταιρα ενθουσιώδης σε σχέση με τη μέχρι τώρα «σοβαρή» συμπεριφορά του, εκφράζοντας την επιδοκιμασία του και δίνοντάς μου θάρρος, αν και εγώ πλέον φτεροκοπούσα. 

Η επιστροφή

Το ξημέρωμα βρήκε την παρέα μας ακόμα να χορεύει, τη μοναδική εξάλλου που είχε απομείνει. Σταματήσαμε αποκαμωμένοι, μαζί και τα όργανα. Μάζεψα το μαγνητόφωνο και τα άλλα πράγματα, πήγα για τελευταία φορά στην υποτιθέμενη «τουαλέτα», που ήταν πλέον σε άθλια κατάσταση, αποχαιρέτησα όσους είχαν απομείνει, καλημερίζοντάς τους πλέον. Σκαρφάλωσα στο φορτηγό με δυσκολία, ζαλισμένη και με το κεφάλι μου να βουίζει, τακτοποιώντας τα πράγματα κάτω από τα πόδια μου και πάλι. Ο Κ., που είχε απομακρυνθεί για την ανάγκη του, επέστρεφε παραπατώντας και καθυστερούσε ν’ ανέβει, με τους αποχαιρετισμούς. Δεν είχε περάσει καν ούτε από το δικό μου μυαλό ούτε από του Κ., φαίνεται, πόσο επικίνδυνο θα ήταν να φύγουμε εκείνη την ώρα και να οδηγήσει σε τέτοια κατάσταση, και μάλιστα σε τέτοιο άσχημο δρόμο. Τελικά ανέβηκε στο φορτηγό.
Πριν καν κλείσει την πόρτα, ρίχτηκε πάνω μου, με άρπαξε και με φίλησε! Εγώ, κατάπληκτη και κεραυνοβολημένη, καθώς δεν το περίμενα, και μάλιστα εκείνη τη στιγμή, τον απώθησα με όση δύναμη είχα, θυμίζοντάς του ότι μας βλέπει και ο κόσμος, αν και την αντροπαρέα δεν έδειχνε να την απασχολεί το ζήτημα. Εκείνος, σαν να μη με άκουσε, ξαναχίμηξε, αλλά αυτή τη φορά πρόλαβα να τον απωθήσω. Αντί να κατέβω από το αυτοκίνητο και να πω να του κάνουν καφέ να ξεμεθύσει, ντρεπόμουνα και τους ανθρώπους στο χωριό, άρχισα να του μιλάω αυστηρά να συγκεντρωθεί, να σταματήσει, να μη γινόμαστε και θέαμα, καθώς είχε φωτίσει πια για τα καλά, και να ξεκινήσουμε για το χωριό. Συνέχισε απτόητος τις επιθέσεις, χωρίς όμως να καταφέρνει να με ξαναφιλήσει καθώς εγώ τον απωθούσα, και με τα πολλά, παράτησε την προσπάθεια και βλαστημώντας μέσα στο μεθύσι του, ξεκίνησε.
Σε λίγο το μετάνιωσα που τον άφησα να ξεκινήσει, γιατί στο φως πλέον της ημέρας έβλεπα πόσο άσχημος ήταν ο χωματόδρομος, τον γκρεμό που έχασκε στη μια πλευρά του και πώς το φορτηγό, φορτωμένο με αρνιά που μετακινούνταν, μετεωριζόταν πάνω του, οδηγούμενο άτσαλα από τον Κ. Κάθε λίγο έσκυβε έξω από το παράθυρό του να κάνει εμετό και στο ενδιάμεσο, κρατώντας το τιμόνι με το ένα του χέρι, με το άλλο προσπαθούσε να με χουφτώσει, ενώ εγώ στριμωχνόμουν πάνω στην πόρτα της πλευράς μου για να μη με φτάνει. Ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Άρχισα να του φωνάζω να σταματήσει να κατεβούμε, να ξεμεθύσει λίγο και μετά να συνεχίσουμε, μη σκοτωθούμε και αφήσουμε ορφανά τα παιδιά μας, αλλά δεν άκουγε τίποτα. Δεν επέμενα και πολύ, γιατί φοβόμουν ότι αν κατεβαίναμε θα ήθελε μάλλον να με βιάσει κι εγώ πού θα έτρεχα μέσα στα βουνά να γλιτώσω; Ούτε ήξερα και πού βρισκόμασταν. Τουλάχιστον εδώ μέσα οδηγούσε και δεν μπορούσε να με αρπάξει. Συνειδητοποιούσα τώρα πόσο απερίσκεπτα είχα φερθεί να πάω μ’ έναν ξένο άνθρωπο στο πανηγύρι εξαιτίας του οποίου, πέρα από την ερωτική του επιθετικότητα, να κινδυνεύει τώρα και η ζωή μου, έτσι που οδηγούσε μεθυσμένος. Σαν να μη με άκουγε, συνέχιζε να οδηγεί, όπως μπορούσε να οδηγεί παραζαλισμένος, με το ένα του χέρι, ενώ με το άλλο να επιμένει να προσπαθεί να με χουφτώσει.
Αφού κατάλαβα ότι δεν έπιανε η αγριάδα μου και οι ηθικολογίες μου περί γάμου, παιδιών κ.λπ., αλλά ούτε και ο κίνδυνος του θανάτου, και μάλλον γελοία του φαινόμουν, άρχισα να του μιλάω ήρεμα και τον ρίχνω στο φιλότιμο. Πως τον είχα εμπιστευτεί, ότι ήμασταν «παρέα», όπως έλεγε, ότι είχαμε περάσει τόσο καλά πριν αρχίσει να κάνει αυτά που έκανε, ότι αυτός είχε την ευθύνη να με πάει πίσω στο χωριό σώα και αβλαβή, ότι θα ανησυχούσε ο Πρόεδρος και μάλιστα οι γονείς του που δεν είχαμε εμφανιστεί ακόμα, και τέτοια, βάζοντας όλη την πειθώ μου.
Σιγά-σιγά, θες γιατί ξεμεθούσε, θες γιατί κουράστηκε, θες γιατί τον έπειθα, άρχισε να ηρεμεί και να συγκεντρώνεται στην οδήγηση, χωρίς να κάνει γιουρούσια πάνω μου, και περάσαμε το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής σώοι τελικά. Τότε άρχισε να μου λέει ήρεμα και σοβαρά πια πόσο του αρέσω, πόσο με θέλει και με κάνει κέφι. Εγώ του έλεγα πως μιλάει το μεθύσι και πως όταν συνέλθει δεν θα θυμάται τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Μου δήλωσε ότι αποκλείεται να γυρίσουμε στο χωριό χωρίς να με έχει φιλήσει! Του είπα ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει και ότι τώρα καταλάβαινα ότι μάλλον επίτηδες είχε αποτρέψει τους άλλους να μην έρθουν στο υποτιθέμενο πανηγύρι, ότι ήξερε πως δεν είχαν στο κοντινό χωριό για να πάμε μόνοι οι δυο μας μακριά και ότι με κορόιδευε όταν προσποιούνταν ότι θα πήγαινε και μόνος του στο πανηγύρι… Δεν μου έδινε σημασία. 

24/8/76

Είχε μόλις ανατείλει ο ήλιος και ο δρόμος, ασφαλτοστρωμένος τώρα, περνούσε μέσα από πανέμορφο, πυκνό δάσος, μάλλον αυτό που είχαμε περάσει και το προηγούμενο βράδυ υπέθεσα, μισοσκότεινο ακόμα. Κάποια στιγμή ο Κ. έστριψε το αυτοκίνητο σε ένα χωματόδρομο και βρεθήκαμε σε μια κάπως ερημική γεφυροπλάστιγγα. Μου ζήτησε να κατέβω να τον βοηθήσω να ζυγίσει τα αρνιά (!) και βλέποντας το απελπισμένο/αγριεμένο βλέμμα μου, υποσχέθηκε ότι δεν θα με πειράξει και ότι μετά θα γυρίζαμε στο χωριό. Τον βοήθησα απλώνοντας τα χέρια και κατευθύνοντας τα αρνιά να ανεβαίνουν στην πλάστιγγα, ενώ ο Κ., ξεμέθυστος πια, χειριζόταν τη ζυγαριά μαζί με τον ιδιοκτήτη. Μετά από όσα είχαν προηγηθεί μου φαινόταν πολύ αστείο αυτό που γινόταν και μου ερχόταν να βάλω τα γέλια. Δεν τον φοβόμουν πια.
Ξαναφορτώσαμε τα αρνιά σε αγαστή συνεργασία και ξαναπήραμε το δρόμο μας. Ο ήλιος είχε ανέβει τώρα για τα καλά πάνω από τις αιωνόβιες δρυς του δάσους και έκανε ζέστη, ενώ τα τζιτζίκια είχαν αρχίσει το τραγούδι. Παρ’ όλη την κούραση, την αϋπνία, την αγωνία και το θυμό μου, δεν μπορούσα να μην επηρεαστώ από τη μαγεία αυτού του απέραντου δάσους, που έμοιαζε ατελείωτο. Καθώς ο Κ. μου είχε πει στο δρόμο χτες που ερχόμασταν (εντυπωσιάζοντάς με θετικά) ότι μέχρι πριν πέντε-έξι χρόνια κυκλοφορούσε μόνο καβάλα πάνω σε άλογο, λόγω και της οικογενειακής του παράδοσης, και ότι μόνο στα τέλη της δεκαετίας του ’60 είχε πάρει μηχανάκι, κατόπιν αγροτικό και πολύ πρόσφατα, τώρα τελευταία, το φορτηγό, ένιωσα ωσάν κόρη αρπαγμένη από κένταυρο! Δεν του είπα τι σκεφτόμουν βέβαια και γύρισα και τον κοίταξα, να δω τις διαθέσεις του.
Έδειχνε αποκαμωμένος και νυσταγμένος, ωστόσο οδηγούσε τώρα σταθερά και ήρεμα, κοιτώντας μπροστά του. Ουφ, του πέρασε, ευτυχώς, σκέφτηκα. Όμως εκείνος ένιωσε πως τον είδα, και γύρισε, με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα βαθύ, διαπεραστικό με τα αετίσια μάτια του και μου χαμογέλασε πονηρά, απλώνοντας και πάλι το χέρι του να με χουφτώσει. Εγώ αποτραβήχτηκα ξανά στην πόρτα, αγριεμένη. «Σε θέλω και δε θα σ’ αφήσω να μου φύγεις», είπε ήρεμα και σταθερά, «είσαι δική μου εσύ, τι χορός ήταν αυτός!» Του είπα να σοβαρευτεί πια και να κοιτάει το δρόμο. Σώπασε αλλά ένιωθα την επιθυμία του να πλημμυρίζει το κουβούκλιο, παρ’ όλα τα ανοιχτά παράθυρα, και έβλεπα την επιμονή του, σίγουρα δεν θα το έβαζε κάτω. Η αμεσότητα της ερωτικής διεκδίκησης αυτού του άντρα που δεν φοβόταν να χιμήξει πάνω μου, να με αρπάξει, αψηφώντας το ότι ήμασταν και οι δύο παντρεμένοι, με παιδιά, το κοινωνικό περιβάλλον (γιατί στο χωριό που ήμασταν τον γνώριζαν όλοι και τον είχαν δει να με φιλάει μέσα στο φορτηγό), όσο και τη δουλειά μου και την εμπιστοσύνη που του είχα δείξει, με σόκαρε, δεν ήξερα πώς να το χειριστώ.
Ο στιβαρός, διεκδικητικός, άγριος και ταυτόχρονα γλυκός, ήρεμος τώρα, ωσάν αφοπλισμένος, άντρας που είχα αυτή την ώρα δίπλα μου, που τον είχα εμπιστευτεί χωρίς να βάλω κακό με το νου μου, ήταν ένα είδος ανθρώπου που πρώτη φορά ερχόμουν σε τόσο στενή επαφή και μάλιστα κάτω από τέτοιες εξαιρετικές συνθήκες. Χωρίς να έχω προκαταλήψεις για τους ανθρώπους που σχετίζομαι, οι συνθήκες της ζωής μου και οι στρατηγικές ζωής όπου είχα ενταχθεί, με είχαν κάνει να απομακρυνθώ εντελώς από το αγροτικό περιβάλλον της παιδικής μου ηλικίας, όταν πήγαινα στο χωριό των παππούδων μου και ερχόμουν σε στενή επαφή, ζούσα μέσα σε αυτό, ανάμεσα σε αγρότες, συγγενείς και χωριανούς, ανθρώπους του είδους του δηλαδή.
Ο συνοδοιπόρος μου, αγρότης, ζωέμπορος και χασάπης ―το τελευταίο ό,τι πιο «μιαρό» και απαξιωμένο ως επάγγελμα κοινωνικά―, μάλλον απόφοιτος δημοτικού, ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Η αμεσότητα και το απόλυτο της ερωτικής διεκδίκησής του, χωρίς τους ηθικούς φραγμούς που του πρόβαλα μάλιστα εγώ για να τον αποτρέπω, με έφερναν μπροστά σε μια καινούρια για μένα πραγματικότητα. Εκπλησσόμενη δε με τον εαυτό μου, ένιωθα ότι αυτό που έκανε, σαν να μην ήταν για τον δικό του αντρικό κώδικα ανήθικο, δεν διεκδικούσε ωμά το κορμί μου, ήταν σαν να θεωρούσε τη συμπεριφορά του φυσιολογική και ως αναπότρεπτη κατάληξη της δικής μου προσέγγισης προς αυτόν, το ότι με μετέφερε στο φορτηγό του, της κουβέντας μας, της «παρέας» μας, του γλεντιού που είχε προηγηθεί, των τραγουδιών που είχε τραγουδήσει (λάβαινα τώρα και το μήνυμα που μου είχε στείλει με το δεύτερο τραγούδι του , «… ποιον έδειρα ποιον αδικώόποιαν εφίλησ’ ας το πει, δική της θα ’ναι η ντροπή…»), του χορού που είχα χορέψει στηριγμένη στο χέρι του, το ότι είχε εκτεθεί μαζί μου στο πανηγύρι σαν να είμαστε «ζευγάρι». Επηρεασμένη και από την επαγγελματική αρρώστια μου (και υποχρεωμένη) σε σχέση με τα δημοτικά τραγούδια, και μη μπορώντας παρ’ όλ’ αυτά να ξεφύγω από το σκοπό της παρουσίας μου εκεί, αναρωτιόμουν τώρα αν και το πρώτο τραγούδι που είχε πει είχε κάποιο μήνυμα.
Μήπως δηλαδή, συνειδητά ή όχι, πέρα από την ιστορική μνήμη, τη γενικότερη αίσθηση ανταρσίας, αποκοτιάς και λεβεντιάς που ήθελε να προβάλει ως προς τον εαυτό του για το ανδρικό κοινό που τον άκουγε, όσο και για μένα, μήπως ήθελε ταυτόχρονα να εκφράσει και την πάλη που γινόταν μέσα του, τη νικηφόρα μάχη που είχε πλέον αποφασίσει (για τους δικούς του, προσωπικούς λόγους, που είχαν εν τω μεταξύ διαμορφωθεί) να δώσει για την κατάκτησή μου. Ένιωθα ότι είχα μπει σε έναν κώδικα του οποίου δεν γνώριζα τους κανόνες, σε ένα παιχνίδι επικίνδυνο, βάζοντας μόνο τους δικούς μου όρους, που ωστόσο δεν ίσχυαν και από την άλλη πλευρά. Όμως δεν θα μπορούσα να είχα βρεθεί σε αυτή την κατάσταση για δικούς μου, προσωπικούς λόγους παρά μόνο λόγω της δουλειάς και καίριο κομμάτι της έρευνας ήταν να κατανοήσω αυτούς τους όρους αποστασιοποιημένα, έστω κι αν τους βίωνα πάνω στο πετσί μου.
Μακριά από τις δικές μου ανθρωπολογικές αναλύσεις και τις ηθικές μου αναστολές, ο Κ., αρρενωπός, στιβαρός, λεβέντης, απολαμβάνοντας ριψοκίνδυνα τα θαλερά νιάτα του που πάλλονταν από υγεία και ζωντάνια, δείχνοντας ταυτόχρονα (όταν ήταν ξεμέθυστος) σοβαρός, ώριμος, «ψημένος» στη ζωή, «περπατημένος» ως προς το ερωτικό κυνήγι (απ’ ό,τι διαπίστωνα και προσωπικά), πλάνητας και λόγω επαγγέλματος, μου φαινόταν σαν αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του δάσους και του όλου αγροτικού τοπίου, καθώς οδηγούσε προσηλωμένος στο δρόμο. Παράλληλα, η αποκοτιά στις πράξεις, το «ανίερο» επάγγελμά του, η αποτρόπαιη σχέση του με σφαγές, αίμα και ωμά κρέατα, η υπέροχη αντρίκεια φωνή του, το τραγούδι και ο χορός του, ο τρόπος που γλεντούσε, ο αρσενικός ερωτισμός που απέπνεε συμπλήρωναν αντιθετικά την εικόνα του. 

Γλέντι στο καφενείο - Πώς τα βγάζει κανείς πέρα με τα τραγούδια;

Στο μεταξύ φάνηκαν τα σπίτια ενός χωριού. «Σταμάτα εδώ να κατέβω», του λέω, «θα βρω από δω κάποιο μέσον να πάω στο χωριό!» «Μην κάνεις έτσι, ρε», μου λέει αδιάφορα, «εδώ είναι το πρώτο χωριό που ήρθαμε χτες βράδυ, θα σταματήσω έτσι κι αλλιώς για να πάρω τον συμπέθερό μου, τον πεθερό της αδελφής μου». Ησύχασα. Σταματήσαμε μπροστά στο καφενείο από όπου ακουγόντουσαν φωνές και φασαρία και κατέβηκε για να πάρει τον συμπέθερό του. Οι περαστικοί με κοίταζαν περίεργα, ποια να είναι άραγε αυτή που κάθεται μέσα στο φορτηγό;
Εκείνος επιστρέφει αμέσως ζωηρός, σαν αναζωογονημένος, και «ετοίμασε τα εργαλεία», μου λέει ενθουσιασμένα, «και κατέβα! Εδώ θα γράψεις τα καλύτερα τραγούδια!» «Τρελάθηκες;» του λέω. «Για δουλειά δεν ήρθες;» μου λέει αποφασιστικά, «μέσα γίνεται γλέντι για το πανηγύρι, είναι μαζεμένοι παλιοί τραγουδιστές από χτες το βράδυ και πίνουνε και τραγουδάνε, μαζί και ο συμπέθερος, και δε θέλει να φύγει ακόμα, κατέβα σου λέω, θα γράψεις πολλά τραγούδια!» Τα ξέχασα αμέσως όλα και ενθουσιασμένη με την προοπτική της καταγραφής και άλλων τραγουδιών, «σοβαρολογείς;» του λέω, «κατεβαίνω αμέσως!» Πήρα τα «εργαλεία» και, με τη βοήθειά του στη μεταφορά, μπήκαμε μαζί στο καφενείο.
Μια μεγάλη παρέα από μεσήλικους και κυρίως γέροντες άντρες με τα καθημερινά τους ρούχα καθόντουσαν μερακλωμένοι, στο τσακίρ κέφι, γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο μεζέδες, ποτήρια και κανάτια με κρασί. Μας υποδέχτηκαν ενθουσιωδώς, με φωνές και καλωσορίσματα, κάνοντάς μας θέση να καθίσουμε. Εμείς ανταποδώσαμε χαιρετώντας, λέγοντας «χρόνια πολλά το πανηγύρι σας» (ήταν ανήμερα του αγίου Διονυσίου πλέον), εγώ λέγοντας το ονοματεπώνυμό μου και την ιδιότητά μου κ.λπ., αν και δεν έδωσαν σημασία. Φαίνεται ότι ο Κ. ήταν πολύ γνωστός και σε αυτό το χωριό και ιδιαίτερα αγαπητός μάλιστα, καθώς του φώναζαν «βρε καλώς το λεβέντη μας, έλα, κάθισε να πιεις», χωρίς να δείχνουν να εκπλήσσονται από τη δική μου παρουσία, ούτε καν ο συμπέθερος, ένας ψηλός, σωματώδης γέροντας με γελαστό πρόσωπο, όπως τον κατάλαβα από τον τρόπο που μίλησε στον Κ. Δεν έκαναν ερωτήσεις, ακόμα και όταν άρχισα να τοποθετώ το μαγνητόφωνο και τα μικρόφωνα πάνω στο τραπέζι. Ήταν τόσο μερακλωμένοι που ήταν το λιγότερο που τους ενδιέφερε εκείνη την ώρα. Συνέχισαν απτόητοι τα γέλια, τα πειράγματα μεταξύ τους και με τον Κ., και ξανάρχισαν το τραγούδι που είχε διακόψει η άφιξή μας.
Ηχογραφούσα πανευτυχής, χωρίς να νιώθω ούτε κούραση ούτε νύστα μετά την αγρυπνία και την ταλαιπωρία μου. Ζωντανό γλέντι σε καφενείο, ήταν πρωτόγνωρο και πολύτιμο ως ερευνητική εμπειρία για μένα και ήθελα να μη μου ξεφύγει τίποτα. Τα τραγούδια που έλεγαν ήταν παλιά, παραδοσιακά, της τάβλας. Παρ’ όλη τη μεγάλη ηλικία των περισσότερων, ήταν τραγουδισμένα σωστά, απ’ όσο μπορούσα να κρίνω τότε, και τραγουδισμένα αντιφωνικά, σύμφωνα με την τελετουργία στο επιτραπέζιο γλέντι. Και μάλιστα, παρ’ όλη την οχλαγωγία, αφού άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι γελούσαν, άλλοι σχολίαζαν, άλλοι έδιναν παραγγελίες στη νέα χήρα καφετζού (και η οποία φαινόταν να γνωρίζει καλά τον Κ.), ενώ μπαινόβγαινε και άλλος κόσμος στο μαγαζί. Είχα ξεχάσει τα πάντα και παρασύρθηκα από το κέφι και τη ζωντάνια τους.
Η παρουσία μου φάνηκε να τους ερεθίζει. Μια γυναίκα νέα, άγνωστη, μοναχή και ταυτόχρονα «περίεργη» με όλα αυτά τα μηχανήματα, δεν ήταν κάτι καθημερινό, υπέθετα. Πολύ περισσότερο που γνώριζαν, βεβαίως, ότι δεν είχα κάποια συγγενική σχέση με τον Κ., ενώ από τον τρόπο που αυτός είχε καθίσει δίπλα μου και το πώς με κοίταζε, μη χάνοντας ευκαιρία να με ακουμπήσει, να με περιποιηθεί, μη μου λείψει φαγητό ή ποτό, και ταυτόχρονα από τη δική μου, κατά το δυνατόν, προσπάθεια αποστασιοποίησης, σίγουρα καταλάβαιναν τι έτρεχε μεταξύ μας, κατάσταση που έδωσε νέα πνοή στο γλέντι. Πήραν φυσικά το μέρος του στην υποβόσκουσα ερωτική διελκυστίνδα ανάμεσα στον Κ. και σε μένα και με υπονοούμενα, ματιές, σχόλια και κατάλληλα τραγούδια άρχισαν να στηρίζουν τη διεκδίκησή του, να τον «αβαντάρουν», μέσα από έναν αντρικό κώδικα αλληλοϋποστήριξης που δεν γνώριζα ώς εκείνη την ώρα. Προς κατάπληξή μου, στο όλο επικοινωνιακό «παιχνίδι» λάβαινε μέρος και ο πεθερός της αδελφής του, ο συμπέθερος.
Σε λίγο άρχισαν να θυμούνται και τραγούδια ερωτικά ή κλέφτικα που έχουν σχέση και με το όνομά μου, το «Ελένη», και να μου το απευθύνουν άμεσα ή έμμεσα, ενώ ο Κ., σε κάθε τέτοιο τραγούδι με «καθησύχαζε», υποτίθεται, λέγοντάς μου «δε λέει για σένα, μωρέ, για άλλη Ελένη λέει!», ενώ τα μάτια του έλεγαν το αντίθετο.
Με εντυπωσίασε η οικειότητα που είχε ο Κ. με τους γέροντες, ως επί το πλείστον, συνδαιτυμόνες. Το πόσο τον καμάρωναν και θαύμαζαν τα νιάτα του, που αυτοί δεν είχαν πλέον, και που σαν να τα ξαναζούσαν μέσα από αυτόν. Τον παρότρυναν όλοι να τραγουδήσει. Όπως και από όλους που τραγουδούσαν, ζήτησα και από τον Κ., αφού θα τραγουδούσε, να πει τα στοιχεία του πριν αρχίσει για να καταγραφούν στο μαγνητόφωνο, σαν τεκμηρίωση, να σημειώνεται ποιος τραγουδάει. Είπε το ονοματεπώνυμό του, ότι ήταν 37 ετών και ότι ήταν απόφοιτος τρίτης Γυμνασίου. Το τελευταίο, και από την αντίδραση των άλλων όταν το είπε, δεν το πίστεψα, υπέθεσα ότι ήθελε να αναβαθμιστεί στα μάτια μου ως «μορφωμένος», ωστόσο δεν το παράκανε να πει ότι είχε τελειώσει όλο το Γυμνάσιο, και μου ήρθε να γελάσω αλλά κρατήθηκα και φυσικά δεν το αμφισβήτησα. Τα 37 χρόνια του, δεδομένης της έναρξης των ευθυνών στην αγροτική ζωή από μικρή ηλικία, δικαιολογούσαν την ωριμότητα που είχα διακρίνει στις κουβέντες του, ενώ μου έδειχναν ότι βρισκόταν στον κολοφώνα της νιότης του, μεστός εμπειρίας και ζωής.
Άρχισε και ο Κ. το τραγούδι. Η οικεία ήδη σε μένα από το πανηγύρι φωνή του, βαριά, αντρίκεια, βαθιά, σωστή, μελωδική, όμως λίγο πιο βραχνή τώρα από το ξενύχτι και την ταλαιπωρία, μια βραχνάδα γλυκιά, που ήταν σαν λίγωμα, τρύπωσε στα σωθικά μου, ενώ καθώς καθόταν σχεδόν ακουμπημένος πάνω μου, ένιωθα τους παλμούς του κορμιού του, της επιθυμίας του, να σπάνε πάνω μου σαν κύματα. Ξεθεωμένος, ξενυχτισμένος, με τον πόθο του να μεγαλώνει, γινόταν όλο και πιο ερωτικός, εκμαυλιστικός: «…Χίλιοι τρακόσοι ν-άρχοντες αντάμα τρων και πίνουν / μά ’χαν και ’να καλό κρασί κι ένα καλό κορίτσι / κέρνα μας Ρήνα κέρνα μας όσο να ξημερώσει»[1], ήταν το επιτραπέζιο, του γλεντιού, τραγούδι που είπε, σκιαγραφώντας ποιητικά και μουσικά την κατάσταση που ζούσαμε και με «γύρισμα» στο τέλος που υποψιαζόμουν ότι είχε αρχίσει να με αφορά…. Η χήρα καφετζού φώναξε «γεια σου Κ., αηδόνι!», οι υπόλοιποι σφύριζαν, επευφημούσαν και τον συνέκριναν με του γερο-πατέρα του την τραγουδιστική δεινότητα, ικανοποιημένοι που η παράδοση συνεχίζεται, και που εγώ, αν και είχα και από τον Πρόεδρο πληροφορία για την καλλιφωνία του μπαρμπα-Κ., του πατέρα του, δεν τον είχα ακούσει ακόμα να τραγουδάει.
Ο Κ., ανταποδίδοντας μάλλον τα ενθουσιώδη σχόλια της χήρας καφετζούς, τραγούδησε: «…Μωρέ της χήρας το μπαλκόνι ν’ ανάψει να καεί –αμάν αμάν– ν’ ανάψει να καεί / να γκρεμιστεί να πέσει με την κυρά μαζί –με την κυρά μαζί, / κι η δούλα να γλιτώσει γιατί την αγαπώ –γιατί την αγαπώ…, κάνοντάς με ν’ αναρωτηθώ με ποιαν τάχα να ταύτιζε την «αγαπημένη» δούλα. Μετά έπιασε το: «…Μώρε πέντε λεβέντες είμαστε –μωρέ Κ.– / οι τέσσερ’ ήταν αδερφοί κι ο Κ. ήταν ξένος –ξένος και ξενιτεμένος / Γίνεσαι Τούρκος γίνεσαι –μωρέ Κ. – την πίστη σου ν’ αλλάξεις τη ζωή σου να μη χάσεις; / Ν-εγώ Τούρκος δε γίνουμαι, την πίστη δεν αλλάζω, τη ζωή μου ας τη χάσω. / Bγάλε τα παπουτσάκια σου –μωρέ Κ.– τα χρυσοκεντημένα, να μη βουτηχτούν στο αίμα…», θέλοντας μάλλον να προβάλει και πάλι στην ομήγυρη –και σε μένα– και ονομαστικά, μέσα από αυτό το τραγούδι, την ταυτότητά του ως περήφανου, ανυπότακτου λεβέντη, που προτιμάει το θάνατο από την υποχώρηση.
Οι συνδαιτυμόνες, πιο ήσυχοι, σαν να τους έχει υποβάλει αυτό το τραγούδι, ψιλοκάνουν σιγόντο, απολαμβάνοντας το άκουσμα. Τότε ένας από τους μεγαλύτερους της παρέας, έχοντας πιάσει το όλο «παιχνίδι» ανάμεσα στον Κ. και σε μένα, λέει το: «..Ώρε ν-ο Δήμαρχος κι ανακριτής –την Ελένη, αμάν αμάν Ελένη– εξετάζαν την Ελένη. / Άιντε ν-Ελένη τι τον έκανες –μωρή Ελένη– τον πρώτο σου τον άντρα –αμάν αμάν Ελένη – / Ώρε στρατιώτες τον επιάσανε –την Ελένη– στη φυλακή τον πάνε...» (ένα επίσης δημοφιλέστατο μοραΐτικο τραγούδι), μέσα σε φωνές και γέλια, επευφημίες για το «υπονούμενο»!
Ο γερο-συμπέθερος, μερακλωμένος, ενθουσιάζεται τόσο πολύ που βγάζει ένα πιστόλι άσφαιρο, πυροβολεί ένα μάτσο χιλιάρικα που έβγαλε από την τσέπη του και μαζί με τον εκκωφαντικό κρότο (που έκανε το μαγνητόφωνο ν’ αναπηδήσει, παρά το βάρος του) φωνάζει «θα τα κάψω τα ρημάδια τα λεφτά και θα πάω να πάρω γυναίκα Ελένη, γιατί έχει πολλά τραγούδια!», ξεσηκώνοντας νέα γέλια και ενθουσιασμό. «Δε λέει για σένα», μου διευκρινίζει και πάλι ο Κ., με νόημα. Καταγράφονται τα πάντα στο μαγνητόφωνο.
Όταν καταλάγιασαν λίγο τα πράγματα, ένας άλλος γέροντας, σαν σε συνέχεια της προηγηθείσας πιστολιάς, πιάνει το κλέφτικο τραγούδι: «…Ώρε τι καπετάνιος είσ’ εσύ, δε ρίχνεις δυο ντουφέκια / να μαζευτεί τ’ ασκέρι σου να ιδούμε ποιος μας λείπει, / μας λείπει ο Διάκος από χτες…», ενώ τον συνοδεύουν σιγά-σιγά, μουρμουριστά, και οι υπόλοιποι. Η φωνή του ψιλή, γεροντική, με τρέμουλο, ωστόσο σωστή και με μια υφή νοσταλγίας, ενός παράπονου. Δεν τα καταφέρνει όμως και τόσο στις περίτεχνες μουσικές εξάρσεις των στίχων, οπότε τον βοηθάει ο Κ. Το πάθος με το οποίο το τραγουδάει ο Κ., με μια χροιά οδύνης, απώλειας, με κάνει να σκεφτώ ότι ίσως ταυτίζει τον εαυτό του με «τον χαμένο από χτες» του τραγουδιού. Υποψία που μου την ενισχύει το τραγούδι που επέλεξε να πει ο ίδιος γέροντας, μπαίνοντας καλύτερα από μένα στο μυαλό του Κ., κατά έναν τρόπο, ωσάν για να τον προειδοποιήσει για αυτό που είναι φανερό ότι επιχειρεί να κάνει: «Τρία πουλάκια παν ψηλά και τ’ άλλο χαμπηλώνει / κι εκείνο που χαμπήλωνε του Γιάννου πάει και λέει: / Ν-ευτού που μπαίνεις –Γιάννο μου– και φιλείς, φιλείς τα μαύρα μάτια, / φυλάξου μη σε πιάσουνε στη φυλακή σε πάνε…», με σαφές υπονοούμενο.
Ένας άλλος γέροντας πιάνει άλλο τραγούδι: «Κίνησαν τα σαράντα ρέματα –τη Θοδώρα αμάν αμάν Θοδώρα― και φέρνουν τα λαγκάδια / άιντε φέρνουν κορμάδες ριζαμιά –τη Θοδώρα, αμάν αμάν Θοδώρα― δέντρα ξεριζωμένα, / άιντε φέρνουν και μια λέει φέρνουν και μια γλυκομηλιά –τη Θοδώρα αμάν αμάν Θοδώρα― τα μήλα φορτωμένη…». Ο Κ. «έπιασε» το θέμα της μηλιάς και με φωνή όλο παράπονο τραγούδησε: «Ανέβηκα σε μια μηλιά να κόψω ένα μήλο μα η μηλιά δε μ’ άφησε να κόψω ούτ’ ένα φύλλο ―τέτοια μήλα δεν ξανάδα να’ χουν τέτοια νοστιμάδα―/ βλέπω τα μήλα σου μηλιά και άλλο δεν αντέχω πού ’χουνε μέσα ζάχαρη και το φαρμάκι απέξω…». Κάποιος άλλος, απαντώντας κατά έναν τρόπο στο τελευταίο τραγούδι του Κ. με τη «μηλιά» που αντιστάθηκε και δεν τον άφησε να της κόψει ούτε ένα «μήλο», πιάνει το κλέφτικο: «Ν-όλες οι καπετάνισσες –Ελένη κι Ελενιώ– οι καπετανοπούλες / όλες την Άρτα κίνησαν στα Γιάννενα να πάνε / μα η Ελενιώ δεν πέρασε –Δεσπούλα κι Ελενιώ-…» και στο γύρισμα: «το πίνει, το πίνει ο γέρος το κρασί / το πίνει το πίνει και στάλα δεν αφήνει…»
Οι φωνές όλο και πιο βραχνές, καθώς η ώρα προχωράει και οι γέροντες είναι εκεί και γλεντάνε από το προηγούμενο βράδυ. Ο Κ., φανερά καταβεβλημένος τώρα, με πιέζει να πίνω, εγώ αντιστέκομαι, του μιλάω απότομα, απαντάει βλαστημώντας μέσα από τα δόντια του «την Παναγία μου», αισθάνομαι ότι έχει αρχίσει να φτάνει στα όριά του. Ωστόσο εγώ, όσο βλέπω ότι έχουν διάθεση για τραγούδι, δεν κουνιέμαι από τη θέση μου. Ο γέροντας συνεχίζει, υποβοηθούμενος από τους άλλους και πάντα στο πλαίσιο ενός είδους αντιφωνικής «συνομιλίας» με τον Κ. και έμμεσα με μένα, σαν να υποψιαζόταν τι νύχτα είχαμε περάσει, με το ερωτικό τραγούδι: «Σαν τούτ’ τη νύχτα ―Χαϊδούλα μ’― κι άλλη μια να σαν όλες οι νύχτες / με κάλεσε η αγάπη μου να πά’ την ανταμώσω / σαν πήγα και την ηύρηκα στο κρεβάτι να κοιμάται / να τη ραντίσω με νερό φοβάμαι μην κρυώσει / να τη ραντίσω με κρασί φοβάμαι μη μεθύσει…» Ψιλοτραγουδάω κι εγώ το τέλος του τραγουδιού και ενθουσιάζονται, ξαφνιασμένοι που το ξέρω.
O Κ. απαντάει με ένα τραγούδι που το λένε συνήθως ως τραγούδι της νύφης, το ξημέρωμα της πρώτης νύχτας του γάμου μετά την ερωτική της συνεύρεση με τον γαμπρό, ταιριαστό ωστόσο και με την «υπόθεση» του «δράματος» που εκτυλισσόταν μέσα στο καφενείο: «Κάτου στα δασά τα πλατάνια στη γκρυόβρυση –Διαμαντούλα- στη γκρυόβρυση / κάθονταν δυο πα-να-λικάρια και μια λυγερή –Διαμαντούλα μ’– και μια λυγερή / κάθονταν και τρώγαν και πίναν και τη ρώταγαν –Διαμαντούλα μ’- και τη ρώ- τη ρώταγαν / Διαμαντούλα τι ν-είσαι τέτοια, τέτοια κίτρινη –Διαμαντούλα μ’– τι ’σαι κί- βρε κίτρινη; / Μην ο ίσκιος σου σε πατάει μήνε φάντασμα –Διαμαντούλα μ’– μήνε φά- βρε φάντασμα; / Μήδ’ ο ήσκιος δε με πατάει μήτ’ αφάντιασμα / έρχετ’ ένα πα-να-λικάρι τα μεσάνυχτα –Διαμαντούλα– τα μεσάνυχτα…» Σκεφτόμουν μάλιστα ότι και η δική μου όψη δεν πρέπει να διέφερε και πολύ από αυτή της «κίτρινης» Διαμαντούλας, μετά τη νύχτα που είχα περάσει με το «παλικάρι» στο πανηγύρι και μετά…
Κάποια στιγμή ο Κ., σαν να είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου, στρέφεται προς εμένα, και αρχίζει με βαριά, πλην μελωδικότατη, παλλόμενη και παθιασμένη σπαρακτικά φωνή να τραγουδάει, κοιτώντας με βαθιά στα μάτια, ενώ εγώ, ακούγοντας τις πρώτες λέξεις του τραγουδιού και μη αντέχοντας αυτό το βλέμμα απέστρεψα το δικό μου, κάνοντας ότι ελέγχω το μαγνητόφωνο: «Αχ σήκω Λενιώ μου κι άνοιξε –άεντ’ ωρέ Λενιώ μου– κι άνοιξε και στρώσε μου να πέσω / μένα Λενιώ μ΄ με λάβωσαν στο χέρι και στο πόδι / σύρε Λενιώ μ’ για τους γιατρούς, γιατρούς και νοσοκόμες / για να μου γειάνουν –άεντ’ ωρέ Λενιώ μου– την πληγή…». Και σαν να μην έφτανε αυτό, συνέχισε απολογητικά, με μια μελωδία σαν ψαλμωδία, με το γύρισμα: «Αααχ, συμπάθησέ με γειτονιά πού ’ρθα να τραγουδήσω / για μια κοπέλα π’ αγαπώ κ’ ήρθα να της μιλήσω. / Ξύπνα περδικομάτα μου να ’ρθώ στην αγκαλιά σου..», για όποιον δεν κατάλαβε, που λένε. Αμέσως μετά το γύρισε και με φωνή όλο παράπονο τραγούδησε: «Ανέβηκα σε μια μηλιά να κόψω ένα μήλο μα η μηλιά δε μ’ άφησε να κόψω ούτ’ ένα φύλλο…» Όσο τραγουδούσε, ήταν ωσάν να ορκίζεται ενώπιον της «γεροντικής» τον έρωτά του. Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Είδα τα δικά του μάτια να βγάζουν φωτιές, το βλέμμα του να τρυπάει την ψυχή μου.
Οι γέροντες που τον είχαν ακούσει κρατώντας του μουρμουριστά σιγόντο, καταλαβαίνοντας το όριο, την κρίσιμη στιγμή, σιωπούν κρυφογελώντας. Είχα την απόλυτη επίγνωση, με τα δικά μου προσωπικά όσο και εθνογραφικά κριτήρια, ότι βίωνα κάτι μοναδικό, που μια φορά μόνο μπορεί να συμβεί στη ζωή του ερευνητή. Για όσους δεν είναι μυημένοι ή ευαίσθητοι στην κοινωνική και επικοινωνιακή λειτουργία των δημοτικών τραγουδιών όπως αυτά επιτελούνται ζωντανά, συλλογικά, στο πλαίσιο κάποιας κοινωνικής ή θρησκευτικής περίστασης, είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφέρω εδώ γραπτά εκείνη τη μαγεία της μουσικής επιτέλεσης των τραγουδιών που λέει περισσότερα κι από τα λόγια. Να αναπαραστήσω εκείνη τη φανερή, τη δηλωμένη όσο και την άρρητη, υπόγεια επικοινωνία που δια-πλεκόταν τόση ώρα ανάμεσα στους γέροντες μεταξύ τους, στους γέροντες και τον Κ., στους γέροντες και σε μένα, στον Κ. και σε μένα και σε όλους μεταξύ μας, συνδυαστικά και με τα βλέμματα, τις χειρονομίες και με άλλους, φανερούς ή μη, παράγοντες που επιδρούσαν ταυτόχρονα σε αυτή την επικοινωνία μέσα στο χώρο του συγκεκριμένου καφενείου, στη συγκεκριμένη επιτέλεση, στη συγκεκριμένη περίσταση.
Ήμουν μαγεμένη, συνεπαρμένη, πολύ περισσότερο που εγώ αποτελούσα το σιωπηλό ερέθισμα, σαν η παρουσία μου να ήταν ένα είδος ζωντανού «αγάλματος» προς το οποίο απευθυνόταν και ταυτόχρονα εξαιτίας του οποίου εξυφαινόταν αντιφωνικά αυτή η ερωτική μουσική μυσταγωγία μέσα στο γλέντι. Έχοντας μάλιστα και την τύχη να φέρω όνομα ερωτικά «σεσημασμένο», «που έχει πολλά τραγούδια», όπως είχε βροντοφωνάξει και ο συμπέθερος, είχαν όλοι τη δυνατότητα να εκφραστούν μεταφορικά μεν ως προς την περίσταση αλλά ταυτόχρονα και να μη μου αφήσουν καμιά αμφιβολία, εμμέσως πλην σαφώς, ότι με αφορούσε προσωπικά το τραγούδισμα.
Για να μην αντιληφθούν οι άλλοι, και κυρίως ο Κ., αυτά που μου προκάλεσε το τραγούδισμά του, για να λύσω τα μάγια, σαν σπασίκλας ερευνητής, ζήτησα, ωστόσο ασυναίσθητα, μη μπορώντας τελικά να ξεφύγω από το ερωτικά μαγεμένο κλίμα της στιγμής, να μου ξαναπούν το τραγούδι της «Μάγισσας» που είχαν τραγουδήσει όταν πρωτομπήκαμε στο μαγαζί και δεν είχε καταγραφεί ολόκληρο στο μαγνητόφωνο.
Το τραγούδησε με μπρίο και με στεντόρεια φωνή ο γερο-συμπέθερος, ο οποίος με είχε καταπλήξει με την άνεση που συμμετείχε στον «ανδρικό κώδικα» που υποστήριζε τον Κ., παρ’ όλη την εξ αγχιστείας συγγενική σχέση τους, όσο βέβαια και ο ίδιος ο Κ., που δεν φαινόταν να ανησυχεί για πιθανή «προδοσία» εκ μέρους του, για τα καμώματά του, στην οικογένεια. Ωστόσο και αυτό το τραγούδι εντάχθηκε κατά έναν τρόπο στο σενάριο, στο «μύθο» που διαδραματιζόταν όλη αυτή την ώρα μέσα στο καφενείο: «Στό ειπα και στο –Βασίλω μου– σ’ τό ειπα και σ’ το παράγγειλα και μες στο γράμμα σ’ το ΄γραψα / σ’ τό ειπα να πας –Βασίλω μου– σ’ τό ειπα να πας να παντρευτείς και μένα να μην καρτερείς / εμένα με μαγέψανε στα ξένα με παντρέψανε / μου δώσαν μάγισσας τσουπί για να μην κάνω προκοπή…» Έχει γούστο, σκεφτόμουν, να λένε και Βασίλω τη γυναίκα του Κ., δεδομένου ότι μόλις πριν λίγο με είχε κατά έναν τρόπο, μέσω των τραγουδιών, «αρραβωνιαστεί» επίσημα, ενώπιον των γερόντων, καθώς μάλιστα αρκετά από τα τραγούδια που είχαν πει, είναι και γαμήλια και αυτό ήταν σε υπολανθάνουσα γνώση τους…
Ο Κ. σιωπηλός εντωμεταξύ, στον κόσμο του, παρ’ όλη την παρεμβολή του τραγουδιού της «Μάγισσας», ή ίσως ακόμα και εξαιτίας του, επιμένει, γίνεται όλο και πιο σπαραχτικά ερωτικός, απελπισμένα καλεστικός, θυσιαστικός, ζώντας μέσα στο μεθύσι το δράμα του και συνεχίζει με το τραγούδι: «Άααχ βαρέθηκα τα νιάτα μου και την παλικαριά μου / κι απόψε θα μαχαιρωθώ στην πόρτα τη δική σου / να πάει το αίμα μου νερό το αίμα μου ποτάμι. / Πιάσε και βάψε –αχ ρούσα μου- τα μαλλιά…» Τραγούδι που εγώ, παρ’ όλη την ταραχή μου και τη δραματικότητα της περίστασης, δεν μπορώ να μη σκεφτώ πόσο δεμένο είναι με το θυσιαστικό επάγγελμά του. Και αμέσως μετά, απελπισμένα, συνεχίζει, με άλλο τραγούδι: «Άααχ να πέθαινα – να πέθαινα και να ’βρεχε, ν’ αργήσουν να με θάψουν / αχ να ιδώ κι όλους τους φίλους μου ποιος δάκρυσε για μένα / να ιδώ και την αγάπη μου αν θα φορέσει μαύρα…»
Τελειώνοντας, σηκώνεται απότομα και σημαίνει αναχώρηση, σκουντώντας με στο το χέρι. Και οι γέροντες είχαν αποκάμει, αρκετοί είχαν φύγει ήδη, το γλέντι σχόλασε. Μαζεύω το μαγνητόφωνο σκοτισμένη, ταραγμένη, μη μπορώντας και μη θέλοντας εκείνη τη στιγμή να διαχωρίσω το προσωπικό μου βίωμα και την ερωτική μου ζάλη από τη συμμετοχή του ερευνητή, από τη χαρά της καταγραφής των τραγουδιών, την εμπειρία μιας ζωντανής επιτέλεσης γλεντιού και τη λειτουργία των τραγουδιών μέσα σε αυτό, πρώτη μου φορά ως ερευνήτρια. Εκείνη την ώρα όμως υπερίσχυε όλων το να νιώθω ότι είχα την τύχη να γίνω μύστης ενός τελετουργικού ερωτικού κώδικα πρωτόγνωρου για μένα, από έναν «κυνηγό» που ξέρει πώς να στήνει τα ξόβεργά του μαστορικά για να πιάσει το θήραμα, επίμονος, ευρηματικός, παθιασμένος, ακαταπόνητος… Ένιωθα ότι κι εγώ, σαν την «πέρδικα που καυχιότανε σ’ ανατολή και δύση / πως δεν ευρέθη κυνηγός για να την κυνηγήσει…», κινδύνευα να πιαστώ στο ερωτικό του δόκανο, όσο κι αν συνειδητοποιούσα ότι το κυνήγι ήταν τρόπος ζωής για τον Κ. Από τα όσα έβλεπα και βίωνα, υπέθετα ότι δεν θα ήμουν η μόνη που κυνηγούσε, αλλά ότι αυτή τη στιγμή ήμουν για εκείνον ένα εξαιρετικά επιθυμητό και ευάλωτο θήραμα, πολύ περισσότερο που έβλεπε ότι αντιστέκομαι, ότι έπρεπε να καταβάλει όλη την τέχνη του για να με «πιάσει». Πόσο μάλλον που εγώ ήμουνα ευάλωτη παίζοντας στη δική του «έδρα», πρωτάρα στην επιτόπια έρευνα, για να έχω αποκτήσει ακόμα ισχυρά αντισώματα.
Μου ήρθε στο νου το ακριτικό τραγούδι «Ο Κωνσταντής κι ο μαύρος του» (το άλογό του δηλαδή), τόσο ταιριαστό στην περίσταση που ζούσα, που της έδινε με την ποιητική υπερβολή του και υπερβατικό νόημα: 

Καλότυχη, καλόμοιρη του Κωνσταντίνου η μάνα
οπόχει Κώσταν όμορφο με γρίβα παιγνιδιάρη,

καβαλικεύει χαίρεται, πεζεύει καμαρώνει.
Χίλιοι κρατούν το γρίβα του, χίλιοι τον καλλιγώνουν
κι άλλοι χίλιοι παρακαλούν «αφέντη καβαλίκα»
κι αυτός δεν καταδέχεται τη σκάλα να πατήσει
κι η σκάλα ήταν μάλαμα, αγνό μαργαριτάρι,
κι όσα κορίτσια κι αν τον δουν, όλα φιλί του δίνουν.
Χίλια κορίτσια φίλησε, μυριάδες παντρεμένες
και πέντε δέκα παπαδιές και τρεις καλογριοπούλες
κι ένα κορίτσι όμορφο δε μπορεί να το γελάσει.
Αν ξόδιασε κι αν ξόδιασε χίλια τρακόσα γρόσια
στη σκάλα της κατασκαλής εννιά πύργους ασήμι
και άλλους έξι μάλαμα και τρεις μαργαριτάρι.
Και φόντας τ’ αποξόδιασε, βγήκε στο παραθύρι.
«Κώστα μου μην ξοδιάζεσαι, μη χάνεις και το βιο σου!»
Και πάησε για μαγιόγαλο την κόρη να μαγέψει.
Φόντας την απομάγεψε κίνησε για κοντά του.
«’Θελα σε ρίξω στο θεό και κεΙ στην Παναγία.
Να κάνεις όρκο και σταυρό μην έχ’ς άλλη γυναίκα».
«Όρκο κάνω στο γκόλφι μου κι όρκο στο χαϊμαλί μου.
Άλλην γυναίκα δεν έχω άλλην από τ’ εσένα».
Κι ο γρίβας αποκρίθηκε απ’ τον νταβλά δεμένος
―Xίλια κορίτσια φίλησε, μυριάδες παντρεμένες
και πέντε δέκα παπαδιές και τρεις καλογριοπούλες”[2]

Φύγαμε και μπαίνοντας στο φορτηγό μαζί και με τον συμπέθερο, συνήλθα, ξαναβρέθηκα στην πραγματικότητα, λύθηκαν τα μάγια…»

Επίλογος

Η παραπάνω εθνογραφική και προσωπική συνάμα αφήγηση που κατατίθεται εδώ ασχολίαστη, εγείρει πολλά ζητήματα σχετικά με όσα έχουν αναφερθεί παραπάνω στην Εισαγωγή και άλλα. Ταυτόχρονα αναδεικνύει τη λειτουργία των παραδοσιακών τραγουδιών μέσα σε συγκεκριμένη γλεντική περίσταση: το πώς οι τραγουδιστές-φορείς της τοπικής μουσικής παράδοσης αλληλεπιδρούν εμπνεόμενοι από τα ερεθίσματα της συγκυρίας και πώς αντλώντας από τα μνημονικά αποθέματα τραγουδιών που διαθέτουν, δραματοποιούν την περίσταση επιτελεστικά, στο πλαίσιο του εορταστικού γλεντιού και ανεπανάληπτα, επΙτόπου. Όσο για τον εθνογράφο ερευνητή, ευρισκόμενο συνεχώς κατά την ευαίσθητη επιτόπια εργασία του «σε κρίση», παραθέτω τα εξής αποσπάσματα:

«Αυτή η αλλαγή στις συνήθειες επέρχεται βαθμιαία και είναι υποχρεωτική. Μπορεί να αφορά τους βιολογικούς ρυθμούς του ερευνητή, καθώς συχνά καλείται να ξενυχτήσει, να ξυπνήσει νωρίς ή να ξαγρυπνήσει, υιοθετώντας ρυθμούς της κοινότητας που δεν είναι απαραίτητα δικοί του. Δεν είναι αυτονόητο ότι ο καθένας από εμάς συνηθίζει γενικότερα να ξημερώνεται χορεύοντας (και πίνοντας) –ή μοιρολογώντας, στον αντίποδα–, ή ότι ξυπνάει αξημέρωτα για να πάει (νηστικός) να προσκυνήσει μέσα από δύσβατα μονοπάτια, ή ότι αποτραβιέται από τις 8-9 το βράδυ γιατί σταματάει η δημόσια ζωή της καθημερινότητας, κ.ο.κ.[3] […] Aυτή η «ταλάντωση» μεταξύ δύο κόσμων, […], σταθεροποιείται ως επιτόπιος βηματισμός στο πεδίο της εθνογραφικής έρευνας τη στιγμή που ο ερευνητής πεδίου συνειδητοποιεί ότι ο ίδιος στέκει ανάμεσα, όπως ο ηθοποιός στη σκηνή και το καμαρίνι του, με τη συνειδητότητα της επιτελεστικής παρουσίας και του κοινωνικού ρόλου που αυτή συνεπάγεται. Πρόκειται για μια μεταμόρφωση, η οποία συντελείται με μεγάλο βαθμό ειλικρίνειας από την πλευρά του εθνογράφου και την οποία δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση και κανείς να χαρακτηρίσει “υποκριτική”, καθώς μαθαίνει το ίδιο το σώμα να συμμετέχει στα κοινά της εθνογραφικής έρευνας...»[4]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: