Έρωτας, νοσταλγία, χαρά, θλίψη… είναι κάποια από τα αφηρημένα ουσιαστικά που χρησιμοποιούμε συνήθως για να εκφράσουμε συναισθήματα και ψυχολογικές καταστάσεις. Όμως, στα δημοτικά τραγούδια και στα λαϊκά δίστιχα σπάνια συναντάμε τα ουσιαστικά αυτά. Συνήθως τα έντονα συναισθήματα εκφράζονται με μεταφορές, παρομοιώσεις και εικόνες, όπως για παράδειγμα στα δίστιχα:
Ξενιτεμένο μου πουλί, έλαβα τη γραφή σου,
στο στήθος μου την έβαλα κι είπα «καρδιά δροσίσου».
Όντα σε συλλογίζομαι, σχίζομαι σαν καλάμι
κι ο νους μου τρέχει απάνω σου σαν σιγανό ποτάμι.
Λαβωματιά λαβωματιά έγινε το κορμί μου
επειδή:
τα ματάκια σου με σφάξαν όταν με πρωτοκοιτάξαν.
Ο κυριολεκτικός και ανεικονικός αφαιρετικός λόγος, όπως φαίνεται από τα παραπάνω δίστιχα, δεν αρκεί στον άνθρωπο των παραδοσιακών κοινωνιών για να εκφράσει τη νοσταλγία και τον έρωτα. Έτσι, «αδράχνει» το σώμα και με παρομοιώσεις, εικόνες και μεταφορές μιλά για τα πάθη της ψυχής.
Καθώς όμως «μιλάμε όπως σκεφτόμαστε και σκεφτόμαστε όπως μιλάμε», στην ερμηνεία της σχέσης των παραπάνω τροπισμών του λόγου με την κοινωνική πραγματικότητα, ίσως να βοηθούν οι απόψεις του Condillac, που αναζήτησε την απαρχή των γλωσσών. Οι άνθρωποι, γράφει, έδωσαν πρώτα ονόματα στα αντικείμενα που προορίζονταν για να ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες και, παρατηρώντας τι συνέβαινε μέσα τους, έδωσαν ονόματα και σε αυτά που είμαστε σε θέση να νιώσουμε. Οι πρώτες λέξεις σήμαιναν, λοιπόν, αισθητηριακές πράξεις και αργότερα εξοικειώθηκαν με τους αφηρημένους όρους και οι άνθρωποι άρχισαν να διακρίνουν την ψυχή από το σώμα. Έτσι, ένα σημείο που κατέληγε αρχικά σε μια σωματική πράξη, απέβη το όνομα μιας ψυχικής διεργασίας.
Τότε χάθηκε και η ποιητικότητα της γλώσσας. Πριν, σχολιάζει ο ίδιος, το ύφος της γλώσσας ήταν ποιητικό, διότι «ζωγράφιζε» τις ιδέες με χειροπιαστές εικόνες‧ αλλά, καθώς εμπλουτίστηκαν οι γλώσσες, η φωνή ποίκιλλε λιγότερο, η αγάπη για τα σχήματα και τις μεταφορές μειώθηκε ανεπαίσθητα, και το ύφος πλησίασε την πρόζα, απομακρυνόμενο από την ποίηση.
Αναμφίβολα, οι αφαιρέσεις και οι κατηγοριοποιήσεις ανάλογα με τα κοινά χαρακτηριστικά είναι απολύτως απαραίτητες. Όμως, γράφει ο Condillac, αυτή η αφαιρετική διαδικασία απλώθηκε καταχρηστικά και συχνά συσκοτίζει, διότι οι άνθρωποι βλέπουν τα πράγματα ανάλογα με την εμπειρία τους και δεν είναι πάντα εύκολο να συλλάβουν το νόημα ενός όρου στο ακριβές του εύρος.
Ο λαός φαίνεται ότι διαισθάνεται αυτές τις αδυναμίες και την ανεπάρκεια της αφαιρετικής γλώσσας να εκφράσει συναισθήματα που συγκλονίζουν ή να περιγράψει σώματα αγαπημένα, και ακολουθεί πιο σίγουρους δρόμους: Ο άνθρωπος των παραδοσιακών κοινωνιών επιστρέφει στο συγκεκριμένο, εκείνο που μπορεί να δει και να αγγίξει, όπως γινόταν στις απαρχές των γλωσσών, σύμφωνα με τον Condillac, όταν δεν είχαμε φτάσει ακόμη στην αφαιρετική σκέψη και κάθε φορά καλούμασταν να αντιμετωπίσουμε το ίδιο το πράγμα. Το πιο κοντινό και άμεσο που μπορεί να αδράξει είναι το σώμα και σ’ αυτό καταφεύγει. Και αυτό φαίνεται στο δημοτικό τραγούδι και στα δίστιχα που «εικονογραφούν» εκεί που δεν φτάνουν οι λέξεις, φανερώνοντας την ενότητα ψυχής και σώματος:
Δυο μάτια φως μου λαμπερά είναι τα δυο σου μάτια
κι όποιου κοιτάξουν την καρδιά την κάνουνε κομμάτια.
Τα μάτια σου τα όμορφα και το γλυκό σου βλέμμα,
μου πήραν απ’ την κεφαλή το νου μου και το πνεύμα.
Μελαχρινό μου πρόσωπο, μέλι με τη γλυκάδα,
φαρμάκι που μ’ επότισες τούτη την εβδομάδα.
Το σώμα γίνεται το κέντρο και σ’ αυτό εδράζουν τα συναισθήματα. Παράλληλα όμως, μπορούμε να δούμε και τις «φυγόκεντρες δυνάμεις» που απομακρύνουν από αυτό. Δηλαδή, ενώ ο άνθρωπος για να εκφράσει συναισθήματα –ερωτικά, εν προκειμένω– επιστρέφει στο σώμα και τα συγκεκριμενοποιεί, για να περιγράψει το σώμα που προκάλεσε τον έρωτα φεύγει από αυτό και αναζητά μεταφορές και παρομοιώσεις στη φύση, στα πράγματα. Η «κερασομάγουλη», «βεργολιγνολυγερή», «φεγγαρομαγούλα», «περδικόστηθη» είναι εκείνη που γεννά πάθη και ο ερωτευμένος τής λέει:
Τα μάτια σου είναι σαν ελιές, που βγάνουνε το λάδι,
τα φρύδια σου καμαρωτά σαν δυο μερών φεγγάρι.
Τα μάτια σου είναι γιουλ-μπαξές, τα φρύδια σου ντιβάνι
κι όποιος γυρίσει και σε ιδεί το νου του τονε χάνει.
Το στόμα σου είναι ζάχαρη, το μάγουλό σου μήλο,
το στήθος σου παράδεισος και το κορμί σου κρίνο.
Τέσσερα φύλλα έχει η καρδιά, τα δυο μου ’χεις παρμένα
και τα άλλα δυο μού τ’ άφησες ξερά και μαραμένα.
Και αυτό, βέβαια, είναι τέχνη, είναι ποίηση, καθώς το πλήρες νόημα δεν εκφωνείται άμεσα αλλά αναπαριστάνεται μεταφορικά ή με παρομοίωση.
Οι μεταφορές βασίζονται στις οικείες χρήσεις της γλώσσας και δεν χρειάζονται ερμηνεία αλλά σύγκλιση των κόσμων του αποστολέα του μηνύματος και του παραλήπτη και αποδοχή της προκαθορισμένης δομής της γλώσσας και των συμβόλων. Η μεταφορά, όπως και η κυριολεξία, βασίζονται στη σύμβαση και τη μέθεξη, στα κοινά βιώματα, που καθιστούν κατανοητό το λεχθέν και επιτρέπουν στους ανθρώπους να συνεννοούνται· ο λόγος δηλαδή καθίσταται αναγνωρίσιμος μέσα στην κοινότητα.
Αυτή η κοινότητα, η άμεση επικοινωνία, η σύγκλιση του ψυχισμού, η βαθιά κατανόηση που χαρακτήριζαν τις σχέσεις των ανθρώπων των παραδοσιακών κοινωνιών αναδύονται μέσα από τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιούνται στα δημοτικά τραγούδια. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που τα δημοτικά τραγούδια έφτασαν σε μοναδικές συλλήψεις‧ το είχε πει ο Ν. Πολίτης: Ένας δημιουργεί το τραγούδι, αλλά «η συμφωνία αυτού προς την διανόησιν των πολλών» το τελειοποιεί, καθώς υπάρχουν μεν κοινά πάθη και παθήματα, αλλά και προσωπικά συναισθήματα που ωθούν τους αποδέκτες να κάνουν τις απαιτούμενες τροποποιήσεις.
Εν κατακλείδι, αναζητώντας τη σχέση των δημοτικών τραγουδιών και των λαϊκών δίστιχων με την κοινωνική πραγματικότητα, μπορούμε να πούμε ότι ο «ήχος» που ακούγεται σ’ αυτά είναι ο ήχος της ζωής σε περασμένους καιρούς. Όταν οι συνθήκες ήταν, βέβαια, δύσκολες, χωρίς τις ανέσεις που προσφέρει ο σύγχρονος κόσμος, αλλά οι άνθρωποι αναζητούσαν και έβρισκαν την ποίηση μέσα στην καθημερινότητα, στις μεταξύ τους σχέσεις, στη συμφωνία με τους ρυθμούς της φύσης‧ όταν ο κυκλικός χρόνος και η αέναη επανάληψη καθησύχαζαν τους ανθρώπους και επέτρεπαν στο βλέμμα να «αγγίζει» τον κόσμο γύρω.
Και τότε τα συναισθήματα «ηχούσαν», κοινοποιούνταν με έναν λόγο συγκεκριμένο μεν αλλά με τροπές, δηλαδή ποιητικό, που υπονοούσε την ενότητα όλων –ορατών και αοράτων– και τη συμπόρευση με τη φύση. Μια ενότητα που η απώλειά της στον σύγχρονο κόσμο, συνειδητά ή ασυνείδητα, μας ταλανίζει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δημητρίου Ν., Λαογραφικά της Σάμου, τόμ. Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄, Αθήνα 1983, 1986, 1986, 1987, 1987, 1993, 1996.
Λυδάκη Άννα, Ίσκιοι κι αλαφροΐσκιωτοι. Λαϊκός λόγος και πολιτισμικές σημασίες, εκδ. Παπαζήση 2012.
Μερακλής Μ.Γ., Ελληνική λαογραφία, εκδ. Καρδαμίτσα 2011.
Μπουκάλας Παντελής, Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, εκδ. Άγρα 2016.
Παπαγιώργης Κωστής, Λάδια ξίδια, εκδ. Καστανιώτη 2002.
Condillac E.B. de, Δοκίμιο περί της καταγωγής των ανθρωπίνων γνώσεων (Όπου όλα τα σχετικά με την ανθρώπινη νόηση ανάγονται σε μιαν αρχή (μτφρ. Ευθ. Σπετσιέρης, επιμ. Α. Λυδάκη), εκδ. Καστανιώτη 2001
Donoghue D., Metaphor, Harvard University Press, Κέμπριτζ 2014.
Lacoff G. & Johnson M., Metaphors we live by, University of Chicago Press, ΗΠΑ 2003.
Sacks Sh. (επιμ.), On Metaphor, The University of Chicago Press, Σικάγο & Λονδίνο 1984.