Ο περιπέτειες της Έλλης στη ζωή και στη δισκογραφία

Ο περιπέτειες της Έλλης στη ζωή και στη δισκογραφία


Ένα από τα τραγούδια που κουβαλάνε ένα μεγάλο μυστήριο και μια παρεξηγημένη ιστορία είναι η πολυσυζητημένη και πολυξακουσμένη «Έλλη». Η «Έλλη», με τις τόσο πολλές παραλλαγές της, σε μουσικό και κυρίως σε στιχουργικό αλλά και σε ερμηνευτικό επίπεδο, είναι μια περίπτωση άξια μελέτης και προσοχής για τη διαφοροποίηση παραλλαγή των στίχων της και τη διάδοση και τη διάσωσή τους στο χρόνο. Πρόκειται φυσικά για ένα τραγούδι άγνωστης πατρότητας, καθώς δεν γνωρίζουμε τον δημιουργό του. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία που το συνοδεύει, όπως θα δούμε παρακάτω, οριοθετεί τη δημιουργία του σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, και ακριβέστερα μετά το 1915.
Ακόμα και αν δεν γνωρίζουμε τον δημιουργό του, δεν μιλάμε για ένα τραγούδι που χάνεται στο παρελθόν, στα βάθη των αιώνων, αλλά για ένα τραγούδι που τραγουδήθηκε από κάποιους από τους «εκπροσώπους» του λεγόμενου σμυρναίικου και ρεμπέτικου ρεπερτορίου και το οποίο μεταφέρθηκε γρήγορα στο αστικό περιβάλλον, μέσω της δισκογραφίας. Η «Έλλη» ηχογραφήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, γνώρισε πολλές διαφορετικές εκτελέσεις και ερμηνεύτηκε από τραγουδιστές της εποχής. Ενώ λοιπόν δημιουργήθηκε και διαδόθηκε μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον και πλαίσιο, γεγονός που το εντάσσει επάξια στο πεδίο της αστικής λαϊκής μουσικής, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον επειδή ταυτόχρονα εμπεριέχει αρκετά από τα στοιχεία εκείνα που κομίζει ένα δημοτικό τραγούδι, χωρίς βέβαια να λογίζεται ως ένα τέτοιο.

Για το παρόν κείμενο άντλησα πληροφορίες από το άρθρο του Παναγιώτη Κουνάδη για το τραγούδι στην ιστοσελίδα του vmrebetiko.gr, από την καταγραφή του Μικρασιάτη τραγουδιστή Δημήτρη Μπαζέου από τη Μαρία Ασβέστη, από το άρθρο του Αριστομένη Καλυβιώτη «Έλλη Τενεκίδου Περιβόλα - Μια δυναμική γυναίκα της εποχής της, ήταν η ηρωίδα του ομώνυμου σμυρναίικου τραγουδιού “Έλλη”» (Μετρονόμος, τεύχ. 35, 2015) και από ένα άρθρο του Θοδωρή Κοντάρα στην εφημερίδα Μικρασιατική Ηχώ (αρ. φύλ. 403, Νοέμβριος 2009). Οι δύο βασικές πηγές ήταν η μαρτυρία της εγγονής της Έλλης Περιβόλα-Πιπίνη στον Θοδωρή Κοντάρα καθώς και η μαρτυρία της ανιψιάς της Έλλης, ονόματι Ελένη Περιβόλα-Σιδηροπούλου και της κόρης της Αγγελικής Σιδηροπούλου-Σασσού στον γιο της τελευταίας, τον Μιχάλη Σασσό.
Αν και γνώριμη η ιστορία που συνοδεύει το τραγούδι, θα αναφερθώ εν τάχει στα γεγονότα που ενέπνευσαν τη δημιουργία του, και πάντοτε σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλώ από τις πηγές που προανέφερα. Η Έλλη (Ελένη Τενεκίδου το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε και έζησε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας το 1886. Ήταν σύζυγος του Γιάννη Περβόλα και μητέρα έξι παιδιών. Όταν περίπου το 1915-1917 ο άντρας της έφυγε από τη Σμύρνη και ήρθε στην Ελλάδα για να καταταγεί στον στρατό, αποφεύγοντας έτσι την κατάταξή του στα τάγματα εργασίας Αμελέ Ταμπουρού, η Έλλη έμεινε στην πατρίδα της, μεγαλώνοντας πλέον μόνη τα παιδιά της. Μένοντας όμως πίσω με το σόι του άντρα της, άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα και να βρίσκεται σε δυσμενή θέση, επειδή δεν της έδιναν το οικονομικό μερίδιο του άντρα της που τας αναλογούσε. Η οικογένειά της ζούσε πλέον σε συνθήκες φτώχειας.
Μετά από όλα αυτά, η Έλλη αποφάσισε να καταφύγει στο δικαστήριο εναντίον των αδερφών του άντρα της, όπου ο Τούρκος δικαστής τη δικαίωσε. Όταν ο άντρας της απέστρεψε στην πατρίδα του, έμαθε την ιστορία από τα αδέρφια του, τα οποία είχαν ντροπιαστεί, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να χωρίσει λίγο αργότερα. Η φήμη βέβαια που κυκλοφόρησε μέσα από όλη αυτή την ιστορία ήταν ότι η Έλλη «πήγε» με τον Τούρκο κομισέρη,[1] προκειμένου να εξασφαλίσει μια ευμενή για αυτήν απόφαση του δικαστηρίου και ότι παράτησε τον άντρα της και τα παιδιά της για να ζήσει με τον Τούρκο. Η παραπάνω περιγραφή βασίζεται στα λόγια της εγγονής της, που της τα μετέφερε η μητέρα της η Ζωή, η οποία με τη σειρά της τα είχε ακούσει από την ίδια την Έλλη.
Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η προσθήκη περαιτέρω πληροφοριών γύρω από τα γεγονότα που ενέπνευσαν τους στίχους του τραγουδιού. Εδώ δεν καταγράφεται κάποιου είδους πρωτότυπη έρευνα, απλώς συγκεντρώνονται και παρατίθενται οι υπάρχουσες πληροφορίες, μια και κρίνω σπουδαία ευκαιρία να ξαναδιαβαστεί η περιβόητη ιστορία. Άλλωστε οι μαρτυρίες των συγγενικών προσώπων της «επίμαχης» Έλλης είναι αδιάψευστες πληροφορίες για το τι ακριβώς συνέβη έναν αιώνα πριν.
Αν κάτι επιδιώκω με τη συγγραφή αυτού του παρόντος άρθρου, αυτό είναι ο σχολιασμός της στιχουργική; ποικιλομορφία; που παρατηρείται μέσα στη ροή της δισκογραφίας του εν λόγω κομματιού. Ο θεματικός πλουραλισμός στην επιλογή των στίχων, άλλοτε με αναφορές σε πραγματικά στοιχεία και άλλοτε όχι, και, φυσικά, η αλλαγή και εντέλει η διαστρέβλωση της ίδιας της ιστορίας του τραγουδιού, ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα, δίνουν τροφή για κάποια χρήσιμα συμπεράσματα. Η Έλλη πλήρωσε το μάρμαρο της πατριαρχίας της εποχής της, διότι όχι μόνο τόλμησε να αφήσει τον άντρα της, αλλά παράτησε και τα παιδιά της όλα. Σαν να μην έφτανε αυτό, αντί για τον άντρα της επέλεξε να ζήσει με τον Τούρκο, τον κατακτητή, θίγοντας μάλιστα και το θρησκευτικό της φρόνημα, καθότι ανήμερα Χριστουγέννων, και ενώ όλοι οι χριστιανοί πάνε στην εκκλησιά, η ίδια ήταν στους αγάδες.
Για τις κοινωνικές και ανθρώπινες προεκτάσεις του χωρισμού της βέβαια ούτε λόγος, καθώς αποσιωπώνται και δεν θίγονται σε καμία περίπτωση, παρότι η ιστορία δείχνει να είναι φρέσκια και η Έλλη ένα πραγματικό πρόσωπο που έζησε μέχρι και το 1969. Σαν πρόβατο επί σφαγήν, ανάγεται πολύ εύκολα σε παράδειγμα προς αποφυγήν, αφού οι στίχοι, τις περισσότερες φορές, την τοποθετούν στο κάδρο του προδότη. Αποκορύφωμα, κατ’ εμέ, η λέξη "κακούργα" που χρησιμοποιείται στο ρεφρέν. Κάποιοι στίχοι που υπαγορεύουν και αιτιολογούν τα παραπάνω σχόλια είναι οι εξής: «Γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη», «Ανήμερα Χριστούγεννα χτυπούσαν οι καμπάνες, οι χριστιανοί στις εκκλησιές κι η Έλλη στους αγάδες». Το υποτιμητικό «Αχ κακούργα Έλλη, φαντάρος δε σε θέλει» ενισχύει την προδιάθεση του αφηγητή να ντροπιαστεί η γυναίκα αυτή. Σε μία περίπτωση πάντως ακούγεται μια πιο συγκαταβατική παραλλαγή των στίχων: «Έλλη μου τα καμώματα δεν είν’ όλα δικά σου, μόν’ φταίει ο Τούρκος το σκυλί που πήρε τα μυαλά σου» (Παλλάς, Αθήνα) (βλ. άρθρο Αριστομένη Καλυβιώτη). Εδώ δηλαδή η Έλλη παρουσιάζεται σαν θύμα του Τούρκου. Επίσης, ορισμένα δίστιχα, όπως αυτά του Γιώργου Κατσαρού, δικαιώνουν την επιλογή της Έλλης και την επιβραβεύουν: «Η Έλλη, άντε, τ’ απεφάσισε λεβέντισσα να ζήσει, και δε τη νοιάζει, άντε, στο ντουνιά στους δρόμους κι ας ’πομείνει». Σε κάποιες εκτελέσεις, όπως σε αυτή με την Αμαλία Βάκα αλλά και σε αυτή με τη φωνή της Μαρίκας Παπαγκίκα (1920), αντί της λέξης κομισέρη χρησιμοποιείται το όνομα Λευτέρη. Κάτι τέτοιο πιθανότατα είχε να κάνει με τον φόβο της λογοκρισίας, γι’ αυτό και δεν αναφερόταν ο Τούρκος αξιωματικός. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το μεγάλο πλήθος των επανηχογραφήσεων του κομματιού ακόμα και σε ορχηστρική μορφή, όπως αυτή του βιολιστή Γιώργου Κόρου αλλά και του κλαρινίστα Κώστα Γκαντίνη. Αυτό δείχνει ότι ο σκοπός είχε ήδη κυκλοφορήσει σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου ως ορχηστρικό κομμάτι, χωρίς λόγια δηλαδή.
Είναι αξιοσημείωτο ότι πολύ λίγα χρόνια αφότου διαδραματίστηκε η ιστορία, το τραγούδι φωνογραφήθηκε (το 1919 έγινε η πρώτη ηχογράφηση) και πέρασε στη δισκογραφία μέσα από την ερμηνεία γνωστών τότε τραγουδιστών . Ταξίδεψε μάλιστα ταχύτατα, για τα δεδομένα της εποχής, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ωκεανού. Η ιστορία του τραγουδιού παραμένει κοινή σε όλες τις περιπτώσεις. Οι πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι, ο αφηγητής-ερμηνευτής κρατάει την ίδια «απόσταση». Αν και οι στιχουργικές διαφοροποιήσεις ελαφραίνουν ή βαραίνουν, αναλόγως, το κρίμα των επιλογών της Έλλης, η κεντρική ιδέα και το κεντρικό νόημα της ιστορίας, παραμένει αναλλοίωτο. Παρ’ όλα αυτά, οι μικρές στιχουργικές παραλλαγές αλλά και οι ελάχιστες διαφοροποιήσεις από τη μια εκτέλεση στην άλλη παρουσιάζουν ενδιαφέρον και δεν θα μπορούσαν παρά να μας φέρουν στο μυαλό τις παραλλαγές που συναντάει κανείς στο δημοτικό τραγούδι και στην προφορική μετάδοση των τραγουδιών από έναν τόπο σε κάποιον άλλο.
Η ειδοποιός διαφορά εδώ, βέβαια, έχει να κάνει με το ότι η παραλλαγή δεν πηγάζει από τη ζύμωση του λόγου μέσα από το ίδιο το κοινωνικό σύνολο, από τα ιδιώματα κάθε τόπου και οποιασδήποτε εθνολογικής παραμέτρου που θα δημιουργούσε νέες μορφές και σχήματα στην προφορική μετάδοση του τραγουδιού. Αντίθετα, προκύπτει από τον ίδιο τον ερμηνευτή κάθε ηχογράφησης, ή, σε κάθε περίπτωση, από τον όποιο υπεύθυνο διευθυντή ορχήστρας/παραγωγό/μουσικό της εκάστοτε ηχογράφησης. Άλλωστε, το τέλος του αυθεντικού δημοτικού τραγουδιού οριοθετείται αρκετά χρονιά πριν, κοντά στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι κοινωνίες οργανώνονταν πλέον διαφορετικά τρόπο και όχι όπως συγκροτούνταν μέχρι τότε οι αγροτικοί πληθυσμοί. Επίσης, ο παράγοντας του χρόνου που, στην περίπτωση του δημοτικού τραγουδιού επιτρέπει ή και ωθεί εκ των πραγμάτων στην αναδιοργάνωση και διαφοροποίηση των στίχων από περιοχή σε περιοχή, δεν υφίσταται ο δισκογραφικό πεδίο που αφορά την «Έλλη», όχι σε τέτοιο βαθμό. Αυτό το υποστηρίζω διότι οι ηχογραφήσεις στις οποίες αναφερόμαστε έγιναν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: μεταξύ του 1919 και του 1925. Κάποιες μάλιστα ερμηνεύτηκαν για δεύτερη φορά από τον ίδιο τραγουδιστή (π.χ. Μαρίκα Παπαγκίκα). Μπορεί λοιπόν να πει κανείς, αν είναι δόκιμος όρος, ότι δημιουργούνται τεχνητής φύσεως παραλλαγές, οι οποίες δεν προκύπτουν από το κοινωνικό σύνολο, αλλά από την παραγωγή της δισκογραφίας και τους καλλιτέχνες που την εκπροσωπούν.

Για του λόγου το αληθές, παραθέτω τις ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν μέσα στη δεκαετία του 1920 και του 1930:

Ελληνική Εστουντιαντίνα - Κωνσταντινούπολη 1920
Αμαλία Βάκα - αρχές της δεκαετίας του 1930, ΗΠΑ
Μαρίκα Παπαγκίκα
- Σικάγο 1925, Νέα Υόρκη 1925


Γιώργος Βιδάλης - Αθήνα 1925
Γιώργος Κατσαρός - Κάμντεν 16.6.1927

(Πηγή: vmrebetiko.gr, αρχείο Παναγιώτη Κουνάδη)

Οι ηχογραφήσεις του τραγουδιού δεν σταμάτησαν βέβαια εκεί, καθώς τις επόμενες δεκαετίες το κομμάτι γνώρισε πολλές ακόμα επανεκτελέσεις, ακόμα και σε οργανική μορφή, όπως προαναφέρθηκε.
Πάντως, αντιλαμβανόμαστε το στιχουργικό ταξίδι που μπορεί να κάνει ένα τραγούδι όταν περάσει από το στόμα του ερμηνευτή στο στόμα του λαού και των ιδιωμάτων του, όταν σε παραλλαγή της Κύθνου συναντάμε τον στίχο «Έλλη πανάθεμα σε, μ’ έφαγες, δε με λυπάσαι» (βλ. Παντελής Μπουκάλας, Ο έρως και το έθνος, Άγρα, 2021). Ή, πιο κοντά στη γλωσσική εντοπιότητα, σε μια παραλλαγή της Σίφνου:

«Έλλη μωρή γιάντα, μ’ αρνήθηκες για πάντα».

Στην Ικαρία πάλι συναντάμε τους εξής στίχους:

Η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει και καρμανιόλα,
γιατί τα ομολόγησε τα μυστικά μας όλα.
Έλλη, μωρέ Έλλη, φαντάρος δε σε θέλει.

Και:

Η Έλλη θέλει σκότωμα κι η Δέσποινα μαχαίρι,
γιατί τα ομολόγησαν του γιου μου του μουσχέρη.
Έλλη, μωρέ Έλλη, φαντάρος δε σε θέλει.

Παραθέτω εδώ τους στίχους των δισκογραφημένων παραλλαγών του τραγουδιού:

1. Έλλη Έλλη (Ελληνική Εστουντιαντίνα, 1920)

Η Έλλη ήταν έμορφη, μαύρα ’ταν τα μαλλιά της,
μα αρνήθηκε τον άντρα της και όλα τα παιδιά της.
Έλλη, Έλλη, Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει,
εξόν να μετανιώσεις κι ένα φιλί τού δώσεις.

Η Έλλη θέλει ζάχαρη και χάσικο αλεύρι,
να κάνει τα γλυκίσματα να στείλει του Λευτέρη.
Έλλη, Έλλη, Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει,
εξόν να μετανιώσεις κι ένα φιλί τού δώσεις.

Ανήμερα Χριστούγεννα χτυπούσαν οι καμπάνες,
κι οι Χριστιανοί στην εκκλησιά κι η Έλλη με τσ’ αγάδες.
Έλλη, Έλλη, Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει,
εξόν να μετανιώσεις κι ένα φιλί τού δώσεις.


2. Η Έλλη (Αμαλία Βάκα)

Η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα
γιατ’ άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα.
Άμαν, άμαν, Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει,
γιατ’ είσαι φιλημένη, στη γάμπα τσιμπημένη.

Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι,
γιατ’ άφησε τον άντρα της να πάρει το Λευτέρη.
Άμαν, άμαν, Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει,
γιατ’ είσαι φιλημένη, στη γάμπα τσιμπημένη.

Ανήμερα Χριστούγεννα χτυπούσαν οι καμπάνες,
ο κόσμος πάει στην εκκλησιά και η Έλλη στους αγάδες.
Άμαν, άμαν, Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλε,ι
γιατ’ είσαι φιλημένη, στη γάμπα τσιμπημένη.


3. Η Έλλη (Μαρίκα Παπαγκίκα, Σικάγο 1925)

Η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα,
γιατί άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα.
Άμαν, άμαν, Έλλη, κανένας δεν σε θέλει,
γιατ’ είσαι φιλημένη, στα χείλη δαγκαμένη.

Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι,
γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε τον Λευτέρη.
Άμαν, άμαν, Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει,
γιατ’ είσαι φιλημένη, στα χείλη δαγκαμένη.

Η Έλλη θέλει σκότωμα θέλει καραμανιόλα,
γιατί ποτέ δεν άκουσε της μάνας της τα λόγια.
Άμαν, άμαν, Έλλη, κανένας δεν σε θέλει,
γιατί άφησες τον άντρα σου και πήρες τον Λευτέρη.


4. Η Έλλη (Μαρίκα Παπαγκίκα, Νέα Υόρκη 1925)

Η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα,
γιατί άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα.
Άμαν, άμαν, Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει,
γιατ’ είσαι φιλημένη, στα χείλη δαγκασμένη.

Η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα,
γιατί ποτέ δεν άκουσε της μάνας της τα λόγια.
Άμαν, άμαν, Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει,
γιατ’ είσαι φιλημένη, στα χείλη δαγκασμένη.

Γιά δώσ’ μου μιαν απόφαση, πως μ’ αγαπάς, πουλί μου,
αν μ’ αγαπάς, πουλί μου, για να γινώ σκλάβα σου, για όλη τη ζωή μου.


5. Η Έλλη (Γιώργος Βιδάλης, 1925)

Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι,
γιατ’ άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη.
Έλλη, Έλλη, Έλλη, φαντάρος δε σε θέλει,
εκτός να μετανιώσεις κι ένα φιλί του δώσεις.

Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι,
γιατ’ άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη.
Έλλη, Έλλη, Έλλη, φαντάρος δε σε θέλει,
εκτός να μετανιώσεις κι ένα φιλί του δώσεις.

Κρίμα σ' εσένα, Έλλη μου, κρίμα στην ομορφιά σου,
που άφησες τον άντρα σου και όλα τα παιδιά σου.


6. Α! Κακούργα Έλλη (Γιώργος Κατσαρός, 1927)

Βρε η Έλλη, άντε, θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι,
βρε η Έλλη, άντε, θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι,
γιατ’ άφησε, άντε, τον άντρα της και πήρε κομισιέρη.
Α βρε κακούργα Έλλη, φαντάρος δε σε θέλει,
γιατί είσαι φιλημένη από τον κομισιέρη.

Η Έλλη, άντε, τ’ απεφάσισε λεβέντισσα να ζήσει,
η Έλλη, άντε, τ’ απεφάσισε λεβέντισσα να ζήσει,
βρε και δε τη νοιάζει, άντε, στο ντουνιά στους δρόμους κι ας ’πομείνει.
Άμαν, αμάν, Έλλη ρε, κανένας δε σε θέλει,
γιατί είσαι φιλημένη, στη γάμπα τσιμπημένη,
α βρε, κακούργα Έλλη φαντάρος δε σε θέλει,
παράτησες τον άντρα σου και πήρες κομισιέρη.

Βρε, η Έλλη, άντε, θέλει ζάχαρη και ρούσικο αλεύρι,
βρε, η Έλλη, άντε, θέλει ζάχαρη και ρούσικο αλεύρι,
βρε να φτιάξει, άντε, τα γλυκίσματα να πά’ στον κομισιέρη.
Α βρε κακούργα Έλλη, φαντάρος δε σε θέλει,
γιατί είσαι φιλημένη από τον κομισιέρη.

Η Έλλη, άντε, επερπάτησε στης Σμύρνης τα σοκάκια,
η Έλλη, άντε, επερπάτησε στης Σμύρνης τα σοκάκια,
κι οι Τούρκοι, άντε, ενομίσανε πως είναι ραμαζάνια.




ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: