Στον ελληνόφωνο κόσμο, οι έντυπες μουσικές εκδόσεις ξεκινούν από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και πυκνώνουν στις αρχές του 20ού, οπότε πολλαπλασιάζονται και τα περιοδικά που αρέσκονται να συμπεριλαμβάνουν στις σελίδες τους καταγραφές δημοτικών μελωδιών σε ευρωπαϊκή ή σε βυζαντινή σημειογραφία, ή σε συνδυασμό των δύο. Σε όλες αυτές τις συλλογές, τα δημοτικά τραγούδια συγχρωτίζονται με αρχαία μέλη, εκκλησιαστικούς ύμνους, καθώς και με αρκετά δημοτικοφανή. Πέρα από το μόνιμο αιτούμενο της εναρμόνισης, στο πλαίσιο αυτό γίνεται επίσης προσπάθεια προσδιορισμού των μουσικών τρόπων, οι οποίοι προσφέρουν έρεισμα για να συνδεθεί το δημοτικό τραγούδι άλλοτε με την αρχαιοελληνική και άλλοτε με την εκκλησιαστική μουσική θεωρία, και με τις σχετικές γενεαλογικές ρητορικές.
Καθώς περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότεροι μουσικοί, κυρίως συνθέτες, ερευνητές, μουσικολαογράφοι και, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, εθνομουσικολόγοι, εμπλέκονται με την έρευνα της δημοτικής μουσικής. Παρά την άνθηση του είδους όμως, λίγες είναι οι περιπτώσεις όπου είναι ορατή η μεθοδολογία της συλλογής και η ταυτότητα των ερμηνευτών και των λοιπών πληροφορητών. Ο σκαπανέας του είδους Bourgault-Ducoudray, που επισκέπτεται την Αθήνα και τη Σμύρνη το 1875, δίνει αναπάντεχα πολλές πληροφορίες γι’ αυτούς που καταγράφει, και οι οποίοι περιορίζονται στο κλειστό διπλωματικό περιβάλλον που τον φιλοξενεί.[6] Το ίδιο και ο Γεώργιος Παχτίκος, ο οποίος επιχειρεί μια σαρωτική καταγραφή τραγουδιών από την Καππαδοκία μέχρι την Ήπειρο, και από τον Πόντο μέχρι την Κρήτη.[7] Δίχως άλλο, αυτό ακριβώς το συστηματικό του πνεύμα τον ωθεί να διακρίνει τους πληροφορητές του σε δύο τάξεις: στους άνω των 30 χρόνων, τους οποίους θεωρεί πιο αξιόπιστους, και στους νεότερους, για τους οποίους έχει την επιφύλαξη ότι αλλοιώνουν την «αυθεντικότητα» του δημοτικού τραγουδιού. Παρότι όμως η αυθεντικότητα αυτή τοποθετείται στον πυρήνα της έρευνάς του, τα κριτήρια με την οποία την προσδιορίζει είναι απλώς διαισθητικά:
Πολύ κοντά σε αυτήν τη μεθοδολογία κινείται μεταγενέστερα και ο Κωνσταντίνος Ψάχος. Η Συλλογή με τραγούδια της Σκύρου προέρχεται από τραγουδιστές οι οποίοι έχουν υπογράψει έγγραφες δηλώσεις, προς διασφάλιση της γνησιότητας του υλικού.[9] Ο ίδιος, σε αποστολή στο Αίγιο το 1910 με συνεργείο ηχογράφησης, σημειώνει χαρακτηριστικά:
Μέσα σε αυτό το πνευματικό πλαίσιο καθιερώνεται η έννοια του δημοτικού «άσματος»: η λέξη περιγράφει μια απλοϊκή μελωδία, της οποίας η αρχαϊκότητα, στο πεδίο τόσο της φόρμας όσο και της αισθητικής, επικυρώνει μια εξελικτική αντίληψη για τον αμόλυντο πλην ακατέργαστο κόσμο των χωρικών. Η αντίληψη αυτή, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αναδύεται μέσα από δύο βασικές επιλογές των συλλεκτών: την εξαίρεση της διαδικασίας καταγραφής από το πραγματικό λειτουργικό πλαίσιο των τραγουδιών και την αναζήτηση ερασιτεχνών ερμηνευτών. Οι επιλογές αυτές ευνοούν τις μουσικές απαγγελίες των κειμένων, που ταξινομούνται με φιλολογικά κριτήρια στους κύκλους «της ζωής» και «του χρόνου». Οι επαγγελματικές ερμηνείες, ή έστω οι δεξιοτεχνικοί τύποι τραγουδίσματος των καθιστικών και των κλέφτικων, μοιάζει να προκαλούν αμηχανία: οι αργόσυρτες και σε ελεύθερο ρυθμό ανεπτυγμένες φωνητικές αυτοσχεδιαστικές δομές είναι δύσκολο να αποδοθούν με τη μουσική σημειογραφία. Αντιθέτως, οι απλοϊκές μελωδίες είναι πιο εύκολες στη διαχείριση, και ως προς την κατανόηση της μορφής (σε σύγκριση με τη συγκρότηση μιας εκτενούς μελωδικής ανάπτυξης με αυτοσχεδιαστικούς καλλωπισμούς) και ως προς τη σημειογραφική αποτύπωση.
Πάνω στην αντιμετώπιση αυτή χτίζεται ο βασικός πυλώνας της συλλογικής αναπαράστασης του δημοτικού τραγουδιού ως πολύτιμου εθνικού τεκμηρίου, που είναι όμως απογυμνωμένο από ό,τι συγκροτεί την καλλιτεχνική του μουσική αξία, η οποία είτε αποσιωπάται είτε υποκαθίσταται από μια τυποποίηση κανονιστικού έως και λογοκριτικού χαρακτήρα.[11] Η «διάσωση» των μουσικών παραδόσεων της ελληνικής επικράτειας, όπως ενεργείται από πρωτοβουλίες θεσμικές ή ιδιωτικές, εμφορείται από τη λογική της ποσότητας και της γεωγραφικής αντιπροσωπευτικότητας και γυρνάει την πλάτη σε ό,τι αξιολογείται ως «εμπορικό». Κι ωστόσο το δημοτικό τραγούδι, ως ολικό κοινωνικό φαινόμενο, ανέκαθεν συναρτούσε την αισθητική του υπόσταση μεταξύ άλλων και με την οικονομία.
Οι πρώτες καταγραφές τραγουδιών, όπως είπαμε, στηρίζονται στη σημειογράφηση του σκοπού, είτε επιτόπου είτε από μνήμης. Η χρήση της ευρωπαϊκής σημειογραφίας, συνηθέστερη, έχει πλεονεκτήματα ως προς την αποτύπωση του ρυθμού, ενώ η εκκλησιαστική εξυπηρετεί περισσότερο την απόδοση των μουσικών διαστημάτων. Όμως και οι δύο αποτυπώνουν ένα μικρό μόνο μέρος της μουσικής έκφρασης. Αυτό που χάνεται στην κειμενική της εκδοχή δεν είναι απλώς ο ήχος, όπως χάνεται το χρώμα σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Στη μουσική μεταγραφή αποτυπώνεται μόνο το σχήμα που μπόρεσε να συλλάβει το αυτί του ερευνητή, η καλλιέργεια του οποίου παίζει καθοριστικό ρόλο στην αντίληψη του μουσικού όλου. Η ηγεμονική λόγια κουλτούρα των ερευνητών εμποδίζει την προσπέλαση της μουσικής ετερότητας του δημοτικού. Άλλωστε προτεραιότητά τους δεν είναι να την κατανοήσουν, αλλά μάλλον να την τιθασεύσουν. Η τεχνολογία της ηχογράφησης φέρνει ασφαλώς επανάσταση ως προς το ηχητικό διακύβευμα, αλλά δεν αρκεί για να λύσει τα σύνθετα προβλήματα που θέτει η πρόκληση της μελέτης των δημοτικών τραγουδιών.
Η πρώιμη αξιοποίηση της τεχνολογίας της ηχογράφησης για την επιστημονική έρευνα του δημοτικού έχει τέσσερα ορόσημα μέχρι τον μεσοπόλεμο: α) τις ηχογραφήσεις σε κέρινους κυλίνδρους από τον Hubert Pernot στη Χίο τα καλοκαίρια του 1898 και του 1899· β) τις δύο αποστολές στο Αίγιο και τους Λάκκους Χανίων το 1910-1911 για λογαριασμό του Ωδείου Αθηνών, που αποδίδουν ηχογραφήσεις σε κυλίνδρους· γ) τις ηχογραφήσεις Ελλήνων αιχμαλώτων στο Γκέρλιτς της Γερμανίας το 1917 με την αξιοποίηση κυλίνδρων για τις αφηγήσεις και επίπεδων δίσκων 78 στροφών για τα τραγούδια· και δ) τη μεγαλύτερη έως τότε επιχείρηση ηχογράφησης δημοτικών τραγουδιών, που τελεί υπό την αιγίδα της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου και υλοποιείται τον χειμώνα του 1930-1931 στην Αθήνα από τη Μέλπω Μερλιέ και τον Hubert Pernot, για λογαριασμό του νεοσύστατου Συλλόγου Δημοτικών Τραγουδιών, αποδίδοντας 222 δίσκους 78 στροφών.[12]
Όλο το παραπάνω υλικό, που προέκυψε από τη δυνατότητα ηχογράφησης ερασιτεχνών κατά βάση μουσικών, αξιοποιήθηκε μόνο επιστημονικά και δεν κυκλοφόρησε ποτέ ευρέως. Είναι αξιοσημείωτο δε πως οι δύο πρώτες αποστολές, του Pernot[13] και του Ωδείου Αθηνών,[14] ακολούθησαν την πεπατημένη, μεριμνώντας ώστε τα ηχογραφήματα να μεταγραφούν και να αποτελέσουν το κυρίως σώμα των συλλογών που εκδόθηκαν. Η πρακτική αυτή εγκαταλείπεται στις μεταγενέστερες δύο καμπάνιες, που παρέμειναν στα συρτάρια της αρχειοθέτησης: το υλικό του Γκέρλιτς μόλις πρόσφατα ανατέθηκε σε εκδοτική ομάδα, ενώ από τα τραγούδια των ηχογραφήσεων του 1930-1931 μερικά μόνο κυκλοφόρησαν σε δίσκους 33 στροφών και CD, μετά τη δεκαετία του 1980.