Η μία και «σωστή» εκδοχή

(Φωτ. αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)
(Φωτ. αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)



Το αξίωμα του ορθού, του αυθεντικού, του δέοντος, στις μουσικές ερμηνείες των δημοτικών τραγουδιών ουδέποτε εξέλιπε, παρ’ όλη την αύξηση των καταγραφών τα τελευταία χρόνια και την κοινή διαπίστωση ότι έχουμε πολλές εκδοχές του κάθε σκοπού και του κάθε τραγουδιού και ότι αυτό συμβαίνει μάλλον όχι τυχαία, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Κάποιοι ωστόσο επιμένουν να αξιώνουν ή να προβάλλουν μια εμμονή στο δέον, στο «σωστό», επικαλούμενοι κινδύνους (όχι πάντα άδικα ή αναίτια) αλλοτρίωσης, μιλώντας για τη «σωστή» μελωδία του τραγουδιού, όπως αυτή καταγράφεται στην τάδε συλλογή σε βυζαντινή ή ευρωπαϊκή σημειογραφία ή στη δείνα ηχογράφηση. Αυτή η εμμονή, που δεν σηκώνει παρεκκλίσεις, συχνά επικαλείται διάφορα επιχειρήματα, όπως η παλαιότητα της ηχογράφησης ή της καταγραφής ή το κύρος του δασκάλου-μελετητή που έκανε την καταγραφή ή οι μουσικές δεξιότητες ή η δημοφιλία του ερμηνευτή της συγκεκριμένης εκδοχής ενός σκοπού ή η εντοπιότητα των μουσικών εκτελεστών.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτό που προτείνεται ως το δέον, ως το ορθό, έχει τα χαρακτηριστικά μιας στατικής αλήθειας ή καλύτερα Αλήθειας, της μίας και μόνης, η οποία είναι αδιαμφισβήτητη και λειτουργεί ως απαρέγκλιτη νομιμότητα. Εμμονές βέβαια υπάρχουν ένθεν κακείθεν: και στην εμπορική δισκογραφία και «αγορά», η οποία έχει τις δικές της μόδες κατά καιρούς, αλλά και στην κυρίαρχη ιδεολογία, όπως αυτή διαμορφώνεται από λογίους και ακαδημαϊκούς, συχνά με έναν τόνο αυστηρό και ελεγκτικό.
Ωστόσο πρέπει να παραδεχτούμε ότι η άποψη πως η μουσική παράδοση είναι ένας θησαυρός που δημιουργήθηκε στο ένδοξο παρελθόν και πρέπει να αποθηκευτεί παγιωμένος για να μην τον χάσουμε, ίσως είναι και η κυρίαρχη και η πιο ορθή για τον μέσο νεοέλληνα άποψη περί αυτών των ζητημάτων, που καλλιεργείται επί σειρά δεκαετιών από εκπομπές στην ελληνική τηλεόραση και άλλους ανάλογους φορείς. Αυτό νομίζουν οι πολλοί, ότι σε ένα χρυσό κουτί βρίσκεται ο μουσικός θησαυρός, που πρέπει να μεταβιβάζεται ανόθευτος στις επόμενες γενεές.
«Ποιοι ήχοι είναι ιστορικά και αισθητικά ημέτεροι;», ρωτάει λόγιος ιεροψάλτης και καθηγητής της μουσικής, επισημαίνοντας τους κινδύνους του αλλότριου και επείσακτου μέλους και αναλύοντάς τους διεξοδικά. Αλήθεια, πού βρίσκεται αυτό το τρομερό όριο μεταξύ του ημέτερου και του υμέτερου στα μουσικά και κυρίως ποιος το ορίζει, ποιος «νομοθετεί»; Ο λαός; Έτσι γενικά και αδιαφοροποίητα; Ποιος ερμηνεύει κάθε φορά τη βούλησή του; Ο ειδικός, ο λαογράφος, ο μουσικολόγος; Με ποιον τρόπο άραγε;
Ενώ στον φιλολογικό κόσμο μας γίνεται ολοένα και περισσότερο γνωστή η πρακτική των πολλών παραλλαγών των ποιητικών κειμένων των δημοτικών τραγουδιών, και την κατανοούμε ως φυσική και νόμιμη σε ένα πλαίσιο ροής και πολλαπλότητας στον χρόνο και στον χώρο, στη μουσική τα πράγματα είναι πιο ομιχλώδη και ασαφή. Το στερεότυπο της «αυθεντικής» ηχογράφησης που κυκλοφορεί δεκαετίες τώρα ακολουθώντας την άνθηση της δισκογραφίας σχετίζεται συχνά με «μια προσέγγιση, στηριζόμενη στη ρομαντική, την εθνικιστική, την εξελικτιστική και την εκπολιτιστική ιδεολογία η οποία αναπτύσσεται πάνω στο θετικιστικό παράδειγμα των φυσικών επιστημών. Οι υποστηρικτές της αντιλαμβάνονται τη μουσική ως μουσειακό αντικείμενο που μπορεί να συλλεχθεί, να αποθηκευτεί, να συγκριθεί και να εξηγηθεί σύμφωνα με παγιωμένους κανόνες, παραβλέποντας τη ρευστότητα και τη διαφοροποίηση των ευρύτερων πολιτισμικών πρακτικών».
Η παρανόηση ξεκινάει πρωταρχικά από τον επιθετικό προσδιορισμό παραδοσιακός-ή-ό, ο οποίος δεν συνειδοποιείται ότι είναι προϊόν του αστικού πολιτισμού. Ο χωρικός, ο άνθρωπος της υπαίθρου, φυσικά και αγνοούσε αυτό τον όρο, όταν μιλούσε για τη ζωή του. Εκείνος έλεγε το τραγούδι, ο σκοπός, τα όργανα ή «τα παιγνίδια». Ο όρος «παραδοσιακός» προβάλλει ένα δέον, ένα όριο, του αστικοποιημένου πια πρώην χωρικού ή του απογόνου του, που στην πράξη δηλώνει ετερότητα και απόσταση. Για τον πρόγονο του νυν ανθρώπου της πόλης, οι πρακτικές αυτές, οι όψιμα αποκαλούμενες παραδοσιακές, ήταν το όλον, η ίδια του η ζωή, και αυτός μέρος τους, οπότε δεν υπήρχε η ανάγκη να τις ορίσει ως κάτι ξεχωριστό. Ακριβώς αυτές οι συμβιωτικές ομάδες όριζαν –και ακόμα σε κάποιες περιπτώσεις εξακολουθούν να ορίζουν– τα μέτρα και τα σταθμά που αληθεύουν οι μελωδίες των δημοτικών τραγουδιών. Οι μουσικές αυτές αληθεύουν και υποστασιοποιούνται στις κοινωνικές σχέσεις που προκύπτουν από αυτές τις συμβιωτικές ομάδες. Εξού και η πολλαπλότητα και η τεράστια ποικιλομορφία. Τα μέλη αυτών των συμβιωτικών ομάδων, ως ενεργητικοί ακροατές, ως συν-τελεστές χορευτές, στιχοπλόκοι, γλεντιστές και μουσικοί, συνδιαμόρφωναν το μουσικό γίγνεσθαι των σκοπών αυτών καίρια και πολλές φορές απρόσμενα. Δεν πρόκειται φυσικά για θεατές παραστάσεων αλλά για συν-δημιουργούς. Καμία στατικότητα, λοιπόν, παρά μόνο κίνηση, δημιουργία, παραλλαγή, ροή. Έτσι έχουμε την «Ιτιά αλά Μωραΐτα», τη «Λειβαδίτικη Ιτιά» ή την «παλιά Ιτιά», και κάθε φορά αναφερόμαστε σε αυτές τις συμβιωτικές ομάδες, τις πρακτικές και τις λειτουργίες τους, καθώς και σε πολλές άλλες εκδοχές της «Ιτιάς», οι οποίες δηλώνουν τρόπο ερμηνείας με καίρια στοιχεία συχνά πολύ διαφοροποιημένα το ένα από το άλλο, που παραπέμπουν σε αντίστοιχες δεξαμενές προφορικότητας.
Η μεγαλύτερη αίρεση, όψιμη συνήθεια (έντονα ηθικιστική) του αστικού πολιτισμού είναι να προβάλλεται η μία εκδοχή ενός σκοπού (συχνά δισκογραφική) ως η μόνη ορθή και αυθεντική. Οι σκοποί είναι ρέουσες μορφές που διαφοροποιούνται σε σχέση με τον χρόνο, τον χώρο και τα πρόσωπα. Συχνά, πρόσωπα όπως σημαντικοί μουσικοί ή χορευτές δίνουν το όνομά τους στον σκοπό, ορίζοντας μια νέα εκδοχή του με τον τρόπο ερμηνείας τους, που όμως τον έχει επιβραβεύσει και ξεχωρίσει η κοινότητα.
Εδώ ακριβώς είναι ένα ακόμη καίριο σημείο. Η πολλαπλότητα αυτή των εκδοχών των σκοπών που αναφέρω δεν είναι σαν αυτή του μετανεωτερικού πλαισίου που έχουν τα άτομα στα ζητήματα τέχνης, όπου κάθε ατομικότητα και ένα διαφορετικό σύμπαν. Οι εκδοχές αυτές έχουν από πίσω, κάθε φορά, την επικύρωση και τη «μυρωδιά» μιας μικροκοινωνίας, μιας συμβιωτικής ομάδας. Στις τρέχουσες συνθήκες του μετανεωτερικού πλαισίου, πολλές φορές οι προσεγγίσεις των δημοτικών τραγουδιών ως προς το μουσικό μέρος έχουν μια οριενταλική διάθεση, έναν ελαφρύ εξωτισμό που στέκεται σε εξωτερικά στοιχεία ή και εξωμουσικά (π.χ. η εμφάνιση ή η σκηνική παρουσία) και δεν χρειάζεται να λογοδοτήσει σε κανέναν. Από τις συμβιωτικές ομάδες έως αυτό το πλαίσιο υπάρχει μεγάλη απόσταση και στην ουσία αυτό που διαφοροποιείται έντονα είναι ότι υφίστανται πια διαφορετικές πολιτικές σχέσεις.
Αυτό το ξένο χέρι που μπαίνει αυθαίρετα να «διορθώσει» είναι αδιαμφισβήτητα ένα πρόβλημα, κυρίως επειδή συνήθως αποφεύγει να το δηλώσει. Και ενώ στους κόλπους του εμπορικού τραγουδιού των νεοδημοτικών εύκολα φαίνονται οι αυθαίρετες, συχνά αραβικές ή άλλες ανατολικές προσμίξεις, με αποτέλεσμα να δαιμονοποιείται ο χώρος αυτός και όλοι, ηθικολογώντας εύκολα, να στρέφουν τα πυρά τους εναντίον του, στον ακαδημαϊκό χώρο, στον χώρο της λογιοσύνης, τα πράγματα είναι πιο συγκεκαλυμμένα. Ο γραμμικός συσχετισμός ανάμεσα στην αρχαιοελληνική κληρονομιά, τον βυζαντινό πολιτισμό και τη λαϊκή-δημοτική παράδοση, που συχνά υπογραμμίζεται σε παραστάσεις ή εκδηλώσεις με έναν αφελή και γραφικό τρόπο, και τον οποίο τον χρεώνουν στον ρομαντισμό του 19ου αι., και παλαιότερα στην επιστήμη της Λαογραφίας, φαίνεται να είναι χαλκέντερος και να επιβιώνει και με άλλες, πιο μοντέρνες επιστήμες...
Ακριβώς επειδή τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, ή και βαρύγδουπα, πολλές φορές στον χώρο της λογιοσύνης δεν συνειδητοποιείται ότι η επίκληση του αυθεντικού και της λαϊκότητας είναι συχνά μια επίφαση και εντέλει μια επινοημένη παράδοση. Συχνά-πυκνά, μελετητές, σύλλογοι ή χοροδιδάσκαλοι έχουν δώσει δείγματα «λογοκρισίας» ή αλλοίωσης επί το καλλιεπέστερον ή και εκ θεμελίων κατασκευής δημουργημάτων που βαφτίζονται παραδοσιακά και κατατάσσονται στον τρόπο ερμηνείας που ο λαός εννοεί με την έκφραση «σχολικά».
Ο σκοπός υπό τον αρχαιοπρεπή τίτλο «Χορός Καρυάτιδων», ο οποίος υποτίθεται ότι προέρχεται από τις Καρυές της Αρκαδίας αλλά μοιάζει με γαλλικό εμβατήριο και ουδεμία σχέση έχει με τη μουσική τροπικότητα της συγκεκριμένης περιοχής, όπως επίσης και οι σκοποί «Σουσάνα» και «Χιλιδουνάκι μου γουργό», αμφότεροι δίπατοι χοροί, από τον Κέδρο της Καρδίτσας και την Πελασγία της Φθιώτιδας αντίστοιχα, είναι τόσο παράταιροι και αλλόκοτοι σε σχέση με τις πολιτισμικές περιοχές από όπου υποστηρίζεται ότι κατάγονται, παρουσιάζοντας τροπικές κινήσεις και διαστηματικές σχέσεις στις μελωδίες τους τέτοιες που δεν απαντούν πουθενά αλλού στην κεντρική στεριανή Ελλάδα, ώστε να θυμίζουν εκείνο το αρχαιοπρεπές χαριτωμένο που έλεγαν οι παλιοί φιλόλογοι: «ξένης χειρός όζει». Επίσης, συχνά, όταν κάποιες νεοδημοτικές δημιουργίες είναι αισθητικά εγγύτερες στο εθνικοπατριωτικό αφήγημα περνιόνται υπό τον μανδύα του επίσημου ως δημοτικά τραγούδια, όπως το πασίγνωστο «Δέλβινο και Τσαμουριά» ή η επωδός στα καθιστικά τραγούδια «γεια σας και χαρά σας, ηρωικά παιδιά, σε σας ανήκει η δόξα και η ελευθεριά».
Δεν συζητάμε για εισαγωγές, μουσικές γέφυρες, διαστηματικές τροποποιήσεις, ενορχηστρωτικές πρακτικές που προέκυψαν από υπερτοπικές «εθνικές» ορχήστρες κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο. Κάπως έτσι μας ξώμεινε το τουμπελέκι στη Ρούμελη και στον Μοριά και οι γλυκερές χορωδίες που τραγουδούν συγκερασμένα τριημιτόνια πιάνου σε καλαματιανά. Την ίδια στιγμή, ο ταμπουράς θεωρείται το εποπτικό όργανο εκμάθησης για τα δημοτικά μας τραγούδια και οι μαθητές σπεύδουν σε καλούς κατασκευαστές στην Τουρκία για να αγοράσουν σάζια, που μόλις περνούν τα σύνορα τα βαφτίζουν ταμπουράδες.
Και βέβαια, η επισήμανση αυτή δεν γίνεται από διάθεση καθαρολογίας ή αλίμονο ξενοφοβίας. Το αντίθετο. Γίνεται ακριβώς επειδή σε επίσημες παραστάσεις, εκδόσεις, εκπομπές δεν δηλώνεται η καλλιτεχνική ή η επιστημονική παρέμβαση του ιθύνοντος κάθε φορά, δηλαδή η προσωπική του θέαση, όπως συμβαίνει στην πράξη, αλλά αυτό χρεώνεται ανωνύμως στην παράδοση. Και για την ακρίβεια στην Παράδοση με πι κεφαλαίο, η οποία αντιμετωπίζεται και λατρεύεται ως ένθρονη θεότητα, που ως άχρονη ουσία διατρέχει τους αιώνες, μένοντας πάντοτε στο απυρόβλητο. Σχεδόν μεταφυσική οπτική. Άλλωστε, και η ίδια η μεταφορά της φιλολογικής κατηγοριοποίησης των δημοτικών τραγουδιών σε παραστάσεις δεν είναι αθώα. Το συγκείμενο μιας παραλογής που τραγουδιέται σε ένα γλέντι δεν είναι μια άλλη παραλογή εντός ενός βιβλίου. Είναι τα σώματα των ανθρώπων, τα πεζούλια, τα δέντρα, ο χορός, η ίδια η ζωή. Οι θεματικές παραστάσεις με τηλεοπτική συναισθηματολογία σε τι προσβλέπουν άραγε;
Το ζητούμενο δεν είναι φυσικά ούτε η ιεράρχηση ούτε καμιά διάκριση. Απλώς η κατανόηση των λειτουργιών και των φαινομένων. Διότι άλλο πράγμα είναι η αναβιωμένη ή η επινοημένη παράδοση και άλλο η προφορική. Άλλο το έμαθα από το γραμμόφωνο ή τον δίσκο και άλλο το βίωσα ζωντανά σε μια κοινότητα, σε μια γειτονιά, σε μια συμβιωτική ομάδα. Είμαστε τυχεροί που προλάβαμε και ζουν ακόμα –εκτός θεσμών και συλλόγων–πρακτικές, δρώμενα, τραγούδια και χοροί. Οι μόδες υπήρχαν πάντοτε. Τα τελευταία χρόνια, λειτουργώντας μέσα από επίσημα δίκτυα, δισκογραφία, τηλεόραση και ραδιόφωνο, επίσημη εκπαίδευση, οι παραδόσεις ρέπουν ίσως περισσότερο παρά ποτέ στην ομογενοποίηση. Αίφνης, ο «Αφούσης» ή η «Σβάρα» χορεύονται σε τεράστιους κυκλικούς χορούς στα Καλάβρυτα και το «Πατρούνινο» στην Καλαμάτα, ενώ δεν υπάρχει παράσταση που να λείπει το «Καίγομαι και σιγολιώνω» ή το «Γίνε πουλί μου» με την «Τριανταφυλλιά».
Η νέα αστική προσέγγιση αγαπάει (και μέσα από τις επιλογές της οργανωμένης εκπαίδευσης) σχεδόν αποκλειστικά το μικρασιατικό ρεπερτόριο, και αγνοεί, αν δεν υποτιμά, τις περισσότερες από τις υπόλοιπες μουσικές, ιδιαίτερα της στεριανής Ελλάδας. Κατά τα άλλα, απλά καθημερινά παιδιά μετατρέπουν σε λαϊκές πίστες τα βοσκοτόπια και τα αλώνια των χωριών τους, καταναλώνοντας άφθονο ουίσκι και χορεύοντας με μανία και μεγάλες δρασκελιές ένα μουσικό είδος βαλκανικής ποπ, που αν ξυπνούσε ο παππούς τους και τους έβλεπε, θα νόμιζε ότι έχουν εποικίσει την Ελλάδα εξωγήινοι.
Για την κατανόηση της πολλαπλότητας, της κίνησης, έναντι του πετρωμένου αϊστορικού χρόνου· για την κατανόηση των αλληλεπιδράσεων και των μετασχηματισμών, χρειάζεται πραγματικά νηφαλιότητα. Τα τραγούδια είναι πρώτα απ’ όλα χαρά και ομορφιά. Και οι παραδόσεις πολλές. Και ίσως το μόνο ένα που χρειάζεται να διαφυλαχθεί είναι ο πληθυντικός αριθμός των πολλών παραδόσεων έναντι της μίας άκαμπτης και κυριαρχικής Παράδοσης. Αυτό το κεφαλαίο Π κρύβει και ιδιοτέλεια, εκτός από κυριαρχικότητα. Και σίγουρα δεν είναι δικό μας...

Η μία και «σωστή» εκδοχή
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: