Επειδή το παραδοσιακό, το ανώνυμο, το αδέσποτο –όπως αρεσκόταν να το αποκαλεί η αλησμόνητη Αρλέτα– τραγούδι στο διάβα του στο χρόνο, παλιότερα δεν καταγραφόταν, ούτε με λέξεις ούτε με ήχους, αλλά μεταδιδόταν προφορικά από γενιά σε γενιά κι από τόπο σε τόπο, κουβαλούσε μαζί του συχνά διαφορετικά λόγια, διαφορετικούς ήχους εξαρτημένους από το ποιος, πού, πότε. Παραλλαγές τις λέμε· καλόν είναι να μη συγχέονται με τις παραλογές, που αποτελούν μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή κατηγορία παραδοσιακών/δημοτικών τραγουδιών. Πρόκειται για αφηγηματικά στροφικά τραγούδια, συνήθως χωρίς επωδό, που διαθέτουν έντονα φανταστικά, υπερφυσικά, εξωλογικά στοιχεία. Σε μια παραλογή ή μπαλάντα, όπως θέλουν το είδος οι Δυτικοευρωπαίοι, εστιάζει τούτο το κείμενο. Στις στιχουργικές παραλλαγές, συγκεκριμένα, μιας πανέμορφης, πλην όμως άγνωστης, στους πολλούς, παραλογής, αλλά και άγνωστης σε όλους προέλευσης, που έρχεται από το μακρινό παρελθόν.
Η μητέρα μου Ελένη Β. Μονεμβασίτου (1913-1998), του γένους Δημητρίου Μητσάκου, τραγουδούσε και έπαιζε μαντολίνο δασκαλεμένη από τον Giocondo Moretti (1867-1941), Ιταλό μουσικό που μετέτρεψε την άμουση γενέτειρά μου, το Γύθειο, σε μια πόλη μουσική. Τη θυμάμαι ελάχιστα να παίζει μαντολίνο, είχε να φροντίσει, υποδειγματική νοικοκυρά, ολόκληρη πενταμελή οικογένεια, τη θυμάμαι όμως πολύ καλά να τραγουδά, από το βαθύτερο σημείο της μνήμης μου, σχεδόν μέχρι την αποχώρησή της από τη ζωή. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, μάλλον την άκουγα να τραγουδά και πριν ακόμη... γεννηθώ. Όπως μού έλεγε αργότερα, από τα νανουρίσματα που μου τραγουδούσε όταν ήμουνα μωρό, τέσσερα ήταν αυτά που με ηρεμούσαν, με καθησύχαζαν, περισσότερο· και δεν ήταν αυτά παραδοσιακά ή πιστοποιημένα νανουρίσματα. Ήταν δύο τραγούδια του Σούμπερτ –από εκεί ξεκίνησε φαίνεται η λατρεία μου για τον Βιεννέζο μουσουργό–, «Η φλαμουριά» και η «Σερενάτα», με ελληνικούς βεβαίως στίχους, και δύο παραδοσιακά πανέμορφα, αλλά όχι νανουρίσματα, επαναλαμβάνω. Αυτά ήταν το γνωστό «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» και το άγνωστο, στους πολλούς, «Τον παλιό καιρό». Τα τέσσερα αυτά τραγούδια, μαζί με άλλα, συνέχισε να τα τραγουδά για πολλά χρόνια μετά.
Το 1994 εκδόθηκε από τη δισκογραφική εταιρεία FM Records ηχογράφημα του Χρίστου Τσιαμούλη με τίτλο Το Ερωτόκαστρο. Όταν το άκουσα, διαπίστωσα, οποία ευχάριστη έκπληξη, ότι το τραγούδι με τίτλο «Το μαγικό φιλί», το οποίο εμπεριείχε, ήταν το ίδιο αλλά παραλλαγμένο με το τραγούδι το οποίο από παιδί γνώριζα με όνομα «Τον παλιό καιρό» – όταν δεν γνωρίζαμε παλιότερα το πραγματικό όνομα ενός τραγουδιού, το αποκαλούσαμε με την αρχική του φράση.
Το άκουσα στη συνέχεια μαζί με τη μητέρα μου που παρατήρησε αμέσως τις διαφορές στον στίχο, στη μελωδία, αλλά και στον ηχορυθμό ανάμεσα σε αυτό που γνώριζε και τραγουδούσε και σε αυτό που προσέφερε ο φίλος Χρίστος, διαχρονικά συνεπής και αξιομνημόνευτος θεράπων της δημοτικής μουσικής παράδοσης. Το τραγούδησε ξανά· πάραυτα κατέγραψα τους «δικούς» της στίχους, ώστε να μη λησμονηθούν και χαθούν.
Χρόνια αργότερα, σε μια συνάντηση με τον Χρίστο τού έθεσα υπ’ όψιν τις διαφορές ανάμεσα στις δύο στιχουργικές εκδοχές, μερικές ασήμαντες, άλλες σημαντικές· παραδέχτηκε χωρίς δισταγμό ότι η εκδοχή της μητέρας μου έμοιαζε πιο σωστή στα περισσότερά της σημεία. «Αν μου δοθεί η ευκαιρία να το ξαναηχογραφήσω, θα το τραγουδήσω με αυτούς τους στίχους» είχε πει χαρακτηριστικά. Στις σχετικές με το τραγούδι συζητήσεις μας και την αναζήτηση της προέλευσής του καταλήξαμε στο συμπέρασμα –υπόθεση περισσότερο, παρά σιγουριά– ότι πρέπει να ήταν δημιούργημα κάποιου άγνωστου Μικρασιάτη συνθέτη –μάλλον Σμυρνιού– με δυτικοευρωπαϊκή μουσική παιδεία. Ήταν κυρίως η στιχουργική φόρμα του και η δυτικόμορφη μελωδία του τα χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούσαν από τα ανώνυμα δημοτικά και παραδοσιακά της στεριανής Ελλάδας και των νησιών.
Το γεγονός ότι το Γύθειο, ως λιμάνι, υπήρξε τόπος υποδοχής Μικρασιατών προσφύγων το 1922 –κατασκευάστηκε αργότερα και οργανωμένος Συνοικισμός σε αυτό– προσδιορίζει πιθανότατα την πηγή από την οποία έμαθε η μητέρα μου το τραγούδι. Το τραγούδι άλλωστε ήταν γνωστό στους παλιούς Γυθειάτες, οι οποίοι το αγαπούσαν και συχνά το τραγουδούσαν. Υπάρχει σχετική αναφορά, με λιγότερο σωστούς, εντούτοις, στίχους στο βιβλίο Γύθειο: Λατρεμένη μας πόλη της Νέλλης Β. Λαγάκου (εκδ. Βεργίνα, 2021).
Προσωπικές δημιουργίες ως τμήμα της μουσικής παράδοσης
Οι δύο εκδοχές του τραγουδιού δεν έχουν διαφορές μόνο στους στίχους· έχουν μερικές, άνευ ιδιαίτερης σημασίας, διαφορές στη μελωδική και αρμονική ανάπτυξή τους –και οι δύο είναι σε ελάσσονα (μινόρε) τονικότητα, με μελαγχολική διάθεση–, οι οποίες δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε ένα γραπτό κείμενο, έστω και αν αυτό συνοδεύεται με ηχητική τεκμηρίωση κατά το ήμισυ – στο τέλος υπάρχει στην ερμηνεία του Χρίστου Τσιαμούλη. Έχουν όμως βασική διαφορά στη ρυθμική τους αγωγή, μολονότι τετράσημη και στις δύο εκδοχές. Ο Χρίστος το ερμηνεύει σε πιο γρήγορο ρυθμό, με χροιά και χαρακτηριστικά του τσιφτετελιού, σε 2/4, η μητέρα μου το ερμήνευε σε αργόρυθμα 4/4 που προσομοιάζουν με του αναγεννησιακού τελετουργικού χορού παβάνα! Αυτονόητο είναι ότι μετά τα εκτεθέντα το τραγούδι «Τον παλιό καιρό – Το μαγικό φιλί» δεν ανήκει στα αμιγώς δημοτικά, αλλά εντάσσεται στην κατηγορία των παραδοσιακών μόνον και μόνον επειδή ο συνθέτης του είναι άγνωστος, μολονότι αποτελεί μάλλον δημιουργία συνθέτη με λόγια υποδομή. Ανάλογες, πλην όμως διαφορετικές περιπτώσεις, αποτελούν τα δημοφιλή και πολυερμηνευμένα τραγούδια «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» [πρωτότυποι τίτλοι του «Το φίλημα» ή «Η βοσκοπούλα»] και το «Πουλάκι ξένο». Οι ποιητές και των δύο είναι γνωστοί, είναι όμως άγνωστοι οι συνθέτες της μουσικής τους. Για το πρώτο έγραψε τα λόγια σε προϋπάρχουσα μάλλον μουσική του 19ου αιώνα, ιταλικής πιθανόν προέλευσης ή σεφαραδίτικης, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858), ο οποίος είχε ζήσει και σπουδάσει στην Ιταλία. Το δεύτερο, το οποίο έχει μουσικά χαρακτηριστικά δημοτικά ―είναι σε ρυθμό τσάμικο― προέρχεται από το ποίημα του Ιωάννη Βηλαρά (1771-1823) «Πουλάκι» το οποίο μελοποιήθηκε άγνωστο πότε και από ποιόν. Ενίοτε αποδίδεται λαθεμένα η μουσική του στον Γιώργο Παπασιδέρη, μια και αυτός το πρωτοδισκογράφησε το 1938. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δυο τραγούδια και το «Τον παλιό καιρό» είναι ότι οι στίχοι των δυο παραμένουν αναλλοίωτοι στις διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές τους, μια και η πατρότητά τους είναι γνωστή και δεδομένη· και παρασύρουν οι στίχοι και τη μουσική τους η οποία μόνον ενορχηστρωτικά διαφέρει από ερμηνεία σε ερμηνεία.
Πριν από την παράθεση των διαφορετικών στιχουργικών εκδοχών του τραγουδιού «Τον παλιό καιρό» ―οι διαφορές επισημαίνονται με υπογράμμιση― αναφέρεται ενημερωτικά ότι εκτός από την ηχογράφηση του Χρίστου Τσιαμούλη, υπάρχει μόνον μία ακόμη δισκογράφησή του, σε ερμηνεία μάλιστα εκπορευόμενη από αυτήν του Τσιαμούλη. Πρόκειται και την ερμηνεία της Φένιας Παπαδόδημα, η οποία εμπεριέχεται σε δίσκο ακτίνας με όνομα Το μαντίλι της Νεράιδας, που εκδόθηκε το 2000 από την ιστορική δισκογραφική εταιρεία Lyra. Στο δε διαδίκτυο ελάχιστες αναφορές υπάρχουν, κυρίως για τη στιχουργική του.
ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΦΙΛΙ
[τίτλος και στίχοι του δισκογραφημένου
τραγουδιού]
Τον παλιό καιρό,
πέρα στο κάστρο του νησιού το γκρεμισμένο,
έστησε χορό
το αρχοντόπουλο στον κόσμο ξακουσμένο.
Πάνε κει στο κάστρο διαλεχτές κυράδες
κείνης της γενιάς της μακρινής.
Πήγανε ακόμα και δύο αδερφάδες,
που δεν τις εγνώριζε κανείς.
Δεν ήταν ντυμένες, ούτε στολισμένες
με χρυσά κι ατίμητα φλουριά,
μα είχαν κάτι μάτια,
που ’καναν κομμάτια
και την πιο μαρμάρινη καρδιά.
Όμορφα κι οι δυο χορεύουν
κι απ’ το ρήγα μπρος περνούν
και μεμιάς τονε μαγεύουν
μύριους πόνους τον κερνούν.
Στέκει ο βασιλιάς
και απ’ το παλιό κρασί του κάστρου
τις κερνάει.
Και γλυκό φιλί από τις δυο
ζητά μεμιάς να πάρει.
Μα ήτανε νεράιδες κι όποιος
τις ζυγώνει και φιλί τους
πάρει μαγικό,
μπορεί ώσπου να ξημερώσει
να γενεί κι εκείνος ξωτικό.
Πέρασαν οι ώρες, έφυγαν οι κόρες,
πάψανε τα γλέντια, τα βιολιά,
τώρα στο παλάτι της αυγής τα πάθη,
βρήκαν ξωτικό το βασιλιά.
Τώρα με σκοπό θλιμμένο
κουκουβάγια τον θρηνεί
κι απ’ το κάστρο γκρεμισμένος
κλαίει κι αυτός χωρίς φωνή.
ΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙΡΟ
[τίτλος και στίχοι του τραγουδιού όπως το τραγουδούσε η μητέρα μου]
Τον παλιό καιρό,
πέρα στο κάστρο του νησιού το γκρεμισμένο,
έστησε χορό,
το αρχοντόπουλο το κοσμοξακουσμένο.
Πάνε κει στο κάστρο όμορφες κυράδες
κείνης της γενιάς της μακρινής,
πάν’ ακόμα και δύο αδερφάδες,
που δεν τις εγνώριζε κανείς.
Δεν ήσαν ντυμένες, ούτε στολισμένες
με χρυσά κι ατίμητα φλουριά,
μα είχαν κάτι μάτια,
που έκαναν κομμάτια
και την πιο μαρμάρινη καρδιά.
Όμορφα κι οι δυο χορεύουν
κι απ’ το ρήγα μπρος περνούν
τον κοιτούν και τον μαγεύουν
και μύριους πόθους του γεννούν.
Στέκει τις κοιτά
και μια και δυο ευθύς στο δώμα τις περνάει.
Τις γλυκοφιλά,
κι απ’ το παλιό κρασί του κάστρου
τις κερνάει.
Μα ήτανε νεράιδες κι όποιος
τις ζυγώσει και φιλί τους
πάρει μαγικό,
λέν’ ακόμη πριν να ξημερώσει
θα γενεί κι εκείνος ξωτικό.
Πέρασαν οι ώρες, έφυγαν οι κόρες,
έπαψαν τα γλέντια, τα βιολιά,
και μες στο παλάτι της αυγής το μάτι,
είδε (βρήκε) ξωτικό τον βασιλιά.
Τώρα με σκοπό θλιμμένο
κουκουβάγια τον θρηνεί
και το κάστρο γκρεμισμένο
κλαίει κι αυτό χωρίς φωνή.