Θέατρο αντικειμένων:
Συνέχεια του παραπάνω. Κάθε αντικείμενο σε μια παράσταση προβάλλει την υλική του παρουσία στη σκηνή. «Φωνάζει» την ύπαρξή του. Διεκδικεί την «αυτονομία» και την ορατότητα που δικαιούται. Δείτε τις παραστάσεις ενός πολύ ενδεικτικού σχήματος, του αμερικανικού Pig Iron.
Θέατρο των αφτιών: Συνέχεια του παραπάνω. Και η γλώσσα «φωνάζει» τις λέξεις της. Οι λέξεις δείχνουν προς την «ακουστική» υλικότητά τους, την παροντικότητά τους και την ομορφιά τους. Ανατρέξτε μεταξύ άλλων, στο Χλιμίντρισμα
του Μάριου Ποντίκα, στην Ιθάκη του Δημητριάδη, στα έργα των Barker, Wellman, Mee, Crimp κ.ά.
Θέατρο ως κείμενο: Με κείμενο εννοώ το αποτέλεσμα της ανάγνωσης του έργου από τον σκηνοθέτη/δραματουργό κ.λπ. Συνήθως εμφανίζεται κερματισμένο, πολυκεντρικό, ασταθές, ανεπίδοτο και, κυρίως, ανοικτό σε ποικίλες «παρερμηνείες» – βασική θέση της εποχής του μεταμοντερνισμού που λέει «όχι» στη μία «αλήθεια».
Και εδώ μπαίνει το μέγα ζήτημα που θα κληθεί κάποια στιγμή να αντιμετωπίσει το θέατρο της νέας εποχής: Πόσες «αλήθειες» χωράνε σε ένα κείμενο; Και ποιος θα μας πει εάν κάποια «αλήθεια» είναι «πιο αλήθεια» από κάποιαν άλλη; Ή όλες είναι το ίδιο; Ο Σαίξπηρ, για παράδειγμα, ή ο Σοφοκλής είναι στην ίδια κατηγορία με τη σειρά Αρλεκίν;
Θέατρο ως γραφή:
όπως συμβαίνει και με τα κράτη έτσι και εδώ, ο 21ος αιώνας θα βλέπει ολοένα και περισσότερα έργα να μην υπακούουν σε οριστικούς κανόνες, αυστηρά δομικά πλαίσια, εθνικές τοπικότητες, ψυχολογικά ολοκληρωμένους χαρακτήρες, σε κλειστά πεδία δράσης, σε σταθερά σημεία αναφοράς και σύγκλισης. Στη θέση όλων αυτών θα έχουμε έργα σε μορφή «σκαριφήματος»∙ «script-σενάριο» ονομάζει τα έργα της η κάτοχος Νομπέλ Λογοτεχνίας, η αυστριακή Ελφριέντ Γέλινεκ, αλλά και ο βρετανός Μαρκ Ρέιβενχιλ. Και οι δύο συνειδητά αποποιούνται του ρόλου τους ως οριστικοί διαμορφωτές του έργου. Διόλου τυχαία η αγάπη που δείχνουν οι σύγχρονοι σκηνοθέτες για το έργο του Χάινερ Μύλερ. Προφανώς διευκολύνει τη μεταποίησή του από «σενάριο» σε κείμενο παράστασης.
Θέατρο και από-εθνικοποίηση: οι μεγάλες παραγωγές που ταξιδεύουν ανά τον κόσμο, κυρίως με αφετηρία το Γουέστ Εντ του Λονδίνου και το Μπρόντγουεη της Νέας Υόρκης δεν έχουν «πατρίδα». Δεν κουβαλούν καμιά δεσμευτική εθνική «σημαία», προκειμένου να είναι εύκολα προσαρμόσιμες στο καινούργιο τους περιβάλλον. Εξαρχής στήνονται με τέτοιο τρόπο ώστε οι τοπικές αναφορές να είναι περιορισμένες Modus operandi: Ο χώρος υπεράνω της λογικής του τόπου. Είναι ένα μοντέλο που αρχίζει να κυριαρχεί και εννοείται να υποστηρίζεται από τους θιασώτες της παγκοσμιοποίησης.
Θέατρο και Φεστιβάλ.
Σχετικό με την παραπάνω παρατήρηση. Ολοένα και πληθαίνουν. Και το ερώτημα είναι: Γιατί; Πώς γίνεται σε μια εποχή όπου δεσπόζει η λογική του χρήματος και γενικά της οικονομίας, σε μια εποχή όπου κανείς δεν επενδύει στον πολιτισμό, να έχουμε αυτή την άνθιση;
Η απάντηση επιδέχεται πολλές τοποθετήσεις. Στέκομαι σε μια μόνο, που ασπάζομαι πιο πολύ και λέει ότι: η έκρηξη αυτή είναι αποτέλεσμα της υποχρεωτικής σύμπλευσης του φεστιβαλικού κυκλώματος με τη λογική της νέας οικονομίας, μια σύμπλευση με συν και πλην.
Στα συν το γεγονός ότι μέσω των φεστιβάλ το θέατρο αποκτά μια μεγάλη πλατφόρμα προώθησης των επιτευγμάτων του. Αποκτά ορατότητα και δυναμική παρουσία, αναγκαία συστατικά για την επιβίωσή του σε μια παμφάγο αγορά, η οποία όλα τα αλέθει και όλα τα εξαφανίζει. Και εδώ ακριβώς κρύβεται ταυτόχρονα και ο μεγάλος κίνδυνος που απαιτεί εγρήγορση ώστε να αποφευχθεί.
Αν κοιτάξει κανείς τον φεστιβαλικό χάρτη της Ευρώπης θα διαπιστώσει ότι έχει αρχίσει να λειτουργεί με τη λογική αλυσίδας σούπερμαρκετ. Όπως τα Μακντόναλντ ξεφυτρώνουν σε κάθε πόλη σερβίροντας περίπου το ίδιο μενού με κάποιες τοπικές διαφοροποιήσεις, έτσι και τα φεστιβάλ. Όσα διαθέτουν χρήματα, το βασικό τους «μενού» αποτελείται από τα γνωστά ονόματα (λίγο Καστελούτσι, λίγο Γουίλσον, λίγο Όστερμαγιερ κ.λπ) και για αλατοπίπερο ένα-δυο καινούργια ή άγνωστα ονόματα από την εναλλακτική περιφέρεια. Το θέμα εδώ δεν είναι η παρουσία της περιφέρειας αλλά ο τρόπος επιλογής της. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη δική μας (περιφερειακή) περίπτωση.
Τι συμβαίνει με την παρουσία του ελληνικού θεάτρου στη φεστιβαλική Ευρώπη;
Οι παραστάσεις που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να μπουν σε αυτό το κύκλωμα είναι εκείνες που εστιάζουν στην οικονομική κρίση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ξένος νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτήν. Γι’ αυτόν είναι άλλο ένα δείγμα «εξωτισμού», όπως είναι οι ιστορίες από τις φαβέλες, τα υποβαθμισμένα γκέτο κ.λπ.
Γενικά αρέσει στον κόσμο να μετατρέπεται, όποτε του δοθεί η ευκαιρία, σε ηδονοβλεψία των παθημάτων του άλλου. Η φτώχεια, η δυστυχία, και η κάθε μορφή τραγωδίας πουλάει – εφόσον βέβαια συμβαίνει πάντα στους άλλους.
Είναι λογικό, λοιπόν, τη στιγμή που η «εξωτική» μας κατάντια πουλάει, να βρίσκει ενίοτε πρόθυμους διευθυντές φεστιβάλ να την «αγοράσουν» και να την εντάξουν στο πρόγραμμά τους. Και πολύ καλά κάνουν. Χρειαζόμαστε την προβολή. Εκείνο που με προβληματίζει πάρα πολύ και ψαλιδίζει τον ενθουσιασμό μου είναι πως σπάνια θα διερωτηθούν αυτοί οι ευαίσθητοι για την οικονομική μας απαξίωση διευθυντές τι κάνουν όλοι οι άλλοι καλλιτέχνες (οι περισσότεροι δηλαδή) της «εξωτικής» αυτής χώρας-Ελλάδας που δεν μιλούν για την κρίση. Όντως δεν είναι σε θέση να κάνουν καλό θέατρο πέρα από τη θεματική της κρίσης; Στο μυαλό των διευθυντών, προφανώς δεν είναι σε θέση. Στο δικό μου μυαλό όμως η στάση αυτή προδίδει ρατσισμό, ο οποίος εντέχνως κρύβεται πίσω από μια ψευδή εικόνα δημοκρατικής αλληλεγγύης.
Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν απαξιώνω αυτά που γίνονται. Απλώς υπογραμμίζω ότι το φεστιβαλικό κύκλωμα τείνει να εγκλωβιστεί στη σκληρή λογική της νέας οικονομίας που δεν αφήνει περιθώρια ελιγμών. Οι καταστάσεις το πιέζουν αφόρητα προς αυτή την κατεύθυνση: να προβάλλει ό,τι «πουλάει». Ακόμη και αυτοί που επιμένουν να προβάλλουν την ετερότητα του εθνικού τους θεάτρου σε επίπεδο ιστορίας και ιδεολογίας, αναγκάζονται και το κάνουν με όρους αισθητικής αναγνωρισιμότητας. Για παράδειγμα, το γερμανικό μοντέλο εδώ και πολλά χρόνια είναι ο οικείος (φεστιβαλικός, και όχι μόνον) κώδικας και για τα πλέον ανοίκεια σκηνικά παθήματα. Και ένας από τους λόγους που το σύγχρονο ελληνικό θέατρο δεν απέκτησε ακόμη κάποια αισθητική φυσιογνωμία και βολοδέρνει πέρα δώθε χωρίς πυξίδα είναι γιατί, κατά τη γνώμη μου, παραδόθηκε αμαχητί (και βουλιμικά) σε ξένα πρότυπα τα οποία δεν αφομοίωσε καν, απλά μόνο αντέγραψε. Μια από τις καλές εξαιρέσεις που θεωρώ πως αξίζει να μνημονευτεί εδώ αποτελεί η Γκόλφω του Σίμου Κακάλα, μια πρόταση που άνοιξε διάλογο με την εγχώρια παράδοση και μέσα από αυτό τον διάλογο συνάντησε και τα ξένα πρότυπα.