Η λογοτεχνία είναι ένας μη επιτρεπτός τρόπος αγάπης
Δ. Δημητριάδης
Οι σύγχρονες μεταγραφές της αρχαιοελληνικής τραγωδίας συχνότατα συνιστούν πράξεις λογοτεχνικής αντίφρασης
(praeteritio), οι οποίες στοχεύουν αφενός στον μετασχηματισμό
του μύθου (και τη χρήση του ως ανοικτού υλικού) και αφετέρου στη ριζική μεταποίηση του παραδοσιακά «ουμανιστικού» πυρήνα των έργων. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για παραγωγική γενεσιουργό πράξη[1] που είναι απαραίτητη για την εξελικτική πορεία του δράματος, δεδομένου ότι μετακινεί τη γραφή στα «περιθώρια, τα διαστήματα και τα κενά»[2] των μύθων, υπονομεύοντας τις «οργανωτικές αρχές και τις ιδεολογικές βάσεις»[3] τους.
Ο Δημήτρης Δημητριάδης ταυτίστηκε με ένα συγκεκριμένο αισθητικό «παράδειγμα» στα ελληνικά γράμματα, σύμφωνα με το οποίο η γραφή είναι μια τέχνη που δεν καταφάσκει τον κόσμο της και αποτρέπει κάθε ταύτιση με δεσπόζουσες ηθικές και ιδεολογίες, παραδοξοποιώντας τους συνηθισμένους τρόπους αναπαράστασης.[4] Ως αποτέλεσμα, η δραματουργία του Δημητριάδη δεν καθίσταται μόνον ριζικά ιδεολογική, αλλά και πολιτισμικά διάφορη προς οτιδήποτε παραδεδομένο ως κανονικό: «Η λογοτεχνία είναι μια ανθρώπινη έκφραση η οποία δεν συμμορφώνεται με την επικρατούσα και επιβεβλημένη συμπεριφορά, κοινωνική, ηθική κτλ.».[5]
Ταυτοχρόνως, η παραγωγική εμμονή του Δημητριάδη να έρθει σε ρήξη με τα καθεστηκότα λειτουργεί γόνιμα σε όλα τα ιδεολογικά επίπεδα, προβάλλοντας ένα αίτημα αναθέασης της παραδεδομένης «κληρονομιάς» και διεκδικώντας το δικαίωμα της πνευματικής και συναισθηματικής απαγκίστρωσης από αυτό που τα Heritage Studies ονομάζουν «μυθική ποιότητα»[6] ή «state of grace»[7] κάθε «μεθυστικής» κληρονομιάς. Για τον Δημητριάδη, μόνον η απομάγευση και ο αποσχηματισμός είναι θεμιτά:
Η παράδοση δεν είναι κάτι το οποίο συντίθεται μόνον από τη συνέχεια∙ η παράδοση έχει να κάνει και με τη ρήξη. Η παράδοση δεν έχει μόνο στοιχεία οργανικής γραμμικής πορείας∙ εμπεριέχει ως δημιουργικό παράγοντα την ασυνέχειά της, την διακοπή της ακόμη και την αναίρεσή της.[8]
[Π]αράδοση είναι η παραδοχή της καταστροφής,[9] του ολέθρου και του μηδενισμού. Παράδοση είναι το σώμα μας. Είναι οι εφιάλτες μας.[10]
Η καθησυχασμένη βεβαιότητα ότι η κληρονομιά μάς ανήκει αδιαφιλονίκητα, καθιερώνει την εθνική στειρότητα ως κυρίαρχη συμπεριφορά, την αγκίστρωση στα κεκτημένα ως άρχουσα νοοτροπία, των μηρυκασμό των στερεοτύπων ως ασφάλεια συνέχειας.[11]
Να ένα παράδειγμα […] της τερατώδους παραμόρφωσης
αυτού που ήταν και εξακολουθεί να είναι η Ελλάδα. Οι πιο σαφείς αρχές, η ακεραιότητα της σημασίας των λέξεων, κάθε τι που άπτεται της εσωτερικότητας και της ανθρώπινης έκφρασης στον νεότερο κόσμο, η σκέψη, ο έρωτας, κάθε επαφή μεταξύ των ανθρώπων περιπαίχθηκε, αρπάχθηκε, γελοιοποιήθηκε, και πάνω απ’ όλα υποβιβάστηκε, παρεξηγήθηκε, παρερμηνεύτηκε· ευημερούσαν μόνο οι προκαταλήψεις και τα πιο σκοτεινά στερεότυπα, κυριαρχούσαν μόνο τελειωμένες ιδέες και απηρχαιωμένες αντιλήψεις […]. Πάντα και ακατάπαυστα μια ηθική ασφυξία, ένας άγριος
σκοταδισμός ανυποχώρητα μπροστά στην όποια κίνηση θα προμήνυε μια κάποια έξοδο από αυτό το σπήλαιο όπου κυριαρχούν οι σκιές, οι σκιές των νεκρών.[12]
Στο πλαίσιο αυτό, το πραγματικά ριζοσπαστικό στην περίπτωση του Δημητριάδη είναι ότι η αποκήρυξη των παραδοσιακά εθνοκεντρικών αντιλήψεων συνδυάζεται λειτουργικά με μια στρατηγική αναρρύθμισης του ηθικά θεμιτού, θέτοντας έναν αισθητικό στόχο βαθιά αντι-κλασικιστικό[13], που προσβλέπει στην αποκάλυψη του τερατώδους[14] ως μέρους της (νεοελληνικής) αλήθειας. Αυτή η άρνηση της συγκάλυψης λειτουργεί αυτομάτως και ως ιδεολογική «αποταύτιση»[15] (disidentification), δεδομένου ότι κάθε αυτάρεσκη εντύπωση για την ελληνικότητα έρχεται αντιμέτωπη με επώδυνες αλήθειες που δεν επιδέχονται εκλογίκευση και ως εκ τούτου συμφιλίωση με οτιδήποτε παραδοσιακό. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της αναρρύθμισης των κλασικών ή τυπικών μοντέλων γνώσης είναι ο κλονισμός των μεγάλων ιδεολογικών «παραδειγμάτων» αντίληψης, αλλά και αναπαράστασης της κοινωνικής και εθνικής ταυτότητας. Πράγματι, όμως, μετά τον Δημητριάδη νομιμοποιήθηκε περαιτέρω στο θέατρό μας η αρνητική θέαση της ελληνικότητας, προωθώντας μια πολιτισμική μετα-παραδοσιακότητα, η οποία κατέστειλε οριστικά τις δυνάμεις που είχαν τη δυνατότητα «να ελέγχουν τις αναπαράστασεις».[16]
Ταυτόχρονα, η «αντεθνική» στάση του Δημητριάδη συνιστά μια νέα αντίληψη του ελληνικού, την οποία έχουμε ήδη ορίσει ως queer εγχείρημα[17] που βδελύσσεται
τα ετεροκανονικά προγράμματα ηθικής και έχει εναργή παρουσία στην νεοελληνική τέχνη της δεκαετίας του 2010[18] (με καλλιτέχνες όπως ο Ευριπίδης Λασκαρίδης,[19] ο Βασίλης Νούλας,[20] τα ΦΥΤΑ, ο Μανώλης Τσίπος και, φυσικά, ο Πάνος Κούτρας). Ανέκαθεν, όμως, ακόμη και στην πιο παραδοσιακά gay αντίληψη του ελληνικού, η ευθύνη για την τέλεση της σεξουαλικής ἁμαρτίας τίθετο εν αμιφιβόλω στο πλαίσιο μιας διευρυμένης ηθικής εναντίον της τρεχάμενης ηθικότητας.[21] Καταγράφοντας έτσι νέους ορίζοντες της ύπαρξης, η queer Τέχνη δεν επιθυμεί μόνο να ανα-παρα-στήσει δυστοπίες,[22] αλλά και «τροπικότητες του πιθανού»,[23] εφόσον το queer υποκείμενο καταλαμβάνει έκκεντρη τοποθετικότητα (positionality) στο κοινωνικό τοπίο, η οποία το καθιστά ικανό να οραματιστεί μια ποικιλία πιθανοτήτων για την αναρρύθμιση των παραδοσιακών μορφών γνώσης, καθεστώτων διατύπωσης, λογικών αναπαράστασης και των τρόπων αυτο-κατασκευής των ταυτοτήτων.[24] Αυτή η απειρότητα των πιθανοτήτων «θέτει την πρόκληση μιας μορφής οργάνωσης των πραγμάτων, κατά την οποία […] σκοπός και επίτευγμα θα είναι καθ’ αυτήν η αποσταθεροποίηση
της συλλογικής ταυτότητας»[25] και ως εκ τούτου η τροπή των συντηρητικών αντιλήψεων.
Επομένως, είναι λογικό τα queer αφηγήματα να προσβλέπουν σε μια «διαρκή αποδόμηση της σεξουαλικής υποκειμενικότητας»[26] και της ταυτοτικής σταθερότητας, συνεχίζοντας για το θέατρο την παράδοση αποδόμησης του προσώπου που ήδη από την εποχή του Not Ι γίνεται σπαραγμένη φωνή ή και συχνότερα φορέας μιας παραβατικής γνώσης, προερχόμενης από το περιθώριο κάθε καταπιεσμένης αντικανονικότητας (αντιεθνικότητας, αντικοινωνικότητας και αντιθεατρικότητας). Όπως παρατηρούν οι Campbell και Farrier, οι queer σκηνικές δραματουργίες συν-κινούν το κοινό προς το συναίσθημα, τη σκέψη, ή ακόμη και προς τη δράση[27], και με την παραβατική δύναμη των εικόνων τους[28] στοχεύουν στην «παροδική αναστολή των ρυθμιστικών κανόνων της κοινωνικότητας»[29], αποφεύγοντας τις θεματικές της γκέι λογοτεχνικής παράδοσης, με την ενεργητική θέση που υιοθετούν «εναντίον των κυρίαρχων τρόπων αναπαράστασης»[30] και των παραδοσιακών δραματουργικών κανόνων.[31] Επιπλέον, σε όλα τα επίπεδα το «queerness συνεπάγεται […] μια κίνηση να εξετάσουμε και να εκθέσουμε άκαμπτες ηγεμονικές […] λογικές […] που διαιωνίζονται και συντηρούνται μέσω δημόσιων λόγων και κρατικών ρυθμίσεων».[32] Σε αυτό ακριβώς το προγραμματικό πλαίσιο τοποθετείται η δραματουργία του Δημητριάδη, ο οποίος έχει, εξ άλλου, απευθύνει το δικό του queer μανιφέστο σε μια επίμονα υποψιασμένη ερώτηση του Γιώργου Καλιεντζίδη στο Πέρασμα στην Άλλη Όχθη[33] που, τελικά, είναι η έκκεντρη τοποθετικότητα του συγγραφέα:
Εσείς ως πολίτης και ως συγγραφέας […] πώς αντιμετωπίζετε αυτές τις ομάδες τις περιθωριακές; Σας είναι αδιάφορες;
Θα σου απαντήσω συγχρόνως προσωπικά και γενικά. Αυτό που ονομάζουμε περιθώριο, τι ορισμό θα του δίναμε; […] πρόκειται για ομάδες ή κατηγορίες ανθρώπων οι οποίοι λειτουργούν ως άνθρωποι έξω από την κατεστημένη και παραδεδεγμένη τάξη και ηθική; Αν είναι έτσι, τότε ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ο λογοτέχνης είναι κάποιος που δεν ανήκει στη συντεταγμένη τάξη της κοινωνίας, από μόνος του. […] η ανθρώπινη κατάσταση είναι στην ουσία της περιθωριακή. […] Πιστεύω, δηλαδή, ότι η ανθρώπινη κατάσταση δεν συνάδει με τις ηθικές και κοινωνικές αρχές μέσα στις οποίες είναι αναγκασμένη να ζει. […] [Η ερωτική επιθυμία] είναι από τη φύση της περιθωριακή και απαράδεκτη. Δεν μπορεί να λειτουργήσει με ευχέρεια μέσα στον κοινωνικό χώρο […] σε όλες της τις μορφές. […] Διότι υπάρχουν πολλοί τρόποι αγάπης. Το «αγαπάτε αλλήλους» τους επιτρέπει όλους; […] Νομίζω ότι δεν τους επιτρέπει όλους. Δίνεται με αυτήν την έννοια ένας ορισμός του περιθωριακού, εκείνου του τρόπου που τίθεται στην άκρη. […] Η ίδια η λογοτεχνία ανήκει στο περιθώριο της κοινωνίας, με την έννοια ότι δεν συντάσσεται με την πεπατημένη και δεν ακολουθεί την καθιερωμένη οδό. […] Είναι μια συνεχής αντίστιξη. Ένας αντίλογος. Μια διαφωνία.[34]
Η λογοτεχνία […] είναι ένας μη επιτρεπτός τρόπος αγάπης.[35]
Αντιμετωπίζοντας, λοιπόν, τη λογοτεχνία σαν ομοφυλοφιλία
(και δηλαδή σαν διάφωνη, αθέμιτη και έκκεντρη πρακτική), πολλά από τα αρχαιόθεμα έργα του Δημητριάδη ακολουθούν μια queer στρατηγική ανάταξης των «κανονικών» καθεστώτων διατύπωσης, αλλά και των ετεροκανονικών προγραμμάτων ηθικής, όχι με την έννοια της απλής διεύρυνσης, αλλά της κατηγορηματικής Μετάλλαξης των όρων της επιθυμίας και των ρυθμίσεων του φύλου («άντρας είναι αυτός που»). Όπως κάθε μετατροπή
της έννοιας του ανθρώπινου, η νέα αυτή ηθική τάξη είναι δυνατόν να θεωρηθεί σύμπτωμα ενός διαφαινόμενου και στη νεοελληνική λογοτεχνία μεταουμανισμού (posthumanism)[36], που αντιλαμβάνεται πλέον την «ετερότητα ως νόρμα»[37] εν όψει μιας ανακαινισμένης εκδοχής του ανθρώπινου και ενός διαχρονικού αιτήματος για ολικό μετασχηματισμό των αρχαίων μύθων και τόπων: