Ο Στίβεν Κινγκ μέσα από τις συνεντεύξεις και τα κείμενά του
«Θεωρείτε πως είμαι κάπως παράξενος;»
«Ποτέ στη ζωή μου δεν έθεσα στόχους. Ο μόνος στόχος μου είναι να διηγούμαι ιστορίες».
«Δεν προτίθεμαι να σταματήσω τη συγγραφή, αλλά με μεγάλη ανυπομονησία προσδοκώ να εγκαταλείψω την ενασχόληση με τις δημόσιες σχέσεις για την προώθηση των βιβλίων μου. Και, αν γράψω κάτι ασαφές ή ακατανόητο, ελπίζω ότι έχω ακόμη τα μυαλά μου και θα το παραχώσω σε κανένα συρτάρι».
«Γράφω για ήρωες συγγραφείς, επειδή γνωρίζω καλά αυτό το θέμα. Επιπλέον, είναι μια καλή δουλειά για έναν ήρωα μυθιστορήματος. Επειδή η συγγραφή δεν είναι απασχόληση με συγκεκριμένο ωράριο, οι συγγραφείς μπορούν έχουν ένα σωρό περιπέτειες. Αν εξαφανιστούν, θα περάσει καιρός μέχρι να λείψουν σε κάποιον. Χαχαχα».
«Συνήθως δε συζητώ με τη γυναίκα μου κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Φίλε μου, μπορεί να γίνει μέγαιρα, παρόλο που είναι πάντοτε δίκαιη».
«Μερικές φορές κάτι μέσα μου μού λέει Κάνε αυτό ή Μην κάνεις το άλλο. Υπακούω σχεδόν πάντα σ’ αυτή τη φωνή και, όταν την παρακούω, συνήθως το μετανιώνω. Αυτό που λέω δηλαδή είναι ότι αφήνω να με καθοδηγεί το ένστικτό μου. Η γυναίκα μου με κατηγορεί ότι είμαι ένας εκνευριστικά σχολαστικός Παρθένος, και υποθέτω ότι είμαι, για παράδειγμα, όταν φτιάχνω ένα παζλ ξέρω ανά πάσα στιγμή πόσα από τα 500 κομμάτια έχω ήδη τοποθετήσει στη θέση τους. Αλλά ό,τι σημαντικό έχω κάνει στη ζωή μου δεν ήταν προϊόν μακρόπνοου σχεδιασμού. Το ίδιο ισχύει και για τα βιβλία που έχω γράψει. Κάθομαι και γράφω την πρώτη σελίδα, χωρίς να έχω ιδέα πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα».
«Τη νύχτα, όταν πέφτω στο κρεβάτι μου, ακόμα και τώρα που είμαι μεγάλος, φροντίζω να είναι σκεπασμένα με τις κουβέρτες τα πόδια μου αφού σβήσουν τα φώτα. Δεν είμαι πια παιδί, αλλά… δε μου αρέσει να πέφτω για ύπνο και το ένα μου πόδι να είναι κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Γιατί, αν έβγαινε ποτέ ένα χέρι κάτω από το κρεβάτι και με άρπαζε από τον αστράγαλο, μπορεί και να ούρλιαζα. Ναι, μπορεί και να ούρλιαζα μέχρι ν’ αναστηθούν οι πεθαμένοι. Τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν βέβαια και το ξέρουμε όλοι. Στα κείμενά μου θα έρθετε αντιμέτωποι με μια ποικιλία από όντα της νύχτας. Βρικόλακες, δαιμονικούς εραστές, ένα πλάσμα που ζει μέσα σε μια ντουλάπα, κάθε είδους φρίκη. Κανένα τους δεν είναι αληθινό. Ούτε το πλάσμα που καραδοκεί κάτω από το κρεβάτι μου περιμένοντας να μου αρπάξει τον αστράγαλο είναι αληθινό. Το ξέρω αυτό, όπως ξέρω επίσης ότι, αν φροντίζω να σκεπάζω τα πόδια μου, δε θα καταφέρει ποτέ να μου αρπάξει τον αστράγαλο».
«Η μεγάλη γοητεία της λογοτεχνίας τρόμου δια μέσου των αιώνων είναι ότι λειτουργεί σαν πρόβα των δικών μας θανάτων.[…] Ίσως συμβαίνει αυτό, επειδή ο συγγραφέας ιστοριών τρόμου πάντα φέρνει άσχημα νέα: θα πεθάνεις, σου λέει. Σου λέει, ξέχνα τον Όραλ Ρόμπερτ και το τραγουδάκι του «κάτι καλό θα σου συμβεί», γιατί κάτι κακό επίσης θα σου συμβεί, μπορεί καρκίνος, μπορεί εγκεφαλικό, μπορεί αυτοκινητιστικό, αλλά πάντως θα συμβεί. Και σε πιάνει σφιχτά από το χέρι, σε οδηγεί στο δωμάτιο και σε βάζει ν’ ακουμπήσεις εκείνο το πτώμα κάτω από το σεντόνι… και σου λέει, ακούμπα εδώ… κι εδώ… κι εδώ…»
Ο Στίβεν Κινγκ μέσα από τα βιβλία του
Κυρίες μου, σηκώστε τα φουστάνια σας. Μπαίνουμε στην κόλαση.
«Ο Τεντ δεν είπε τίποτα, αλλά μου χάρισε ένα παράξενο, ζορισμένο χαμόγελο που με έκανε να σκεφτώ πως, ίσως, αναρωτιόταν τι γεύση είχα».
(Οργή)
«Ο Πιτ ΜακΚένεντι ήταν είκοσι ενός (η ηλικία του μου φαινόταν τόσο μακρινή, εγώ αγωνιζόμουν στον ανοιχτό υπόνομο που είναι τα δεκαεπτά)».
(Οργή)
«Ο Μπιλ σκέφτηκε: Ξέρω πού υπάρχουν οι άσπρες ερημιές. Ακριβώς ανάμεσα στον μπαμπά μου και τη μαμά μου επάνω στον καναπέ».
(Το Αυτό)
«Πιστεύω ότι υπάρχουν επιβλαβή από πνευματική άποψη μέρη, κτίρια όπου το γάλα του σύμπαντος κόβει και ξινίζει. Εκείνη η εκκλησία ήταν ένα τέτοιο μέρος».
(«Τζερούσαλεμς Λοτ» από τη Νυχτερινή βάρδια)
«Αισθανόμουν σαν να μου ανακάτευε κάποιος τα εντόσθια μ’ ένα ραβδί
(«Η γκρίζα ουσία» από τη Νυχτερινή βάρδια)
«Κάποιος ήθελε να τον βγάλει από τη μέση και είχε απευθυνθεί στην Οργάνωση. Η Οργάνωση μέσω του Κάλβιν Μπέιτς είχε μιλήσει στον Τζον Ρένσοου. Μπαμ! Οι πενθούντες παρακαλούνται να μη φέρουν λουλούδια».
(«Πεδίο μάχης» από τη Νυχτερινή βάρδια)
«Στα δώδεκά του είπε μια εξυπνάδα στο πρόγευμα. Η μητέρα του έπλενε τις κατουρημένες πάνες της γιαγιάς του κι έπειτα τις έστιβε στο αρχαίο πλυντήριό της. Είχε γυρίσει προς το μέρος του και τον είχε χτυπήσει με μια απ’ αυτές. Το πρώτο χτύπημα της υγρής, βαριάς πάνας αναποδογύρισε το μπολ με τα κορνφλέικς του και το πέταξε στην άλλη άκρη του τραπεζιού σαν τεράστια, γαλάζια σβούρα. Το δεύτερο τον βρήκε στην πλάτη. Δεν τον πόνεσε, αλλά τον ξάφνιασε και τον έκανε να πάψει να μιλάει. Και η γυναίκα που τώρα ήταν ζαρωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου συνέχισε να τον χτυπάει, λέγοντας: Κλείσε
το στόμα σου, το μόνο μεγάλο πράγμα που έχεις αυτή τη στιγμή επάνω σου είναι το στόμα σου. Κλεισ’ το, λοιπόν, μέχρι να μεγαλώσουν και τα υπόλοιπα. Κάθε πλάγια λέξη συνοδευόταν από ένα χτύπημα με την υγρή πάνα της γιαγιάς του –ΠΛΑΤΣ!– και οι υπόλοιπες εξυπνάδες που σκόπευε να πει εξατμίστηκαν. Εκείνη την ημέρα ανακάλυψε ότι δεν υπάρχει τίποτε τελειότερο από τη βρεγμένη πάνα της γιαγιάς, για να δείξεις σ’ ένα δωδεκάχρονο παιδί τη σωστή θέση του στον κόσμο. Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια για να ξαναβρεί την ικανότητά του να λέει εξυπνάδες»
(«Η γυναίκα στο δωμάτιο» από τη Νυχτερινή βάρδια).
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Στίβεν Κινγκ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ