Η τελευταία φορά που η παρέα φίλων, γνωστών, αλλά και θαυμαστών του καυστικού του χιούμορ βρέθηκε με τον Γιάννη, ήταν στην έκθεση «Democrisis – Η Δημοκρατία σε Κρίση» που παρουσιάστηκε πριν δύο μήνες από τη Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων (από όπου και η φωτογραφία, 1.4.19). Ιδρυτικό μέλος της και πάντα παρών ο Γιάννης Ιωάννου, ήταν εκείνο το βράδυ στα εγκαίνια, μίλησε με πολλούς και δεν παρέλειψε να σκιτσάρει, αφιερώνοντας αυτά τα βιαστικά, αλλά πλήρη γραμμών και ιδεών, σκαριφήματα σε όποιους το ζητούσαν.
Δεν ήταν λίγοι, όσοι περιστοιχίστηκαν γύρω του, περιμένοντας τη σειρά τους. Αποτελούσαν μικρό μόνο μέρος από τη στρατιά των αναγνωστών που τον ακολουθούσαν πιστά για χρόνια. Από το 1975 που άρχισε να δημοσιεύει γελοιογραφίες στο περ. Αντί και αργότερα στις εφημερίδες και τα περιοδικά με τα οποία συνεργάστηκε (χώρια οι εκδόσεις άλμπουμ με συγκεντρωμένη δουλειά του), έκτισε μια ιδιαίτερη σχέση με το κοινό αρνούμενος να κάνει συμβιβασμούς και εκπτώσεις στην τέχνη του.
Γεννημένος το 1944 στη Θεσσαλονίκη, πτυχιούχος αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ και πολεοδομίας στο Παρίσι, εργάστηκε σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία έως το 1975. Η Μεταπολίτευση και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αποτέλεσαν το έναυσμα, ώστε να αλλάξει ρότα. Εγκατέλειψε την αρχιτεκτονική και αφιερώθηκε σε μία τέχνη που υπέφωσκε εντός του και εκδηλώθηκε με εντυπωσιακή ωριμότητα. Όχι πια στο χαρτί της αρχιτεκτονικής μακέτας, αλλά σε εκείνο του ανατρεπτικού σκίτσου με την (πάντα οξυδερκή) πολιτική ανάλυση.
Μαζί με αυτά άλλαξε και το όνομά του. Από Γιάννης Δημόπουλος έγινε Γιάννης Ιωάννου και με αυτό το ψευδώνυμο έγραψε τη δική του, αξιοσημείωτη ιστορία στην ελληνική γελοιογραφία. Ο ίδιος, σε μία συνέντευξη που είχε δώσει στον γράφοντα, για την τηλεοπτική σειρά «Έλληνες γελοιογράφοι» (ΕΡΤ-2), είχε πει ότι υιοθέτησε αυτό το ψευδώνυμο (από το όνομα του πατέρα του), επειδή οι δικοί του θα ένιωθαν άσχημα βλέποντας το επίθετό του σε μια τόσο «άστοχη» επαγγελματική επιλογή.
Στην ίδια εκπομπή είχε θίξει, μεταξύ πολλών άλλων, δύο καίρια στοιχεία που αφορούν την τέχνη του: Τον άχρονο χρόνο, ο οποίος λειτουργεί υποδόρια στις (καλές) γελοιογραφίες της επικαιρότητας και τους επιτρέπει να λειτουργούν, ως απόηχος, πολύ πέραν του ενεστώτα χρόνου. Κατά δεύτερο, την εξ ορισμού θέση της σάτιρας μπροστά και απέναντι από την εξουσία. Αλλιώς, οι γελοιογράφοι κινδυνεύουν, όπως έλεγε, να γίνουν γελωτοποιοί μιας «βασιλικής αυλής».