e sanza cura aver d’alcun riposo
salimmo sú, el primo e io secondo,
tanto ch’i’ vidi de le cose belle
che porta ’l ciel, per un pertugio tondo;
e quindi uscimmo a riveder le stelle.
Dante, Inferno, XXXIV, 135-139
e sanza cura aver d’alcun riposo
salimmo sú, el primo e io secondo,
tanto ch’i’ vidi de le cose belle
che porta ’l ciel, per un pertugio tondo;
e quindi uscimmo a riveder le stelle.
Dante, Inferno, XXXIV, 135-139
Επέμενεν ο νεαρός μελετητής Ευμένιος
για την ορθότητα της ερμηνείας του σθεναρά.
Του αντέτεινεν ο γηραιός φιλόλογος Ευστράτιος
πως τα διακείμενα που ο Ευμένιος επεσήμανε,
πράγματι με οξυδέρκεια κι άριστη γνώση των πηγών,
δεν αποκλείεται, κρυφίως, να είναι κι άλλα·
«Όχι άλλ’ αντ’ άλλων, αλλά κι άλλα», τόνιζε.
Αργά, πολύ αργά μέσα στην κρύα νύχτα,
αφού ώρες πριν τελείωσε κι η εσχάτη συνεδρία
του συμποσίου του αφιερωμένου στον Κυριάκο
Χαραλαμπίδη, ποιητή εκλεκτό «εν ανθηρώ έλληνι λόγω»,
καθώς λέγαν και ξαναλέγαν οι φιλόλογοι,
γινόταν τούτη η ατελείωτη κουβέντα
στο μέσα μέρος του βουερού εστιατορίου,
με όλες κι όλους τους σύνεδρους σε πλήρη ευωχία.
Κι ο ποιητής προσηλωμένος, πάντα προσηνής,
στα δεξιά του Ευμένιου και του Ευστράτιου,
τους άκουγε ρυθμίζοντας την ένταση την εσωτερική
του αλάθητου κρυμμένου ακουστικού του.
Αφού ώς το τέλος άκουσε, μειδίασε, όλος χάρη,
προσεχτικά τους κοίταξε, εσιώπησε όσο έπρεπε,
κι ύστερα είπε με τη ρυθμική του ανάσα:
«Η ακουστική εικονοποιΐα των ποιημάτων μου,
η υφαντική της μουσικής κι ο ήχος του φωτός τους,
ο πλάγιος ήχος που πλανεύει την ακοή μας,
σαν πλοίο που πλέει σ’ ανεξερεύνητα πελάγη,
ναι, είναι ένα υφάδι που η υφάντρα του λαμπάζει –
πώς όταν πιάνεις την Κυθέρεια απ’ το χερούλι της;
Πώς όταν την Ελένη λέει Λενιώ ή Λέγκω ή δυο Ελένες
απ’ το κλαδάκι της φωνής μου απέθαντο λαλούμενο πουλί;
Μες στ’ όνειρά μου μένω πάντοτε ο Ριμάκο,
ριμάροντας, θέλω να πω, μ’ εμένα τον εαυτό μου.
Μα θα με βρείτε και στη ροή του εύρυθμου νερού
όπου βαπτίζομαι μ’ όλην αντάμα τη γενιά μου,
τον Μαχαιρά, τον Σολωμό, τον Παπατσώνη,
τον Πάουλ Τσέλαν μ’ ένα τσέμπαλο στα νέφη,
κάποιον Καβάφη, έναν μαΐστορα Σεφέρη – αν τον θυμάμαι…
ώς κι έναν άγνωστό μου ονόματι Κυριάκο,
μια πασχαλίτσα κι έναν ουράνιο αρκούδο,
τον ανδαλουσιανό μου σκύλο και το μίζαρον.
Αν κυπροσυλλαβίζω qualche volta,
είναι που κλείνω στην καρκιάν μου την Ελλάδα (o altra cosa).
Καλοί μου φίλοι, υπάρχει κατεχόμενη ψυχή;
Κι εξάλλου απέθανε ποτέ του ο Κανένας;
Αγαπημένοι μου οξυνούστατοι φιλόλογοι,
δικοί μου εν όπλοις της ψυχής μου αναγνώστες,
αν δεν συλλάβατε στο βάθος τι εννοώ,
θα σας τα πω ακριβώς ξανά, με δυο τρεις λέξεις:
Ακούστε, από μιαν άλλη θέα, τ’ άστρα είναι
οι πασχαλίτσες σ’ έναν κάμπο με χορδές·
γι’ αυτό, όταν θέλουμε, ηχούν.
Μες σ’ ένα ποίημά μου κυλάει ένα ρυάκι.
Μια πράσινη γραμμή-κλωστή δένει τις στάλες.
Εκείνη η νεροσυρμή με βγάζει κάτω απ’ τ’ άστρα·
ή στ’ άστρα.»
Μνήμη συνεδρίου «Κυριάκου Χαραλαμπίδη Επίσκεψις. Ο ποιητής των ευρέων ελληνικών οριζόντων», Κύπρος, 31 Ιανουαρίου-2 Φεβρουαρίου 2019
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Eυριπίδη Γαραντούδη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Το διπλό δίγαμμα, Τα σύνεργα, Ίχνη στην άμμο και Ονειρεύτηκα τη Genova