Τσιμουδιά!

Τσιμουδιά!

Ο Πα­ρα­σκευάς - Πά­ρης Κο­ντός γνώ­ρι­σε τη γυ­ναί­κα του στη Γερ­μα­νία. Πα­διά με­τα­να­στών πρώ­της γε­νιάς, συ­να­ντή­θη­καν στη μπυ­ρα­ρία που δια­τη­ρού­σε ο θεί­ος του Πά­ρη στο Μό­να­χο κι όπου η Γω­γώ εί­χε έλ­θει να δου­λέ­ψει στην κου­ζί­να στις κα­λο­και­ρι­νές δια­κο­πές. Ήταν δε­κα­ε­φτά χρο­νών, ο Πά­ρης τρία χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος. Δεν της εί­χε δώ­σει ση­μα­σία, και τι ση­μα­σία να δώ­σει σ’ ένα κο­κα­λιά­ρι­κο και κά­πως τρι­χω­τό κο­ρί­τσι; Εκεί­νος ήταν γε­νι­κών κα­θη­κό­ντων στο μα­γα­ζί, αντι­κα­θι­στού­σε τον θείο του στο τα­μείο, επέ­βλε­πε την κου­ζί­να, το σερ­βί­ρι­σμα. Έκα­νε και χρέη μπρά­βου όταν χρεια­ζό­ταν να μα­ζέ­ψει κά­ποιον πα­λη­κα­ρά και να τον ξε­φορ­τώ­σει στο δρό­μο. Ήταν ψη­λός κι όμορ­φος περ­νού­σε ώρες κά­νο­ντας προ­πό­νη­ση στο γυ­μνα­στή­ριο και τα κο­ρί­τσια έκα­ναν ου­ρά για πάρ­τη του.

Τη συ­νά­ντη­σε πά­λι τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Στο σπί­τι του Γιάν­νη, του φί­λου του που γιόρ­τα­ζε τα γε­νέ­θλιά του. Δεν τη γνώ­ρι­σε, εκεί­νη του μί­λη­σε. Έμει­νε να την κοι­τά­ζει τό­σο εί­χε ομορ­φύ­νει. Με­λα­χρι­νή, με χλω­μή επι­δερ­μί­δα, μαύ­ρα μα­κριά μαλ­λιά σε χο­ντρές μπού­κλες και κορ­μί με στρογ­γυ­λά­δες ακρι­βώς εκεί που έπρε­πε. Έφυ­γαν μα­ζί απ’ του Γιάν­νη κι από κεί­νο το βρά­δυ κόλ­λη­σαν. Η Γω­γώ τον θε­ρά­πευ­σε κι απ’ την Έρι­κα που βα­σά­νι­ζαν ο ένας τον άλ­λο τα τε­λευ­ταία δύο χρό­νια με επει­σο­δια­κούς χω­ρι­σμούς κι ακό­μη πιο δύ­σκο­λες επα­να­συν­δέ­σεις.

Με­τά από δύο χρό­νια πα­ντρεύ­τη­καν. Ο γά­μος έγι­νε στο νη­σί κα­τα­γω­γής του Πά­ρη, τη Λή­μνο. Ανοι­χτός γά­μος με πλή­θος κα­λε­σμέ­νων. Συ­γκε­ντρώ­θη­κε όλο το σόι του για το γά­μο. Ήλ­θε ο θεί­ος του, ο ιδιο­κτή­της της μπυ­ρα­ρί­ας, με τη γυ­ναί­κα και την κό­ρη του, ήλ­θε ο άλ­λος θεί­ος, ο αδελ­φός του πα­τέ­ρα του, από την Αυ­στρα­λία με την οι­κο­γέ­νειά του, ήλ­θαν τα ξα­δέλ­φια του που ζού­σαν στην Αθή­να, κου­μπά­ροι απ’ τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, φί­λοι απ’ τη Γερ­μα­νία. Από τη με­ριά της νύ­φης δεν ήλ­θε κα­νείς. Μό­νο οι γο­νείς της Γω­γώς. Ού­τε καν η αδελ­φή της επει­δή ήταν έγκυος κι ο για­τρός δεν της επέ­τρε­ψε να τα­ξι­δέ­ψει.

Ο πα­τέ­ρας του Πά­ρη έκα­νε λό­γο στον συ­μπέ­θε­ρο.

– Ζού­με τό­σα χρό­νια στη Γερ­μα­νία κι έχου­με ξε­χω­ρι­στεί από τους συγ­γε­νείς μας, εί­πε αυ­τός. Εξάλ­λου δεν έχου­με ού­τε εγώ ού­τε η γυ­ναί­κα μου στε­νούς συγ­γε­νείς, κά­ποια μα­κρι­νά ξα­δέλ­φια μό­νο, που δεν ξέ­ρου­με καν που ζουν.

Στα επό­με­να χρό­νια ο Πά­ρης αι­σθαν­θη­κε πολ­λές φο­ρές τυ­χε­ρός που γνώ­ρι­σε και πα­ντρεύ­τη­κε τη Γω­γώ. Ο θεί­ος του, επει­δή πια εί­χε γε­ρά­σει κι ήθε­λε να επι­στρέ­ψει στην Ελ­λά­δα, του πα­ρα­χώ­ρη­σε τη μπυ­ρα­ρία. Η μο­να­χο­κό­ρη του ήταν δα­σκά­λα και δεν εν­δια­φε­ρό­ταν να κρα­τή­σει το μα­γα­ζί. Το ανέ­λα­βαν με τη Γω­γώ η οποία απο­δεί­χτη­κε κα­λή επι­χει­ρη­μα­τί­ας. Ο ίδιος έμει­νε στα πα­λιά του κα­θή­κο­ντα η γυ­ναί­κα του εί­χε την πλή­ρη ευ­θύ­νη. Προ­μή­θειες, προ­σω­πι­κό, πλη­ρω­μές. Πρό­κο­ψαν. Απέ­κτη­σαν και δύο παι­διά. Ένα αγό­ρι κι ένα κο­ρί­τσι.

Έκα­ναν δια­κο­πές με τους κου­μπά­ρους τους στην Κρή­τη όταν τους ει­δο­ποί­η­σαν. Ο Χρί­στος, ο πα­τέ­ρας της Γω­γώς, πέ­θα­νε αιφ­νί­δια. Ανα­κο­πή. Άφη­σαν τα παι­διά στους κου­μπά­ρους και με χί­λια ζό­ρια, λό­γω του­ρι­στι­κής πε­ριό­δου, βρή­καν ει­σι­τή­ριο με το αε­ρο­πλά­νο για Θεσ­σα­λο­νί­κη όπου ζού­σαν τα τε­λευ­ταία χρό­νια οι γο­νείς της Γω­γώς.

Το δια­μέ­ρι­σμά τους ήταν στους Αμπε­λο­κή­πους. Όταν έφτα­σαν εκεί με το τα­ξί που πή­ραν από το αε­ρο­δρό­μιο εί­δαν, γύ­ρω από το πα­λιό κα­πνο­μά­γα­ζο και στην αλά­να που γί­νε­ται η λαïκή, παρ­κα­ρι­σμέ­να αρ­κε­τά φορ­τη­γά­κια και πολ­λοί με­λα­χρι­νοί σου­λα­τσά­ρι­ζαν στο δρό­μο ή κά­θο­νταν στις κα­ρό­τσες και κά­πνι­ζαν.

– Έχει πα­νη­γύ­ρι εδώ κο­ντά σή­με­ρα; ρώ­τη­σε ο τα­ξι­τζής. Πολ­λούς γύ­φτους βλέ­πω.

Έφτα­σαν στον προ­ο­ρι­σμό τους. Στα σκα­λο­πά­τια, στην εί­σο­δο της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας κά­θο­νταν αρά­δα τσιγ­γά­νες.

– Μα τι γί­νε­ται σή­με­ρα; εί­πε πά­λι ο τα­ξι­τζής. Κι εδώ γύ­φτι­σες. Προ­σέξ­τε να μη σας κλέ­ψουν. Αυ­τές κλέ­βουν μέ­χρι αστυ­νο­μι­κό με στο­λή. Αλή­θεια, την πά­τη­σε ένα φι­λα­ρά­κι.

Κα­τέ­βη­καν από το τα­ξί. Οι τσιγ­γά­νες που κά­θο­νταν στα σκα­λιά έκλαι­γαν και φώ­να­ζαν:

– Πά­ει το Κρί­στο!... Χά­σα­με το Κρί­στο!

Ο Πά­ρης στα­μά­τη­σε στο πε­ζο­δρό­μιο. Η Γω­γώ προ­χώ­ρη­σε να πε­ρά­σει ανά­με­σα από τις τσιγ­γά­νες να μπει μέ­σα αλ­λά βλέ­πο­ντας ότι δεν την ακο­λου­θού­σε γύ­ρι­σε.

– Τσι­μου­διά! Μην τολ­μή­σεις να πεις κά­τι, του εί­πε αγριε­μέ­νη.

 – Δεν εί­χα σκο­πό να πω, απά­ντη­σε ο Πά­ρης μα­ζε­μέ­νος. Τη φο­βή­θη­κε έτσι που την εί­δε.

Μπή­καν μα­ζί στην πο­λυ­κα­τοι­κία κι ο Πά­ρης κά­λε­σε το ασαν­σέρ. Το δια­μέ­ρι­σμα ήταν στον τέ­ταρ­το όρο­φο.

Δεν μί­λη­σαν πο­τέ για το θέ­μα. Ού­τε εκεί­νη τη μέ­ρα ού­τε αρ­γό­τε­ρα. Αλ­λά πολ­λές φο­ρές πιά­νει ο Πά­ρης τον εαυ­τό του ν’ αγω­νιά και ν’ ανα­ζη­τά στα παι­διά του ση­μά­δια τσιγ­γα­νο­σύ­νης. Όμως δεν δια­κρί­νει κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό. Φαί­νο­νται όπως όλα τα παι­διά.


ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Μα­ρί­ας Τσο­λα­κού­δη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ: Γραμ­μα­τι­κή

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: