(1) Αγκαλιά με την Αγία Ρωσία.
Απόψε κλείνω πάλι τα μάτια μου και ονειρεύομαι την Αγία Ρωσία. Νιώθω αρκετό πόνο από εκείνον των ηθοποιών που ανέστησε ο Άντον Τσέχωφ και ζητάω να γυρίσω στην πατρίδα μου, μακριά απ᾽ το σανίδι. Απέχει το χωριό μου τρεις χιλιάδες βέρστια και τρία χρόνια να περπατάω δεν πρόκειται να φτάσω. Το ξέρω και επιμένω γι᾽ αυτό, προς το βράδυ θα πεθάνω. Δέρνω τριάντα τρεις ιμπρεσσάριους, δύο ονομαστούς συγγραφείς, έναν ζωγράφο, τώρα, μπροστά σας, τα βλέπετε. Αυτή η κλειστή Αγία Ρωσία με τον κλειστό ορίζοντα μου παρέχει ασφάλεια και με βοηθάει σαν όμορφη ποδοσφαιρική φάση να κοιμηθώ. Κοιμάμαι.
(Από το «Παραμύθια σαν αστεία άστρα», 1984)
(2) Ήρθ᾽ ο χειμώνας ο καλός.
Είναι ανόητο να μπαίνεις πια σε ταξί. Είναι πιο ανόητο να κάθεσαι μπροστά, δίπλα στον ψυχοπαθή με το τιμόνι, είναι σαν ν᾽ αυξάνεις τη δόση σου κάθε φορά. Και είναι γελοίο να σε φάνε οι ταξιτζήδες, τα πιο παγιδευμένα άτομα στον ντουνιά/κόσμο, όταν δεν είναι καν μαύρος αυτός ο ταξιτζής που θα σε φάει, όταν δεν είσαι καν στη Νέα Υόρκη.
(Όταν είσαι ζευγάρι κάθεσαι αναγκαστικά στο πίσω κάθισμα, εκτός κι αν η σχέση σας έχει πάει περίπατο πολύν καιρόν πριν και δεν ξέρετε πώς αλλιώς να σκοτώσετε το παιδί σας. Όταν κάθεσαι μαζί της πίσω, μη μιλάς στον οδηγό, γιατί ζηλεύει και βαριέται, πού ακούστηκε εμείς οι υπεράνθρωποι να δίνουμε την ευκαιρία τού διαλόγου; Μπορεί, βέβαια, να ᾽χει και δίκιο, αλλά απ᾽ το πίσω κάθισμα όλες οι στάσεις είναι εύκολες και ανώδυνες).
Δεν έφυγα απ᾽ το θέμα. Ούτε απ᾽ το ταξί που έχουμε μπει τώρα και κάτι γίνεται. Το σημερινό επεισόδιο είναι το δέκατο τρίτο της σειράς και στο προηγούμενο ο ήρωας τού σήριαλ Εγώ είχε βριστεί με βαρύτατες φράσεις με γέρο ταξιτζή γιατί ο γέρος δεν είπε καν καλησπέρα και μετά μίλησε στον ενικό και μουρμούρισε: «Δεν πιστεύω να με πας απ᾽ το δάσος». Τότε εγώ θύμωσα, κι εκείνος τόλμησε να πει ότι πού ξέρω εγώ που τον θέλω τέλειο αν έχει η γυναίκα του καρκίνο, κι εγώ σκέφτηκα να του πω πως κι εμένα ο πατέρας μου αναγκάστηκε κάποτε να πεθάνει από καρκίνο, αλλά εγώ έγινα ποιητής κι όχι γέρος. Μάλλον δεν μπορούμε να είμαστε όλοι ποιητές, αλλά ούτε μπορούμε να ᾽μαστε κι όλοι γέροι.
Η σκηνή είναι η ίδια. Γέρος φαίνεται και ο ταξιτζής τού δεκάτου τρίτου σημερινού επεισοδίου, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι ψυχοβγαλτικό, καταντάει σαν Χάρρυ Κλύνν, και χειρότερα.
Μου πρόσφερε τσιγάρο και πιάσαμε και κουβέντα για το υγραέριο που τόσο μας λείπει τον τελευταίο καιρό, για την κατάσταση στο Ποτάμι και στη λεωφόρο Πειραιώς, οπότε μου χαρακτήρισε την Ελλάδα στο σύνολό της οπισθοδρομική κομπανία και γέλασα.
Μετά είπε: «Εσύ, τί στεναχωριέσαι; Μικρός είσ᾽ ακόμη».
Μετά είπα: «Πόσο με Κάνεις;»
«Δεκαοκτώ - δεκαεννιά»…
Μού ᾽ρθε τότε να του πω, ―Μα με τρεις γερές χυλόπιτες; Δεν το είπα, αλλά σοβάρεψα:
«Είμαι τριάντα».
Φρέναρε, και για να μη φανεί ότι φρέναρε απ᾽ την έκπληξή του, τοποθέτησε ένα αγοράκι μπροστά ακριβώς στον προφυλακτήρα, που δεν το πάτησε στο τσακ και το αγριοκοίταξε. Μου τη φυλούσε όμως.
«Εγώ», είπε ο γέρος ταξιτζής, «Πόσο―με―Κάνεις;»
Φαινότανε τριανταπέντε. Φαινότανε τριανταπέντε γεμάτα, με λίγα χρόνια ακόμα μπροστά του, με ανίατη οικογένεια, απελπισμένος.
Είπα: «Σαν και μένα σε κάνω. Κοντά στα τριάντα».
Δεν φρενάρε, λοιπόν. Απήλαυσε τον θρίαμβό του τρυπώντας σε νουβέλα του Τσάντλερ και είπε πιο κοφτά:
«Εικοσιδύο».
Καταρρεύσαμε κι οι δύο. Εγώ απ᾽ την υψηλή αθωότητα των τριάντα κι ο πιτσιρικάς απ᾽ τα χρόνια που του ᾽χα κλέψει, που όλο ερωτευόμουνα και όλο έλπιζα.
Κοιταζόμαστε σαν ημίτρελοι ως το σπίτι μου και δεν θυμάμαι να πλήρωσα. Κύματα ηλικιών σπάσανε με το κλείσιμο της μπροστινής πόρτας που συμπαθήσατε ήδη και το τέλος του επεισοδίου μας αφήνει σε αμφιβολία αν πρέπει ν᾽ αγοράσουμε κι άλλα αυτής της σειράς ή ν᾽ αυτοκτονήσουμε.
(Από το «Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους», 1985)
(3) Στην άκρη του Γκρέμλιν.
Το Ψυχοσάββατο το φετινό πήγα κι εγώ για μια φορά πάνω στο νεκροταφείο, και με τη Νανά κάναμε ένα μικρό ευχέλαιο, μ᾽ έναν πολύ γέρο παπά, υπέρ αναπαύσεως αρκετών δούλων τού Κυρίου. Η Νανά είχε και κόλλυβα νόστιμα μαζί της και φωνάξαμε τον γέρο παπά που έφευγε, ο δέσποτας μην ήθελε λίγα κόλλυβα. Αυτός μας είπε: ―Έχω ζάχαρο.
Τι φοβερή η ιστορία των παπάδων. Μέσα σ᾽ αυτά τα ράσα, να μπαινοβγάζουνε στο χώμα τ᾽ ανθρωπάκια, κι από πάνω να στέκονται σ᾽ όλα τα κλάματα, με ζάχαρο και εκεί, τι θλιβερή ιστορία! Πού πάτε, μωρέ παπάδες, όπως λέει κι ο Αλέκος, Παπάγου;
Τους συμπαθώ. Τους συμπαθώ περισσότερο από τους μεταφραστές, το ίδιο σχεδόν με τους περιπτεράδες. Κι αφού κανένας δεν έχει μπει ποτέ σε περίπτερο, πώς να φορέσει κανένας μας μαύρα ράσα και να γεράσει δίπλα στα κλάματα;
Μικρός θυμάμαι που ήμουνα με τον Δημητράκη και τρέχαμε γύρω από τα σπίτια τα προπολεμικά, γύρω από τους πύργους τού ποταμού Ιλισού, που, αντί για νερό, σήκωνε από μέσα του σπιτάκια σαν κύματα μπλε, προσφυγικά βλέμματα σαν κύματα λευκά. Θυμάμαι με τον Δημητράκη ποιον πύργο απ᾽ όλους τους παλιούς θέλαμε πιο πολύ να δούμε κι από μέσα, μέσα από τα άμφιά του τα κάποτε φανταχτερά και τώρα ράσα λόγω πένθους, λόγω Τουρκοκρατίας.
―Δημητράκη Χωκφίν, θέλεις απόψε να πάμε στέγη―στέγη, να πάρουμε μαζί μας τα σπυράκια μας και μια ψόφια γάτα, να βρεθούμε εκεί που ο πεθαμένος ακολουθεί το φεγγάρι, η γάτα ακολουθεί τον πεθαμένο και τα σπυράκια ακολουθούν τη γάτα, φτου, απαλλάχτηκα από σας; Απόψε το βράδυ λέω να μπούμε από το παράθυρο εκείνο μέσα στον πύργο του Ιλισού, να δούμε επιτέλους τί συμβαίνει πίσω από τα μάτια μας; Πώς ήτανε πριν από μας και πώς είναι τώρα τα πριν από μας, που είμαστε κι εμείς.
Με τον Δημητράκη σπάσαμε ένα τζάμι που φύλαγε ακόμα το μυστικό, περάσαμε τρομεροί μέσα στο μαύρο, φθονερό σπίτι, κι ανάψαμε τρέμοντας ένα κερί. Ου, ου, έκανε στ᾽ αυτιά μας του κήπου ή κουκουβάγια που δεν ήθελε, ου, ου, έκανε του κήπου η καρδιά μας που ήθελε. Μια πόρτα άνοιξε τρίζοντας πολύ, μια άλλη δεν άνοιγε θυμωμένη. Είχε σκονισμένες, βρώμικες γωνίες χωρίς έπιπλα καθόλου, χωρίς εμπόδια το σπίτι αυτό το αρχοντικό. Και όπως περάσαμε τρίζοντας κι εμείς από τον μακρύ διάδρομο μετά το δωματιάκι, μπήκαμε φαρδιά―πλατιά σε μια τεράστια αίθουσα.
Κι είδαμε, τότε, το πιο απαίσιο θέαμα που μπορείτε να φανταστείτε. Τόσο πολύ τρομάξαμε που, αμέσως πετώντας το κερί κάτω, σβηστά και σβηστοί τρέξαμε όσο βαστάγανε τα πόδια μας κι ακόμα παραπάνω, και βγήκαμε κομμένοι και κομμένοι απ᾽ τα γυαλιά τού παραθύρου έξω στο μέλλον, να μην το ξαναδούμε το παρελθόν στα μάτια μας, καλύτερα με τα μικρά προσφυγικά, χίλιες φορές καλύτερα.
Τι είδαμε; Είδαμε στη μέση του μεγάλου δωματίου μια βάρκα με κουπιά, έτοιμη να σαλπάρει, με τις ψυχές πειρατές απάνω της. Και τα κουπιά σαν να λάμνανε εκεί μέσα στην ακινησία, σαν να τον ανακατεύανε έως θανάτου τον πύργο τον απέξω στοπ―καρέ, σαν να μας βγάζανε το μέσα έξω τού ανθρώπου, ό,τι δεν κάνει να βλέπουμε, ό,τι δεν είναι για τα μάτια.
Έτσι ένιωσα στο νεκροταφείο το Ψυχοσάββατο με τον γέρο παπά. Έτσι περίπου. Μέσα του το ζάχαρο, μέσα στο λιγνό, ήδη προπολεμικό σώμα του, σαν βάρκα αρνιότανε τα κόλλυβα τα γλυκά, σαν βάρκα στη μέση πύργου φθονερού αρνιότανε τα έξω ολιγόλογα πράγματα κι έλαμνε μοναχούλα του το ζάχαρο, φλύαρο σαν βάρκα με κουπιά, με την ψυχή πειρατική και μονόφθαλμη.
(Από το «Οι καλές γυναίκες», 1986)
[ Προδημοσίευση ]
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Σωτήρη Κακίση ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Να 'χω το νου μου, Όλο αέρα, Τέσσερις ώρες αγκαλιά, Μισό νησί - Δεν βλέπω την ώρα,
Ποιήματα Ι και Τίγρεις