Οι πάστες

Δύο ήταν τα μεγάλα σχολικά δράματα που ζήσαμε ως οικογένεια όταν πήγα πρώτη δημοτικού: Τι θα απαντήσω όταν με ρωτήσουν πού γεννήθηκα και τί θα πω αν ρωτήσουν τι δουλειά κάνει ο πατέρας μου. Διότι, άντε και λέω ότι γεννήθηκα στο Βουκουρέστι, αλλά πώς βρεθήκαμε στο Βουκουρέστι; Κι ακόμα χειρότερα, άντε και λέω ότι ο πατέρας μου είναι δημοσιογράφος, αλλά τι θα πω μετά που πάντα ρωτάνε σε ποια εφημερίδα; Αυτά γιατί η Χούντα είχε πέσει μεν, αλλά οι άρτι επαναπατρισθέντες γονείς μου δεν έπαυαν να επαναλαμβάνουν ότι σ' αυτή τη χώρα κυβερνάει ακόμα η Δεξιά και πρέπει να προσέχουμε. Οπότε δε λέμε ότι γεννήθηκα στο Βουκουρέστι επειδή ήμασταν πολιτικοί πρόσφυγες, ούτε ότι ο πατέρας μου δουλεύει στο Ριζοσπάστη.
Το πρώτο τελικά λύθηκε σχετικά εύκολα: «Θα πεις ότι ο πατέρας σου ήταν ακόλουθος Τύπου στην πρεσβεία μας και ζούσαμε οικογενειακώς στο Βουκουρέστι». Μου άρεσε αυτό, οπότε μια χαρά. Με το δεύτερο όμως επήλθε σύρραξις...

– Θα πεις «δεν ξέρω», επέμενε η μάνα μου.
– Πώς θα πω δεν ξέρω, ηλίθια είμαι;
– Να πεις «σε διάφορες», επενέβαινε ο πατέρας μου.
– Τι «διάφορες»; θα με ρωτήσουν σε ποιες.
– Ε, πες μερικές, όποιες θες. Αλλά μην πεις το Ριζοσπάστη!
– Γιατί, ντρεπόμαστε που δουλεύεις στο Ριζοσπάστη;;;;
– Λάμπρο, πες της τίποτα, θα μας τρέχουν στην Ασφάλεια! Έξαλλη η μάνα μου.
– Κοίτα, μπορείς να πεις ότι η μάνα σου είναι πολιτικός μηχανικός, προσπαθούσε να το
μαζέψει εκείνος.
– Θα με ρωτήσουν τί δουλειά κάνει ο πατέρας μου κι εγώ θα τους πω ότι η μάνα μου είναι μηχανικός;
– Ρε παιδί μου, πες την Π3 που δουλεύει η μάνα σου, είναι πολυεθνική, θα τους αρέσει...
– Ναι, αλλά με ρωτάνε για τον πατέρα μου, όχι για τη μάνα μου!
– Ώχου! Πες ρε θυγατέρα «δεν ξέρω» να τελειώνουμε! Δεν είναι ντροπή να μην ξέρεις.
– Δε λέω! Αφού ξέρω!
– Άμα ανοίξουν ξανά τα ξερονήσια και βρεθούμε εξορία θα σου πω εγώ «ξέρεις»! Ξεροκέφαλο! έσπευδε η μάνα μου.

Έτσι πήγαινε για καιρό και άκρη δε βγάζαμε, μέχρι που ήρθε η στιγμή που ήταν προφανές πως δεν θα τη γλίτωνα την ερώτηση. Την επομένη, μας ανακοίνωσε η δασκάλα, ήταν ημέρα «Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω» και θα συζητούσαμε για τα επαγγέλματα που γνωρίζουμε. Άρα και του πατέρα μας. Άρα «σε ποια εφημερίδα;» Ε;

Το ανακοίνωσα λοιπόν κι εγώ στην οικογενειακή ολομέλεια – στο βραδυνό τραπέζι. Και μόλις είπα τον τίτλο πετάχτηκε πρώτη η μάνα μου:
– Κοίτα μην πεις καμμιά εξυπνάδα ότι θες να γίνεις στρατηγός του Κόκκινου Στρατού!
– Αφού με φέρατε στην Ελλάδα! Πως θα παω στον Κόκκινο Στρατό;
– Τί θα πει «σε φέραμε στην Ελλάδα»; Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μας!
– Ναι, αλλά στη Ρουμανία δε με λέγανε Βουλγάρα, εδώ με λένε! Και είχε σοσιαλισμό κι ήμασταν μια χαρά και λέγαμε ό,τι θέλαμε. Εδώ όλο μη το ένα και μη το άλλο…
– Εδώ που τα λέμε έχει ένα δίκιο το παιδί, πήγε να με υποστηρίξει ο πατέρας μου κι έγινε του χαμού.

Κι έτσι πάλι δεν καταλήξαμε γιατί περάσαμε το υπόλοιπο βράδυ με τους γονείς να τσακώνονται για το αν έπρεπε ή όχι να επαναπατριστούμε, κι εμένα να κλαίω γιατί μου κατέστρεψαν την καριέρα…

Πάω λοιπόν κι εγώ την άλλη μέρα στο σχολείο αποφασισμένη –ελλείψει απόφασης του πολίτ μπιρό– να πω ένα βροντερό «στον Ριζοσπάστη!» και σιγά μη φοβηθώ. Αλλά έλα που λίγο πριν έρθει η σειρά μου, εκεί που μας ρωτούσε έναν-έναν αλφαβητικά η δασκάλα, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο διευθυντής του σχολείου («μην ενοχλείστε, συνεχίστε, συνεχίστε») και κάθεται όρθιος δίπλα στον πίνακα να παρακολουθήσει. Ο οποίος διευθυντής ήταν ένας θεόρατος τύπος με βροντερή φωνή και βαρύ χέρι, και επιπλέον, σύμφωνα με τους δικούς μου, ανήκε στην κατηγορία Αυτός-Ειναι-Πολύ-Δεξιός. Οπότε μου κόπηκε η επαναστατική φόρα και τσακίστηκα να σκεφτώ ένα αξιοπρεπές Plan-B μην τυχόν και με το Ριζοσπάστη καταλήξουμε οικογενειακώς στη Μακρόνησο. Κι όταν ήρθε η σειρά μου κι ήρθε κι η ερώτηση «Α, ναι; Σε ποια εφημερίδα;» η μόνη διπλωματική απάντηση που είχα προλάβει να σκεφτώ, χωρίς να ξεφτιλιστώ και τελείως, ήταν (ο στόμφος στα κεφαλαία):

– Στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ! Η μαμά μου όμως δουλεύει στην Π3, που είναι μεγάλη τεχνική εταιρία και κάνει έργα ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ!

Κι εκεί που το είπα, σκέφτηκα τη μάνα μου που ούτε Coca-Cola δεν επέτρεπε να μπει στο σπίτι –όχι και να νομίσει ο κόσμος ότι συνεργάζεται με τους φονιάδες των λαών– και πρόσθεσα:
– Αλλά η μαμά μου δεν έχει σχέση με Αμερικάνους, σε αυτά τα έργα δουλεύουν οι ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΕΣ…

Κάτι η φάτσα της δασκάλας και του διευθυντή, κάτι που δε με ρώτησαν τί θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω αλλά πέρασαν κατευθείαν στο επόμενο παιδάκι, κατάλαβα πως κάπου είχα κάνει μαλακία και μπορεί να γλιτώσαμε τη Μακρόνησο, απ΄ ό,τι φαίνεται, αλλά ποιος την ακούει τη μάνα μου... Κι έρχεται η ώρα να σχολάσουμε, έρχεται κι ο πατέρας μου να με πάρει, κι ο διευθυντής τον περιμένει στην πόρτα: «Κύριε Πετσίνη, μπορώ να σας πω μισό λεπτό;» Με κοιτάει ερωτηματικά ο πατέρας μου, παίρνω εγώ το πιο αθώο ύφος που είχα κι ανασηκώνω τους ώμους. Αργότερα έμαθα ότι αυτό λέγεται «κάνω τον Κινέζο». Δεν ξέρω τί είπαν, ούτε ρώτησα. Επέστρεψε όμως χαμογελαστός ο πατέρας μου κι αντί να πάμε σπίτι πήγαμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και φάγαμε πάστες και μου διηγήθηκε πως πέρασε τα σύνορα το ’48 και πως διέσχισε τη Γιουγκοσλαβία μ’ ένα σφραγισμένο τρένο για να καταλήξει στο Βουκουρέστι. 

– Μην πεις τίποτα στη μάνα σου, ε; μου είπε καθώς γυρνούσαμε.
Δε διευκρίνισε αν εννοούσε για τις πάστες, για τις ιστορίες ή για το Ριζοσπάστη. Εγώ για σιγουριά δεν είπα τίποτα για κανένα...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: